Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • χημικός , ή, ό χη-μι-κός επίθ. ΧΗΜ. 1. που σχετίζεται με τη χημεία: ~ός: δείκτης/έλεγχος προϊόντων. ~ή: βιομηχανία/επεξεργασία/ουσία/σύσταση. ~ό: διάλυμα/πείραμα. ~οί: αντιδραστήρες/διαλύτες. ~ές: διαδικασίες/διεργασίες. ~ά: δεδομένα/ερεθίσματα. Βλ. βιο~, ηλεκτρο~, ραδιο~, στερεο~, φυσικο~, φωτο~.|| ~ή: Θερμοδυναμική/Μηχανική/Ωκεανογραφία. Βλ. νευρο~. 2. που αναφέρεται στη σύνθεση χημικών ουσιών ή προϊόντων· κατ' επέκτ. που προκαλείται από τη χρήση χημικών: ~ός: καθαρισμός (βλ. βιολογικός). ~ό: πίλινγκ. ~ές: βαφές/προσμείξεις. ~ά: απόβλητα/απορρυπαντικά/λιπάσματα/τρόφιμα.|| (ΟΙΚΟΛ.) ~ή: ρύπανση. ~ό: νέφος.|| ~οί: ψεκασμοί (με φυτοφάρμακα).|| ~ή: (και πυρηνική) απειλή (ενν. πολέμου). ● Ουσ.: χημικά (τα) 1. προϊόντα σε υγρή, αέρια ή στερεή μορφή, με αρνητικές συνήθ. επιπτώσεις στο περιβάλλον και τον ανθρώπινο οργανισμό: βελτιωτικά/βιομηχανικά/διαβρωτικά/επικίνδυνα/περιβαλλοντικά/τοξικά ~. ~ επεξεργασίας νερού/καθαρισμού/ψεκασμού. Βλ. πετρο~.|| Καλλιέργειες χωρίς (αγροτικά) ~ (: φυτοφάρμακα/λιπάσματα). 2. ενν. αέρια ή σπανιότ. όπλα: Οι αστυνομικοί έκαναν χρήση ~ών (βλ. δακρυ-, καπνο-γόνα).|| Επίθεση με ~., Χημικό (το) (προφ.): το αντίστοιχο πανεπιστημιακό τμήμα. ● επίρρ.: χημικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: χημική ενέργεια: ΧΗΜ.-ΦΥΣ. το σύνολο της δυναμικής ενέργειας που απαιτείται για τη συγκρότηση μορίων χημικών ενώσεων, κάτω από την επίδραση ηλεκτρομαγνητικών δυνάμεων. [< γαλλ. énergie chimique, αγγλ. chemical energy] , χημική τουαλέτα: τύπος μεταφερόμενης τουαλέτας στην οποία γίνεται χρήση υγρών χημικών, διαλυμένων σε νερό, για τον καθαρισμό των λυμάτων: ~ ~ αεροπλάνου/τροχόσπιτου. ~ές ~ες δημόσιας χρήσης. [< αγγλ. chemical toilet] , χημικός μηχανικός: απόφοιτος της Σχολής Χημικών Μηχανικών του Πολυτεχνείου, ο οποίος ασχολείται με τον σχεδιασμό των εγκαταστάσεων και την παραγωγή προϊόντων στη χημική βιομηχανία. [< αγγλ. chemical engineer] , βιολογικός/πυρηνικός/χημικός πόλεμος βλ. πόλεμος, χημικά όπλα βλ. όπλο, χημικά/πολεμικά αέρια βλ. αέριο, χημική ανάλυση, χημική δίαιτα βλ. δίαιτα, χημική κινητική βλ. κινητική, χημική συγγένεια βλ. συγγένεια, χημικό στοιχείο βλ. στοιχείο, χημικό χαρτί βλ. χαρτί, χημικός τύπος βλ. τύπος [< γαλλ. chimique, αγγλ. chemic(al)]
  • χημικός χη-μι-κός ουσ. (αρσ. + θηλ.): επιστήμονας με αντικείμενο μελέτης τη χημεία· ειδικότ. καθηγητής Χημείας: ~ ναυτιλίας. [< γαλλ. chimiste, αγγλ. chemist]

