χαρακτηρίζω χα-ρα-κτη-ρί-ζω ρ. (μτβ.) {χαρακτήρι-σα, χαρακτηρί-σει, -στηκε, -στεί, χαρακτηρίζ-οντας, -όμενος, χαρακτηρι-σμένος}: αποδίδω, προσδίδω ένα χαρακτηριστικό σε κάποιον ή κάτι: ~σε την απόφαση παράνομη. ~σε αβάσιμες τις υπόνοιες/δικαιολογημένη τη στάση τους/θετικές τις εξελίξεις. Πολλοί ~σαν την ταινία ως την επιτυχία της χρονιάς. Δεν έχω λόγια (για) να ~σω/δεν υπάρχουν λέξεις (για) να ~σουν μια τέτοια πράξη (: είναι αχαρακτήριστη). Κάποιοι ίσως με ~σουν (= με πουν) ρομαντικό/υπερβολικό, αλλά ... Εγκλήματα ~όμενα ως ειδεχθή. Κτίριο ~σμένο ως διατηρητέο. Υφολογικά ~σμένες λέξεις. Βλ. αυτοχαρακτηρίζομαι, ονομάζω, τιτλοφορώ. ΑΝΤ. αποχαρακτηρίζω ● χαρακτηρίζει: συνιστά ιδιαίτερο στοιχείο της φύσης ενός ανθρώπου ή μιας κατάστασης: Τον ~ (= διακρίνει) ανευθυνότητα/ενθουσιασμός. ~εται (: είναι γνωστός) για την οξυδέρκειά του.|| Την εποχή μας ~ουν τεχνολογικά θαύματα. Η νόσος ~εται από τα εξής συμπτώματα ... [< μτγν. χαρακτηρίζω, γαλλ. caractériser, αγγλ. characterize]
αυτοχαρακτηρίζομαι
αυτοχαρακτηρίζομαι [αὐτοχαρακτηρίζομαι] αυ-το-χα-ρα-κτη-ρί-ζο-μαι ρ. {-στηκε, συνήθ. στο γ' πρόσ.}: αποδίδω χαρακτηρισμό στον εαυτό μου: (Αρέσκεται να) ~εται (ως) δημοκράτης/διανοούμενος. Πβ. αυτοαποκαλούμαι. ΣΥΝ. αυτοπροσδιορίζομαι (2)
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.