χαστούκι χα-στού-κι ουσ. (ουδ.) (προφ.) 1. δυνατό χτύπημα με την παλάμη στο πρόσωπο: Του άστραψε/έδωσε/έριξε/έσκασε ένα (ξεγυρισμένο) ~ (= τον χαστούκισε). Έφαγε ένα ~ (στο μάγουλο). Την άρχισε/πλάκωσε/τάραξε στα ~ια. Πβ. ανάποδη, ανάστροφη, μπάτσος1, σκαμπίλι, σφαλιάρα, φάπα, φούσκος.2. (μτφ.) ξαφνικό, δυσάρεστο γεγονός· ισχυρό πλήγμα: τα αλλεπάλληλα ~ια (= χτυπήματα) της μοίρας.|| (ως παραθετικό σύνθ.) Απόφαση-~ (= κόλαφος, ράπισμα). ● Υποκ.: χαστουκάκι (το) ● ΦΡ.: χαστούκι στο πρόσωπο/στα μούτρα (μτφ.-προφ.): για να δηλωθεί ότι κάτι έχει σοβαρές επιπτώσεις: Το εκλογικό αποτέλεσμα ήταν ένα γερό/δυνατό ~ ~ του κόμματος. [< μεσν. χαστούκι]
χαστουκίζω χα-στου-κί-ζω ρ. (μτβ.) {χαστούκι-σα, χαστουκί-σει, -στηκε, σπάν. -σμένος, χαστουκίζ-οντας} (προφ.): δίνω χαστούκι: Τον/την ~σε (= του/της την άστραψε) στο μάγουλο. Πβ. μπατσίζω, σβουρίζω, σκαμπιλίζω, σφαλιαρίζω.|| (μτφ.) Η ζωή τους ~σε (= χτύπησε) αλύπητα. Πβ. ραπίζω.
χαστούκισμα χα-στού-κι-σμα ουσ. (ουδ.) (προφ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χαστουκίζω.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.