Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • φύλακας φύ-λα-κας ουσ. (αρσ. + θηλ.) {φυλάκων} 1. πρόσωπο που έχει αναλάβει τη φύλαξη ενός χώρου, προσώπου ή πράγματος: νυχτερινός ~ (= νυχτο~). Ένστολοι/σχολικοί ~ες. ~ ασφαλείας. ~ του μουσείου (πβ. επιστάτης)/του πάρκου/της τράπεζας (βλ. σεκιουριτάς). Πβ. φρουρός. Βλ. αρχι~, σωματο~.|| (ΙΣΤ.) ~ες των συνόρων (= ακρίτες, απελάτες). Βλ. συνοριο~.|| Εκπαίδευση σκύλου-~α. 2. (μτφ.) προστάτης: ακοίμητος ~ των θεσμών/παραδόσεων (πβ. θεματο~). ● ΣΥΜΠΛ.: φύλακας άγγελος βλ. άγγελος ● ΦΡ.: έχουν γνώση οι φύλακες βλ. γνώση [< αρχ. φύλαξ, γαλλ. garde]

άγγελος

άγγελος [ἄγγελος] άγ-γε-λος ουσ. (αρσ.) {αγγέλ-ου | -ων, -ους} 1. ΕΚΚΛΗΣ. (συχνά με κεφαλ. Α) αόρατο, ασώματο και αθάνατο πνεύμα, φορέας της βούλησης του Θεού και κατ' επέκτ. η συμβολική του απεικόνιση: ~ Kυρίου/πρωτοστάτης. ~ εξ ουρανού. ~ με φτερά (= φτερωτός)/ντυμένος στα λευκά. Εμφανίστηκε μπροστά του με τη μορφή ~ου. Βλ. Αρχ~, Αρχές, Δυνάμεις, Εξουσίες, Θρόνοι, Κυριότητες, Σεραφείμ, Χερουβείμ. Βλ. διάβολος. 2. (μτφ.) άτομο με χαρακτηριστικά αγγέλου, κυρ. ομορφιά, αγνότητα ή καλοσύνη: ξανθός ~ (: πανέμορφη ξανθιά κοπέλα). Τι κούκλος είναι αυτός; Σωστός ~! Βλ. αγγελική ομορφιά. 3. (επίσ.) αγγελιοφόρος: ~ ειρήνης. Βλ. προ~. 4. ΝΟΜ. πρόσωπο το οποίο μεταφέρει απλώς τη δήλωση βούλησης ατόμου που επιθυμεί να προχωρήσει σε δικαιοπραξία. 5. ΦΙΛΟΛ. πρόσωπο της αρχαίας τραγωδίας που ανακοίνωνε στους θεατές όσα συνέβαιναν εκτός σκηνής. Βλ. εξ~. ● ΣΥΜΠΛ.: άγγελος θανάτου: ο Χάρος και γενικότ. καθετί που προκαλεί τον θάνατο πολλών ανθρώπων: Τον βρήκε ο ~ του ~ (= πέθανε)., άγγελος σωτηρίας: από μηχανής θεός: Την τελευταία στιγμή εμφανίστηκε σαν ~ ~., άγγελος του ελέους: πρόσωπο που προσφέρει απροσδόκητη και καλοδεχούμενη βοήθεια: Υπήρξε πραγματικός ~ ~ για εκατοντάδες ασθενείς., έκπτωτος/εκπεσών άγγελος 1. ΘΕΟΛ. δαίμονας που αποστάτησε και εκδιώχθηκε από τον Παράδεισο. Πβ. διάβολος, Εωσφόρος, Σατανάς. 2. (μτφ.) για άτομο εκδιωγμένο, ξεπεσμένο: Ο ήρωας της ταινίας είναι ένας ~ ~ εξορισμένος από παντού., ο καλός μου/σου/του άγγελος: φύλακας και προστάτης: Κάποιος ~ μου ~ με φύλαξε. [< γερμ. mein guter Engel] , φύλακας άγγελος: αγαθό πνεύμα που προστατεύει τους ανθρώπους και γενικότ. κάθε άτομο ή οτιδήποτε ενεργεί ανάλογα: Ο Άγιος Νικόλαος είναι ~ ~ των ναυτικών.