Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • χάρτης χάρ-της ουσ. (αρσ.) {-η (λόγ.) -ου | χαρτών} 1. επεξηγηματική και γενικευμένη με κλίμακα σχεδιαστική απεικόνιση συγκεκριμένου χώρου, σε επίπεδο συνήθ. χαρτί: γεωγραφικός/ναυτικός (πβ. πορτολάνος)/ορειβατικός/παγκόσμιος ~. Ηλεκτρονικός/τρισδιάστατος ~. ~ της Ελλάδας/Ευρώπης. ~ (του) Αεροδρομίου/Νοσοκομείου/Πανεπιστημίου. Ταξιδιωτικοί/τουριστικοί ~ες. ~ες του βυθού. ~ με κλίμακα 1: ... Καθορισμός της θέσης στον ~η. ~-σχεδιάγραμμα. Βλ. άτλας, ορθοφωτο~, πυξίδα.|| (ΑΣΤΡΟΝ.) Αστρικός ~. ~ του ουρανού.|| (ΑΣΤΡΟΛ.) Ερμηνεία του αστρολογικού ~η. 2. (κατ' επέκτ.) απεικόνιση πληροφορίας, συνήθ. με τη μορφή πίνακα: γενεαλογικός/προγνωστικός ~. ~ καιρού. Στατιστικοί ~ες. || Εννοιολογικός ~. 3. (συνήθ. με κεφαλ. Χ) χάρτα: Ο ~ Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 4. (μτφ.) το πλαίσιο μέσα στο οποίο εκτυλίσσεται μια δραστηριότητα ή η κατάστασή της: Διαμορφώνεται ο ~ της αγοράς/εκπαίδευσης. Ο νέος ακαδημαϊκός ~ της χώρας. Πβ. σκηνικό, τοπίο. 5. (επίσ.) χαρτί: ~ γραφής. Ανακύκλωση/βιοτεχνία/εμπορία/προμήθεια ~ου. ● ΣΥΜΠΛ.: οδικός χάρτης 1. που απεικονίζει το οδικό δίκτυο πόλης ή περιοχής. 2. (με κεφαλ. τα αρχικά Ο, Χ· κυρ. ΠΟΛΙΤ.) αναλυτικό σχέδιο για την επίτευξη στόχου: ~ ~ για την ειρήνη/οικονομία/νέα γενιά. [< αγγλ. road map] , χάρτης ιστότοπου/ιστοσελίδας/ιστοχώρου & χάρτης (δια)δικτυακού τόπου: ΔΙΑΔΙΚΤ. διάγραμμα των υποσελίδων ενός δικτυακού τόπου, το οποίο διευκολύνει την πλοήγηση και την αναζήτηση. ΣΥΝ. ιστοχάρτης [< αμερικ. site map, 1972] , άγραφο χαρτί βλ. άγραφος, γενετικός/γονιδιακός χάρτης βλ. γενετικός, θεματικός χάρτης βλ. θεματικός1, καταστατικός χάρτης βλ. καταστατικός, μετεωρολογικός χάρτης βλ. μετεωρολογικός, πολιτικός χάρτης βλ. πολιτικός, χάρτης θέσης βλ. θέση ● ΦΡ.: επί χάρτου [ἐπί χάρτου] (λόγ.) 1. πάνω στον χάρτη και κατ' επέκτ. στο χαρτί, σε αντιδιαστολή με το πεδίο δράσης: (ΣΤΡΑΤ.) ασκήσεις ~ ~.|| Σχέδια ~ ~. Οι κατασκευαστικές λεπτομέρειες μελετήθηκαν τόσο ~ ~, όσο και επί τόπου. 2. (μτφ.) στα χαρτιά: Ισότητα που υφίσταται μόνο ~ ~, και όχι στην ουσία/πράξη. Βλ. μένω στα λόγια.|| ~ ~ εξέταση των αιτημάτων (= σε θεωρητικό επίπεδο)., σβήνω από το(ν) χάρτη 1. καταστρέφω ολοσχερώς, προκαλώ τον αφανισμό: Ολόκληρα χωριά σβήστηκαν/χάθηκαν (κυριολεκτικά) ~ εξαιτίας του παλιρροϊκού κύματος/πολέμου/σεισμού. 2. (σπάν.) καταστρέφω, εξοντώνω· διακόπτω τις σχέσεις μου: Κατάφερε να σβήσει ~ όλους τους αντιπάλους του.|| Έσβησε το όνομά του (εντελώς) ~. Βλ. ξεκόβω., στην πινέζα του χάρτη βλ. πινέζα [< αρχ. χάρτης ‘πάπυρος, φύλλο ή κύλινδρος παπύρου’, μτγν. ~ ‘επίσημο έγγραφο’, γαλλ. carte, charte, ιταλ. carta, αγγλ. chart]

άγραφος

άγραφος, η, ο [ἄγραφος] ά-γρα-φος επίθ. & (προφ.) άγραφτος & (σπάν.) άγραπτος 1. που δεν έχει (ακόμη) διατυπωθεί σε γραπτό λόγο: ~η: ιστορία/μελέτη.|| (που δεν καταγράφηκε σε επίσημο έγγραφο:) ~ος: όρος. ~η: άδεια/εντολή/συμφωνία. ~ο: καταστατικό/τυπικό. Πβ. προφορικός. Βλ. -γραφος. ΑΝΤ. έγγραφος 2. του οποίου το κύρος πηγάζει από την παράδοση, την ηθική ή τη χρήση, που δεν είναι νομοθετημένος: ~ος: κανόνας. ~η: αρχή. ~ο: δικαίωμα. Πβ. εθιμ-, ηθ-ικός. ΑΝΤ. γραπτός (1) 3. στον οποίο δεν έχει γραφτεί ή εγγραφεί κάτι: ~η: επιφάνεια/κόλλα (πβ. λευκή).|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ος: σκληρός δίσκος. ~ο: σιντί. Πβ. άδειος. 4. (για μαθητή) που δεν έχει κάνει τις γραπτές εργασίες του: Πήγε σχολείο ~ κι αδιάβαστος. 5. (σπάν.) που δεν έχει καταγραφεί σε κατάλογο, αδήλωτος. ΑΝΤ. δηλωμένος (2), εγγεγραμμένος (1) ● ΣΥΜΠΛ.: άγραφο χαρτί & άγραφος πίνακας/χάρτης & άγραφη πλάκα: ΦΙΛΟΣ. η αντίληψη ότι ο νους του ανθρώπου, όταν γεννιέται, είναι κενός, σαν λευκός πίνακας, πάνω στον οποίο εγγράφονται συνεχώς νέες εντυπώσεις, γνώσεις, εμπειρίες. ΣΥΝ. tabula rasa, άγραφος νόμος & άγραφο δίκαιο: κανόνας δικαίου που δεν έχει θεσμοθετηθεί από την Πολιτεία, αλλά έχει καθιερωθεί από την παράδοση, τη συνήθεια, τη θρησκεία: άγραφοι και γραπτοί ~οι. Ήθη, έθιμα και ~οι ~οι. Πβ. εθιμικό δίκαιο. Βλ. φυσικό δίκαιο.|| Ο ~ ~ του ποδοσφαίρου (: η ομάδα που χάνει ευκαιρίες δέχεται τελικά γκολ)/της σιωπής (πβ. ομερτά)/της φυλακής (: οι συγκρατούμενοι δεν επιτρέπουν ούτε συγχωρούν μερικά ειδεχθή εγκλήματα, ασκώντας στον δράστη ψυχολογική βία, που αρκετές φορές τον οδηγεί στην αυτοκτονία). [< γερμ. ungeschriebenes Recht] ● ΦΡ.: (αυτό) είναι απ' τ' άγραφα! (προφ.-εμφατ.): για κάτι μη αναμενόμενο, πρωτάκουστο: Ε, αυτό πια ~ ~ (= πρωτοφανές)! [< αρχ. ἄγραφος, γαλλ. non écrit]

