Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • χειρότερος , η, ο χει-ρό-τε-ρος επίθ. 1. (συγκρ. του επιθέτου κακός) που αξιολογείται ως πιο κακός συγκριτικά με κάποιον άλλο: ~ του αναμενόμενου (πβ. κατώτερος). Αντί να βελτιωθεί, γίνεται ~. Στη ~η περίπτωση/των περιπτώσεων. Η κατάσταση αποδείχθηκε πολύ ~η (: πιο δύσκολη) απ' όσο περίμενα/υπολόγιζα. Η ημιμάθεια είναι ~η από την αμάθεια. Έχουμε αντιμετωπίσει/δει και ~α. Συνεχίζει να κάνει τα ίδια και ~α. Βλ. τρισ~. ΑΝΤ. καλύτερος (1) 2. (ως υπερθ. με τη συνοδεία οριστικού άρθρου) που κρίνεται ως ο πιο κακός από όλους τους ομοειδείς του: ο ~ εγκληματίας/εχθρός/μαθητής. Ο ~ (= μεγαλύτερος) κίνδυνος/πόνος. Ο ~ και καταστροφικότερος πόλεμος/χειμώνας. Επιβεβαιώθηκαν οι ~οι εφιάλτες/φόβοι μου. Το ημίχρονο άρχισε με τους ~ους (: τους πιο δυσμενείς) οιωνούς. Η ~η ανάμνηση/επιλογή/στιγμή (της καριέρας μου)/τιμωρία (βλ. επώδυνος). Η δεύτερη ~η επίδοση. Η ~η από άποψη εμφάνισης (: η πιο άσχημη). Είναι η ~η (: η πιο ακατάλληλη) ώρα για να του μιλήσεις. Έφυγε με τις ~ες εντυπώσεις (ΑΝΤ. καλύτερες). Διανύω μια από τις ~ες περιόδους/φάσεις της ζωής μου. ΣΥΝ. χείριστος ● Ουσ.: χειρότερο (το): η πλέον άσχημη κατάσταση: Φοβάμαι το ~. Τα ~ έρχονται/πέρασαν. Γλίτωσε/ξεπέρασε τα ~α. Προσπάθειες να αποτραπούν τα ~α. (Προ)ετοιμαστείτε για τα ~α. Υπάρχουν και ~α. ● επίρρ.: χειρότερα ● ΣΥΜΠΛ.: χειρότερη/χειρίστη περίπτωση: ΠΛΗΡΟΦ. κατάσταση η οποία αναγκάζει αλγόριθμο ή δομή δεδομένων να καταναλώσει τον περισσότερο χρόνο ή τους περισσότερους πόρους. [< αγγλ. worst-case, 1964] ● ΦΡ.: (και) μη χειρότερα: ως απευχή για να αποτραπεί το ίδιο ή μεγαλύτερο κακό· τα πράγματα θα μπορούσαν να ήταν ακόμα πιο άσχημα: Περαστικά σου και ~ ~! Και ~ ~ (να λες), θα μπορούσε να είχε σκοτωθεί., ό,τι χειρότερο: το πιο κακό: Το να μείνεις χωρίς δουλειά είναι ~ ~. ΑΝΤ. ό,τι καλύτερο, απ' το κακό στο χειρότερο βλ. κακό, κάθε πέρ(υ)σι και καλύτερα, (κάθε φέτος και χειρότερα) βλ. πέρυσι, ούτε στον χειρότερο εχθρό μου βλ. εχθρός, τόσο το καλύτερο/το χειρότερο βλ. τόσο [< αρχ. χειρότερος]