|| Ο τερματοφύλακας αποδείχτηκε ~ ~ της ομάδας. Βλ. άγγελος σωτηρίας., επιχειρηματικοί άγγελοι βλ. επιχειρηματικός, μαλλιά αγγέλου βλ. μαλλί ● ΦΡ.: άγγελέ μου! (οικ.): προσφώνηση τρυφερότητας, θαυμασμού, στοργής., άγγελος ή προάγγελος κακών/καλών ειδήσεων: πρόσωπο που ανακοινώνει ένα δυσάρεστο/ευχάριστο συμβάν: Δεν θέλω να γίνω ~ κακών ειδήσεων (σπάν. μαντάτων/μηνυμάτων/νέων), αλλά ..., δε(ν) δίνει (ούτε) τ' αγγέλου/τ' Αγίου του νερό (προφ.): για πολύ τσιγκούνη άνθρωπο: Είναι ένας σπάγγος, ούτε ~ ~ δεν δίνει!, είδε τον άγγελό του (σπάν.-λαϊκό): για ετοιμοθάνατο., ζωγραφίζει/φτιάχνει αγγέλους: δημιουργεί, πλάθει αριστουργήματα: Είναι μεγάλος μάστορας, ~ ~!, η γειτονιά/στην αγκαλιά των αγγέλων βλ. γειτονιά [< 1,2: μτγν. ἄγγελος 3,4,5: αρχ. ἄγγελος, γαλλ. ange, αγγλ. angel, γερμ. Εngel]

γνώση

γνώση γνώ-ση ουσ. (θηλ.) 1. η διαδικασία της μάθησης, της απόκτησης αντίληψης του κόσμου· συνεκδ. οτιδήποτε γνωρίζει κανείς· (ειδικότ., στον πληθ.) το σύνολο των πληροφοριών που κατέχει: βιωματική/δηλωτική/διαδικαστική/παθητική/συστηματική ~. Δικαίωμα/πρόσβαση στη ~. Δίψα για ~. Τα όρια της ~ης. Κοινωνία της ~ης. Θεωρία της ~ης (βλ. γνωσιο-, επιστημο-λογία). Βλ. μετα~.|| Άριστη/βαθιά/ελλιπής/επαρκής/επιστημονική/επιφανειακή/ιστορική/κοινή/ρηχή/στείρα ~. Σε βάθος ~. ~ ξένων γλωσσών/χειρισμού Η/Υ. ~ (πάνω) σε έναν τομέα. Η διαχείριση/η κατάκτηση της ~ης. Έχω άμεση/απόλυτη/πλήρη (πβ. επίγνωση)/σαφή/συνολική/σφαιρική ~ (συνήθ. +γεν., πβ. συναίσθηση). Ενεργώ με/χωρίς ~ των συνεπειών.|| Άρτιες/γενικές/εγκυκλοπαιδικές/ειδικές/εξειδικευμένες/επαγγελματικές/θεωρητικές/νέες/πρακτικές/προαπαιτούμενες/σχολικές/τεχνικές/τυπικές ~εις. Επίπεδο ~εων. Τεχνολογία ~εων. Οι αποκτηθείσες ~εις και δεξιότητες. Έχει/διαθέτει πολλές ικανότητες και ~εις. Aξιολογώ/αξιοποιώ/βελτιώνω/ελέγχω/εμπλουτίζω/εφαρμόζω/προσφέρω τις ~εις μου. Αποδεικτικό/αφομοίωση/εύρος/θησαυρός/μετάδοση/παιχνίδι/πιστοποίηση/πληθώρα/συσσώρευση/τεστ ~εων. Ανταλλαγή εμπειριών και ~εων. Βλ. διά-, επί-, πρό-γνωση. ΑΝΤ. άγνοια (1), αδαημοσύνη 2. ΦΙΛΟΣ. η θεμελιωμένη πεποίθηση για την ύπαρξη, τη φύση, την ουσία ή την κατάσταση ενός πράγματος: διαισθητική/εμπειρική/ενορατική/νοητική/ορθολογική ~. 