Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • χακί χα-κί ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: βαμβακερό ή μάλλινο ύφασμα, χρώματος ανάμεσα στο θαμπό πράσινο και το κίτρινο-καφέ, το οποίο χρησιμοποιείται κυρ. για την κατασκευή στρατιωτικών στολών· συνεκδ. το αντίστοιχο χρώμα: (κ. ως επίθ.) ~ παντελόνι/σακίδιο. Πβ. λαδί, σταχτοπράσινος. ● ΦΡ.: ντύνομαι στα/στο χακί & βάζω/φορώ τα/το χακί (προφ.): πάω φαντάρος. Βλ. φανταρίστικα. [< γαλλ. kaki, 1898]
  • χάκινγκ χά-κινγκ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} < αγγλ. hacking, 1976: ΠΛΗΡΟΦ. παράνομη πρόσβαση σε υπολογιστικό σύστημα ή δικτυακό τόπο από άτομο με βαθιά γνώση της πληροφορικής και με σκοπό το προσωπικό όφελος ή την πρόκληση καταστροφής σε αρχεία ή προγράμματα: ~ στο δίκτυο/στην (ιστο)σελίδα/στον σέρβερ. Πβ. εισβολή. Βλ. κρυπτανάλυση, κρυπτογραφία, κυβερνο-επίθεση, -πόλεμος, σπάσιμο, χακτιβισμός. ΣΥΝ. δικτυοπειρατεία, χακάρισμα, χακεριά [< αμερικ. hacking, 1984]

κρυπτανάλυση

κρυπτανάλυση κρυ-πτα-νά-λυ-ση ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. Κ): ΠΛΗΡΟΦ. αποκωδικοποίηση κρυπτογραφημένου μηνύματος, χωρίς να είναι γνωστό το κλειδί της αποκρυπτογράφησης· κατ' επέκτ. η αντίστοιχη επιστήμη: γραμμική/διαφορική ~. Βλ. κρυπτο-γραφία, -λογία, χάκινγκ. [< αγγλ. cryptanalysis, 1923]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.