Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • χείλος [χεῖλος] χεί-λος ουσ. (ουδ.) {χείλ-ους | -η, -έων} ΣΥΝ. χείλι 1. ΑΝΑΤ. πτυχή συνδετικού ιστού η οποία αποτελεί το άνω ή κάτω εξωτερικό άκρο της στοματικής κοιλότητας: διογκωμένο/σκισμένο ~. Το ~ της κάτω γνάθου. Αποτρίχωση άνω ~ους. Οι σιελογόνοι αδένες του ~ους. Έρπης/κυάνωση/πλαστική (των) ~έων. 2. ΑΝΑΤ. (γενικότ.) κάθε πτυχή συνδετικού ή άλλου ιστού η οποία συνιστά το άκρο ενός φυσικού ανοίγματος του σώματος: το ~ του βλεφάρου/του δωδεκαδακτύλου/των ούλων. Μεγάλα/μικρά ~η του αιδοίου.|| Συγκράτηση των ~έων της τομής (κατά τη διάρκεια χειρουργικής επέμβασης).|| Έξω/έσω ~ του ποδιού. Πρόσθιο ~ της κνήμης (πβ. αντικνήμιο). 3. (μτφ.) άκρο εδαφικού σχηματισμού ή κοίλης επιφάνειας: το ~ της καλντέρας/του φαραγγιού. Μοναστήρι χτισμένο στο ~ της χαράδρας. Πβ. άκρη.|| Το ~ της λίμνης/του ποταμού/του ρέματος.|| Το ~ του βάζου/φλιτζανιού. 4. ΒΟΤ. (σπάν.) καθένα από τα δύο μέρη στα οποία χωρίζεται το άνθος των χειλανθών. ● χείλη (τα) (γενικότ.): (συνήθ. για γυναίκα) αισθησιακά/βαμμένα/κόκκινα/λεπτά/μισάνοιχτα/σαρκώδη/σκασμένα/φλογισμένα ~. ~ για φίλημα. Σκουλαρίκι στα ~. Απλώνω κραγιόν στα ~. Τη φίλησε στα ~ (= στο στόμα). Έσμιξαν τα ~ τους. Διαβάζω τα ~ (: κατανοώ τι λέει κάποιος μέσω της παρατήρησης των κινήσεων των χειλιών του). ● ΣΥΜΠΛ.: επίσημα χείλη βλ. επίσημος ● ΦΡ.: άλαλα τα χείλη των ασεβών (λόγ.): ΕΚΚΛΗΣ. για κάποιον που μένει άναυδος., από τα χείλη/διά χειλέων κάποιου: από το στόμα κάποιου επισήμου και γενικότ. από τον ίδιο: ανακοίνωση/διάψευση ~ ~ των αρμοδίων/του κυβερνητικού εκπροσώπου., στο χείλος (+ γεν.): ένα βήμα πριν την εκδήλωση ανεπιθύμητης κατάστασης· σε κρίσιμο, οριακό σημείο, στα πρόθυρα: Ακροβατούν/είναι ~ του διαζυγίου/της κατάρρευσης. Είδη ζώων που βρίσκονται ~ ~ της εξαφάνισης. Οι σπατάλες τον έφεραν ~ ~ της χρεοκοπίας., δαγκώνω τα χείλια (μου)/τα χείλη (μου) βλ. δαγκώνω, κρέμομαι από τα χείλη/το στόμα κάποιου βλ. κρέμομαι, στο χείλος του γκρεμού/της αβύσσου/της καταστροφής βλ. γκρεμός, σφίγγω το στόμα/τα δόντια/τα χείλη βλ. σφίγγω, του έψησε/του έχει ψήσει το ψάρι στα χείλη βλ. ψάρι [< αρχ. χεῖλος]

