Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • χάσκω χά-σκω ρ. (αμτβ.) {παρατ. έχασκε, χάσκοντας} (λόγ.): κοιτάζω με το στόμα ανοιχτό: Έχασκε σαν ηλίθιος. Έμεινε να ~ει (από έκπληξη). Πβ. χαζεύω. Βλ. κεχηνώς, χάνος.|| ~ουν άδεια μτα ταμεία.χάσκει (λόγ.): εμφανίζει βαθύ άνοιγμα: Ένας γκρεμός/μια χαράδρα έχασκε κάτω από τα πόδια τους.|| Σακούλες σκουπιδιών ~ουν (ανοιγμένες) έξω από τους ξεχειλισμένους κάδους. ΣΥΝ. χαίνει [< αρχ. χάσκω]

κεχηνώς

κεχηνώς κε-χη-νώς επίθ. {πληθ. -ότες, μόνο στο αρσ.} (αρχαιοπρ.): που κοιτάζει με το στόμα ανοιχτό από έκπληξη ή θαυμασμό: Έμεινε ~ (= ενεός, κατάπληκτος). Βλ. χάσκας. [< μτχ. παρακ. του ρ. χαίνω & χάσκω]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.