Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • χοληστερίνη χο-λη-στε-ρί-νη ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΧ. χοληστερόλη: εξέταση/επίπεδα/κατακράτηση/ποσοστά/συσσώρευση ~ης. Έλεγχος/μείωση/οξείδωση/ρύθμιση της ~ης. Διατροφή χαμηλή σε ~. Φάρμακα για τη ~/κατά της ~ης. Η ~ του ανέβηκε/έφτασε στο ... Έχει υψηλή ~. Τρόφιμα που ανεβάζουν τη ~. Βλ. -ίνη, λίπος, σάκχαρο, τριγλυκερίδια, υπερχοληστερολαιμία. ● ΣΥΜΠΛ.: κακή χοληστερόλη/χοληστερίνη βλ. χοληστερόλη, καλή χοληστερόλη/χοληστερίνη βλ. χοληστερόλη [< γαλλ. cholestérine, αγγλ. cholesterin]

-ίνη

-ίνη: επίθημα δάνειων όρων για τη δήλωση χημικής, φαρμακευτικής ουσίας: βαζελ~/βαλ~/βιταμ~/γλουτολ~/θρεον~/ισολευκ~/ιστιδ~/λευκ~/λυσ~/μεθειον~/ναφθαλ~/νικοτ~/πενικιλ~/φαινυλαλαν~/χυμοθρυψ~. Πρωτε-ΐνη. Πβ. -ίνα2.

χοληστερόλη

χοληστερόλη χο-λη-στε-ρό-λη ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΧ. ακόρεστη αλκοόλη ζωικής προέλευσης, η οποία βρίσκεται στο αίμα και στους ζωικούς ιστούς και παίζει σημαντικό ρόλο στον μεταβολισμό. Βλ. -όλη. ΣΥΝ. χοληστερίνη ● ΣΥΜΠΛ.: κακή χοληστερόλη/χοληστερίνη: (LDL) λιποπρωτεΐνη η οποία μεταφέρει τη χοληστερόλη από τον τόπο σύνθεσής της στο ήπαρ, στους ιστούς και στα σωματικά κύτταρα, και ευθύνεται για τη δημιουργία αθηροσκλήρωσης. ΣΥΝ. χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνη. [< αγγλ. bad cholesterol, 1980] , καλή χοληστερόλη/χοληστερίνη: (HDL) λιποπρωτεΐνη η οποία μεταφέρει πίσω στο ήπαρ τη μη χρησιμοποιημένη από τους ιστούς χοληστερόλη, προκειμένου να αποικοδομηθεί σε χολικά άλατα και να απεκκριθεί. ΣΥΝ. υψηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνη. [< αγγλ. good cholesterol, 1980] [< αγγλ. cholesterol, γαλλ. cholestérol, 1929]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.