γκρεμός

γκρεμός γκρε-μός ουσ. (αρσ.) 1. βαθύ και απότομο, σχεδόν κατακόρυφο, ρήγμα του εδάφους: απόκρημνος ~. Ο δρόμος καταλήγει σε ~ό. Το αυτοκίνητο έπεσε στον ~ό. Πβ. άβυσσος, βάραθρο, χαράδρα, χάσμα. ΣΥΝ. κρημνός (2) 2. (μτφ.) καταστροφή: Βαδίζει/οδεύει προς τον ~ό. ● ΦΡ.: μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα (προφ.): για δύσκολη και αδιέξοδη επιλογή., στο χείλος του γκρεμού/της αβύσσου/της καταστροφής (μτφ.): σε οριακό σημείο, ένα βήμα πριν από τον όλεθρο: Βρίσκεται/έφτασε/στέκεται ~ ~. Άπειρα λάθη τους έφεραν ~ ~. [< γερμ. am Rande des Abgrund(e)s] [< μεσν. γκρεμνός]

δαγκώνω

δαγκώνω δα-γκώ-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {δάγκω-σα, -θηκα, -μένος, δαγκών-οντας} & (λαϊκό) δαγκάνω 1. πιέζω ή κόβω κάτι με τα δόντια· κατ' επέκτ. τραυματίζω, μπήγοντας τα δόντια στο δέρμα κάποιου: ~ει το μολύβι της. ~σε τη γλώσσα της, έτσι όπως μιλούσε. ~μένο: φρούτο/ψωμί.|| Προσοχή ~ει (ενν. ο σκύλος)! Τον ~σε οχιά/ποντικός. 2. (μτφ.) είμαι επιθετικός, επικίνδυνος: Αν νιώσει απειλή, ~ει. ● Παθ.: δαγκώνομαι (μτφ.): μαζεύομαι, συγκρατούμαι για να μη μιλήσω ή να μην αντιδράσω, βρίσκομαι σε αμηχανία: Όταν κατάλαβα την γκάφα μου, ~θηκα. Έπιασε την μπηχτή της και ~θηκε. ● ΦΡ.: δαγκώνω τα χείλια (μου)/τα χείλη (μου): ως ένδειξη αμηχανίας ή για δήλωση απογοήτευσης. ΣΥΝ. δαγκώνομαι, δεν δαγκώνω/δεν τρώω! (προφ.): ως προτροπή σε κάποιον, για να μην δείχνει επιφύλαξη απέναντι στον ομιλητή: Μη φοβάσαι, ~ ~! Έλα πιο κοντά, ~ ~!, δάγκωσε τη λαμαρίνα βλ. λαμαρίνα, σκυλί/σκύλος που γαβγίζει, δεν δαγκώνει βλ. γαβγίζει, φάε/δάγκωσε/κατάπιε τη γλώσσα σου! βλ. γλώσσα, χέρι που δεν μπορείς να το δαγκώσεις, φίλησέ/φίλα το βλ. φιλώ [< μτγν. δαγκάνω]

