χαίρομαι χαί-ρο-μαι ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {χάρ-ηκα, χαρεί, (λόγ.) χαιρ-όμενος} 1. νιώθω χαρά, αισθάνομαι χαρούμενος: ~ να βλέπω ανθρώπους να προκόβουν (πβ. ανοίγει η καρδιά/η ψυχή μου). Πολύ/πόσο ~ που τα είπαμε. ~ αφάνταστα/ιδιαίτερα με τη σκέψη ότι ... ~ που πήγε καλά η συνάντηση και ~ διπλά που θα επαναληφθεί. ~ για τη συνεργασία μας. ~εται με το παραμικρό/με το τίποτα. Πβ. κατα~, πετώ/πηδώ απ' τη χαρά μου, χαμογελώ. Βλ. αγάλλομαι.|| (ως αποχαιρετισμός σε κάποιον που συναντήσαμε για πρώτη φορά:) ~ηκα (για τη γνωριμία· βλ. χαίρω)! Θα χαρώ να ξαναϊδωθούμε.|| ~εται με τη δυστυχία των άλλων (βλ. χαιρέκακος). ΑΝΤ. θλίβομαι, λυπάμαι (1), στενοχωριέμαι 2. βιώνω ή αντιμετωπίζω κάτι με χαρούμενη διάθεση· απολαμβάνω, ευχαριστιέμαι: ~ την ελευθερία μου/τον ήλιο/τη θάλασσα/την κάθε στιγμή/τις ομορφιές του τοπίου. Το ~ήκαμε το χθεσινό πάρτι (πβ. γλεντώ). Δεν πρόλαβε να χαρεί τα παιδιά του (: συνήθ. λόγω θανάτου).|| Σε βλέπω και σε ~ (: θαυμάζω).|| (ευχετ.) Να ~εσαι τον άνδρα σου (: που γιορτάζει)/τη γιορτή σου! Να σε ~όμαστε/~ονται οι δικοί σου!|| (ειρων.) Να τον ~εσαι τέτοιον τεμπέλη! Να χαρώ εγώ οργάνωση! ● ΦΡ.: να χαρείς/να σε χαρώ (προφ.): σε παρακαλώ πολύ: Μίλα μου, ~ ~!|| Να χαρείς ό,τι αγαπάς/τα μάτια σου (τα δυο)/τα νιάτα σου (και την ομορφιά σου), κάνε λίγη ησυχία!, ο κλέφτης και ο ψεύτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται βλ. κλέφτης, ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται βλ. αναμπουμπούλα [< μτγν. χαίρομαι]
αγάλλομαι
αγάλλομαι [ἀγάλλομαι] α-γάλ-λο-μαι ρ. (αμτβ.) {μόνο στο ενεστ. θ.} (λογοτ.): αισθάνομαι πολύ μεγάλη χαρά και ευφορία: Χαίρομαι και ~. ~εται (και σκιρτά) η ψυχή. ~ονται οι πιστοί. Βλ. αγαλλιάζω.|| (κάλαντα Χριστουγέννων) Οι ουρανοί ~ονται, χαίρει η κτίσις/η φύσις όλη. [< αρχ. ἀγάλλομαι]
αναμπουμπούλα
αναμπουμπούλα [ἀναμπουμπούλα] α-να-μπου-μπού-λα ουσ. (θηλ.) (προφ.): αναταραχή, φασαρία: Επικρατεί ~. Μέσα/πάνω στην ~, χάσαμε τα πράγματά μας. ΣΥΝ. ανακατωσούρα (1), πανικός (2), χαμός (1) ● ΦΡ.: ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται & στην αντάρα/ανεμοζάλη χαίρεται (παροιμ.): για κάποιον που προσπαθεί να επωφεληθεί, όταν επικρατεί γενική αναστάτωση και σύγχυση. [< βεν. ala babula]
κλέφτης
κλέφτης κλέ-φτης ουσ. (αρσ.) {κλεφτ-ών} & κλέπτης, κλέφτρα (η) 1. πρόσωπο που κλέβει: επαγγελματίας ~. ~ αυτοκινήτων/έργων τέχνης/κινητών. Κύκλωμα/συμμορία ~ών. Πιάστηκε/συνελήφθη ο ~. Μπήκαν ~ες στο μαγαζί/σπίτι. Πβ. διαρρήκτης, ληστής. Βλ. αρχι~, ζωο~.|| Προσέξτε μη σας γελάσουν, είναι ~ες (= απατεώνες, λωποδύτες)!|| (μτφ.) ~ της καρδιάς (βλ. καρδιοκλέφτρα).2. ΙΣΤ. {συνήθ. στον πληθ.} μέλος ανυπότακτων ορεσίβιων ομάδων που αποτέλεσαν τον πυρήνα της αντίστασης κατά των Τούρκων: ~ες κι αρματολοί. Το λημέρι των ~ών. Βλ. πρωτο~.3. ΒΟΤ. σπόρος με λεπτά και λευκά νημάτια που μεταφέρεται σε μεγάλη απόσταση από τον αέρα. ● Υποκ.: κλεφταράκος & κλεφτάκος (ο) ● Μεγεθ.: κλεφταράς & (σπάν.) κλέφταρος (ο) (επιτατ.) ● ΦΡ.: αγαπά ο Θεός τον κλέφτη, αγαπά και τον νοικοκύρη (παροιμ.): αυτός που έχει αδικηθεί, θα βρει τελικά το δίκιο του., κλέφτες κι αστυνόμοι: παιδικό ομαδικό παιχνίδι, κυνηγητό., μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και η κακή του μέρα/ώρα/τρεις και τον τσακώσανε (παροιμ.): έρχεται η στιγμή που οι απατεωνιές, οι κλεψιές κάποιου αποκαλύπτονται., ο κλέφτης και ο ψεύτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται (παροιμ.): όποιος κλέβει ή λέει ψέματα, πολύ σύντομα αποκαλύπτεται., σαν τον κλέφτη/σαν κλέφτης (προφ.): αθόρυβα, χωρίς να τον πάρουν είδηση, κρυφά: Έφυγε ~ ~. Πβ. στα κλεφτά., φωνάζει ο κλέφτης, να φοβηθεί/για να φύγει ο νοικοκύρης (παροιμ.): για κάποιον που, ενώ φταίει, προσπαθεί να ρίξει τις ευθύνες σε όσους υφίστανται τις πράξεις του., κλειδώνω (κι) αμπαρώνω και ο κλέφτης είναι μέσα/τον κλέφτη βρίσκω μέσα βλ. αμπαρώνω [< μεσν. κλέφτης]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.