άτλας & άτλαντας

άτλας & άτλαντας [ἄτλας] άτ-λας & άτ-λα-ντας ουσ. (αρσ.) {άτλαντ-ος κ. άτλαντ-α | -ες} 1. συλλογή από γεωγραφικούς χάρτες σε μορφή βιβλίου και κατ' επέκτ. κάθε συλλογή από πίνακες, σχέδια, κάρτες, γραφικά, που συνδέονται θεματικά μεταξύ τους: αρχαιολογικός/γεωγραφικός/ηλεκτρονικός/ιστορικός/μυθολογικός/παγκόσμιος ~.|| ~ ανατομίας. ~ του ανθρώπινου σώματος/των ζώων. 2. (μετωνυμ.) πολύ δυνατός άντρας (που έχει τη δύναμη να σηκώνει μεγάλα βάρη): Οι σύγχρονοι ~ες της άρσης βαρών. 3. ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΑΡΧΙΤ. (με κεφαλ. το αρχικό Α) άγαλμα ανδρικής μορφής, το οποίο στηρίζει θριγκούς, εξώστες. Βλ. Καρυάτιδα. 4. ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. ο πρώτος αυχενικός σπόνδυλος: Πάνω στον ~α στηρίζεται το κεφάλι. ● ΣΥΜΠΛ.: γλωσσικός άτλαντας βλ. γλωσσικός [< 1: γαλλ.-αγγλ. atlas 3: μτγν. ἄτλας, γαλλ. atlante, αγγλ. atlantes 4: μτγν. ἄτλας]

γενετικός

γενετικός, ή, ό γε-νε-τι-κός επίθ. 1. ΒΙΟΛ. που σχετίζεται με τη γενετική, τα γονίδια ή την κληρονομικότητα: ~ός: αλγόριθμος/(ανα)συνδυασμός/εκφυλισμός/έλεγχος/καθορισμός φύλου/μηχανισμός/παράγοντας/προγραμματισμός/τύπος. ~ή: αλληλεπίδραση/αλλοίωση/ανάλυση/βελτίωση (βλ. ευγονική)/διάγνωση/επιστήμη (= η Γενετική)/έρευνα/θεραπεία/ιατρική/προδιάθεση/τεχνολογία/χαρτογράφηση. ~ό: τεστ (βλ. Ντι-Εν-Έι τεστ)/υβρίδιο/υπόβαθρο. ~ές: διαφορές/μεταβολές/μεταλλάξεις/παράμετροι. ~ά: αίτια/δεδοµένα/ευρήματα/χαρακτηριστικά. Πβ. γονιδιακός. Βλ. βιο~, δια~, κυτταρο~.|| (ΙΑΤΡ.) ~ές: ασθένειες. ~ά: ελαττώματα/νοσήματα/σύνδρομα. ΣΥΝ. κληρονομικός, συγγενής. 2. (επιστ.) που σχετίζεται με τη γένεση, την προέλευση: ~ή: μέθοδος. Βλ. εθνο~, ορο~, πετρο~.|| (ΓΛΩΣΣ.) ~ή: σημασιολογία/σύνταξη/φωνολογία. ● επίρρ.: γενετικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: γενετική εξέλιξη & γενετική απόκλιση/εκτροπή/παρέκκλιση: ΒΙΟΛ. διακυμάνσεις στη συχνότητα εμφάνισης ενός γονιδίου από τη μία γενιά στην άλλη σε έναν μικρό, απομονωμένο πληθυσμό, που καθορίζει την απώλεια ή διατήρηση του συγκεκριμένου γονιδίου: ~ ~ του είδους. [< αγγλ. genetic drift, 1945] , γενετική ποικιλότητα/ποικιλομορφία: ΒΙΟΛ. διαφοροποίηση ανάμεσα σε άτομα ή και πληθυσμούς ενός είδους: προστασία της ~ής ~ας. Πβ. βιοποικιλότητα. Βλ. πολυμορφισμός., γενετική συμβουλευτική: ΙΑΤΡ. ενημέρωση μελλοντικών γονέων για τις στατιστικές πιθανότητες να κληρονομήσει το παιδί γενετικές νόσους, καθώς και για τη διάγνωση και θεραπεία τους. Βλ. προγεννητικός έλεγχος. [< αγγλ. genetic counseling, 1949] , γενετικό υλικό: ΒΙΟΛ. ο φορέας των γενετικών πληροφοριών (που μπορεί να περιέχονται στο DNA, στα γονίδια, στα χρωμοσώματα ή στο σύνολο του γονιδιώματος) ενός οργανισμού: ζωικό/φυτικό ~ ~. ~ ~ του ανθρώπου/του ιού/των κυττάρων/των μιτοχονδρίων. Ανάλυση/βελτίωση/έλεγχος/ταυτοποίηση/τράπεζα/χαρτογράφηση ~ού ~ού. Επέμβαση στο ~ ~., γενετικός δείκτης: ΒΙΟΛ. γονίδιο ή τμήμα DNA, του οποίου η θέση στο χρωμόσωμα είναι γνωστή και το οποίο σχετίζεται με συγκεκριμένο γενετικό χαρακτηριστικό· συνήθ. χρησιμοποιείται για την ανίχνευση κληρονομικών νόσων. [< αγγλ. genetic marker, 1969] , γενετικός κώδικας: ΒΙΟΧ. η αλληλουχία των νουκλεοτιδίων του DNA (ή του RNA) που καθορίζει την αλληλουχία των αμινοξέων στις πρωτεΐνες· βιοχημική βάση της κληρονομικότητας που είναι καθολική για όλους τους οργανισμούς. [< αγγλ. genetic code, 1961] , γενετικός/γονιδιακός χάρτης: ΒΙΟΛ. απεικόνιση της θέσης και της διάταξης των γονιδίων στα χρωμοσώματα: ~ ~ ασθενειών. Το 2003 ολοκληρώθηκε ο ~ ~ του ανθρώπου. Βλ. γονιδίωμα. [< αγγλ. genetic map, 1957] , γενετικά/γενετικώς τροποποιημένος βλ. τροποποιώ, γενετική μηχανική βλ. μηχανική, γενετική πληροφορία βλ. πληροφορία, γενετική ποικιλία βλ. ποικιλία, γενετική ψυχολογία βλ. ψυχολογία, γενετική/συγγενής ανωμαλία βλ. ανωμαλία, γενετική-μετασχηματιστική γραμματική βλ. γραμματική, γενετικό αποτύπωμα/αποτύπωμα DNA βλ. αποτύπωμα, γενετικοί πόροι βλ. πόρος, γονιδιακή/γενετική δεξαμενή βλ. δεξαμενή, τράπεζα γενετικού υλικού βλ. τράπεζα [< γαλλ. génétique, αγγλ. genetic, 1908]

