χειμωνιάζει χει-μω-νιά-ζει ρ. (αμτβ.) {χειμώνιασε} (προφ.): ξεκινά ο χειμώνας και κατ΄επέκτ. τα καιρικά φαινόμενα που τον χαρακτηρίζουν: ~σε και κάνει κρύο. Δεν λέει να ~σει ακόμα. Βλ. καλοκαιρ-, φθινοπωρ-ιάζει.
χειμώνιασμα χει-μώ-νια-σμα ουσ. (ουδ.) (προφ.): σταδιακή έλευση, έναρξη του χειμώνα και των χαμηλών θερμοκρασιών.
χειμωνιάτικος , η, ο χει-μω-νιά-τι-κος επίθ. (προφ.): χειμερινός: ~ος: βοριάς/ήλιος/καιρός/ουρανός. ~η: παγωνιά/σούπα. ~ο: ντύσιμο/πρωινό/τοπίο. ~ες: βραδιές/βροχές/λιακάδες. ~α: λαχανικά/λουλούδια/μπάνια (στη θάλασσα). Βλ. -ιάτικος. ΑΝΤ. καλοκαιριάτικος ● Ουσ.: χειμωνιάτικα (τα): ζεστά ρούχα κατάλληλα για να φορεθούν τη χειμερινή περίοδο: Βγήκαν τα ~ στις βιτρίνες/στα καταστήματα. ● επίρρ.: χειμωνιάτικα1. μες στο χειμώνα: Θα πας για μπάνιο στη θάλασσα ~;2. με χειμωνιάτικα ρούχα: Ντύνομαι ~.
-ιάτικος
-ιάτικος, η, ο (προφ.): επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει χρόνο ή χαρακτηριστικό που ανήκει ή ταιριάζει σε ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: αυγουστ~/βραδ~/πρωιν~. Πβ. -ιανός, -ινός.|| Γαμπρ~/νυφ~ (πβ. -ικός). Βλ. -άτικος.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.