επίσημος

επίσημος, η, ο [ἐπίσημος] ε-πί-ση-μος επίθ. 1. που προέρχεται από συγκεκριμένη εξουσία, διοίκηση, Αρχή, που έχει θεσπιστεί κυρ. από το κράτος· που τυγχάνει γενικής αναγνώρισης· που ισχύει τυπικά, αλλά όχι απαραίτητα και ουσιαστικά: ~η: αργία (πβ. εθνική εορτή)/θρησκεία/κατοικία (αξιωματούχου)/ονομασία (κράτους)/συμφωνία. ~ο: νόμισμα/όργανο (κόμματος). Το ~ο κράτος. Η ~η ιατρική (βλ. εναλλακτική). Πβ. καθιερωμένος, νόμιμος.|| (για πρόσ. ή εταιρεία) ~ος: αντιπρόσωπος/εισαγωγέας/φορέας/χορηγός (εκδήλωσης, οργάνωσης). ~ο: κατάστημα (αθλητικής ομάδας). ~οι: κύκλοι (: πολιτικοί ή δημοσιογραφικοί)/ομιλητές (: σύμφωνα με το πρόγραμμα συνεδρίου). Πβ. εξουσιοδοτημένος.|| (για έντυπο, έρευνα, πληροφορία) ~η: απογραφή/εφημερίδα/ιστοσελίδα/μετάφραση/στατιστική. ~ο: ανακοινωθέν/αντίγραφο (βλ. επικυρωμένος)/έγγραφο (π.χ. ταυτότητα)/πιστοποιητικό/πόρισμα. ~ες: δηλώσεις/πηγές. ~α: αποτελέσματα (εκλογών)/αρχεία/παραστατικά/πρακτικά. Σύμφωνα με ~α στοιχεία ... Πβ. αξιόπιστος, έγκυρος. Βλ. ημι~.|| Ο ~ λόγος της παραίτησής του. Η ~η εκδοχή (των γεγονότων)/θέση (της κυβέρνησης). ΑΝΤ. ανεπίσημος (1), άτυπος (1) 2. που ακολουθεί ένα ορισμένο τυπικό και έχει συνήθ. δημόσιο ή/και εορταστικό χαρακτήρα: ~ος: εορτασμός. ~η: ανάληψη (καθηκόντων)/έκδοση/έναρξη (αγώνων)/επίσκεψη (του πρωθυπουργού)/ημέρα (κυκλοφορίας προϊόντος)/πρόσκληση/συνεδρίαση/τελετή/υποδοχή. ~ο: γεύμα/δείπνο/ματς (βλ. φιλικό)/συμβόλαιο. ~οι: χαιρετισμοί. ~ες: εκδηλώσεις/συναντήσεις. ~α: εγκαίνια (βλ. προεγκαίνια). Η ~η πρώτη του έργου (= πρεμιέρα).|| ~ος: τόνος. ~ο: ύφος. Πβ. επιβλητικός, πομπώδης. ΑΝΤ. άτυπος (1) 3. (για ένδυση) που φοριέται σε ειδικές περιστάσεις, όπως γιορτές, σε αντιδιαστολή με το καθημερινό ή το πρόχειρο: ~η: στολή. ~ο: ένδυμα/κουστούμι (βλ. γαμπριάτικο, σμόκιν)/φόρεμα (βλ. τουαλέτα). ~α: ρούχα. Πβ. αμπιγιέ, εορταστικός, κυριλέ. Βλ. απλός, κάζουαλ, σπορ. 4. επιφανής, διακεκριμένος: ~οι: καλεσμένοι/προσκεκλημένοι. ~α: πρόσωπα. Πβ. βιπ, διάσημος. ● Ουσ.: επίσημοι (οι) {επισήμ-ων}: (κρατικοί) αξιωματούχοι, εξέχουσες προσωπικότητες του δημόσιου βίου: ξένοι ~. Αποχώρηση/άφιξη/εξέδρα/θέσεις/θύρα/προσέλευση/υποδοχή (των) ~ων. ● επίρρ.: επίσημα & (λόγ.) επισήμως ● ΣΥΜΠΛ.: επίσημα χείλη: για πρόσωπο που είναι αρμόδιο και συνήθ. εκπροσωπεί έναν φορέα: Από ~ ~ της εταιρείας/της κυβέρνησης ακούγεται ότι ... Η δήλωση/είδηση προέρχεται από ~ ~., επίσημη γλώσσα: που η χρήση της έχει αναγνωριστεί καταστατικά από κράτος ή οργανισμό για τη σύνταξη επίσημων κειμένων: οι ~ες ~ες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η καθιέρωση της Δημοτικής ως ~ης ~ας το 1976. , επίσημη γραμμή βλ. γραμμή, επίσημη ώρα βλ. ώρα, επίσημη/τυπική εκπαίδευση βλ. εκπαίδευση, μη επίσημη/μη τυπική εκπαίδευση βλ. εκπαίδευση ● ΦΡ.: με επίσημο τρόπο: σύμφωνα με το τυπικό: Η πρόταση κατατέθηκε ~ ~. [< αρχ. ἐπίσημος, αγγλ. official, formal, γαλλ. officiel]