θεματικός1

θεματικός1, ή, ό θε-μα-τι-κός επίθ.: που αναφέρεται σε αντικείμενο μελέτης, συζήτησης ή οργανώνεται κατά θέματα: ~ός: άξονας/πυρήνας (προγράμματος). ~ή: ανάλυση/ενότητα/κατεύθυνση/κατηγορία/περίοδος ή πρόταση (: που περιέχει το θέμα της παραγράφου)/ύλη. ~ό: πεδίο/πλαίσιο.|| ~ός: διαχωρισμός/κατάλογος/κύκλος/πίνακας. ~ή: κατάταξη/ομάδα. ~ό: ευρετήριο/λεξικό/σεμινάριο. ~ές: βραδιές/δράσεις/συναντήσεις. ~ διαγωνισμός ζωγραφικής/οδηγός νομοθετημάτων. ~οί τομείς έρευνας/κατάρτισης. Πβ. θεματογραφ-, θεματολογ-ικός.|| (ΔΙΑΔΙΚΤ.) ~ή πύλη (ηλεκτρονικής) βιβλιοθήκης/ελεύθερου λογισμικού. Βλ. δια~. ● Ουσ.: θεματική (η) (απαιτ. λεξιλόγ.): σύνολο υπό εξέταση θεμάτων, θέμα, ιδιαίτερα ως προς τη συνθετότητά του: η πλούσια ~ του συνεδρίου. Η κύρια ~ ενός έργου (πβ. προβληματική). Συλλογή ποικίλης ~ής. Διευρύνει τη ~ της. Η ~ του απλώνεται/εκτείνεται/επικεντρώνεται σε ... Πβ. θεματογραφία, θεματολογία. [< γαλλ. thématique, 1936, γερμ. Thematik] ● επίρρ.: θεματικά ● ΣΥΜΠΛ.: θεματικός τουρισμός: που συνδέεται με συγκεκριμένο σκοπό ή γίνεται σε ορισμένο γεωγραφικό περιβάλλον ή σε προσδιορισμένη εποχή του χρόνου. Βλ. αγρο-, οικο-τουρισμός, εναλλακτικός τουρισμός., θεματικός χάρτης: ΤΟΠΟΓΡ. στον οποίο αναπαρίστανται συγκεκριμένα τοπογραφικά ή υδρογραφικά χαρακτηριστικά περιοχής., θεματική εγκυκλοπαίδεια βλ. εγκυκλοπαίδεια, θεματικό πάρκο βλ. πάρκο, θεματικός χαρτογράφος βλ. χαρτογράφος [< γαλλ. thématique, γερμ. thematisch]