εχθρός

εχθρός [ἐχθρός] ε-χθρός ουσ. (αρσ.) {σπάν. θηλ. εχθρά} & (λαϊκό) εχτρός, οχτρός ΑΝΤ. φίλος 1. πρόσωπο που εχθρεύεται κάποιον ή/και προσπαθεί να τον βλάψει ή να τον αποτρέψει από το να κάνει κάτι: αδιάλλακτος/αιώνιος/άσπονδος/μισητός/ορκισμένος ~. Έχει (κάνει) πολλούς ~ούς.|| (μτφ.) Αμείλικτος/δηλωμένος/φανατικός ~ της ανάπτυξης/δημοκρατίας (= πολέμιος). Βλ. οπαδός. 2. (για χώρα ή στρατό) αντίπαλος: αιώνιος/ανίκητος/επικίνδυνος/κοινός ~. Έφοδος/επέλαση/προέλαση/υποχώρηση του ~ού. Αντιμετώπιση/απώθηση/συντριβή του ~ού. Πράκτορας του ~ού. Η (αριθμητική) υπεροχή/η βάση/οι γραμμές/οι δυνάμεις/οι θέσεις του ~ού. Έπεσαν στα χέρια των ~ών. ΑΝΤ. σύμμαχος (1) 3. (μτφ.) απειλή, κίνδυνος: αθέατοι/αόρατοι/θανάσιμοι/κρυφοί/ύπουλοι ~οί της υγείας. Καταπολέμηση των ~ών των φυτών. ● ΦΡ.: ουδείς ασφαλέστερος εχθρός του ευεργετηθέντος (αρχαία ρήση): ο πιο βέβαιος εχθρός κάποιου είναι το πρόσωπο που έχει ευεργετήσει., ούτε στον χειρότερο εχθρό μου: για κάτι πολύ δυσάρεστο που μου συνέβη: ~ ~ δεν θα ευχόμουν να πάθει τα ίδια!, άμα/όταν έχεις τέτοιους φίλους, τι τους θέλεις τους εχθρούς; βλ. φίλος, κηρυγμένος εχθρός βλ. κηρύσσω & κηρύττω, να σκάσουν οι εχθροί μας βλ. σκάω, ο εχθρός του καλού είναι το καλύτερο βλ. καλό [< αρχ. ἐχθρός]