αέριο

αέριο [ἀέριο] α-έ-ρι-ο ουσ. (ουδ.) {αερί-ου | -ων}: κατάσταση ή φάση της ύλης κατά την οποία τα άτομα συνδέονται ασθενώς· σώμα που διαχέεται ακαθόριστα, καταλαμβάνοντας όλο τον χώρο στον οποίο εισάγεται ή περιέχεται: άοσμο/αποπνικτικό/άχρωμο/δακρυγόνο/δηλητηριώδες/δύσοσμο/εκρηκτικό/εύφλεκτο/καύσιμο/καυστικό/προωθητικό/πτητικό (: που εξαερώνεται γρήγορα)/ραδιενεργό/τοξικό ~. Θειούχα/φθοριούχα/φυσικά/χημικά ~α. ~α καύσης (πβ. απ-, καπν-αέρια). Εκπομπή ~ων. Κινητική θεωρία/νόμοι των ~ων. Βλ. βιο~, υγρ~, υδρ~, φωτ~, στερεό, υγρό. ● ΣΥΜΠΛ.: αέρια του θερμοκηπίου & θερμοκηπιακά αέρια: τα αέρια συστατικά της ατμόσφαιρας (κυρ. το διοξείδιο του άνθρακα, το μεθάνιο και οι υδρατμοί) που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου: αύξηση/εκπομπές/μείωση των ~ων ~. [< αγγλ. greenhouse gases] , εντερικά αέρια/αέρια (του εντέρου): ΙΑΤΡ. αυτά που σχηματίζονται στο έντερο με τη ζύμωση των τροφών και μέρος τους αποβάλλεται από τον πρωκτό· (ευφημ.) πορδές: Τα περισσότερα ~ ~ παράγονται από την πέψη των υδατανθράκων.|| Έχει βαρυστομαχιά και ~., ευγενή/αδρανή/σπάνια αέρια: ΧΗΜ. στοιχεία που σχηματίζουν πολύ λίγες χημικές ενώσεις: Τα ~ ~ (: αργό, ήλιο, κρυπτό, νέον, ξένο, ραδόνιο) αποτελούν τη μηδενική ομάδα του περιοδικού πίνακα. [< γαλλ. inerte, noble, rare gaz] , ιδανικό αέριο & (σπάν.) τέλειο αέριο: ΦΥΣ.-ΧΗΜ. υποθετικό αέριο στο οποίο δεν ασκούνται δυνάμεις έλξης μεταξύ των μορίων. [< αγγλ. ideal gas] , υγροποιημένο αέριο πετρελαίου: υγραέριο. [< αγγλ. Liquefied Petroleum Gas - LPG, 1943, γαλλ. gaz de pétrole liquéfié] , υγροποιημένο φυσικό αέριο (συντομ. ΥΦΑ): ΧΗΜ. που ψύχεται σε πολύ χαμηλή θερμοκρασία, προκειμένου να μετατραπεί σε υγρό, ώστε να διευκολύνεται η αποθήκευση και μεταφορά του. [< αγγλ. Liquefied Natural Gas - LNG, 1940, γαλλ. gaz naturel liquéfié] , φυσικό αέριο: ΧΗΜ. μείγμα αέριων κορεσμένων υδρογονανθράκων που χρησιμοποιείται ως (οικολογικό) καύσιμο και ως πρώτη ύλη της χημικής βιομηχανίας: αγωγός ~ού ~ου (πβ. αεριαγωγός). Βλ. μεθάνιο. [< γαλλ. gaz naturel, αγγλ. natural gas] , χημικά/πολεμικά αέρια: ΣΤΡΑΤ. αέριες ή υγρές χημικές ουσίες που βλάπτουν τον ανθρώπινο οργανισμό και χρησιμοποιούνται ως όπλο στον πόλεμο: Μάσκες που προστατεύουν από ~ ~. [< αγγλ. war gas, 1934, γαλλ. gaz de combat] , αέριο του γέλιου βλ. υποξείδιο του αζώτου, αέριο της μουστάρδας βλ. μουστάρδα, αντιασφυξιογόνα/αντιασφυξιογόνος μάσκα & μάσκα αερίων βλ. αντιασφυξιογόνος, ασφυξιογόνα (αέρια) βλ. ασφυξιογόνος, θάλαμος αερίων βλ. θάλαμος, κροτούν αέριο βλ. κροτεί [< γαλλ. gaz]

δίαιτα

δίαιτα δί-αι-τα ουσ. (θηλ.) {-ας (λόγ.) -αίτης} 1. ειδική διατροφική αγωγή που βασίζεται στον περιορισμό και την επιλογή της τροφής που καταναλώνεται με σκοπό συνήθ. την απώλεια (ή τη διατήρηση) βάρους για λόγους υγείας ή αισθητικής: αποτελεσματική/αυστηρή/εξαντλητική/(νέα) επαναστατική/θεραπευτική/θερμιδική/ισορροπημένη ~. (Υπο)θερμιδική ~. Ειδικές ~ες για αθλητές/διαβητικούς/υπερτασικούς (πβ. άναλη ~). ~-εξπρές. ~ βασισμένη/πλούσια σε πρωτεΐνες (= πρωτεϊνική ~). Πρόγραμμα ~ας. Αρχίζω/κάνω/ξεκινώ ~. Σπάω/σταματώ/συνεχίζω/τηρώ τη ~. Είναι/υποβλήθηκε σε ~. 2. διατροφική συνήθεια: η ελληνική/κρητική ~ (= διατροφή). Βλ. κουζίνα.|| Κακή ~ και καθιστική ζωή.διαίτης: με χαμηλή θερμιδική αξία ή μειωμένη περιεκτικότητα, συνήθ. σε ζάχαρη ή λιπαρά: αναψυκτικά/κουλουράκια ~. Συνταγές ~. Τσάι/χάπια ~ (= αδυνατίσματος). Πβ. λάιτ. ΣΥΝ. διαιτητικός1 ● ΣΥΜΠΛ.: χημική δίαιτα: βασισμένη στην κατανάλωση συγκεκριμένης ομάδας τροφών που συνδυάζουν τη χαμηλή περιεκτικότητα σε θερμίδες με την παροχή υψηλής ενέργειας: επικίνδυνες ~ές ~ες και δίαιτες-αστραπή., άναλος/η δίαιτα βλ. άναλος, μεσογειακή διατροφή βλ. μεσογειακός, συμπλήρωμα (διατροφής)/διατροφικό(/διαιτητικό) συμπλήρωμα βλ. συμπλήρωμα, υδρική δίαιτα βλ. υδρικός [< αρχ. δίαιτα, γαλλ. diète, αγγλ. diet, γερμ. Diät]

κινητική

κινητική κι-νη-τι-κή ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. Κ): ΦΥΣ. κινηματική. Βλ. βιο~, ηλεκτρο~, φαρμακο~. ● ΣΥΜΠΛ.: χημική κινητική (κ. με κεφαλ. τα αρχικά Χ, Κ): ΧΗΜ. κλάδος που μελετά την ταχύτητα των χημικών αντιδράσεων καθώς και τους παράγοντες από τους οποίους επηρεάζεται. [< γαλλ. cinétique, αγγλ. kinetics]

