Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • χαρταετός χαρ-τα-ε-τός ουσ. (αρσ.): ελαφριά, συνήθ. εξαγωνική, κατασκευή καλυμμένη με πολύχρωμο χαρτί ή πλαστικό και κορδέλες, η οποία ανυψώνεται με τη βοήθεια του ανέμου και με κατάλληλο χειρισμό του σπάγγου με τον οποίο είναι δεμένη: η ουρά του ~ού. Πέταγμα του ~ού την Καθαρά Δευτέρα. Αμολάω τον ~ό. Βλ. καλούμπα. ΣΥΝ. αετός (3)

καλούμπα

καλούμπα κα-λού-μπα ουσ. (θηλ.) & καλούμα 1. ο σπάγγος του χαρταετού: Δένω/τυλίγω την ~. 2. ΝΑΥΤ. (παρωχ.) σκοινί. ● ΦΡ.: αμόλα καλούμπα! 1. ξετύλιξε, χαλάρωσε την καλούμπα (για να πετάξει ο χαρταετός πιο ψηλά). 2. (μτφ.) παρότρυνση σε κάποιον να συνεχίσει αυτό που ξεκίνησε· εμπρός, προχώρα! [< ιταλ. ή βεν. caloma, caluma < μτγν. χάλασμα ‘χαλάρωση’]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.