χοληστερίνη χο-λη-στε-ρί-νη ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΧ. χοληστερόλη: εξέταση/επίπεδα/κατακράτηση/ποσοστά/συσσώρευση ~ης. Έλεγχος/μείωση/οξείδωση/ρύθμιση της ~ης. Διατροφή χαμηλή σε ~. Φάρμακα για τη ~/κατά της ~ης. Η ~ του ανέβηκε/έφτασε στο ... Έχει υψηλή ~. Τρόφιμα που ανεβάζουν τη ~. Βλ. -ίνη, λίπος, σάκχαρο, τριγλυκερίδια, υπερχοληστερολαιμία. ● ΣΥΜΠΛ.: κακή χοληστερόλη/χοληστερίνη βλ. χοληστερόλη, καλή χοληστερόλη/χοληστερίνη βλ. χοληστερόλη [< γαλλ. cholestérine, αγγλ. cholesterin]
-ίνη
-ίνη: επίθημα δάνειων όρων για τη δήλωση χημικής, φαρμακευτικής ουσίας: βαζελ~/βαλ~/βιταμ~/γλουτολ~/θρεον~/ισολευκ~/ιστιδ~/λευκ~/λυσ~/μεθειον~/ναφθαλ~/νικοτ~/πενικιλ~/φαινυλαλαν~/χυμοθρυψ~. Πρωτε-ΐνη. Πβ. -ίνα2.
χοληστερόλη
χοληστερόλη χο-λη-στε-ρό-λη ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΧ. ακόρεστη αλκοόλη ζωικής προέλευσης, η οποία βρίσκεται στο αίμα και στους ζωικούς ιστούς και παίζει σημαντικό ρόλο στον μεταβολισμό. Βλ. -όλη. ΣΥΝ. χοληστερίνη ● ΣΥΜΠΛ.: κακή χοληστερόλη/χοληστερίνη: (LDL) λιποπρωτεΐνη η οποία μεταφέρει τη χοληστερόλη από τον τόπο σύνθεσής της στο ήπαρ, στους ιστούς και στα σωματικά κύτταρα, και ευθύνεται για τη δημιουργία αθηροσκλήρωσης. ΣΥΝ. χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνη. [< αγγλ. bad cholesterol, 1980] , καλή χοληστερόλη/χοληστερίνη: (HDL) λιποπρωτεΐνη η οποία μεταφέρει πίσω στο ήπαρ τη μη χρησιμοποιημένη από τους ιστούς χοληστερόλη, προκειμένου να αποικοδομηθεί σε χολικά άλατα και να απεκκριθεί. ΣΥΝ. υψηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνη. [< αγγλ. good cholesterol, 1980] [< αγγλ. cholesterol, γαλλ. cholestérol, 1929]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.