όπλο

όπλο [ὅπλο] ό-πλο ουσ. (ουδ.) 1. όργανο άμυνας ή επίθεσης σε συμπλοκή ή πολεμική σύρραξη· γενικότ. κάθε εργαλείο ή μέσο πρόκλησης σωματικής βλάβης, εκφοβισμού ή επίδειξης δύναμης: άδειο/γεμάτο ~. Αεροβόλο/επαναληπτικό/(ημι)αυτόματο/πυροβόλο ~. Αυτοσχέδιο/φορητό ~. ~ χειρός (βλ. βαλλίστρα, πιστόλι). ~ μεγάλου/μικρού διαμετρήματος. Μη θανατηφόρα/μη φονικά ~α (π.χ. με πλαστικές σφαίρες, για απώθηση ή αδρανοποίηση). ~ ακριβείας/καμπύλης τροχιάς/κατευθυνόμενης ενέργειας. Θαλάμη/ισχύς/κάννη/κλίση/λαβή/σκάγια/σκανδάλη/φυσίγγια του ~ου. Ανάκρουση/εκπυρσοκρότηση ~ου. Βιομηχανίες/δοκιμές ~ων. ~ λέιζερ. ~ με σιγαστήρα. Με/υπό την απειλή ~ου. Σύλληψη για παράνομη κατοχή ~ων. Έβγαλε ~. Το ~ του εγκλήματος ήταν ένα μαχαίρι. Τη σημάδεψε με ψεύτικο ~. Έστρεψε το ~ εναντίον του. Το ~ της επίθεσης ήταν καθαρό (: δεν έχει χρησιμοποιηθεί σε άλλη εγκληματική ενέργεια). Βλ. υπερ~.|| (ΣΤΡΑΤ.) Αντιαεροπορικά/αντιαρματικά ~α. Έξυπνα ~α (: με χρήση προηγμένης τεχνολογίας για ανίχνευση και χτύπημα του στόχου με μεγάλη ακρίβεια). Πβ. οπλισμός.|| (ΑΡΧ.) Τα ~α της αρχαιότητας (π.χ. ακόντιο, δόρυ). Σιδερένια ~α (π.χ. ξίφος).|| Κυνηγετικά/σκοπευτικά ~α. Συλλεκτικά ~α.|| (μτφ.) Σίγησαν τα ~α (: σταμάτησε ο πόλεμος). 2. (μτφ.) μέσο προστασίας, αντιμετώπισης ή χειρισμού κατάστασης ή γενικότ. επίτευξης επιθυμητού αποτελέσματος: ισχυρό/μεγάλο/μυστικό ~. Διατροφικό/επικοινωνιακό/θεραπευτικό/πολιτικό/στρατηγικό ~. ~ κατά του άγχους/της γήρανσης/του καρκίνου/της παχυσαρκίας. Ακαταμάχητο ~ γοητείας. Με ~ τη φαντασία/το χιούμορ. 3. ΣΤΡΑΤ. (με κεφαλ. το αρχικό Ο) καθένα από τα μάχιμα στοιχεία του Στρατού Ξηράς: ~ της Αεροπορίας (Στρατού)/των Διαβιβάσεων/του Μηχανικού/του Πεζικού/του Πυροβολικού/των Τεθωρακισμένων. Βλ. σώμα. ● ΣΥΜΠΛ.: βαρέα/βαριά όπλα 1. ΣΤΡΑΤ. μεγάλης ισχύος όπλα του πεζικού (δηλ. αντιαρματικά, πολυβόλα, όλμοι). 2. (μτφ.) βαρύ πυροβολικό., βιολογικά όπλα: παθογόνοι μικροοργανισμοί που χρησιμοποιούνται ως όπλα μαζικής καταστροφής. Βλ. βιοτρομοκρατία. [< biological weapons, 1948], ελαφρά όπλα: μικρής ισχύος., όπλα μαζικής καταστροφής: ΤΕΧΝΟΛ. βιολογικά, πυρηνικά ή χημικά όπλα τα οποία μπορούν να προκαλέσουν τον θάνατο σε μεγάλο αριθμό ανθρώπων και εκτεταμένες ζημιές στον περιβάλλοντα χώρο. [< αγγλ. weapons of mass destruction, 1937] , παράδοση όπλων: αφοπλισμός στρατιωτικής ομάδας και κατ' επέκτ. λήξη της ένοπλης δραστηριότητάς της., χημικά όπλα: χημικές ουσίες οι οποίες χρησιμοποιούνται ως μέσα μαζικής καταστροφής. Βλ. σαρίν, υπερίτης. [< αγγλ. chemical weapons, 1920] , ατομικά όπλα βλ. ατομικός, η κλαγγή των όπλων βλ. κλαγγή, κατάθεση (των) όπλων βλ. κατάθεση, πυρηνικά όπλα βλ. πυρηνικός, συμβατικά όπλα βλ. συμβατικός ● ΦΡ.: καλώ (κάποιον) στα όπλα & (λόγ.) υπό τα όπλα: κηρύσσω επιστράτευση: Ο στρατός κάλεσε ~ εφέδρους/μάχιμους/οπλίτες.|| (μτφ.) Το συνδικάτο κάλεσε ~ τους εργαζόμενους (: για μαχητικές διεκδικήσεις· βλ. σε θέση μάχης)., καταφεύγω στα όπλα: αναγκάζομαι να πάρω μέρος σε ένοπλη σύγκρουση: Κατέφυγαν ~ για να υπερασπιστούν τη ζωή τους., παίρνω/πιάνω τα όπλα: ξεσηκώνομαι, επαναστατώ: Οι αντάρτες πήραν ~., στα όπλα 1. ΣΤΡΑΤ. (συχνά επαναλαμβανόμενο) ως στρατιωτικό παράγγελμα σε οπλίτες να αναλάβουν οπλισμό. 2. (μτφ.) σε ετοιμότητα για ανάληψη δράσης., αποχαιρετισμός στα όπλα βλ. αποχαιρετισμός, για την τιμή των όπλων βλ. τιμή, εφ' όπλου λόγχη βλ. λόγχη, καταθέτω/παραδίδω τα όπλα βλ. καταθέτω, παρουσιάζω όπλα βλ. παρουσιάζω [< 1: αρχ. ὅπλον, γαλλ. arme]

