Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • χαοτικός , ή, ό χα-ο-τι-κός επίθ. 1. (μτφ.) άναρχος, περίπλοκος, συγκεχυμένος: ~ός: κόσμος/κρατικός μηχανισμός (βλ. γραφειοκρατία). ~ή: ατμόσφαιρα/εικόνα/εποχή/κατάσταση (βλ. άβυσσος, βέρτιγκο)/κοινωνία (βλ. ζούγκλα). ~ό: καθεστώς/μοντέλο (λειτουργίας)/περιβάλλον/σύστημα. ~οί: δρόμοι (πβ. δαιδαλ-, λαβυρινθ-ώδης).|| ~ό: άτομο (πβ. αλλοπρόσαλλος). ΣΥΝ. χαώδης 2. (μτφ.) αχανής, τεράστιος: ~ός: χώρος. ~ό: κενό. Πβ. αβυσσαλέος. 3. ΦΥΣ.-ΜΑΘ. που σχετίζεται με το χάος: ~ή: δυναμική/θεωρία. ~ές: κινήσεις/τροχιές. Βλ. περιοδικός. ● επίρρ.: χαοτικά [< αγγλ. chaotic, γαλλ. chaotique]

άβυσσος

άβυσσος [ἄβυσσος] ά-βυσ-σος ουσ. (θηλ.) {αβύσσ-ου} 1. αμέτρητο θαλάσσιο ή γήινο βάθος: απύθμενη/αχανής ~. Βλ. βάραθρο.|| (ΩΚΕΑΝ.) Η ζώνη της ~ου.|| (μτφ.) Τον κατάπιε η ~ (= χάθηκε).|| (ΛΟΓΟΤ.) Η μαύρη ~ (= ο Άδης, η κόλαση). 2. (μτφ.) ανεξιχνίαστη, μυστηριώδης, χαοτική κατάσταση ή αχανής και χαώδης χώρος: σκοτεινή/ψυχική ~. Η ~ του ασυνείδητου/του έρωτα/του χρόνου.|| Η ~ του Διαστήματος. Πβ. χάος. 3. (μτφ.) μεγάλη διαφορά, αγεφύρωτο χάσμα: ιδεολογική/πολιτική ~. ~ απόψεων. ~ μεταξύ των γενεών/των (κοινωνικών) τάξεων. Μας χωρίζει ~. ● ΦΡ.: άβυσσος η ψυχή (του ανθρώπου)!: για ανεξήγητες, μη αναμενόμενες συμπεριφορές ή ενέργειες., στο χείλος του γκρεμού/της αβύσσου/της καταστροφής βλ. γκρεμός [< 1: μτγν. ἄβυσσος, γαλλ. abysse, αγγλ. abyss]

περιοδικός

περιοδικός, ή, ό πε-ρι-ο-δι-κός επίθ.: που γίνεται ή επανεμφανίζεται ανά τακτά διαστήματα, κατά περιόδους: ~ός: έλεγχος. ~ή: αναθεώρηση/αξιολόγηση/έκδοση/ενημέρωση/εξέταση/λειτουργία/συντήρηση. ~ές: μεταβολές. ~ά: φαινόμενα. Ημερήσιος και ~ Τύπος (: εφημερίδες και περιοδικά). ~ή έκθεση μουσείου. Σε ~ή βάση (ΑΝΤ. μόνιμη). Πβ. κανον-, κυκλ-, τακτ-ικός. Βλ. ευκαιρ-, περιστασ-ιακός, σποραδικός.|| (ΜΑΘ.) ~ή: συνάρτηση.|| (ΦΥΣ.) ~ός: ήχος. ~ή: κίνηση (: ομαλή κυκλική, ταλάντωση). ~ό: κύμα.|| (ΑΣΤΡΟΝ.) ~οί: κομήτες (: όσοι παρουσιάζουν περιοδικότητα στην εμφάνισή τους). ΑΝΤ. απεριοδικός ● επίρρ.: περιοδικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: περιοδικός δεκαδικός αριθμός: ΜΑΘ. με ακολουθία ψηφίων στο δεκαδικό του μέρος, η οποία επαναλαμβάνεται απείρως. [< αγγλ. circulate/recurring/repeating decimal] , Περιοδικός Πίνακας (των Στοιχείων) & Περιοδικό Σύστημα: ΧΗΜ. κατάταξη των χημικών στοιχείων κατά αύξοντα ατομικό αριθμό, αποτελούμενη από επτά γραμμές (περιόδους), από τις οποίες τα στοιχεία καθεμιάς εμφανίζουν προοδευτική μεταβολή (περιοδικότητα) στις ιδιότητές τους, και δεκαοκτώ στήλες (ομάδες), σε καθεμιά από τις οποίες περιλαμβάνονται στοιχεία με παρόμοιες ιδιότητες. Βλ. ακτιν-, λανθαν-ίδες. [< γαλλ. classification périodique (des éléments )] [< μτγν. περιοδικός, αγγλ. periodic, γαλλ. périodique]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.