κρέμομαι

κρέμομαι κρέ-μο-μαι ρ. (αμτβ.) {μόνο σε ενεστ. κ. παρατ., μτχ. κρεμάμενος} 1. στηρίζομαι, στερεώνομαι από κάπου ψηλά σε σχέση με το έδαφος και αιωρούμαι ή έχω το κάτω μέρος ελεύθερο: Ο πολυέλαιος ~εται από το ταβάνι. Άνθρωποι ~ονταν από σχοινιά και σκάλες.|| Κάδρο/καθρέφτης που ~εται (πβ. κρεμιέται) στον τοίχο/πάνω από το τζάκι. Το χρυσό μετάλλιο ~όταν στον λαιμό του.|| (προφ.) Σου ~εται μια κλωστή (: εξέχει). Οι κοιλιές/τα προγούλια του ~ονται.|| (μτφ.) Το μοναστήρι ~εται πάνω από το φαράγγι. Τα σύννεφα ~ονταν βαριά πάνω από τα κεφάλια τους.|| (για αφηρημένη έννοια που προκαλεί ανασφάλεια ή φόβο) Η απειλή της απέλασης/η δαμόκλειος σπάθη της ανεργίας/ο κίνδυνος της απόλυσης ~εται από πάνω τους. Πβ. επικρέμαται. 2. (μτφ.) (+ από) εξαρτώμαι από κάποιον ή κάτι: Το μέλλον της ~εται από την απόφασή του. Πβ. βασίζομαι. ● ΦΡ.: κρέμομαι από τα χείλη/το στόμα κάποιου (μτφ.): τον ακούω με μεγάλο ενδιαφέρον, προσοχή, αγωνία, προσμονή ή γοητευμένος: Το ακροατήριο/το κοινό ~όταν κυριολεκτικά από τα χείλη του., κρέμεται από μια τρίχα βλ. τρίχα, κρέμεται από/σε μια (λεπτή) κλωστή βλ. κλωστή, κρέμονται σαν (τα) σταφύλια βλ. σταφύλι ● βλ. κρεμάμενος, κρεμώ [< μεσν. κρέμομαι]

