Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • χάνος χά-νος ουσ. (αρσ.) 1. ΙΧΘΥΟΛ. ψάρι που ανήκει στα περκόμορφα (επιστ. ονομασ. Serranus cabrilla), κόκκινου-κίτρινου ή ανοιχτού καφέ-κόκκινου χρώματος, με εννέα κάθετες κοκκινωπές ή καφετιές ραβδώσεις, και μεγάλο στόμα. 2. (προφ.) για κάποιον που κοιτάζει με ανόητο ύφος ή με το στόμα ανοιχτό· χαζός: Τι κοιτάς σαν ~; Πβ. γελάδι. Βλ. κεχηνώς. ΣΥΝ. χάσκας [< 1: μτγν. χάννος]

κεχηνώς

κεχηνώς κε-χη-νώς επίθ. {πληθ. -ότες, μόνο στο αρσ.} (αρχαιοπρ.): που κοιτάζει με το στόμα ανοιχτό από έκπληξη ή θαυμασμό: Έμεινε ~ (= ενεός, κατάπληκτος). Βλ. χάσκας. [< μτχ. παρακ. του ρ. χαίνω & χάσκω]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.