θέση

θέση θέ-ση ουσ. (θηλ.) 1. το σημείο του χώρου στο οποίο βρίσκεται κάποιος ή κάτι: Μετακίνησε τους φακέλους από τη ~ τους. Τα βιβλία δεν είναι στη ~ τους. Βάλτο στη ~ του!|| ~ σφραγίδας (: σε επίσημο έγγραφο). Θέσεις στάθμευσης (: για παρκάρισμα). Διακόπτης/πολύμπριζο τεσσάρων θέσεων (= υποδοχών).|| (ΓΡΑΜΜ.) Η ~ του τόνου. Η ~ των λέξεων σε μια πρόταση (βλ. σειρά).|| Δεν υπάρχει ~ για γραφείο. Κάνε ~ να κάτσω κι εγώ. Πβ. χώρος.|| Πιάνω ~ στην ουρά.|| Καθορισμός της θέσης και της έκτασης ενός οικοπέδου. Σπίτι σε καλή/προνομιακή ~. Πβ. μέρος, περιοχή, τοποθεσία, τόπος.|| Εντοπισμός της θέσης του καλούντος/ενός οχήματος. Προσδιορίζω τη ~ ενός πλοίου (πβ. στίγμα).|| (ΣΤΡΑΤ.) Aμυντική/οχυρή/στρατηγική ~. Πόλεμος θέσεων και κινήσεων. Βομβαρδισμός/κατάληψη εχθρικών θέσεων. Τα στρατεύματα αποχώρησαν από τις/εγκατέλειψαν τις θέσεις τους.|| (ΜΑΘ.-ΑΣΤΡΟΝ.) Γωνία/διάνυσμα θέσης/θέσεως. Θέσεις αστέρων.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ μνήμης. Βλ. ιστο~. 2. καθένα από τα καθίσματα αίθουσας ή μέσου μεταφοράς: αναπαυτική ~. ~ (συν)οδηγού. ~ για (μη) καπνίζοντες. Κράτηση θέσης (= τραπεζιού) σε εστιατόριο/κινηματογράφο/συναυλία. Αριθμημένες/μπροστινές/πίσω θέσεις. Πληρότητα θέσεων. Αυτοκίνητο πέντε (= πενταθέσιο)/καναπές τριών (= τριθέσιος) θέσεων. Είναι άδεια/ελεύθερη/πιασμένη η ~. Βρίσκω ~. Δίνω/παραχωρώ/προσφέρω τη ~ μου (π.χ. σε ηλικιωμένο ή σε έγκυο). Παίρνω τη ~ (κάποιου). Γύρνα/έλα/κάθισε/πήγαινε (πίσω) στη ~ σου. Άλλαξαν θέσεις. Κράτα μου μια ~ κι έρχομαι. Μείνετε (ήσυχοι) στις θέσεις σας! Υπάρχουν κενές θέσεις στη γαλαρία (του λεωφορείου)/στην πλατεία (του θεάτρου).|| Κλείνω ~ για την εκδρομή/την παράσταση/το συνέδριο (: εξασφαλίζω την παρουσία, τη συμμετοχή μου). 3. ο τρόπος με τον οποίο στέκεται κάποιος ή είναι τοποθετημένο κάτι: καθιστή/όρθια ~ εργασίας. (Βολική) ~ οδήγησης/ύπνου. Διορθώνω τη ~ της σπονδυλικής μου στήλης. Δεν κάθεσαι στη σωστή ~. Κοιμάται σε ύπτια ~. ~ ανάνηψης. Πβ. στάση. Βλ. παράθεση.|| Η ~ των ποδιών/των χεριών κατά την άσκηση. Τοποθετήστε τη συσκευή σε επικλινή/επίπεδη/κάθετη/κατακόρυφη/οριζόντια ~. 4. (μτφ.) σειρά σε κατάταξη ή αξιολογική κλίμακα: βαθμολογική ~. Ισοβαθμία τριών υποψηφίων στην τελευταία ~ εισακτέων.|| (κυρ. σε αγώνες) Tερμάτισε στην τέταρτη ~. Διατήρησε/κατέλαβε/κυνήγησε τη δεύτερη ~. Πάλεψαν/έδωσαν μάχη για την τρίτη ~. Εξασφάλισαν μια ~ στην εξάδα. Μάχονται για μια ~ στον τελικό.|| (κατ' επέκτ.) Επιχείρηση που κατέχει κυρίαρχη ~ στη διεθνή αγορά. Η εταιρεία διεκδικεί μία ~ μεταξύ των πενήντα μεγαλύτερων του κόσμου. Στην υψηλότερη ~ των προτιμήσεων των τηλεθεατών η εκπομπή …|| (μτφ.) Απέκτησε/κατέκτησε/κέρδισε επάξια μια ~ δίπλα στους κορυφαίους μουσικούς. Δικαιούται/έχει μια ~ στην ιστορία. Πήρε τελικά τη ~ που του άξιζε. 5. (μτφ.) αξίωμα στην ιεραρχία υπηρεσίας ή σώματος, δουλειά: καλοπληρωμένη/νευραλγική/χηρεύουσα ~. ~-κλειδί/κύρους/(συνήθ. ειρων.) περιωπής. Κάλυψη θέσης. Επίδομα θέσης ευθύνης. Απόσπαση σε μια ~ (βλ. μετάθεση). Εκδήλωση ενδιαφέροντος/υποψηφιότητα για τη ~ του Προέδρου. Ανοιχτές/διαθέσιμες/διοικητικές/εργασιακές/νέες θέσεις. Θέσεις απασχόλησης πτυχιούχων/ορισμένου και αορίστου χρόνου. Απελευθέρωση/δημιουργία/προκήρυξη/στελέχωση θέσεων. Καθήκοντα/υποχρεώσεις που απορρέουν από τη ~/(λόγ.) εκ της θέσεώς του. (Ανα)ζητώ/εξασφαλίζω μια ~ στο Δημόσιο. Απολύθηκε από/διατήρησε τη ~ του. Διορίζομαι/εκλέγομαι/προάγομαι/προσλαμβάνομαι/υπηρετώ στη ~ του ... Παραιτούμαι από τη ~ του Διευθυντή. Παίρνω τη ~ (κάποιου). Δεν θέλω να χάσω τη ~ μου. Βρήκε ~ ως... Έχει/κατέχει ανώτερη/επιτελική/ηγετική/καλή/µόνιµη/τιμητική/υπεύθυνη/υψηλή ~. Ανέλαβε νευραλγική ~ στο Υπουργείο. Η επιχείρηση τού πρόσφερε/πρότεινε μια αρκετά προσοδοφόρα ~. Προκηρύσσεται μία ~ ερευνητή/καθηγητή. Πβ. πόστο. 6. ΑΘΛ. ρόλος που έχει κάποιος παίκτης στην ομάδα του: Παίζει στη ~ του τερματοφύλακα. Του έδωσαν/πήρε ~ βασικού. Αγωνίζεται στη ~ του πλέι μέικερ. 7. προβλεπόμενος αριθμός υποψηφίων ή συμμετεχόντων: θέσεις ειδικότητας/πρακτικής άσκησης/υποτροφίας. Προσφερόμενες θέσεις για εθελοντές/σπουδές. Μείωση των θέσεων εισαγωγής σε ΑΕΙ και ΤΕΙ. Δεν έχει/υπάρχει (κενή) ~ στον παιδικό σταθμό. 8. (μτφ.) η κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος ή κάτι: αξιοζήλευτη/μειονεκτική/πλεονεκτική ~. Σε ~ αναμονής. Με φέρνεις σε δύσκολη ~. Βελτιώνω/δυσχεραίνω τη ~ μου. Βρίσκομαι στη δυσάρεστη/στην ευχάριστη ~ να σας ανακοινώσω ότι ... Είμαι σε καλύτερη ~ (= μοίρα) από/σε σχέση με τον ... Μην επιβαρύνεις τη ~ σου! Τι θα έκανες στη ~ μου;|| (λόγ.) ~ σε κίνηση/λειτουργία. Απαγόρευση της θέσεως σε κυκλοφορία χημικών προϊόντων. Ημερομηνία θέσεως της σύμβασης σε ισχύ.|| (ΟΙΚΟΝ.) Ακάλυπτη ~. Καθαρή ~ ενεργητικού/εταιρείας (= στάτους).