πόλεμος

πόλεμος πό-λε-μος ουσ. (αρσ.) {-ου (συχνότ. λόγ.) -έμου | -έμων, -έμους} 1. ένοπλη σύγκρουση ανάμεσα σε κράτη ή ομάδες, που θεωρούν ότι είναι κυρίαρχα/ες: αιματηρός/αμυντικός/εθνικοαπελευθερωτικός/εμφύλιος/επιθετικός/θερμός/κατακτητικός/μακροχρόνιος/νικηφόρος/προληπτικός/συμβατικός ~. ~ για την ανεξαρτησία/το πετρέλαιο. ~ μέχρις εσχάτων. Αιχμάλωτοι/απόμαχοι/βετεράνοι/θύματα/τραυματίες ~έμου. Η αφορμή/η αρχή/το τέλος (βλ. ανακωχή, εκεχειρία) του ~έμου. Oι ηττημένοι/νικητές του ~έμου. Επί ποδός/σε καιρό (λόγ. εν καιρώ)/στα πρόθυρα ~έμου. Διεξάγεται/ξέσπασε ~. Αποτράπηκε/εντείνεται/κλιμακώνεται/μαίνεται/συνεχίζεται ο ~. Κάνουν ~ο (= πολεμούν). Έχασαν/κέρδισαν τον ~ο. Χώρα που βρίσκεται/έχει εμπλακεί σε ~ο. Αντιτάχθηκαν/συμμετείχαν στον ~ο. Γύρισε από τον/πήγε στον/σκοτώθηκε στον ~ο.|| ~ συμμοριών.|| (ΙΣΤ.) Ο Ελληνοτουρκικός/Πελοποννησιακός ~. Ο Πρώτος/Δεύτερος Παγκόσμιος ~. Οι Βαλκανικοί/Ναπολεόντειοι/Περσικοί ~οι. Ο ~ του Κόλπου/των Έξι Ημερών. Πβ. μάχη, σύρραξη. Βλ. επίθεση, επιχείρηση, εχθροπραξία, πολιορκία. ΑΝΤ. ειρήνη (1) 2. (μτφ.) σκληρός αγώνας επικράτησης, ανταγωνισμός· αντιπαράθεση, διένεξη: ανηλεής/ανοιχτός/βρόμικος/υπόγειος ~ (για την τηλεθέαση). Εμπορικός/ιδεολογικός/κοινωνικός/οικονομικός ~. ~ φατριών. ~ προσφορών/συμφερόντων/τιμών. ~ λάσπης (= λασπο~). Πβ. λασπομαχία. Έχουν αποδυθεί/επιδοθεί σε ~ο ανακοινώσεων/δηλώσεων/εντυπώσεων.|| Μην ανοίγεις ~ο μαζί του! ΣΥΝ. σύγκρουση (2) 3. (μτφ.) έντονη προσπάθεια για την αντιμετώπιση και εξάλειψη προβλήματος: Ξεκίνησαν ~ο κατά της διαπλοκής/του καρκίνου/των μονοπωλίων/των ναρκωτικών/της τρομοκρατίας. Ο ~ εναντίον (= η καταπολέμηση) της διαφθοράς. Πβ. εκστρατεία, σταυροφορία. ΣΥΝ. αγώνας (1), μάχη (3), πάλη (2) ● ΣΥΜΠΛ.: βιολογικός/πυρηνικός/χημικός πόλεμος: στον οποίο γίνεται χρήση βιολογικών, πυρηνικών ή χημικών όπλων, αντίστοιχα. [< αγγλ. biological/nuclear/chemical war] , εγκληματίας πολέμου: άτομο που έχει διαπράξει εγκλήματα πολέμου: Η δίκη των ~ών ~., ηλεκτρονικός πόλεμος: χρήση σύγχρονου ηλεκτρονικού εξοπλισμού, με σκοπό τις παρεμβολές στα ηλεκτρομαγνητικά πεδία των εχθρικών συστημάτων (πλοήγησης, όρασης, ρίψης βομβών, ραντάρ) και την παρεμπόδιση της λειτουργίας τους. [< αγγλ. electronic warfare] , ψυχολογικός πόλεμος 1. συστηματική χρήση της προπαγάνδας από κάποιο κράτος, με σκοπό να καμφθεί το ηθικό του αντιπάλου. 2. πόλεμος νεύρων: Του ασκούν ~ό ~ο, για να παραιτηθεί. [< αγγλ. psychological warfare, 1940] , αιτία πολέμου βλ. αιτία, ακήρυχτος πόλεμος βλ. ακήρυχτος & ακήρυκτος, ανάπηρος πολέμου βλ. ανάπηρος, ανθρωπιστική επέμβαση βλ. επέμβαση, εγκλήματα πολέμου βλ. έγκλημα, ιερός/θρησκευτικός πόλεμος βλ. ιερός, ολοκληρωτικός πόλεμος βλ. ολοκληρωτικός, πόλεμος νεύρων βλ. νεύρα, πόλεμος των άστρων βλ. άστρο, πόλεμος/μάχη χαρακωμάτων βλ. χαράκωμα2, το τσεκούρι του πολέμου βλ. τσεκούρι, Τρωικός Πόλεμος βλ. τρωικός, Ψυχρός Πόλεμος βλ. ψυχρός ● ΦΡ.: κάνω πόλεμο σε κάποιον: συγκρούομαι ανοιχτά μαζί του: Της ~ουν ~ (= την πολεμούν), για να τη διώξουν., πόλεμος πατήρ πάντων: ΦΙΛΟΣ. η σύγκρουση μεταξύ των αντίθετων δυνάμεων που ενυπάρχουν στα πράγματα, είναι η γενεσιουργός δύναμη των όντων, η πηγή της ζωής., θέρος, τρύγος, πόλεμος βλ. θέρος1, κηρύσσω (τον) πόλεμο βλ. κηρύσσω & κηρύττω, τα τύμπανα του πολέμου βλ. τύμπανο [< 1: αρχ. πόλεμος 2,3: αγγλ. war, γαλλ. guerre]

