Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • χημειοπροφύλαξη χη-μει-ο-προ-φύ-λα-ξη ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. προληπτική χορήγηση αντιβιοτικού φαρμάκου, με σκοπό την αποτροπή ανάπτυξης συγκεκριμένης νόσου ή λοίμωξης· προφυλακτική αντιβίωση: αντιμικροβιακή ~ (: πριν από οδοντιατρικές ή χειρουργικές επεμβάσεις). ΣΥΝ. χημειοθεραπεία (2) [< γαλλ. chimioprophylaxie, αγγλ. chemoprophylaxis, 1931, chemoprevention, 1976]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.