Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • χαβούζα χα-βού-ζα ουσ. (θηλ.) (λαϊκό) 1. δεξαμενή λυμάτων. Πβ. βόθρος, οχετός.|| (κατ' επέκτ.) Το ρέμα έχει μετατραπεί σε μια απέραντη ~ τοξικών αποβλήτων. 2. (μτφ.) χώρος που χαρακτηρίζεται από ανηθικότητα, σήψη: τηλεοπτική ~. Πβ. οχετός. 3. (παλαιότ.) δεξαμενή νερού. ΣΥΝ. στέρνα [< τουρκ. havuz]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.