στοιχειό

στοιχειό στοι-χειό ουσ. (ουδ.) 1. ΛΑΟΓΡ. πνεύμα νεκρού ανθρώπου ή ζώου που κατοικεί και προστατεύει το μέρος όπου πέθανε και γενικότ. κάθε υπερφυσικό ον, συνήθ. κακοποιό: το ~ του γεφυριού/πηγαδιού/σπιτιού.|| Κακό/καλό ~. Το ~ του δάσους/της θάλασσας (βλ. γοργόνα)/της λίμνης. Πβ. αερικό, δαιμόνιο, ξωτικό, τελώνιο. Βλ. καλικάντζαρος, νεράιδα, φάντασμα. 2. (μτφ.) για άνθρωπο με αποκρουστικό παρουσιαστικό, συνήθ. ψηλό και αδύνατο. Πβ. χτικιό. [< μεσν. στοιχείον]

συγγένεια

συγγένεια συγ-γέ-νει-α ουσ. (θηλ.) {-ας (λόγ.) -είας | -ειών} 1. δεσμός μεταξύ ανθρώπων που κατάγονται ο ένας από τον άλλο ή έχουν κοινό πρόγονο: βιολογική/γενετική/κοντινή/μακρινή/φυλετική ~. Φυσική ~ (= ~ εξ αίματος). Διαπιστώνεται/πιστοποιείται η ~. Δεν έχουν καμία ~.|| (ΑΝΘΡΩΠ.-ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ.) Συστήματα ~ας (: δομές καθορισμένων σχέσεων μεταξύ τάξεων συγγενών· βλ. μητριαρχία, πατριαρχία, μητρογραμμικός, πατρογραμμικός, οικογένεια). 2. (μτφ.) σχέση ανάμεσα σε πρόσωπα, πράγματα, καταστάσεις ή φαινόμενα με κοινή προέλευση, κοινές ομοιότητες, αναλογίες: αισθητική/άμεση/βαθιά/εθνική/θεματική/ιδεολογική/μουσική/νοηματική/πολιτική/πολιτιστική/ψυχική ~. Ετυμολογική ~ λέξεων. Υπάρχει στενή ~ μεταξύ ελληνικής και ρωμαϊκής τέχνης. Οι δύο λαοί συνδέονται με γλωσσική/θρησκευτική ~. ● ΣΥΜΠΛ.: (συγγενείς/συγγένεια) πρώτου/δευτέρου/τρίτου ... βαθμού: η σχέση που συνδέει τα μέλη μιας οικογένειας μεταξύ τους: ~ πρώτου (: γονείς-παιδιά, αδέλφια)/δευτέρου (: παππούδες-εγγόνια, θείοι-ανίψια)/τρίτου (: πρώτα ξαδέλφια) βαθμού., βαθμός συγγένειας & (λόγ.) συγγενείας: η εξ αίματος συγγένεια μεταξύ δύο ατόμων, ο βαθμός της οποίας καθορίζεται από τον αριθμό των γεννήσεων που συνδέουν τα πρόσωπα τα οποία κατάγονται το ένα από το άλλο -με κάθε γέννηση να συνιστά έναν βαθμό- ή από τον αριθμό των γεννήσεων που συνδέουν τα πρόσωπα με τον κοινό ανιόντα: Δότες οργάνων ως και τον τέταρτο ~ό ~. (ΝΟΜ.) Επιτρέπεται η μεταβίβαση σε άτομο μέχρι και δευτέρου ~ού ~. [< γαλλ. degré de parenté] , πνευματική συγγένεια 1. σχέση μεταξύ προσώπων που συνάπτεται με τη συμμετοχή τους σε θρησκευτική τελετουργία: ~ ~ νονού και βαφτισιμιού/κουμπάρων. 2. ύπαρξη ομοιοτήτων στο έργο ανθρώπων του πνεύματος ή σε ιδεολογίες, θεωρίες, θρησκείες, ρεύματα: ~ ~ καλλιτεχνών/ποιητών., πολιτική συγγένεια 1. που προκύπτει από υιοθεσία. Βλ. θετός. 2. (μτφ.) για κόμματα, παρατάξεις ή πολιτικούς με παρεμφερείς ιδέες και απόψεις., χημική συγγένεια: ΧΗΜ. η τάση των χημικών στοιχείων να σχηματίζουν ενώσεις με άλλα: μόρια με μεγάλη/χαμηλή ~., εκλεκτική συγγένεια βλ. εκλεκτικός ● ΦΡ.: (συγγενείς/συγγένεια) εξ αγχιστείας/από αγχιστεία βλ. αγχιστεία, (συγγενείς/συγγένεια) εξ αίματος βλ. αίμα, (συγγενείς/συγγένεια) σε πλάγια γραμμή/εκ πλαγίου βλ. πλάγιος [< 1: αρχ. συγγένεια, γαλλ. parenté]

