Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 4 εγγραφές  [0-4]


  • χαστούκι χα-στού-κι ουσ. (ουδ.) (προφ.) 1. δυνατό χτύπημα με την παλάμη στο πρόσωπο: Του άστραψε/έδωσε/έριξε/έσκασε ένα (ξεγυρισμένο) ~ (= τον χαστούκισε). Έφαγε ένα ~ (στο μάγουλο). Την άρχισε/πλάκωσε/τάραξε στα ~ια. Πβ. ανάποδη, ανάστροφη, μπάτσος1, σκαμπίλι, σφαλιάρα, φάπα, φούσκος. 2. (μτφ.) ξαφνικό, δυσάρεστο γεγονός· ισχυρό πλήγμα: τα αλλεπάλληλα ~ια (= χτυπήματα) της μοίρας.|| (ως παραθετικό σύνθ.) Απόφαση-~ (= κόλαφος, ράπισμα). ● Υποκ.: χαστουκάκι (το) ● ΦΡ.: χαστούκι στο πρόσωπο/στα μούτρα (μτφ.-προφ.): για να δηλωθεί ότι κάτι έχει σοβαρές επιπτώσεις: Το εκλογικό αποτέλεσμα ήταν ένα γερό/δυνατό ~ ~ του κόμματος. [< μεσν. χαστούκι]
  • χαστουκιά χα-στου-κιά ουσ. (θηλ.) (προφ.): χαστούκι.
  • χαστουκίζω χα-στου-κί-ζω ρ. (μτβ.) {χαστούκι-σα, χαστουκί-σει, -στηκε, σπάν. -σμένος, χαστουκίζ-οντας} (προφ.): δίνω χαστούκι: Τον/την ~σε (= του/της την άστραψε) στο μάγουλο. Πβ. μπατσίζω, σβουρίζω, σκαμπιλίζω, σφαλιαρίζω.|| (μτφ.) Η ζωή τους ~σε (= χτύπησε) αλύπητα. Πβ. ραπίζω.
  • χαστούκισμα χα-στού-κι-σμα ουσ. (ουδ.) (προφ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χαστουκίζω.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.