Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • χλομός & χλωμός , ή, ό χλο-μός επίθ. 1. που προσωρινά το χρώμα του προσώπου του έχει γίνει κίτρινο ή υπόλευκο: ~ό: παιδί. ~ σαν πεθαμένος (πβ. άσπρος). ~ και ασθενικός. Φαίνεσαι κάπως/λιγάκι ~ (πβ. κομμένος). (κατ' επέκτ.) ~ή: επιδερμίδα/όψη. ΣΥΝ. πελιδνός, ωχρός. Πβ. κέρινος, κιτρινιάρης, κίτρινος. Βλ. κατάχλομος.|| (μτφ.) ~ός: ήλιος (πβ. αχνός, θαμπός). ~ό: βλέμμα (= άτονο). ~ές: μέρες (= μελαγχολικές, μουντές). ~ά: φύλλα (= κιτρινισμένα).|| (μτφ.) ~ή: εμφάνιση/παρουσία (ομάδας). Πβ. αναιμικός, υποτονικός. 2. (μτφ.-προφ.) που είναι ελάχιστα πιθανό έως απίθανο να πραγματοποιηθεί· αβέβαιος: Το βλέπω/βρίσκω/κόβω ~ό (έως αδύνατο) να έρθει.|| Το μέλλον διαφαίνεται ~ό. ● Υποκ.: χλομούτσικος , η, ο ● ΦΡ.: κίτρινος/χλομός σαν (το) κερί/φλουρί: κάτωχρος. [< μεσν. χλομός]

κατάχλομος

κατάχλομος, η, ο κα-τά-χλο-μος επίθ. & κατάχλωμος (επιτατ.): υπερβολικά χλομός: ~ από την αγωνία/τον φόβο (= κάτασπρος, κατακίτρινος). ΣΥΝ. κάτωχρος

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.