|| (ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ.) ~ του υπαλλήλου σε αργία/διαθεσιμότητα. 9. (μτφ.) το σύνολο των ιδεών που υποστηρίζει κάποιος: ακραίες/αντικρουόμενες/απόλυτες/επιστημονικές/πολιτικές/προγραμματικές/ριζοσπαστικές/σαφείς/φιλοσοφικές θέσεις. Αξιολόγηση/γνωστοποίηση/διατύπωση/παρουσίαση/ταύτιση θέσεων. Οι θέσεις της Εκκλησίας/του κόμματος/της παράταξης. Θέσεις και αντιθέσεις/αρχές/προθέσεις/προτάσεις. Κριτική πάνω στις θέσεις/(λόγ.) επί των θέσεων (κάποιου). Οι ελληνικές θέσεις στο θέμα του ... Αυτή είναι η ~ μου (= άποψη). Η επίσημη ~ της κυβέρνησης για/(πάνω) σε ένα ζήτημα. Απάντηση στην ανατρεπτική/προκλητική/πρωτοποριακή ~ του … Προς απόδειξη της θέσεως ότι ... Παίρνω ανοιχτά/δημόσια ~ υπέρ/κατά ... Διαχωρίζω τη ~ μου (= αποστασιοποιούμαι). Αλλάζω θέσεις. Εκφράζω/ξεκαθαρίζω/υπερασπίζομαι/υποστηρίζω τη ~/τις θέσεις μου. Εμμένω/μένω ακλόνητος στις θέσεις μου. Δεν παρεκκλίνω από τις θέσεις μου. Υπεραμύνεται της θέσεώς/των θέσεών του σχετικά με ... Αποδοκιμάστηκαν/επιδοκιμάστηκαν οι θέσεις του.|| (ΦΙΛΟΣ.) ~, αντίθεση, σύνθεση. ~ ή αποδεικτέα πρόταση. Πβ. πεποίθηση. Βλ. υπόθεση. 10. (μτφ.) ρόλος, σπουδαιότητα: η ~ της τεχνολογίας στην κοινωνία. Η ~ της γυναίκας στις αναπτυσσόμενες χώρες.|| Έχει μια (σημαντική) ~ στη ζωή μου. Έχει ξεχωριστή ~ στην καρδιά μου. 11. ΦΙΛΟΛ. -ΜΟΥΣ. η τονισμένη συλλαβή του μετρικού ποδός· το τονισμένο τμήμα κατά τη ρυθμική ανάγνωση μουσικού κομματιού. ΑΝΤ. άρση (3) ● Υποκ.: θεσούλα (η) 1. θέση εργασίας: (ειρων.) Το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να βολευτεί/να χωθεί σε καμιά ~ στο Δημόσιο. 2. κάθισμα, μικρός χώρος: Βρήκε μια ~ και κάθισε.|| Έβαλε τα βιβλία σε μια ~ πάνω στο γραφείο. Πβ. γωνίτσα. ● ΣΥΜΠΛ.: χάρτης θέσης: στον οποίο υποδεικνύεται η θέση ενός σημείου: (ηλεκτρονικός) ~ ~ του κτιρίου/της πόλης/του σταθμού. ~ες ~ και ευρύτερης περιοχής., ανάρροπη θέση βλ. ανάρροπος, αρχαιολογική θέση/αρχαιολογικός τόπος βλ. αρχαιολογικός, γεωγραφική θέση βλ. γεωγραφικός, δεύτερη θέση βλ. δεύτερος, διακεκριμένη θέση βλ. διακεκριμένος, εδραία θέση βλ. εδραίος, εκλόγιμη θέση βλ. εκλόγιμος, θέση ισχύος βλ. ισχύς, κένωση (της) θέσης/(των) θέσεων βλ. κένωση, κοινωνική θέση βλ. κοινωνικός, οικονομική θέση βλ. οικονομικός, οργανική θέση βλ. οργανικός, πλήρωση (της) θέσης/(των) θέσεων βλ. πλήρωση, πρώτη θέση βλ. πρώτος, σύνδρομο οικονομικής θέσης βλ. σύνδρομο, τουριστική θέση βλ. τουριστικός, τρίτη θέση βλ. τρίτος, φώτα θέσης βλ. φως, χιλιομετρική θέση βλ. χιλιομετρικός ● ΦΡ.: βάζω τα πράγματα στη θέση τους (μτφ.): δίνω τη σωστή διάσταση ενός θέματος, αποκαθιστώ την αλήθεια: Για να βάλουμε ~ ~, πρέπει να πούμε ότι ... Νέα στοιχεία ήρθαν να βάλουν ~ ~., δεν έχω θέση κάπου (μτφ.): δεν μπορώ να συμμετέχω, επειδή είμαι μη αποδεκτός ή ακατάλληλος, ή επειδή θεωρώ ότι δεν μου αρμόζει: Με τέτοιες απόψεις δεν έχει (καμία) ~ ανάμεσά μας. Ο φόβος δεν ~ει ~ σε ένα τέτοιο εγχείρημα (: δεν ταιριάζει). Εγώ φεύγω, ~ ~ εδώ. Πβ. δεν χωράω κάπου., έδωσε τη θέση (του) σε κάτι (μτφ.): αντικαταστάθηκε από: Η απαισιοδοξία ~ ~ της στην ελπίδα., είμαι σε θέση να ... & (λόγ.) εις θέσιν να ...: έχω τη δυνατότητα, μπορώ: ~ ~ να σου πω ότι ... Δεν ~ ~ σε βοηθήσω αυτή τη στιγμή. Πβ. σε κατάσταση να ..., έρχομαι/μπαίνω στη θέση του: βιώνω νοερά την κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος: Έλα/μπες ~ ~ του και προσπάθησε να τον καταλάβεις. Βλ. ενσυναίσθηση.|| (για ηθοποιό) Μπαίνω ~ ~ του ήρωα/του προσώπου που υποδύομαι (πβ. μπαίνω στο πετσί)., παίρνω θέση για/σε κάτι (μτφ.): εκφράζω την άποψή μου, τοποθετούμαι: Πήρε ~ για την κρίση/τις μεταμοσχεύσεις. Δεν πήρε ~ στην κόντρα μεταξύ ... Έχει πάρει ~ κατά/υπέρ του ..., στη θέση (προσώπου ή πράγματος): προς δήλωση αντικατάστασης: Εκκλησία χτισμένη ~ ~ αρχαίου ναού. (ειρων.) Θέλει να γίνει υπουργός ~ ~ του υπουργού (πβ. χαλίφης στη θέση του χαλίφη). Πβ. αντί.|| (μτφ.) ~ ~ σου θα έφευγα (: αν ήμουν εσύ)., τον βάζω στη θέση του (μτφ.-προφ.): του κάνω παρατήρηση για την ανάρμοστη ή προσβλητική συμπεριφορά του, ώστε να μην την επαναλάβει: Κάποιος πρέπει να τον βάλει ~ ~. Δεν βρέθηκε ένας να αντιδράσει/διαμαρτυρηθεί και να τον βάλει ~ ~. Πβ. ανακαλώ/επαναφέρω στην τάξη, του τη λέω., βρίσκει θέση (κάπου) βλ. βρίσκω, ελαφρύνω τη θέση κάποιου βλ. ελαφρύνω, επέχει θέση βλ. επέχω, κατέχει δεσπόζουσα/εξέχουσα/κεντρική/περίοπτη θέση βλ. κατέχω, κουνήσου από τη θέση σου βλ. κουνώ, κρατά(ει) τη θέση του βλ. κρατώ, λάβετε θέσεις βλ. λαμβάνω, μια θέση στον ήλιο βλ. ήλιος, ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση βλ. κατάλληλος, πήγε/ήρθε η καρδιά μου στη θέση της βλ. καρδιά, σε απόσταση/θέση βολής βλ. απόσταση, σε θέση μάχης βλ. μάχη [< αρχ. θέσις, γαλλ. place, position]