σφίγγω

σφίγγω σφίγ-γω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {έσφι-ξα, σφί-ξει, -χτηκα, -χτεί, -γμένος, σφίγγ-οντας} 1. κρατώ, πιάνω ή αγκαλιάζω με δύναμη: ~ξε τα παιδιά στην αγκαλιά της. Μου ~ξε τον λαιμό και κόντεψε να με πνίξει. 2. τραβώ ή στρίβω κάτι, για να δεθεί ή να βιδώσει καλά αντίστοιχα: ~ τη θηλιά/τον κόμπο/τα κορδόνια. ~ξε γερά το σχοινί της βάρκας. ΑΝΤ. λύνω.|| ~ τη βίδα/τη βρύση/το παξιμάδι (ΑΝΤ. ξεβιδώνω). ΑΝΤ. λασκάρω (1), ξεσφίγγω, χαλαρώνω (2) 3. γίνομαι σφριγηλός: Με τη γυμναστική/το μασάζ έχω ~ξει. Με αυτές τις ασκήσεις ~ει το σώμα. Πβ. συ~.σφίγγει 1. γίνεται πηχτός, πυκνός, στερεός: ~ το τσιμέντο. Ανακατεύουμε τη σάλτσα, μέχρι να ~ξει. 2. (συνήθ. για ρούχα) πιέζει, στενεύει: Τον ~ η ζώνη/το παντελόνι του. Με ~ουν τα παπούτσια. 3. (μτφ.) (για δυσάρεστη ή ανεπιθύμητη κατάσταση) εντείνεται, επιτείνεται: ~ ο κλοιός (της ύφεσης). ~ουν οι έλεγχοι/τα πράγματα. ● Παθ.: σφίγγομαι 1. πιέζομαι: Το μωρό ~εται, για να ενεργηθεί.|| (μτφ.) ~εται η καρδιά μου (= ραγίζει, στενοχωριέμαι) με το κατάντημά του. 2. (μτφ.) συγκρατούμαι: ~χτηκα, για να μη μιλήσω. ● ΦΡ.: και πού να σφίξουν/να πιάσουν οι ζέστες! (ειρων.): σε περιπτώσεις που η συμπεριφορά κάποιου φαίνεται γελοία, παράλογη, αλλοπρόσαλλη: Τι ρούχα είναι αυτά που φοράει! ~ ~!, σφίγγω τη γροθιά & τις γροθιές: κλείνω την παλάμη με δύναμη: Οι αντίπαλοι έσφιξαν τις γροθιές, έτοιμοι να παλέψουν.|| (σε ένδειξη αποφασιστικότητας, διαμαρτυρίας, ενθουσιασμού) Έσφιγγε τις γροθιές του θυμωμένος., σφίγγω το ζωνάρι (μου) (προφ.): ελαττώνω τα έξοδά μου, κάνω οικονομία· κατ' επεκτ. περιορίζομαι ή ζορίζομαι: Θα σφίξουμε τα ζωνάρια μας και θα τον βγάλουμε τον μήνα. Ανεβαίνει η τιμή του πετρελαίου και σφίγγουν τα ζωνάρια., σφίγγω το στόμα/τα δόντια/τα χείλη: προσπαθώ να κρύψω έντονα αρνητικά συναισθήματα., σφίγγω το χέρι κάποιου & σφίγγουμε τα χέρια: κάνω χειραψία με κάποιον, κυρ. ως χειρονομία φιλίας ή σύναψης συμφωνίας: Μου έσφιξε θερμά το χέρι.|| Οι αντιμαχόμενες πλευρές/οι αντίπαλοι έσφιξαν τα χέρια. Πβ. δίνω τα χέρια., κάνω πέτρα την καρδιά (μου)/κάνω την καρδιά (μου) πέτρα βλ. πέτρα, σφίγγουν οι κώλοι βλ. κώλος, σφίγγουν/πλακώνουν/πιάνουν οι ζέστες/τα κρύα βλ. ζέστη, σφίγγω/τραβώ/μαζεύω τα λουριά βλ. λουρί [< αρχ. σφίγγω]

