Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • χαλκός χαλ-κός ουσ. (αρσ.): ΧΗΜ. όλκιμο μέταλλο κόκκινης-καφέ απόχρωσης (σύμβ. Cu, Ζ 29), το οποίο εμφανίζεται σε διάφορα μεταλλεύματα και χρησιμοποιείται στη βιομηχανία σε καθαρή μορφή ή σε κράματα: ανθρακικός (βλ. αζουρίτης)/αυτοφυής/επικασσιτερωμένος/ηλεκτρολυτικός/θειούχος/κιτρικός/οξυχλωριούχος ~. Άλας/(υπ)οξείδιο (βλ. κυπρίτης) του ~ού. Διάβρωση/οξείδωση (βλ. γάνα) του ~ού (βλ. βασικά/αγενή μέταλλα). Βλ. αλπακάς, μπρούντζος, ορείχαλκος, ψευδόχρυσος.|| (ΤΕΧΝΟΛ.) (Δι)έλαση ~ού. (ΛΑΟΓΡ.) Σκεύη από ~ό (= μπακίρια, χαλκώματα). Βλ. επιχάλκωση, χαλκουργία.|| (ΟΙΚΟΝ.) Σε άνοδο η τιμή του ~ού. Βλ. ασήμι, χρυσός.|| (ΒΙΟΧ.) Τα επίπεδα ~ού (στον ορό). Τροφές που περιέχουν ~ό. Βλ. ιχνοστοιχείο. ● ΣΥΜΠΛ.: Εποχή του Χαλκού: ΙΣΤ. συμβατική ονομασία της περιόδου με γενικά όρια από το 3000 π.Χ. μέχρι το 1050 π.Χ., η οποία χαρακτηρίζεται από την επεξεργασία του χαλκού για την κατασκευή χρηστικών και διακοσμητικών αντικειμένων: Πρώιμη/Μέση/Ύστερη ~ ~. Βλ. Εποχή του Μετάλλου, χαλκολιθική εποχή. ΣΥΝ. χαλκοκρατία, θειικός χαλκός βλ. θειικός [< αρχ. χαλκός, γαλλ. bronze, αγγλ. copper]

αλπακάς

αλπακάς [ἀλπακάς] αλ-πα-κάς ουσ. (αρσ.): εμπορική ονομασία του κράματος από νικέλιο, χαλκό και ψευδάργυρο· απομίμηση του αργύρου: κοσμήματα/σερβίτσια από ~ά. [< γερμ. Alpaka, ιταλ. alpacca]

ασήμι

ασήμι [ἀσήμι] α-σή-μι ουσ. (ουδ.) {-ιού} (προφ.): ο άργυρος, όταν χρησιμοποιείται για την κατασκευή διακοσμητικών ή χρηστικών ειδών: ατόφιο/επιχρυσωμένο/καθαρό ~. Κράμα χρυσού και ~ιού. Κοσμήματα/νομίσματα/σκεύη από ~.|| (μτφ.) Το φεγγάρι λάμπει σαν ~. || (στον πληθ., λαϊκό-λογοτ.) ~ια (= ασημικά) και χρυσάφια. [< μεσν. ασήμι]

επιχάλκωση

επιχάλκωση [ἐπιχάλκωση] ε-πι-χάλ-κω-ση ουσ. (θηλ.): ΧΗΜ.-ΤΕΧΝΟΛ. επικάλυψη, επένδυση επιφάνειας με λεπτή στρώση χαλκού· συνεκδ. η ίδια η επίστρωση: ηλεκτρολυτική ~. Βλ. επιμετάλλωση. [< γαλλ. cuivrage]

