χειροκρότημα χει-ρο-κρό-τη-μα ουσ. (ουδ.) {χειροκροτήμ-ατος | -ατα, -άτων}: η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χειροκροτώ: απλόχερο/ασταμάτητο/αυθόρμητο/γενναιόδωρο/δυνατό/εγκάρδιο/ένθερμο ή θερμό/ενθουσιώδες/ζεστό/καταιγιστικό/συγκρατημένο ~. Αποθεωτικά/ζωηρά/θυελλώδη/ξέφρενα ~ατα. Το ~ των θεατών. ~ατα και επευφημίες (βλ. μπιζάρισμα). Μέσα σε πλήθος/(λόγ.) εν μέσω ~άτων. Απέσπασε/δέχτηκε/εισέπραξε το ~ του κόσμου. Ένα ~, παρακαλώ, για τους νικητές! Το κοινό ξέσπασε σε (ρυθμικά) ~ατα. Τον υποδέχτηκαν με φωνές και ~ατα. Η αίθουσα σείστηκε από τα ~ατα. Πβ. παλαμάκια. Βλ. γιουχάισμα, κονσέρβα, ποδοκρότημα.|| (κατ' επέκτ.) Δεν επιζητεί το ~ (= την επιδοκιμασία). Του αξίζει ένα μεγάλο ~. [< γαλλ. battement de mains]
γιουχάισμα
γιουχάισμαγιου-χά-ι-σμα ουσ. (ουδ.) {γιουχαΐσμ-ατα} (προφ.): έντονη δημόσια αποδοκιμασία με φωνές και χειρονομίες: ~ αγανάκτησης. ~ατα του κοινού (κατά/σε βάρος των ηθοποιών). Έπεσε ~ από τους διαδηλωτές. Οι παίκτες δέχτηκαν/έφαγαν ~ατα (για την ήττα τους). Πβ. σφύριγμα, χλευασμός. Βλ. χειροκρότημα. ΣΥΝ. γιούχα, κράξιμο (1), πρόγκα ΑΝΤ. επευφημία, ζήτω, ζητωκραυγή
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.