Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • χαλυβδώνω χα-λυ-βδώ-νω ρ. (μτβ.) {χαλύβδω-σε, χαλυβδώ-σει, -θηκε, -θεί, -μένος, χαλυβδών-οντας} 1. (μτφ.-λόγ.) δυναμώνω, ισχυροποιώ: Οι δοκιμασίες ~σαν την πίστη/ψυχή τους. ~θηκε το ελεύθερο πνεύμα/η πολιτική συνείδηση. Με ~μένη (= χαλύβδινη) θέληση. ~μένοι απέναντι/μπροστά στις αντιξοότητες. Πβ. γαλβανίζω. ΣΥΝ. ατσαλώνω (1) 2. ΜΕΤΑΛΛ. (σπάν.) ενισχύω μεταλλική κατασκευή με την προσθήκη χάλυβα· μετατρέπω τον (χυτο)σίδηρο σε χάλυβα με θέρμανση. [< γαλλ. aciérer]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.