τύπος

τύπος τύ-πος ουσ. (αρσ.) 1. είδος, κατηγορία: ~ δέρματος/προϊόντος. ~οι ιών/πλοίων/σχολείων/υπηρεσιών. Αεροσκάφη τελευταίου ~ου (: τελευταίας τεχνολογίας). Διαβατήρια νέου ~ου. Πρωινό ευρωπαϊκού ~ου (= ευρωπαϊκό πρωινό). Οχήματα βαρέος ~ου. Αναψυκτικά ~ου κόλα. 2. χαρακτήρας: εσωστρεφής/κεφάτος/κλειστός/μοναχικός ~. Δεν ξενυχτάει· είναι πρωινός ~. Δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα κοινωνικός ~.|| Του αρέσει, γιατί έχει ~ο (= προσωπικότητα). 3. (προφ.) άτομο και (ειδικότ.-κυρ. μειωτ.) άνθρωπος με ιδιαιτερότητες στην εμφάνιση ή τη συμπεριφορά: λαϊκός ~. (Πολύ) ωραίος ~! Άχρηστος/ελεεινός ~. Ανεκδιήγητος/γραφικός ~ (πβ. φιγούρα). Μας πλησίασε ένας παράξενος/περίεργος/ύποπτος ~. Τι ~ είναι αυτός; Δεν μου αρέσει αυτός ο ~. Πβ. τυπάς. 4. {συνήθ. στον πληθ.} ενέργεια που γίνεται συμβατικά, σύμφωνα με τους κοινωνικούς κανόνες: Συνεργάζονται, τηρώντας με προσοχή τους ~ους ευγενείας. Κρατάει/προσέχει τους ~ους. Πβ. τυπικότητες, τυπικούρες.|| Ο ~ κυριαρχεί εις βάρος της ουσίας. Πβ. συμβατικότητα. 5. {συνήθ. στον πληθ.} συμπεριφορά που έχει εδραιωθεί λόγω συνήθειας ή εφαρμογής κανόνων, κυρ. θρησκευτικών ή νομικών: ~οι της χριστιανικής λατρείας.|| Η διαδικασία έγινε σύμφωνα με τους ~ους που επιβάλλει ο εσωτερικός κανονισμός της επιτροπής. Βλ. παρατυπία. 6. μοντέλο, πρότυπο: αντιπροσωπευτικός/ιδανικός ~ γυναίκας/πολίτη. 7. προκαθορισμένη φόρμα για τη σύνταξη ή συμπλήρωση εγγράφου· υπόδειγμα: ~ δήλωσης. Περιμένουν να τους σταλεί ο νέος ~ αίτησης. Ο ~ του διπλώματος. Πβ. φόρμουλα. 8. ΓΛΩΣΣ. μορφή λέξης: μεταγενέστερος/συνηρημένος ~. Ανώμαλοι/γραμματικοί/λόγιοι ~οι. ~οι ρημάτων. ~οι της δημοτικής/της καθαρεύουσας. Συμπληρώστε τα κενά με τον σωστό ~ο του επιθέτου. 9. ΜΑΘ. παράσταση που απεικονίζει συμβολικά μαθηματικές σχέσεις: αλγεβρικός ~. Ο ~ της εξίσωσης. Ο ~ που δίνει το εμβαδόν του κύκλου.|| ~ συνάρτησης. 10. (λόγ.) αποτύπωμα, στάμπα: ο ~ της σφραγίδας.Τύπος (ο): τα έντυπα κυρ. Μέσα Ενημέρωσης και οι εργαζόμενοι σε αυτά: αντιπολιτευόμενος/εβδομαδιαίος/επαρχιακός/περιοδικός/περιφερειακός/πολιτικός/συντηρητικός/τοπικός/φιλοκυβερνητικός ~. Aίθουσα/ακόλουθος/διεύθυνση/σύμβουλος ~ου. Επισκόπηση αθλητικού/ευρωπαϊκού/oικονομικού ~ου. Οι εκπρόσωποι του ~ου (= οι δημοσιογράφοι). Ανταποκριτές ξένου ~ου. Τα πρωτοσέλιδα του ~ου. Άρθρα/δημοσιεύματα/καταχωρήσεις στον ~ο. Διαρροή στοιχείων στον ~ο. Γράφτηκε/διαβάσαμε στον ~ο. Ο σημερινός ~ προβάλλει τις εξελίξεις γύρω από ... || Κάνω δηλώσεις στον ~ο. Eλεύθερος και ανεξάρτητος ~. Πβ. δημοσιογραφία. ΣΥΝ. η τέταρτη εξουσία [< γαλλ. presse] ● επίρρ.: τύποις (λόγ.) 1. με βάση τους τύπους, τυπικά: ~ πεπαιδευμένος. ΑΝΤ. ουσιαστικά (1) 2. (παλαιότ.) για να δηλωθεί το όνομα συγκεκριμένου τυπογραφείου, στο οποίο έχει εκδοθεί βιβλίο ή έντυπο: Εν Αθήναις, ~ ... ● ΣΥΜΠΛ.: Γραφείο Τύπου: τμήμα οργανισμού, εταιρείας, κόμματος υπεύθυνο για την ενημέρωση του κοινού και την επικοινωνία με τα ΜΜΕ: το ~ ~ του πρωθυπουργού. ~ ~ πρεσβείας/υπουργείου. ~ ~ και Δημοσίων Σχέσεων/Πληροφοριών. Ηλεκτρονικό ~ ~., ηλεκτρονικός Τύπος: τα ραδιοτηλεοπτικά και ψηφιακά μέσα ενημέρωσης σε αντιδιαστολή με τον έντυπο Τύπο. Πβ. ηλεκτρονική δημοσιογραφία. [< γαλλ. presse électronique] , ο κίτρινος Τύπος & κίτρινη δημοσιογραφία/φυλλάδα & κίτρινο έντυπο: τα έντυπα που στοχεύουν στην αύξηση της κυκλοφορίας τους μέσω του κιτρινισμού: οι φυλλάδες του ~ου ~ου. Πβ. σκανδαλοθηρικός. [< αμερικ. the yellow Press, 1898, yellow(kid) journalism, 1895] , πρακτορείο Τύπου & πρακτορείο εφημερίδων: που διανέμει εφημερίδες και περιοδικά. Βλ. πρακτορείο ειδήσεων., χημικός τύπος: ΧΗΜ. που εκφράζει τη σύνθεση χημικής ένωσης και ειδικότ. τις αναλογίες των χημικών στοιχείων τα οποία περιέχονται σε αυτή: Ο ~ ~ του νερού είναι H2O. Πβ. μοριακός τύπος. [< γαλλ. formule chimique] , ψηφιακός Τύπος: οι εφημερίδες και τα περιοδικά του διαδικτύου. [< γαλλ. presse digitale] , αδύνατος τύπος βλ. αδύνατος, αθλητικός τύπος βλ. αθλητικός, ακουστικός τύπος βλ. ακουστικός, ανακοίνωση Τύπου βλ. ανακοίνωση, δελτίο Τύπου βλ. δελτίο, δυνατός/ισχυρός τύπος βλ. δυνατός, εκπρόσωπος Τύπου βλ. εκπρόσωπος, η ελευθερία του Τύπου βλ. ελευθερία, ημερήσιος Τύπος βλ. ημερήσιος, λευκοκυτταρικός τύπος βλ. λευκοκυτταρικός, μοριακός τύπος βλ. μοριακός, ομάδα αίματος βλ. αίμα, οπτικός τύπος βλ. οπτικός, συνέντευξη Τύπου βλ. συνέντευξη, συντακτικός τύπος βλ. συντακτικός ● ΦΡ.: (δεν) είναι ο τύπος μου (προφ.): (δεν) μου αρέσει, (δεν) μου ταιριάζει, (δεν) είναι το στιλ μου., για τους τύπους (προφ.): για τα μάτια του κόσμου, για το θεαθήναι: Πήγαν μαζί στην εκδήλωση ~ ~., διά του Τύπου (επίσ.): μέσω των έντυπων και ραδιοτηλεοπτικών μέσων ενημέρωσης: συκοφαντική δυσφήμιση ~ ~. Τα αποτελέσματα του διαγωνισμού θα ανακοινωθούν ~ ~., του τύπου: όπως: παροιμίες/παρομοιώσεις/(εκ)φράσεις ~ ~ ..., θέτω τον δάκτυλον εις/επί τον τύπον των ήλων βλ. ήλος, στενές επαφές τρίτου τύπου βλ. επαφή, τύπος και υπογραμμός βλ. υπογραμμός, υπό μορφή(ν) βλ. μορφή [< αρχ. τύπος, γαλλ. type, forme 8: μτγν. ~]

