Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • χαφιές χα-φιές ουσ. (αρσ.) (προφ.-μειωτ.): μυστικός αστυνομικός ή συνεργάτης των Αρχών, ο οποίος έχει αναλάβει την παρακολούθηση ατόμων που θεωρούνται ύποπτα· κατ' επέκτ. πρόσωπο που αποκαλύπτει, μαρτυρά τις απόψεις ή τις κινήσεις ενός άλλου σε κάποιον τρίτο, συνήθ. ανώτερο. Πβ. βαθύ λαρύγγι, καρφί, καταδότης, κυπατζής, πληροφοριοδότης, ρουφιάνος, σμπίρος, σπιούνος, ταβανόπροκα, ταγματασφαλίτης, τσάτσος. Βλ. γερμανοτσολιάς, δωσίλογος. [< τουρκ. hafiye]

γερμανοτσολιάς

γερμανοτσολιάς γερ-μα-νο-τσο-λιάς ουσ. (αρσ.): ΙΣΤ. μέλος των Ταγμάτων Ασφαλείας που συνεργάστηκε με τις γερμανικές δυνάμεις Κατοχής στην Ελλάδα· κατ' επέκτ. προδότης. Πβ. ταγματασφαλίτης. Βλ. δωσίλογος, χαφιές.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.