καταστατικός

καταστατικός, ή, ό κα-τα-στα-τι-κός επίθ. 1. ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. που σχετίζεται με το καταστατικό, καθορίζεται ή προβλέπεται από αυτό: ~ές: αλλαγές/διατάξεις. Τακτική και ~ή γενική συνέλευση. Διοικητικά και λοιπά ~ά όργανα. ~ές: αρχές (= βασικές, θεμελιώδεις). 2. ΦΥΣ.-ΧΗΜ. που αναφέρεται στην κατάσταση: ~ή εξίσωση ιδανικών αερίων. ● επίρρ.: καταστατικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: καταστατικός χάρτης: σύνολο νόμων που ρυθμίζουν τις προϋποθέσεις ίδρυσης εταιρείας ή οργανισμού, καθορίζουν τον σκοπό και την εσωτερική τους λειτουργία ή γενικότ. ρυθμίζουν κάτι· ειδικότ. το Σύνταγμα ενός κράτους: ο ~ ~ της Εκκλησίας της Ελλάδος/του ΟΗΕ. Βλ. χάρτα.|| Ολυμπιακός ~ ~. [< γαλλ. charte constitutionnelle] [< μτγν. καταστατικός 'που καθησυχάζει', γαλλ. statutaire]

μένω

μένω μέ-νω ρ. (αμτβ.) {έμει-να, μεί-νει, μέν-οντας} 1. κατοικώ: ~ εκτός Ελλάδας/ένα στενό παρακάτω/(προσωρινά) με τους γονείς μου/μόνη μου/στην επαρχία/στον δεύτερο (όροφο)/στο κέντρο/στην οδό (βλ. διεύθυνση) ... Δεν ~ουν πια εδώ. ~ουμε αλλού τώρα/δίπλα-δίπλα (: είμαστε γείτονες)/(πολύ) κοντά. Απέναντί μας δεν ~ει κανείς. Σε ποια περιοχή/πού ~ετε; Μέναμε μαζί (= συγκατοικούσαμε). Θα ήθελες να ~νεις (= ζήσεις) μόνιμα στο εξωτερικό; ~ (= το σπίτι μου είναι) δέκα λεπτά από τη δουλειά. Πβ. δια~. 2. βρίσκομαι σε κάποιο μέρος, εξακολουθώ να είμαι κάπου, συχνά περισσότερο από το συνηθισμένο, το κανονικό: ~εις ή φεύγεις; Θα ~νω για δυο λεπτά. Μη ~ετε πολλή ώρα κάτω από τον ήλιο. Θα ~νετε για φαγητό; Μακάρι να μέναμε περισσότερο! Θα χρειαστεί να ~νετε στο κρεβάτι/νοσοκομείο για λίγες μέρες. Μέχρι πότε/πόσο θα ~νεις; Άσε με να ~νω λίγο ακόμη. Μπορείς να ~νεις όσο θέλεις. ~νε εκεί που είσαι, έρχομαι! Μπορείς να λείψεις όσο θες, θα ~νω εγώ στη θέση σου (βλ. αντικαθιστώ). ~νετε στις θέσεις σας (= μην κουνηθείτε). ~να όλη μέρα μέσα (: στο σπίτι, δεν βγήκα καθόλου· πβ. κλείστηκα). Σ' ευχαριστώ που ~νες μαζί μου. Θα ~νω (= κάτσω) κι άλλο. ~νατε καιρό στο χωριό; ~νε έξω όλο το βράδυ/μέχρι το απόγευμα στο γραφείο. ~να (= περίμενα) να δω τι θα γίνει. Στο τέλος ~ναν τρεις κι ο κούκος.|| Τα πλοία ~ναν στο λιμάνι εξαιτίας της κακοκαιρίας (βλ. αγκυροβολώ).|| Θα ~ουμε σε ξενοδοχείο/δίκλινο. Πβ. διανυκτερεύω, καταλύω.|| Το δικαστήριο έκρινε ότι το παιδί πρέπει να ~νει με τη μητέρα του. 3. περιέρχομαι σε συγκεκριμένη κατάσταση ή (συνεχίζω να) έχω μια ιδιότητα, να βρίσκομαι σε μία θέση, σε ένα επίπεδο: ~ έκπληκτος/ξύπνιος ως αργά/τελευταίος/ψύχραιμος. ~νε ακίνητη/αμίλητη για μια στιγμή. ~νε ανύπαντρη/έγκυος/ορφανή/παράλυτη/χήρα/χωρίς δουλειά (πβ. άνεργη). Μείναμε με την απορία/την ελπίδα/το παράπονο. Θέλω να ~νω μόνος μου. Ας ~νουμε φίλοι. Μη ~ετε αρκετές ώρες νηστικοί. Λες να μου ~νει κουσούρι; Του ~νε το παρατσούκλι. ~ναν ατιμώρητοι. Η ομάδα ~νε με δέκα παίκτες από το πρώτο ημίχρονο. Μείνε ήσυχος (κ. χιουμορ. ~νε ανήσυχος). Μη ~εις αδρανής/απαθής/θεατής. Ας ~νουμε ενωμένοι. Δεν μείναμε ικανοποιημένοι από το αποτέλεσμα. Πώς να ~νετε για πάντα νέοι. ~ει πιστός στην παράδοση. Δεν πρέπει να ~ουμε στάσιμοι. ~νετε συντονισμένοι (= συντονιστείτε) στον σταθμό. Δεν ~νε κανένας ζωντανός (πβ. γλιτώνω, επιβιώνω, διασώζομαι). Μείνατε καιρό μαζί (: βγαίνατε, είχατε σχέση);|| Αύριο τα σχολεία θα ~νουν κλειστά. Το πλοίο ~νε ακυβέρνητο. Το πρώτο τους άλμπουμ ~νε στα αζήτητα. Η ομάδα ~νε στην Α' Εθνική/στην κορυφή. Ας ~νουν τα πράγματα όπως είναι. (εμφατ.) Σύνθημα που ήταν, είναι και θα ~νει διαχρονικό. ΣΥΝ. παραμένω (1) 4. (συνήθ. + σε) σταματώ ή περιορίζομαι σε κάτι: Ας μη ~νουμε σ' αυτό. Ας ~ουμε (= σταθούμε) εδώ για λίγο. Ας ~νει εδώ το θέμα. ~ει στα ίδια και τα ίδια (πβ. επιμένει). Η συμφωνία ~νε στα χαρτιά (= δεν εφαρμόστηκε, δεν τηρήθηκε). Συνεχίζουμε από κει που ~ναμε την τελευταία φορά. Πού/σε ποιο κεφάλαιο είχαμε ~νει; ~νε στις υποσχέσεις (πβ. μένω στα λόγια). Οι διεθνείς μας ~ναν τελικά στην προσπάθεια (: δεν κατάφεραν να προκριθούν). Οι δύο ομάδες ~ναν στο 1-1.|| (αρνητ. συνυποδ.) Έχει ~νει στη δεκαετία του ... Μη ~εις (= κολλάς) στο παρελθόν/στους τύπους. 5. ξεμένω, μου τελειώνει κάτι: ~να από/χωρίς βενζίνη/μονάδες/μπαταρία/χρήματα. Το νησί κινδυνεύει να ~νει χωρίς πόσιμο νερό/ρεύμα. 6. απορρίπτομαι, κόβομαι: Στις πόσες απουσίες ~εις; ~νε σε δύο μαθήματα. ΑΝΤ. περνώ (5) 7. {συνηθέστ. στον αόρ.} (νεαν. αργκό) νιώθω μεγάλη έκπληξη, αδυνατώ να αντιδράσω: Μιλάμε, μόλις την είδα ~να (πβ. έπαθα, κόλλησα)! Τον κοιτάς και ~εις ... Καλά, μόλις το άκουσα, ~να (= κουφάθηκα)! ΣΥΝ. παθαίνω πλάκα 8. για κάτι που κληρονομεί κάποιος ή του ανήκει: Η περιουσία του θα ~νει στο ίδρυμα. Της ~νε το σπίτι από τους γονείς της.μένει 1. απομένει, περισσεύει, υπολείπεται: Μια βδομάδα ~/~νε μέχρι τις διακοπές. Μία λύση μόνο ~. Αυτό είναι ό,τι ~νε απ' το φαγητό; Έχει ~νει καθόλου κρασί;|| Δεν μου ~ χρόνος να ξεκουραστώ. Πόσος χρόνος ζωής του ~ ακόμη; Λίγες ώρες ~ναν για την έναρξη του μεγάλου τελικού. Δεν τους ~ουν και πολλά (ενν. χρήματα) κάθε μήνα. Δεν ~νε ούτε δεκάρα.|| Τι άλλο ~ να κάνουμε; ~ να μάθω αν θα έρθουν. ~ουν πολλά να γίνουν ακόμα. Το μόνο που ~ να δούμε είναι ...|| (στην αριθμητική) Αν από το πέντε αφαιρέσουμε δύο, ~ουν τρία. 2. εξακολουθεί να υπάρχει, διαρκεί· ειδικότ. διατηρείται στη μνήμη παρά το πέρασμα του χρόνου: Έχουν ~νει κάποια σημάδια. Η αληθινή αγάπη ~ για πάντα. Δεν ~νε (= δεν σώθηκε) τίποτα από εκείνη την εποχή.|| Αυτό το ταξίδι θα μου ~νει αξέχαστο. Τι σας ~νε από την αποψινή βραδιά; Στιγμές που ~ναν στην ιστορία. Παροιμιώδης φράση που έχει ~νει ως τις μέρες μας. ● ΦΡ.: έμεινα να ...: συνεχίζω να κάνω κάτι: ~ ~ την κοιτάζω καθώς απομακρυνόταν. Στο τέλος μένεις να αναρωτιέσαι γιατί έγιναν όλα αυτά., έμεινε στον τόπο (μτφ.) 1. βρήκε ξαφνικό θάνατο, πέθανε ακαριαία: Χτύπησε στο κεφάλι κι ~ ~.|| Μην της λες τέτοια, θα μας μείνει ~ (= επιτόπου). 2. έμεινε στην ίδια τάξη., ήρθα για να μείνω (εμφατ.): για να δηλωθεί η εμφάνιση και αποφασιστική παρουσία προσώπου ή πράγματος σε έναν χώρο, με στόχο την εδραίωσή του σε αυτόν: ~ ~ πολλά χρόνια στην ομάδα. Ήρθαμε για να μείνουμε, ο κόσμος να χαλάσει.|| Τα μέτρα της κυβέρνησης/οι συσκευές ηλεκτρονικής ανάγνωσης ήρθαν για να μείνουν., μένει στη μέση (προφ.): δεν ολοκληρώνεται κάτι: Η δουλειά/το παιχνίδι/η προσπάθεια έμεινε ~. Οι σπουδές του/τα σχέδια έμειναν ~. Τα έργα κινδυνεύουν να μείνουν ~ (= ανολοκλήρωτα).|| (σπανιότ. στο α' ή β' πρόσ.) Ξεκίνησα να γράφω, αλλά έμεινα ~ (= δεν το τελείωσα)., μένει ως έχει: δεν αλλάζει: Το αποτέλεσμα του αγώνα/το θέμα/η κατάσταση ~ ~. Μερικά πράγματα καλύτεραν να ~ουν ως ~ουν., μένω μακριά (μτφ.): δεν πλησιάζω: ~ει ~ από τα φώτα της δημοσιότητας. Μείνε ~ απ' τα ναρκωτικά/το ποτό. Πβ. αποφεύγω.|| Οι δύο παίκτες έμειναν ~ από τις ατομικές τους επιδόσεις., μένω στα χέρια (κάποιου) {συνήθ. στον αόρ.} 1. για πρόσωπο που πεθαίνει ξαφνικά ενώπιον άλλου: Του 'μεινε ~ ο ασθενής. 2. για κάτι που χαλάει κατά τη χρήση του: Μου 'μεινε ~ το χερούλι της πόρτας., μένω στην ίδια τάξη: δεν προβιβάζομαι στην επόμενη: ~ε ~ λόγω απουσιών. ΣΥΝ. έμεινε στον τόπο (2), ταύτα και μένω (λόγ.): έκφραση που δηλώνει ότι κάποιος δεν έχει να πει κάτι άλλο: ~ ~ προς το παρόν., (αφήνω/μένει) το πεδίο/το έδαφος ελεύθερο βλ. ελεύθερος, (κάποιος/κάτι) μένει στα λόγια βλ. λόγια, (τα λόγια πετούν,) τα γραπτά μένουν βλ. γραπτός, αφήνω (κάποιον/κάτι) σύξυλο/μένω σύξυλος βλ. σύξυλος, αφήνω/παρατώ (κάποιον) στα κρύα του λουτρού βλ. λουτρό, βρέθηκε/έμεινε στον άσο βλ. άσος, δεν (απο)μένει (τίποτα άλλο) παρά/εκτός από βλ. απομένω, δεν έμεινε πέτρα πάνω στην πέτρα βλ. πέτρα, δεν έμεινε ρουθούνι βλ. ρουθούνι, δεν έμεινε/δεν άφησαν (ούτε) κολυμπηθρόξυλο (όρθιο) βλ. κολυμπηθρόξυλο, δεν έμεινε/δεν άφησαν τίποτα όρθιο βλ. τίποτα, δεν μου έμεινε άντερο βλ. άντερο, είμαι/έχω μείνει ταπί (και ψύχραιμος) βλ. ταπί1, έμεινα με τη γλύκα βλ. γλύκα, έμεινα με την εντύπωση βλ. εντύπωση, έμεινα με την όρεξη βλ. όρεξη, έμεινε (ο) μισός βλ. μισός, ζω/μένω/είμαι στη σκιά βλ. σκιά, η κακία θα σου μείνει! βλ. κακία, θα/να/ας μείνει ανάμεσά μας/μεταξύ μας βλ. ανάμεσα, κάθομαι/μένω/περιμένω/στέκομαι με σταυρωμένα/δεμένα χέρια/σταυρώνω τα χέρια βλ. σταυρώνω, μ' έπιασε/έπαθα/έμεινα από λάστιχο βλ. λάστιχο, μένω (απ') έξω βλ. έξω, μένω άγαλμα βλ. άγαλμα, μένω αμανάτι βλ. αμανάτι, μένω άφωνος βλ. άφωνος, μένω κάγκελο βλ. κάγκελο, μένω μετεξεταστέος βλ. μετεξεταστέος, μένω μπουκάλα βλ. μπουκάλα, μένω πίσω βλ. πίσω, μένω σέκος βλ. σέκος, μένω στο ράφι βλ. ράφι, μένω στον δρόμο βλ. δρόμος, μένω/αφήνω κόκαλο βλ. κόκαλο, μένω/γίνομαι στήλη άλατος βλ. στήλη, μένω/είμαι ρέστος βλ. ρέστος, μένω/είμαι στεγνός βλ. στεγνός, μένω/ζω/είμαι στο νοίκι βλ. νοίκι, μπαίνει/μένει στο ράφι βλ. ράφι, να μου λείπει (το βύσσινο) βλ. λείπω, πέθανε/έμεινε στην ψάθα βλ. ψάθα, περνά/μένει απαρατήρητο(ς) βλ. απαρατήρητος, περνά/μένει/μπαίνει στην ιστορία βλ. ιστορία, στέκομαι/μένω στο πόδι κάποιου βλ. πόδι [< αρχ. μένω]

