χλομός & χλωμός , ή, ό χλο-μός επίθ. 1. που προσωρινά το χρώμα του προσώπου του έχει γίνει κίτρινο ή υπόλευκο: ~ό: παιδί. ~ σαν πεθαμένος (πβ. άσπρος). ~ και ασθενικός. Φαίνεσαι κάπως/λιγάκι ~ (πβ. κομμένος). (κατ' επέκτ.) ~ή: επιδερμίδα/όψη. ΣΥΝ. πελιδνός, ωχρός. Πβ. κέρινος, κιτρινιάρης, κίτρινος. Βλ. κατάχλομος.|| (μτφ.) ~ός: ήλιος (πβ. αχνός, θαμπός). ~ό: βλέμμα (= άτονο). ~ές: μέρες (= μελαγχολικές, μουντές). ~ά: φύλλα (= κιτρινισμένα).|| (μτφ.) ~ή: εμφάνιση/παρουσία (ομάδας). Πβ. αναιμικός, υποτονικός.2. (μτφ.-προφ.) που είναι ελάχιστα πιθανό έως απίθανο να πραγματοποιηθεί· αβέβαιος: Το βλέπω/βρίσκω/κόβω ~ό (έως αδύνατο) να έρθει.|| Το μέλλον διαφαίνεται ~ό. ● Υποκ.: χλομούτσικος , η, ο ● ΦΡ.: κίτρινος/χλομός σαν (το) κερί/φλουρί: κάτωχρος. [< μεσν. χλομός]
κατάχλομος
κατάχλομος, η, ο κα-τά-χλο-μος επίθ. & κατάχλωμος (επιτατ.): υπερβολικά χλομός: ~ από την αγωνία/τον φόβο (= κάτασπρος, κατακίτρινος). ΣΥΝ. κάτωχρος
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.