χαρτί

χαρτί χαρ-τί ουσ. (ουδ.) {χαρτ-ιού | -ιών} 1. προϊόν με τη μορφή συνήθ. λεπτών ορθογώνιων φύλλων, το οποίο κατασκευάζεται από ειδική επεξεργασία πολτού ινών κυτταρίνης και χρησιμοποιείται κυρ. ως επιφάνεια γραφής: ανακυκλωμένο/γκοφρέ/δημοσιογραφικό (: εφημερίδων και περιοδικών)/εκτυπωτικό/λεπτό/λευκό/μιλιμετρέ/πεπιεσμένο/σκληρό/φωτογραφικό/χρωματιστό ~. ~ ιλουστρασιόν/καρμπόν/κραφτ/οντουλέ. ~ ακουαρέλας/αλληλογραφίας/εκτύπωσης/πολυτελείας. Βλ. μπριστόλ, χαρτικά.|| Μια κόλλα/ένα κομμάτι ~. Φωτοτυπία σε ~ Α4. Κοπτικό ~ιών. Βλ. χαρτόνι.|| ~ περιτυλίγματος/ταπετσαρίας. 2. {συνήθ. στον πληθ.} (κατ΄επέκτ.) σελίδα με γραπτό ή τυπωμένο, ενίοτε επίσημο κείμενο: γραφείο πήχτρα στα ~ιά (βλ. χαρτομάνι, χαρτούρα). Μια στιγμή, να ρίξω μια ματιά στα ~ιά μου. Άπλωσε τα ~ιά του στο τραπέζι. 3. {συνήθ. στον πληθ.} (προφ.) έγγραφο με το οποίο πιστοποιείται ή ανακοινώνεται επίσημα κάτι: πλαστά ~ιά. Μετανάστες/πρόσφυγες χωρίς ~ιά (: άδεια παραμονής, βίζα). Έλεγχος ~ιών (από αστυνομικό· βλ. ταυτότητα, δίπλωμα οδήγησης). Πήρε ~ από γιατρό (= βεβαίωση). Του ήρθε το ~, για να παρουσιαστεί στον στρατό. Πήρε επιτέλους το ~ (= απολυτήριο, πτυχίο). Κατέθεσε όλα τα απαραίτητα ~ιά για ανανέωση/έκδοση διαβατηρίου (= δικαιολογητικά, παράβολα, πιστοποιητικά). 4. {συνήθ. στον πληθ.} τραπουλόχαρτο: Έχω (πολύ) καλό ~ (: συνδυασμό φύλλων). Ανακάτεψε/μοίρασε τα ~ιά. Κόψε τα ~ιά (: χώρισε την τράπουλα σε δύο μέρη)! Άνοιξε τα ~ιά του (: τα έδειξε στους υπόλοιπους παίκτες για να κριθεί ο νικητής). 5. ΟΙΚΟΝ. {στον πληθ.} (προφ.) μετοχή: κρατικά ~ιά. ● Υποκ.: χαρτάκι (το): χαρτί μικρού μεγέθους: ~ με αριθμό προτεραιότητας στις τράπεζες. Έγραψε σ' ένα ~ τον αριθμό του τηλεφώνου της.|| Εξασφάλισαν το μαγικό/πολυπόθητο ~ (: εισιτήριο).|| Δεν έχω ~ια (= τσιγαρόχαρτα) για να στρίψω τσιγάρο.|| Θα παίξουμε ~ (= χαρτιά) την Πρωτοχρονιά; ● ΣΥΜΠΛ.: ανοιχτό χαρτί: ως χαρακτηρισμός για άτομο που δεν κρύβει τίποτα: Είναι ~ ~· δεν πρόκειται να σε κοροϊδέψει/σου πει ψέματα., αντικολλητικό χαρτί: που έχει αντικολλητικές ιδιότητες και χρησιμοποιείται συνήθ. στη μαγειρική: Ψήνω τις πατάτες σε ~ ~. Βλ. αλουμινόχαρτο, λαδόκολλα., ηλεκτρονικό χαρτί: ΤΕΧΝΟΛ. οθόνη χειρός από ειδικού τύπου λεπτό και διαφανές υλικό, στην οποία μπορεί να προβληθεί εικόνα υψηλής ευκρίνειας με κείμενο ή/και φωτογραφίες: έγχρωμο ~ ~. ΣΥΝ. ηλεκτρονικό μελάνι [< αγγλ. electronic/e- paper] , θερμικό/θερμογραφικό/θερμοευαίσθητο χαρτί: ΤΕΧΝΟΛ. ειδικά επεξεργασμένο χαρτί, ευαίσθητο στις υψηλές θερμοκρασίες, το οποίο χρησιμοποιείται σε θερμικούς εκτυπωτές: ~ ~ φαξ. ~ ~ για ταμειακές μηχανές. [< αγγλ. thermal/thermographic paper, γαλλ. papier thermosensible] , χαρτί κουζίνας & ρολό κουζίνας: απορροφητικό χαρτί σε μεγάλο ρολό, το οποίο χρησιμοποιείται συνήθ. στην κουζίνα ως μέσο καθαρισμού., χαρτί υγείας/τουαλέτας: λεπτό χαρτί σε μικρό ρολό, για την προσωπική υγιεινή στο μπάνιο: απορροφητικό/αρωματικό/μαλακό ~ ~. Πβ. κωλόχαρτο. [< αγγλ. toilet paper, γαλλ. papier hygiénique, papier-toilette] , χημικό χαρτί: το οποίο παράγεται μέσω χημικής επεξεργασίας ασβεστίου και θειικής ρίζας για την παραγωγή ινών