Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • χαρτογράφος χαρ-το-γρά-φος ουσ. (αρσ.) 1. ΧΑΡΤΟΓΡ. επιστήμονας που έχει ως αντικείμενό του τη χαρτογραφία. Βλ. τοπογράφος.|| (παλαιότ.) ~ και εξερευνητής. Βλ. γεωγράφος, θαλασσοπόρος. 2. ΤΕΧΝΟΛ. συσκευή χαρτογράφησης: δορυφορικός ~. Βλ. -γράφος. ● ΣΥΜΠΛ.: θεματικός χαρτογράφος: σειρά δορυφόρων που χρησιμοποιούνται για τον σχεδιασμό χαρτών υπέρυθρης εκπομπής και ανάκλασης (από τη Γη): ενισχυμένος ~ ~. Επεξεργασία δορυφορικών εικόνων από ~ό ~ο. [< μεσν. χαρτογράφος 'αρχειοφύλακας', γαλλ. cartographe, αγγλ. cartographer]

γεωγράφος

γεωγράφος γε-ω-γρά-φος ουσ. (αρσ. + θηλ.) 1. επιστήμονας με αντικείμενο μελέτης τη γεωγραφία: κοινωνικός ~. Βλ. -γράφος. 2. (παλαιότ.) πρόσωπο που ασχολήθηκε συστηματικά με γεωγραφικές μελέτες: Αρχαίοι Έλληνες ~οι και περιηγητές. ~οι και εξερευνητές. [< 2: μτγν. γεωγράφος, γαλλ. géographe, αγγλ. geographer]

-γραφος

-γραφος, η, ο: λεξικό επίθημα με αναφορά σε ορισμένο τρόπο γραφής: ιδιό~/ολό~.|| (ουσιαστικοπ.) Χειρό-γραφο.

τοπογράφος

τοπογράφος το-πο-γρά-φος ουσ. (αρσ. + θηλ.): μηχανικός ειδικευμένος στην τοπογραφία: αγρονόμος ~. Βλ. -γράφος. [< μτγν. τοπογράφος, γαλλ. topographe, αγγλ. topographer]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.