εποχή

εποχή [ἐποχή] ε-πο-χή ουσ. (θηλ.) 1. καθένα από τα τέσσερα μέρη στα οποία υποδιαιρείται το ηλιακό έτος και γενικότ. κάθε χρονική φάση που χαρακτηρίζεται από συγκεκριμένες καιρικές συνθήκες: Oι τέσσερις ~ές του έτους (: άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας). Διαδοχή/εναλλαγή/κύκλος/περιοδικότητα/σειρά των ~ών. Οι μήνες κάθε ~ής. Υψηλές για την ~ θερμοκρασίες. Τόπος διακοπών για όλες τις ~ές.|| Η ~ των βροχών/των μουσώνων/της ξηρασίας/ωρίμασης (των φρούτων, των λαχανικών). 2. κάθε ιστορική περίοδος που χαρακτηρίζεται από σημαντικά συνήθ. γεγονότα ή και πρόσωπα: προϊστορική/μινωική/κλασική/ελληνιστική (/αλεξανδρινή)/ρωμαϊκή/βυζαντινή/νεότερη ~. Ακμή/αρχή/μνημεία/παρακμή/πνεύμα/πολιτισμός/τέχνη/χαρακτηριστικά (μιας) ~ής. H ~ της Aναγέννησης/της δουλείας/του εμφυλίου/της (βιομηχανικής/γαλλικής/ελληνικής) επανάστασης/της κατοχής/του μεσοπολέμου/του μπαρόκ/της τουρκοκρατίας/του Ψυχρού Πολέμου. Σηματοδοτεί μια (νέα) ~. Πυρηνική/σύγχρονη/ψηφιακή ~. Zούμε στην ~ της παγκοσμιοποίησης/της πληροφορικής/της τεχνολογίας. Έργο που αντικατοπτρίζει την ~ του. 3. περίοδος του έτους κατά την οποία συμβαίνει, αναπτύσσεται συγκεκριμένη δραστηριότητα: Η ~ των διακοπών/του θερισμού/του κυνηγιού/της σποράς/του τρύγου. ~ για θερινά/χειμερινά σπορ. Πβ. σεζόν. 4. συγκεκριμένο χρονικό διάστημα στη ζωή (κάποιου): κρίσιμη/μεταβατική/σημερινή ~. Η ~ της αθωότητας/της ενηλικίωσης/των μαθητικών(/παιδικών/σχολικών/φοιτητικών) χρόνων. Αλλοτινές/αξέχαστες/παλιές καλές/περασμένες ~ές. Άλλες/ωραίες ~ές τότε! Στην ~ μας (= στις μέρες μας, σήμερα). Κακή/καλή ~ για ... Εκείνη την/(Για) Μια/Πέρυσι (σαν) τέτοια ~ ήμουν στο ... (πβ. καιρός). Την ~ που ζούσε ο ..., δεν είχα γεννηθεί ακόμη. 5. ΓΕΩΛ. υποδιαίρεση του γεωλογικού χρόνου: η ~ των δεινοσαύρων/του Πλειστοκαίνου. Βλ. αιώνας. ● ΣΥΜΠΛ.: κοινή (/χριστιανική/παρούσα) εποχή: η μετά Χριστόν: το σύστημα της ~ής ~ής. || (συντομ.) Τον 5ο αι. Π.Κ.Ε. (: προ κοινής εποχής· για γεγονότα που συνέβησαν πριν από τη γέννηση του Χριστού· π.Χ.). Το 328 Κ.Ε. (της κοινής εποχής· για γεγονότα που συνέβησαν μετά τη γέννηση του Χριστού· μ.Χ.), νέα εποχή: πολιτιστικό κίνημα χρονολογούμενο από τη δεκαετία του 1980 που υπογραμμίζει την πνευματική συνείδηση, και συχνά περιλαμβάνει την πίστη στη μετενσάρκωση και την αστρολογία καθώς και τις πρακτικές του διαλογισμού, της χορτοφαγίας και της ολιστικής ιατρικής. Βλ. νιου έιτζ., χρυσή εποχή: χρονικό διάστημα που χαρακτηρίζεται από ευημερία, (πολιτιστική) άνθιση και ακμή, επιτυχίες, διακρίσεις, ευτυχία: η ~ ~ των ανακαλύψεων/των