ψάρι

ψάρι ψά-ρι ουσ. (ουδ.) {ψαρ-ιού | -ιών} 1. ΙΧΘΥΟΛ. κάθε σπονδυλωτό ζώο που ζει αποκλειστικά σε υδάτινο περιβάλλον, κινείται με πτερύγια, αναπνέει με βράγχια και το σώμα του καλύπτεται συνήθ. με λέπια: ~ια της θάλασσας/πελαγίσια ~ια (βλ. κολιός, μαγιάτικο). Λιμνίσια/ποταμίσια (= ποταμόψαρα) ~ια ή ~ια του γλυκού νερού (βλ. πέρκα, πέστροφα, χέλι). Αρπακτικά ή επιθετικά (βλ. τούρνα)/ενδημικά/ερμαφρόδιτα (βλ. μένουλα)/μεταναστευτικά (βλ. ξιφίας, τόνος3)/σαρκοφάγα (βλ. χειλού, μυλοκόπι)/τροπικά ~ια (βλ. τέτρα). ~ια του αφρού (= αφρόψαρα)/βυθού (βλ. πατόψαρο). ~ια (του) ενυδρείου (βλ. γλείφτης)/ιχθυοτροφείου. Χοντρό (βλ. συναγρίδα, σφυρίδα)/ψιλό (βλ. αθερίνα, γαύρος, μαρίδα) ~. Η ουρά του ~ιού. Κοπάδι ~ιών (βλ. σπάρος). Αλιεία/εκτροφή ή καλλιέργεια (= ιχθυο-τροφία, -καλλιέργεια· βλ. γόνος) ~ιών. Πβ. ιχθύς.|| (ΜΑΓΕΙΡ.) ~ βραστό/πλακί/σούπα (= ψαρόσουπα)/τηγανητό/ψητό/ωμό (βλ. σούσι). ~ στα κάρβουνα/στη σχάρα/στον φούρνο. Καθαρίζω ~ια. Λιπαρά/παχιά ~ια (βλ. ρέγγα, σαρδέλα, σκουμπρί, σολομός, τσιπούρα). Διατροφή πλούσια σε ~ια (= ψαροφαγία).|| (ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ.) Καπνιστά/κατεψυγμένα/παστά/φρέσκα ή νωπά ~ια. Αβγά (βλ. αβγοτάραχο, ταραμάς, χαβιάρι)/φιλέτο ~ιού. ~ια και θαλασσινά. Βλ. ιχθυο-, -ψαρο, ψαρο-. 2. (μτφ.-αργκό) αφελής, ευκολόπιστος, που μπορεί εύκολα να εξαπατηθεί: Α, ρε ~, έχαψες το παραμύθι που σου πούλησαν! 3. (μτφ.-αργκό) άπειρος, πρωτάρης· (στη στρατιωτική αργκό) νεοσύλλεκτος. Πβ. αρχάριος, νέος, στραβάδι. 4. ΑΣΤΡΟΛ. (προφ.) πρόσωπο που ανήκει στο ζώδιο των Ιχθύων. ● Υποκ.: ψαράκι (το): στη σημ. 1. Πβ. ιχθύδιο. ● Μεγεθ.: ψάρακας & ψάρακλας (ο): στις σημ. 2, 3., ψαρούκλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: κεφαλιά-ψαράκι βλ. κεφαλιά ● ΦΡ.: σαν (το) ψάρι έξω απ' το νερό (προφ.): για κατάσταση αμηχανίας, ιδ. σε μη οικείο περιβάλλον: Στο πάρτι δεν ήξερα κανέναν, ήμουν ~ ~. Πβ. έξω από τα νερά μου., τι ψάρια θα πιάσουμε (μτφ.-προφ.): ποια θα είναι τα αποτελέσματα, τι θα καταφέρουμε: Για/άντε να δούμε ~ ~!, το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό (παροιμ.): ο ισχυρότερος επικρατεί του ασθενέστερου. Πβ. ο νόμος της ζούγκλας., του έψησε/του έχει ψήσει το ψάρι στα χείλη (μτφ.-προφ.): τον ταλαιπώρησε, τον παίδεψε αφάνταστα: Του έψησε ~ ~, μέχρι να δεχτεί. Μου έχεις ψήσει ~ ~ (: δεν σε αντέχω άλλο). Πβ. βγάζω σε κάποιον το λάδι, χορεύω (κάποιον) στο ταψί., τρέμει σαν (το) ψάρι (προφ.) 1. φοβάται πολύ, έχει τρομοκρατηθεί. 2. κρυώνει πολύ., τσίμπησε το ψάρι (μτφ.-προφ.): έπεσε στην παγίδα, κατάφεραν να τον εξαπατήσουν. Πβ. πιάστηκε (σαν τον ποντικό)/έπεσε στη φάκα., αν δεν βρέξεις κώλο, ψάρι δεν τρως/δεν τρως ψάρι βλ. βρέχω, βαφτίζει το κρέας ψάρι βλ. βαφτίζω, το ψάρι βρομά(ει) απ' το κεφάλι βλ. βρομώ, φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο βλ. τρώω [< 1: μεσν. ψάρι < αρχ. ὀψάριον ‘προσφάγι’ (συμπεριλαμβανομένου του ψαριού) < αρχ. ὄψον ‘κρέας ψημένο στη φωτιά, προσφάγι (που τρώγεται με ψωμί, όπως το κρεμμύδι), εκλεκτό έδεσμα, όπως το ψάρι (κυρ. στην Αθήνα)’]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.