κακό

κακό κα-κό ουσ. (ουδ.) ΑΝΤ. καλό 1. (προφ.) συμφορά, δυστυχία: κοινωνικά ~ά (= δεινά). Ο πόλεμος είναι μεγάλο/τρομερό ~. Τι ~ κι αυτό! Μια λάθος κίνηση και το ~ δεν αργεί να συμβεί! Το ένα ~ φέρνει το άλλο. (για ατύχημα:) Πώς έγινε το ~; Θέλησε να προλάβει το ~. Μην εύχεσαι το ~ του! Πολλά ~ά τον χτύπησαν τελευταία.|| Έγινε μεγάλο ~ (πβ. βαβούρα, σαματάς, φασαρία). 2. (προφ.) αρνητικό στοιχείο, μειονέκτημα: Έχει ένα ~· με διακόπτει συνέχεια, όταν μιλάω. Κάθε εποχή έχει και τα ~ά της.|| Πού είναι/το βλέπεις το ~; Μια χαρά μου φαίνεται το ντύσιμό του! Τι το ~ βρίσκεις, δηλαδή; 3. οτιδήποτε αντιτίθεται στον κώδικα ηθικής και στους θρησκευτικούς κανόνες· το βλαβερό και επιζήμιο για τον άνθρωπο: (ΦΙΛΟΣ.) η ύπαρξη του ~ού.|| (ΘΕΟΛ.) Οι δυνάμεις/το πνεύμα του ~ού (βλ. διάβολος). Λύτρωση από το ~. Βλ. το δέντρο της γνώσης.|| Παντού βλέπει το ~ (: είναι καχύποπτος). Είναι ~ να βασανίζεις τα ζώα.|| Είπε κάτι ~ για μένα. Πβ. κακία. ● ΣΥΜΠΛ.: οικεία κακά (λόγ.): παθήματα του παρελθόντος: Μη μας θυμίζεις ~ ~!, αναγκαίο κακό βλ. αναγκαίος ● ΦΡ.: ... και κακό! (προφ.-επιτατ.): για κάτι που συμβαίνει ή υπάρχει σε μεγάλο βαθμό και προκαλεί αναστάτωση: Γέλια/κόσμος/φωνές ~ ~! Τι φασαρία ~ ~ είν' αυτή;, απ' το κακό στο χειρότερο: για συνεχή επιδείνωση μιας κατάστασης: Τα πράγματα βαίνουν/εξελίσσονται/οδηγούνται/πάνε ~ ~., βάζω κακό με το μυαλό/τον νου μου (προφ.): έχω κακό προαίσθημα, φοβάμαι ότι κάτι δυσάρεστο έχει συμβεί: Μη ~εις ~ ~ σου!|| Μην βάζεις στο μυαλό σου συνέχεια το κακό!, η αρχή του κακού: το πρώτο από μία σειρά δυσάρεστων συμβάντων: ~ ~ έγινε με τη διακοπή των διαπραγματεύσεων. Οι πλημμύρες δεν ήταν παρά ~ ~., η πηγή/η ρίζα του κακού: η αιτία μιας αρνητικής κατάστασης: Προσπαθεί να εντοπίσει την ~ ~. ~ ~ πρέπει ν' αναζητηθεί αλλού. Αυτός έχει την ευθύνη, είναι ~ ~/η πηγή όλων των κακών. Βλ. σημείο μηδέν., κακό να σου 'ρθει/να σ' εύρει!: ως κατάρα., κακό που με βρήκε/έπαθα! (προφ.): ως αναφώνηση για κάτι πολύ άσχημο που έτυχε σε κάποιον: Τι ~ είν' αυτό που μας βρήκε/που πάθαμε! Βρε, ~ ~ (τώρα)!, κακό του κεφαλιού μου/σου/του (προφ.): επικριτικό σχόλιο ή προειδοποίηση για απερίσκεπτη πράξη που είχε ή θα έχει αρνητικά αποτελέσματα: Επιμένεις; Ε, τότε ~ ~ σου! ~ ~ του που πήγε και ..., κάνω κακό: βλάπτω: Ξεχνάς το ~ που σου 'κανε;|| Άσ' τον! Κακό στον εαυτό του κάνει!|| Το στρες ~ει ~ στην καρδιά. Δεν θα σου ~ει ~ μια ασπιρίνη!|| (ειρων.) Δεν σου έκανε ~ που ζορίστηκες λίγο!|| Το χαλάζι έκανε μεγάλο ~ (: προκάλεσε πολλές καταστροφές) στις σοδειές., κιτρίνισε/πρασίνισε απ' το κακό/τη ζήλια του & έγινε κίτρινος/πράσινος απ' το κακό/τη ζήλια του (προφ.): ζήλεψε πάρα πολύ., με το κακό/με το άγριο (προφ.): με απότομο τρόπο: Μην τον πάρεις ~ ~ και φοβηθεί! ΑΝΤ. με το καλό/μαλακό, μικρό/λίγο το κακό! (προφ.): για να δηλωθεί ότι η ζημιά είναι αμελητέα· δεν πειράζει: Μη στενοχωριέσαι, ~ ~!, μου βγήκε σε κακό (προφ.): για κάτι που είχε (ή έχει) δυσάρεστες συνέπειες: Καλύτερα να μην πήγαινα· ~ ~! Θα σου βγει σε ~ που δεν προσέχεις!|| (ως κατάρα) Σε κακό να σου βγει! ΑΝΤ. μου βγήκε σε καλό, παράγινε/έχει παραγίνει το κακό & (σπάν.) απόγινε το κακό (προφ.): η κατάσταση έχει φτάσει στο απροχώρητο: ~ ~ με σένα/με την κίνηση!, πηγαίνει το μυαλό/ο νους μου στο κακό: ανησυχώ, φοβάμαι ότι κάτι κακό θα συμβεί: Μην πάει ο νους σου ~!, σκάω/αφρίζω/λυσσάω απ' το κακό μου (προφ.): ζηλεύω πάρα πολύ: Έσκασε/άφρισε/λύσσαξε ~ της, όταν το έμαθε., το κακό έγινε: για ανεπανόρθωτο γεγονός: Δεν έχει νόημα να το συζητάμε, τώρα ~ ~, δυστυχώς! Πβ. ό,τι έγινε έγινε., το κακό είναι ... (προφ.): για να επισημάνουμε κάτι αρνητικό: ~ ~ πως δεν ξέρω τον δρόμο. Το ~ (μαζί) του είναι πως είναι εγωιστής. Το ~ με τους ανθρώπους είναι ότι … ΑΝΤ. το καλό είναι ότι ..., άνθη/άνθος του κακού βλ. άνθος, βγάζει αφρούς (από το στόμα/από το κακό του) βλ. αφρός, για καλό και για κακό βλ. καλό, για καλό/για κακό βλ. καλό, εκ/μεταξύ δύο κακών το μη χείρον βέλτιστον βλ. βέλτιστος, ενός κακού μύρια έπονται βλ. έπομαι, θέλω το καλό/το κακό κάποιου βλ. θέλω, Ιησούς Χριστός νικά (κι όλα τα κακά σκορπά)! βλ. Ιησούς, ουδέν κακόν αμιγές καλού βλ. αμιγής, πολύ κακό για το τίποτα βλ. τίποτα, πράσινος από τη ζήλια/από το κακό του βλ. πράσινος, τα τρία κακά της μοίρας του βλ. τρεις, τρεις, τρία, το έχω σε καλό/σε κακό να ... βλ. έχω, τρίτωσε το κακό βλ. τριτώνει [< αρχ. τὸ κακὸν]

