Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • φόρτος φόρ-τος ουσ. (αρσ.) (λόγ.): καθετί που αποτελεί πρόσθετο βάρος για κάποιον, που τον επιβαρύνει: αυξηµένος/επαγγελματικός/συναισθηματικός ~. Διοικητικός ~ επιχειρήσεων (βλ. γραφειοκρατία). Πβ. φορτίο, φόρτωμα.|| (ΙΑΤΡ.) Γαστρικός/στομαχικός ~ (βλ. βαρυστομαχιά). ● ΣΥΜΠΛ.: κυκλοφοριακός φόρτος (επίσ.): (δείκτης απεικόνισης της κινητικότητας σε έναν αυτοκινητόδρομο) ο αριθμός οχημάτων που διέρχονται από μια διατομή οδού μέσα σε ορισμένο χρονικό διάστημα, συνήθ. ανά ώρα: μεγάλος ~ ~ (= αυξημένη κίνηση) στην εθνική οδό., φόρτος εργασίας 1. υπερβολικά πολλή δουλειά: υψηλός ~ ~. Η συνάντηση αναβάλλεται λόγω ~ου ~. Βλ. υπεραπασχόληση. 2. (ειδικότ.) το σύνολο των εργασιών που πρέπει να φέρει σε πέρας κάποιος, συνήθ. μέσα σε καθορισμένο χρονικό διάστημα: Σε κάθε μάθημα του εξαμήνου αναλογεί συγκεκριμένος ~ ~. [< αγγλ. workload, 1946] [< αρχ. φόρτος ‘φορτίο, εμπόρευμα’]

υπεραπασχόληση

υπεραπασχόληση[ὑπεραπασχόληση] υ-πε-ρα-πα-σχό-λη-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΟΙΚΟΝ. εργασία η οποία υπερβαίνει χρονικά το πλήρες ωράριο και προκύπτει, όταν η ζήτηση ανθρώπινου δυναμικού για την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών είναι μεγαλύτερη από την προσφορά. ΑΝΤ. υποαπασχόληση 2. εντατική ενασχόληση με κάτι, υπερβολικός φόρτος εργασίας: ~ των μαθητών με εξωσχολικές δραστηριότητες. [< 1: αγγλ. overemployment, 1944]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.