Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 3 εγγραφές  [0-3]


  • χάλκωμα χάλ-κω-μα ουσ. (ουδ.) (κυρ. παλαιότ.-λαϊκό): χαλκός. ● χαλκώματα (τα): χάλκινα αντικείμενα, ιδ. σκεύη. ΣΥΝ. μπακίρια [< αρχ. χάλκωμα]
  • χαλκωματάς χαλ-κω-μα-τάς ουσ. (αρσ.) (κυρ. παλαιότ.-λαϊκό): χαλκουργός. Βλ. -άς, -ού. [< μεσν. χαλκωματάς]
  • χαλκωματένιος , ια, ιο χαλ-κω-μα-τέ-νιος επίθ. (λαϊκό-λογοτ.): χάλκινος. Βλ. -ένιος. [< μεσν. χαλκωματένιος]

-ας

-ας1. {συνήθ. χωρ. πληθ.} επίθημα αρσενικών ουσιαστικών που χρησιμοποιούνται ως παρωνύμια και δηλώνουν ομοιότητα ή ιδιότητα: κολοκύθ~.|| (επιτατ.) Κεφάλ~. 2. κατάληξη ανισοσύλλαβων ουδέτερων ουσιαστικών: κρέ~/πέρ~/τέρ~.

-ένιος

-ένιος, ια, ιο: κατάληξη επιθέτων για τη δήλωση ύλης, χρώματος ή ιδιότητας: ασημ~/διαμαντ~/σοκολατ~.|| Μενεξεδ~/χρυσαφ~. Πβ. -ής, -ιά, -ί.|| Παραδεισ~/παραμυθ~. Πβ. -ινος.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.