μετεωρολογικός

μετεωρολογικός, ή, ό με-τε-ω-ρο-λο-γι-κός επίθ.: ΜΕΤΕΩΡ. που αναφέρεται στη μετεωρολογία και κατ' επέκτ. στον καιρό: ~ός: δορυφόρος/σταθμός. ~ές: παράμετροι (π.χ. θερμοκρασία, άνεμος, σχετική υγρασία, ατμοσφαιρική πίεση, νέφη)/παρατηρήσεις/προβλέψεις/προγνώσεις. ~ά: δεδομένα/μοντέλα/όργανα (βλ. ανεμό-, βαρό-, θερμό-, υγρό-μετρο)/φαινόμενα (= καιρικά, βλ. βροχή, καταιγίδα, χαλάζι, χιονόπτωση). Βλ. κλιματολογικός, υδρο~. ● ΣΥΜΠΛ.: (Εθνική) Μετεωρολογική Υπηρεσία (συντομ. ΕΜΥ): κρατική υπηρεσία με κύριο έργο την πρόγνωση του καιρού., μετεωρολογική βόμβα (μτφ.): βαρομετρικό χαμηλό που συνοδεύεται από σφοδρότατους ανέμους και ισχυρές βροχοπτώσεις. Βλ. κυκλώνας., μετεωρολογικός κλωβός: άσπρο ξύλινο κιβώτιο το οποίο στηρίζεται σε μεταλλική συνήθ. βάση, ύψους ενάμισι περίπου μέτρου από το έδαφος, και βρίσκεται εγκατεστημένο σε εξωτερικό χώρο, μέσα στο οποίο προφυλάσσονται από τον ήλιο και τη βροχή διάφορα μετεωρολογικά όργανα., μετεωρολογικός χάρτης: γεωγραφικός χάρτης μικρής κλίμακας στον οποίο σημειώνονται οι θέσεις και τα όρια των μετεωρολογικών σταθμών και περιοχών αντιστοίχως και αναγράφονται, με διεθνή σύμβολα και αριθμούς, οι εκάστοτε επικρατούσες καιρικές συνθήκες: ~ ~ της Ελλάδας., δελτίο καιρού/μετεωρολογικό δελτίο βλ. δελτίο [< αρχ. μετεωρολογικός, γαλλ. météorologique, αγγλ. meteorological]

ξεκόβω

ξεκόβω ξε-κό-βω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {ξέκο-ψα, ξεκό-πηκε, -μμένος, ξεκόβ-οντας} 1. σταματώ να έχω επαφή με κάποιον, κόβω μια συνήθεια, απομακρύνομαι: ~ για πάντα/οριστικά/σταδιακά. ~ από τα ναρκωτικά/το ποτό/τον τζόγο (πβ. ξεκολλώ). ~ψε (= αποξενώθηκε) από την οικογένειά του/το παρελθόν του/φίλους και γνωστούς. ~μμένος από την πραγματικότητα. Ζει ~μμένος απ' όλους (πβ. αποκομμένος, απομονωμένος).|| Οι γονείς του τον ~ψαν από τις κακές παρέες.|| Αρνί που ~ψε από το κοπάδι. ΣΥΝ. αποτραβιέμαι, ξεμακραίνω (2) 2. (μτφ.-επιτατ.) αποκλείω κατηγορηματικά, αρνούμαι: Μου ζήτησε να μιλήσουμε/να τον συγχωρήσω, αλλά του το ~ψα. [< μεσν. ξεκόβω < αρχ. ἐκκόπτω ‘ αποκόπτω’]

πινέζα

πινέζα πι-νέ-ζα ουσ. (θηλ.) 1. λεπτό καρφάκι με πλατύ κεφάλι το οποίο χρησιμοποιείται για τη στερέωση συνήθ. χαρτιών και γενικότ. ελαφρών αντικειμένων, κυρ. σε τοίχους και ξύλινες επιφάνειες. 2. (μτφ.-μειωτ.) πολύ κοντός άνθρωπος. Πβ. τάπα1. ● Υποκ.: πινεζούλα (η) ● ΦΡ.: στην πινέζα του χάρτη (προφ.): (για τόπο) πολύ μακριά: Πήρε μετάθεση ~ ~ (= στην παραμεθόριο). [< γαλλ. punaise]