πέρυσι

πέρυσι πέ-ρυ-σι επίρρ. & πέρσι: την προηγούμενη χρονιά: Οι βροχές ~ ήταν πολύ λιγότερες. Η αγορά κινείται στα ίδια επίπεδα με ~. Βλ. πρόπερσι, φέτος, του χρόνου. ● ΦΡ.: κάθε πέρ(υ)σι και καλύτερα, (κάθε φέτος και χειρότερα): για κατάσταση που χειροτερεύει από χρονιά σε χρονιά., πέρσι κάηκε, φέτος μύρισε/πέρσι ψόφησε, φέτος βρόμησε (παροιμ.): για καθυστερημένη αντίδραση σε κάτι που συνέβη πριν από πολύ καιρό. [< αρχ. πέρυσι]

τόσο

τόσο τό-σο επίρρ. 1. (εμφατ.) για μεγάλη ποσότητα, μέγεθος, ένταση: Είναι ~ ακοινώνητος (= πάρα πολύ) που ... Ποτέ δεν είχα ξαναδεί κάτι ~ ωραίο. Είναι ~ καλός!|| Θα μας λείψει ~ πολύ. Μιλούσε ~ λίγο. ~ καλά με ξέρεις; ~ γρήγορα πέρασε η ώρα;|| Είσαι ευχαριστημένη από το αποτέλεσμα; Όχι και ~ (= έτσι και έτσι). 2. μέχρι κάποιο ορισμένο σημείο: ~ του κόβει, μην περιμένεις κάτι διαφορετικό. 3. (με αριθμητ.) και κάτι παραπάνω: Είναι τριάντα ~ ετών. 4. λίγο: ~ μόνο κράτησε η σχέση τους. Δεν πιστεύω ούτε ~ στην αθωότητά της. ● ΦΡ.: άλλο τόσο 1. στον ίδιο βαθμό: Όσο επιμένεις εσύ, ~ ~ θα επιμένει και αυτή. Όσο δίκαιο είναι το αίτημά σου, ~ ~ είναι και το δικό της. 2. δύο φορές το ίδιο μέγεθος: Έφαγε όσο εγώ και ~ ~. Κάνει το τόσο ~ ~., και τόσο: (σε αρνητ. πρόταση) για να μετριαστεί η σημασία: Δεν είναι ~ ~ αργά (= δεν είναι πολύ αργά). Μια ιστορία όχι ~ ~ παλιά. Η ιδέα δεν είναι ~ ~ καινούργια. Δεν διαφέρουμε ~ ~ πολύ., τόσο ... όσο 1. (σε σύγκριση) εξίσου, στον ίδιο βαθμό, όσο και κάποιος/κάτι άλλο: Ζυγίζει ~ ~ ένα βαρέλι με κρασί.|| Δεν είναι ~ χαζός ~ νομίζεις. Τα οφέλη της υγιεινής διατροφής είναι ~ σωματικά ~ και ψυχολογικά. Δεν μας βοήθησε ~ ~ θα περιμέναμε. 2. με τη σημασία του και: ~ εμείς ~ (και) αυτοί είμαστε υπέρ της συμφωνίας., τόσο ... ώστε/που: (με συμπερασματική πρόταση) Έχει απογοητευθεί τόσο που σκέφτεται να τα παρατήσει. Είναι ~ εύπιστος, ~ εύκολα μπορεί κανείς να τον εξαπατήσει., τόσο μα τόσο (εμφατ.): πάρα πολύ: Είναι ~ ~ ανόητος/αστείος/προβλέψιμος! Όλα αυτά φαντάζουν ~ ~ μακρινά.|| Έχω κουραστεί ~ ~ πολύ. Όλα έγιναν ~ ~ ξαφνικά., τόσο το καλύτερο/το χειρότερο (προφ.): ακόμη καλύτερα/χειρότερα: Αν δεν θέλει να μας ακούσει ~ το χειρότερο γι' αυτόν. Αν ανταποκριθεί θετικά, ~ το καλύτερο. Όσο πιο γρήγορα πας, ~ το καλύτερο για όλους., κάθε λίγο (και λιγάκι)/κάθε τόσο (και λιγάκι)/κάθε τρεις και λίγο βλ. λίγο, όσο ... (,) τόσο ... βλ. όσο [< αρχ. τόσον]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.