χειμέριος , α, ο χει-μέ-ρι-ος επίθ. {λόγ. θηλ. χειμερία} (επιστ.): που συμβαίνει κατά τη διάρκεια του χειμώνα: ~ο: κύμα (βλ. αιγιαλός). Κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: χειμερία νάρκη & χειμερινή νάρκη & (σπάν.) χειμέριος ύπνος/λήθαργος: ΖΩΟΛ.-ΒΙΟΛ. κατάσταση ύπνου στην οποία περιέρχονται ορισμένα ζώα τον χειμώνα, για να αντεπεξέλθουν στις χαμηλές θερμοκρασίες· χαρακτηρίζεται από μείωση της θερμοκρασίας του σώματος, του μεταβολικού ρυθμού και των ρυθμών της καρδιάς και της αναπνοής: Η αρκούδα/η μαρμότα/ο σκαντζόχοιρος/ο τρίτωνας πέφτει σε ~ ~. Βλ. διάπαυση, θερινή νάρκη, φαινολογία.|| (μτφ.) Χώρα που βρίσκεται σε ~ ~ (= αδράνεια, στασιμότητα). [< γαλλ.-αγγλ. hibernation] [< αρχ. χειμέριος]
διάπαυση
διάπαυσηδι-ά-παυ-ση ουσ. (θηλ.): ΖΩΟΛ.-ΒΙΟΛ. αναστολή των λειτουργιών κυρ. των εντόμων σε ορισμένο στάδιο του βιολογικού τους κύκλου: θερινή/χειμερινή ~. Προνύμφη σε ~. Βλ. λήθαργος, νάρκη. [< αρχ. διάπαυσις 'διακοπή', αγγλ. diapause]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.