κυτταρίνης. [< αγγλ. chemical paper, γαλλ. papier chimique] , ψηφιακό χαρτί: ΤΕΧΝΟΛ. οθόνη χειρός για τη δημιουργία χειρογράφων με χρήση ψηφιακού στιλό. [< αγγλ. digital paper] , άγραφο χαρτί βλ. άγραφος, βαρύ/γερό/δυνατό/μεγάλο χαρτί βλ. βαρύς, διαπραγματευτικό χαρτί βλ. διαπραγματευτικός, διαφανές χαρτί βλ. διαφανής, σημαδεμένη τράπουλα/σημαδεμένα χαρτιά βλ. σημαδεμένος, χαρτί κρεπ βλ. κρεπ ● ΦΡ.: ανοίγω/δείχνω/φανερώνω τα χαρτιά μου (μτφ.): κάνω γνωστές τις σκέψεις και τις προθέσεις μου ή τα στοιχεία που έχω στη διάθεσή μου: Άνοιξε ~ ~ του αποκαλύπτοντας τα μελλοντικά του σχέδια. Άνοιξαν ~ ~ τους στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων., βγάζω/παίρνω/πιάνω χαρτί και μολύβι: είμαι έτοιμος να γράψω, να σημειώσω, να υπολογίσω κάτι: Πάρε ~ ~ και κάνε το τεστ., κάνω τα χαρτιά μου: υποβάλλω τα απαιτούμενα πιστοποιητικά ή δικαιολογητικά στην αρμόδια υπηρεσία: ~ ~ για άδεια παραμονής και εργασίας/το δημόσιο/διορισμό/ειδικότητα/πρόσληψη στο ...., κρατώ κλειστά/κρύβω τα χαρτιά μου (μτφ.): δεν αποκαλύπτω τις προθέσεις μου., με ανοιχτά χαρτιά (μτφ.): με ειλικρίνεια και χωρίς υπεκφυγές: διάλογος ~ ~. Διαπραγματεύομαι/μιλάω ~ ~., μοιράζω την τράπουλα/τα χαρτιά 1. (μτφ.) ασκώ έλεγχο, κάνω διανομή ρόλων χάρη στην εξουσία που διαθέτω. Πβ. ανακατεύω την τράπουλα/τα χαρτιά. 2. (σε χαρτοπαίγνιο) δίνω στους παίκτες τα τραπουλόχαρτα που τους αναλογούν., όποιος χάνει στα χαρτιά, κερδίζει στην αγάπη: ως παρηγορητικός αστεϊσμός προς κάποιον που χάνει σε τυχερό παιχνίδι, συνήθ. χαρτοπαίγνιο., παίζει το τελευταίο του χαρτί: χρησιμοποιεί την τελευταία του ευκαιρία, το ατού που έχει, για να υπερισχύσει έναντι του αντιπάλου του, μετά από προηγούμενες αποτυχημένες προσπάθειες: Η ομάδα ~ ~ της χαρτί, διεκδικώντας την πρόκριση. Έπαιξε ~ ~ και έχασε. [< γαλλ. jouer sa dernière carte] , παίζω το χαρτί του ... 1. & παίζω τα χαρτιά μου: χρησιμοποιώ στοιχείο ή μέσο που θα με βοηθήσει να ικανοποιήσω τις επιδιώξεις μου: ~ει ~ του λαϊκισμού/πατριωτισμού.|| Αν ~ξει τα χαρτιά του σωστά, θα τα καταφέρει. 2. λειτουργώ προς όφελος των συμφερόντων κάποιου: Εδώ και χρόνια ~ει ~ των ισχυρών. ΣΥΝ. παίζω το παιχνίδι του, στα χαρτιά 1. για κάτι που παραμένει ανεφάρμοστο, ενώ έχει ανακοινωθεί ότι θα πραγματοποιηθεί: Το έργο έμεινε ~ ~ (= στον αέρα, στα λόγια, στα σχέδια). ΣΥΝ. επί χάρτου (2) 2. σε θεωρητικό επίπεδο, στη θεωρία: μέτρα ιδανικά ~ ~, αλλά ανεφάρμοστα στην πράξη.|| (ΑΘΛ.) Ντέρμπι ~ ~ (: όταν ο ένας από τους δύο αντιπάλους δεν έχει την προσδοκώμενη απόδοση και ηττάται με μεγάλη διαφορά). Φαβορί ~ ~. ΣΥΝ. επί χάρτου (2) 3. ΑΘΛ. για αποτέλεσμα αγώνα που προκύπτει μετά από απόφαση αρμόδιου οργάνου ομοσπονδίας ή αθλητικού δικαστηρίου και όχι στον αγωνιστικό χώρο: Ήττα/νίκη/πρόκριση ~ ~. Πήρε τον αγώνα/τους βαθμούς ~ ~. Πβ. άνευ αγώνα/αγώνος. [< 2: αγγλ. on paper] , ανακατεύω την τράπουλα/τα χαρτιά βλ. ανακατεύω, καμένο χαρτί βλ. καίω, τραβώ χαρτί βλ. τραβώ, τυλίγω (κάποιον) σε μια κόλλα χαρτί βλ. τυλίγω, χαρτί βίβλου βλ. βίβλος, χαρτί και καλαμάρι βλ. καλαμάρι [< μεσν. χαρτί(ν) 4: ιταλ. carte]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.