πολιτικός

πολιτικός, ή, ό πο-λι-τι-κός επίθ. 1. που σχετίζεται με την πολιτική: ~ός: διάλογος/λόγος. ~ή: ανάλυση/αντιπαράθεση/διαφήμιση/ενημέρωση/εξουσία/ζωή/θεωρία/κάλυψη/καριέρα/κίνηση/κρίση/ομιλία/παρέμβαση/πλατφόρμα/σκέψη/σκηνή/στήριξη/συνεργασία/ωριμότητα. ~ό: αδιέξοδο/άρθρο/θερμόμετρο/κλίμα/παρασκήνιο/ρεπορτάζ/συμβούλιο. ~ές: αποφάσεις/διαφορές/εξελίξεις/θέσεις/οργανώσεις (: κόμματα, νεολαίες, φοιτητικές παρατάξεις)/πιέσεις/συζητήσεις. Η ~ή ζωή/ηγεσία του τόπου. Αλλαγή του ~ού σκηνικού/τοπίου. Ανέλαβε την ~ή ευθύνη για το σκάνδαλο. Απαιτείται ~ή συναίνεση για αλλαγές. Θέμα που αποτελεί ~ή προτεραιότητα. Παραιτήθηκε για λόγους ~ής ευθιξίας. ~ά παιχνίδια σε βάρος των ...|| (με τη σημ. του ~ού κόμματος:) ~ές: δυνάμεις. ~ός σχηματισμός/~ό σχήμα.|| ~ό: θέατρο/τραγούδι (πβ. στρατευμένος).|| ~ός: αντίπαλος/συντάκτης. ~οί: αρχηγοί/κύκλοι. ~ά: πρόσωπα (= πολιτικοί). || ~ός: επιστήμονας (: ειδικός στις πολιτικές επιστήμες, πβ. πολιτειολόγος). Bλ. α~, αντι~, γεω~, ηθικο~, ιδεολογικο~, κοινωνικο~, μετα~, μικρο~, οικονομικο~, παρα~, βουλευτ-, κομματ-, κυβερνητ-ικός. 2. που υπάρχει ή γίνεται για λόγους πολιτικής: ~ός: κρατούμενος (βλ. ποινικός)/όμηρος/φυγάς. ~ή: δίκη. 3. που αναφέρεται στην Πολιτεία, σε αντιδιαστολή με στρατιωτικούς, εκκλησιαστικούς θεσμούς ή εξουσίες: ~ός: συνταξιούχος. ~ή: αεροπορία/υπηρεσία. ~ό: προσωπικό. ~οί: υπάλληλοι.|| ~ός: όρκος. ~ή: κηδεία/ονοματοδοσία. ΑΝΤ. θρησκευτικός. 4. που αφορά τον πολίτη: ~ός: δικαστής. Μέτρα που θίγουν τις ~ές ελευθερίες. Βλ. μητρο~. ● Ουσ.: πολιτικός (ο/η): πρόσωπο που ασχολείται με την πολιτική. Βλ. βουλευτής. ● επίρρ.: πολιτικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς]: ~ σκεπτόμενος/υπεύθυνος. ~ ασταθή κράτη/ευαίσθητα ζητήματα. Δρω/ενεργώ ~.|| (ΝΟΜ.) ~ώς ενάγων. ● ΣΥΜΠΛ.: πολιτικά δικαστήρια (κ. με κεφαλ. Π, Δ): στα οποία εκδικάζονται ιδιωτικές διαφορές και υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας (Ειρηνοδικείο, Μονομελές και Πολυμελές Πρωτοδικείο, Εφετείο, Άρειος Πάγος). [< γερμ. Zivilgerichte] , πολιτικές επιστήμες: ΠΟΛΙΤ. κλάδος των κοινωνικών επιστημών που έχει ως αντικείμενό του τη μελέτη των πολιτικών φαινομένων και των πολιτικών δομών στο πλαίσιο μιας οργανωμένης κοινωνίας. Βλ. διεθνο-, κοινωνιο-λογία. [< γαλλ. sciences politiques, αγγλ. political sciences] , πολιτική ανθρωπολογία: ΑΝΘΡΩΠ. κλάδος που μελετά τις απαρχές, τις μορφές και την εξέλιξη της πολιτικής οργάνωσης των κοινωνιών. [< αγγλ. political anthropology, 1970] , πολιτική ανυπακοή: παθητική αντίσταση σε κυβερνητικά μέτρα, π.χ. άρνηση πληρωμής φόρων, καταβολής διοδίων σε επικίνδυνους αυτοκινητόδρομους. [< γαλλ. désobéissance civile] , πολιτική γεωγραφία (κ. με κεφαλ. Π, Γ): ΓΕΩΓΡ. κλάδος που μελετά την αλληλεπίδραση της πολιτικής δράσης και των πολιτικών αποφάσεων με τον γεωγραφικό χώρο. Βλ. γεωπολιτική. [< αγγλ. political geography] , πολιτική δικαιοσύνη (κ. με κεφαλ. Π, Δ): ΝΟΜ. αυτή που κατοχυρώνει τα δικαιώματα των πολιτών, προστατεύει τα συμφέροντά τους και αποτρέπει την παρανομία στις ιδιωτικές σχέσεις. [< γερμ. Zivilgerichtsbarkeit] , πολιτική κουλτούρα & πολιτικός πολιτισμός: αξίες, απόψεις και στάσεις (ήθος, διαφάνεια, καταπολέμηση της διαπλοκής, σεβασμός του πολίτη και του πολιτικού αντιπάλου, αρμονική σχέση του πολίτη με το κράτος και συμμετοχή του στα κοινά) σύμφωνα με τις οποίες πρέπει να λειτουργεί ένα πολιτικό σύστημα. [< αγγλ. political culture, 1956] , πολιτική οικονομία (κ. με κεφαλ. τα αρχικά Π, Ο): ΟΙΚΟΝ. κλάδος των κοινωνικών επιστημών που μελετά την αλληλεπίδραση μεταξύ των πολιτικών και των κοινωνικών θεσμών· συνεκδ. το αντίστοιχο μάθημα: αστική/διεθνής/ευρωπαϊκή/κλασική/μαρξιστική/σύγχρονη ~ ~. [< αγγλ. political economy] , πολιτική φιλοσοφία (κ. με κεφαλ. τα αρχικά Π, Φ): ΦΙΛΟΣ. τομέας που αντιμετωπίζει τον άνθρωπο ως πολιτικό ον και εξετάζει τη νομιμότητα των θεσμών· συνεκδ. το σχετικό μάθημα. [< αγγλ. political philosophy] , πολιτικό σύστημα: πολίτευμα. [< γαλλ. système politique] , πολιτικός μηχανικός (κ. με κεφαλ. Π, Μ): απόφοιτος της Σχολής Πολιτικών Μηχανικών (του Πολυτεχνείου), ο οποίος ασχολείται με τον σχεδιασμό, την κατασκευή, συντήρηση και διαχείριση δομικών, συγκοινωνιακών, υδραυλικών και γεωτεχνικών έργων, καθώς και έργων προστασίας του περιβάλλοντος. Βλ. αρχιτέκτονας. [< γαλλ. ingénieur civil] , πολιτικός στίχος: ΦΙΛΟΛ. ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος., πολιτικός χάρτης 1. τα σύνορα των γεωγραφικών περιοχών (σε αντιδιαστολή με τον γεωφυσικό). 2. (μτφ.) πολιτικό πλαίσιο, σκηνικό: διαμόρφωση ενός νέου ~ού ~η. Αλλαγές/ανακατατάξεις στον ~ό ~η. Κόμμα που κινδυνεύει να εξαφανιστεί από τον ~ό ~η (της χώρας). [< αγγλ. political map] , αγωγή του πολίτη βλ. αγωγή, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο/Πολιτική Δικονομία βλ. δίκαιο, πολιτικά δικαιώματα βλ. δικαίωμα, πολιτική αγωγή βλ. αγωγή, πολιτική άμυνα βλ. άμυνα, πολιτική βούληση βλ. βούληση, πολιτική επιστράτευση βλ. επιστράτευση, πολιτική ημέρα βλ. ημέρα, πολιτική οικολογία βλ. οικολογία, πολιτική ορθότητα βλ. ορθότητα, πολιτική προστασία βλ. προστασία, πολιτική στέγη βλ. στέγη, πολιτική συγγένεια βλ. συγγένεια, πολιτικό άσυλο βλ. άσυλο, πολιτικό έγκλημα/αδίκημα βλ. έγκλημα, πολιτικό κόστος βλ. κόστος, πολιτικό χρήμα βλ. χρήμα, πολιτικό/εκτελεστικό γραφείο βλ. γραφείο, πολιτικοί πρόσφυγες βλ. πρόσφυγας, πολιτικός αμοραλισμός βλ. αμοραλισμός, πολιτικός γάμος βλ. γάμος, πολιτικός επιστήμονας βλ. επιστήμονας ● ΦΡ.: πολιτικά ορθός βλ. ορθός [< 1: αρχ. πολιτικός 2: γαλλ. politique, αγγλ. political 3,4: γαλλ. civil]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.