τηλεπικοινωνιών. (ΙΣΤ.) ~ ~ του Περικλή (πβ. χρυσός αιώνας)., αρχαϊκή εποχή/περίοδος βλ. αρχαϊκός, γεωμετρική εποχή/περίοδος βλ. γεωμετρικός, Εποχή του Λίθου/Λίθινη Εποχή βλ. λίθος, Εποχή του Μετάλλου βλ. μέταλλο, Εποχή του Ορείχαλκου/Ορειχάλκινη Εποχή βλ. ορείχαλκος, Εποχή του Σιδήρου βλ. σίδηρος, Εποχή του Χαλκού βλ. χαλκός, ηρωική εποχή/ηρωικά χρόνια βλ. ηρωικός, μεσοελλαδική εποχή/περίοδος βλ. μεσοελλαδικός, μεσοκυκλαδική εποχή/περίοδος βλ. μεσοκυκλαδικός, μεσολιθική περίοδος/εποχή βλ. μεσολιθικός, μετανακτορική περίοδος/εποχή βλ. μετανακτορικός, νεολιθική εποχή/περίοδος βλ. νεολιθικός, παλαιολιθική εποχή/περίοδος βλ. παλαιολιθικός, περίοδος/εποχές των παγετώνων βλ. παγετώνας, πρωτοβυζαντινή/παλαιοχριστιανική εποχή/περίοδος βλ. πρωτοβυζαντινός, πρωτοελλαδική εποχή/περίοδος βλ. πρωτοελλαδικός, πρωτοκυκλαδική εποχή/περίοδος βλ. πρωτοκυκλαδικός, υστεροβυζαντινή περίοδος/εποχή βλ. υστεροβυζαντινός, υστεροελλαδική εποχή/περιόδος βλ. υστεροελλαδικός, υστεροκυκλαδική εποχή/περίοδος βλ. υστεροκυκλαδικός, χαλκολιθική εποχή/περίοδος βλ. χαλκολιθικός ● ΦΡ.: (της) εποχής: που αναφέρεται στην τρέχουσα ή σε παλαιότερη χρονική περίοδο ή (για γεωργικό προϊόν) που παράγεται, που ευδοκιμεί κατά τη συγκεκριμένη εποχή: αντιλήψεις/απόψεις/ρούχα (= της μόδας, μοντέρνα) ~.|| Δράμα/έπιπλα/έργο/κουστούμια/ταινία/περιπέτεια ~.|| Λαχανικά/πιάτο/σαλάτα ~. ΑΝΤ. εκτός εποχής, άφησε/θα αφήσει εποχή & όνομα: για πρόσωπο ή πράγμα που μένει στη μνήμη χάρη στη σπουδαιότητα ή την επιτυχία του: Αθλητής/έργο/καλλιτέχνης/πολιτικός/ταινία που ~ ~. ΣΥΝ. γράφει/έγραψε/θα γράψει ιστορία [< γαλλ. faire époque] , εκτός εποχής: για κάτι που δεν ταιριάζει ή δεν αντιστοιχεί σε μια ορισμένη περίοδο: λουλούδια/φρούτα ~ ~. ~ ~ καλλιέργεια/κηπευτικά.|| (μειωτ.) Πνεύμα ~ ~ (= απαρχαιωμένο).|| Ντύσιμο ~ ~ (= παλιομοδίτικο, ντεμοντέ). ΑΝΤ. (της) εποχής [< αγγλ. out of season] , λάθος εποχή: για κάτι που συμβαίνει σε ακατάλληλη χρονική περίοδο: Νιώθω πως ζω σε ~ ~. Η πρόταση μού έγινε σε ~ ~., όλων των εποχών (εμφατ.): για πρόσωπο ή πράγμα που παραμένει διαχρονικά αξεπέραστο: οι μεγαλύτεροι ευεργέτες ~ ~. Είναι η καλύτερη ομάδα/ταινία ~ ~. Πβ. μακράν., στην εποχή μου/της εποχής μου: κατά την χρονική περίοδο μέχρι τα γηρατειά, ιδίως την εποχή της νεότητας (κάποιου): Αυτό το τραγούδι ήταν επιτυχία της εποχής μου. Στην εποχή μου ήταν πολύ αυστηροί οι γονείς., ζει σε άλλη εποχή βλ. ζω1, περίοδος/εποχή (των) ισχνών/παχιών αγελάδων βλ. αγελάδα, σε παλαιότερες εποχές βλ. παλαιός, τέλος εποχής βλ. τέλος [< μτγν. ἐποχή ‘στάση, σταμάτημα, διακοπή’, γαλλ. époque, saison]