3. (προφ.) σύνεση: Έχει ~. Πβ. φρόνηση, φρονιμάδα. ● ΣΥΜΠΛ.: άμεση γνώση βλ. άμεσος, γραμματικές γνώσεις βλ. γραμματικός, εξόρυξη γνώσης βλ. εξόρυξη, επιχείρηση έντασης γνώσης βλ. επιχείρηση, σιωπηλή/σιωπηρή γνώση βλ. σιωπηλός, Τεστ Γνώσεων και Δεξιοτήτων βλ. τεστ, το δέντρο της γνώσης (του καλού και του κακού) βλ. δέντρο ● ΦΡ.: βάζω γνώση {κυρ. στον αόρ.} (προφ.): συνετίζομαι, λογικεύομαι: Την έχεις πατήσει τόσες φορές κι ακόμη ~ δεν έβαλες. Πβ. βάζω μυαλό/νιονιό., εν γνώσει (λόγ.): (+γεν.) γνωρίζοντας συνειδητά: ~ ~ του γεγονότος/των συνεπειών του νόµου. Ενεργώ/μιλώ ~ ~ μου (ότι ...). Τελεί ~ ~ όλων των οικονομικών στοιχείων της επιχείρησης. ΑΝΤ. εν αγνοία (κάποιου), έχουν γνώση οι φύλακες: για να δηλωθεί ότι είναι ενημερωμένοι οι αρμόδιοι και γενικότ. ότι κάποιος βρίσκεται σε εγρήγορση: Μην ανησυχείς, ~ ~!, λαμβάνω γνώση (επίσ.): ενημερώνομαι σχετικά με κάτι: ~ ~ των ανακοινώσεων/αποφάσεων/εγγράφων/προβλημάτων. Παρακαλούμε να λάβουν ~ οι ενδιαφερόμενοι ενυπογράφως. Είχε λάβει ~ για την υπόθεση από τους συνεργάτες του. [< γαλλ. prendre connaissance] , περιέρχεται σε γνώση & εις γνώσιν κάποιου (λόγ.) {κυρ. σε ενεστ. και αόρ.}: ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. γίνεται αντιληπτό, υποπίπτει στην αντίληψη κάποιου: ~ ~ της αρμόδιας Αρχής/του ενδιαφερομένου/της ηγεσίας/της κυβέρνησης. Έγγραφα/καταγγελίες/πληροφορίες/στοιχεία που περιήλθαν εις γνώσιν της επιτροπής., προς γνώση και συμμόρφωση & (λόγ.) προς γνώσιν και συμμόρφωσιν: για αποτροπή ανεπιθύμητης συμπεριφοράς και παραδειγματισμό: Θα επιβληθεί χρηματικό πρόστιμο ~ ~. , φέρω σε γνώση/εις γνώσιν κάποιου {κυρ. στον ενεστ.} (λόγ.): ενημερώνω κάποιον σχετικά με ένα θέμα, πληροφορώ: ~ ~ της δικαστικής Αρχής/του ενδιαφερομένου/του κοινού. Θα ήθελα να ~ ~ σας ένα πολύ σημαντικό ζήτημα. Πβ. γνωστοποιώ., κοντά στο(ν) νου κι η γνώση βλ. νους, μετά λόγου γνώσεως βλ. λόγος, σαράντα πέντε Γιάννηδες, ενός κοκόρου γνώση βλ. κόκορας, στερνή μου γνώση να σ' είχα πρώτα βλ. στερνός [< αρχ. γνῶσις 3: μεσν. γνώση]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.