θειικός

θειικός, ή, ό θει-ι-κός επίθ.: ΧΗΜ. που αναφέρεται σε χημικές ενώσεις του θείου: ~ή: αμμωνία/ρίζα. ~ό: άλας/αμμώνιο/αργίλιο/κάλιο/νάτριο/μαγνήσιο. ~οί: εστέρες. ~ές: ενώσεις. ~ά: ιόντα. Πβ. θειούχος.|| (ως ουσ.) Τα ~ά (: ενν. άλατα). ● ΣΥΜΠΛ.: θειικό ασβέστιο: κρυσταλλικό στερεό (σύμβ. CaSO4) δυσδιάλυτο στο νερό. Πβ. ανυδρίτης, γύψος. Βλ. ανθρακικό ασβέστιο., θειικό οξύ: ισχυρό οξύ (σύμβ. H2SO4) με τη μορφή άχρωμου και άοσμου ελαιώδους υγρού, το οποίο προκαλεί σοβαρά εγκαύματα στο δέρμα και χρησιμοποιείται στην παρασκευή λιπασμάτων, γλυκόζης, χρωστικών, εκρηκτικών υλών, στη μεταλλουργία και την επεξεργασία των υδάτων: αραιωμένο/διαλυμένο/πυκνό ~ ~. Ατμοί/διάλυμα/νέφος ~ού ~έος. Έκθεση σε ~ ~. Κατεργασία με ~ ~. Πβ. βιτριόλι., θειικός σίδηρος: κρυσταλλική ένωση (σύμβ. FeSO4) η οποία χρησιμοποιείται ως χρωστική ουσία, χημικό αντιδραστήριο ή απολυμαντικό. Πβ. καραμπογιά., θειικός χαλκός: άλας του θειικού οξέος (σύμβ. CuSO4) με τη μορφή πράσινης ή λευκής κρυσταλλικής ένωσης, η οποία, όταν ενυδατώνεται, σχηματίζει μπλε κρυστάλλους: άνυδρος/ένυδρος ~ ~. Πβ. γαλαζόπετρα. [< γαλλ. sulfurique]

ιχνοστοιχείο

ιχνοστοιχείο [ἰχνοστοιχεῖο] ι-χνο-στοι-χεί-ο ουσ. (ουδ.) {συνήθ. στον πληθ.}: ΒΙΟΧ. χημικό στοιχείο που βρίσκεται σε πολύ μικρές ποσότητες στους ζωντανούς οργανισμούς και είναι άκρως απαραίτητο για τον μεταβολισμό: θρεπτικά/μεταλλικά ~α. Διατροφή πλούσια σε βιταμίνες και ~α. Περιεκτικότητα σε ~α (π.χ. βόριο, κοβάλτιο, σελήνιο, σίδηρος, χαλκός, χλώριο, ψευδάργυρος). Βλ. μικροθρεπτικά συστατικά. ΣΥΝ. μικροστοιχείο (1), ολιγοστοιχείο [< αγγλ. trace element, 1932, πβ. γαλλ. oligoélément, 1937]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.