χοληστερόλη χο-λη-στε-ρό-λη ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΧ. ακόρεστη αλκοόλη ζωικής προέλευσης, η οποία βρίσκεται στο αίμα και στους ζωικούς ιστούς και παίζει σημαντικό ρόλο στον μεταβολισμό. Βλ. -όλη. ΣΥΝ. χοληστερίνη ● ΣΥΜΠΛ.: κακή χοληστερόλη/χοληστερίνη: (LDL) λιποπρωτεΐνη η οποία μεταφέρει τη χοληστερόλη από τον τόπο σύνθεσής της στο ήπαρ, στους ιστούς και στα σωματικά κύτταρα, και ευθύνεται για τη δημιουργία αθηροσκλήρωσης. ΣΥΝ. χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνη. [< αγγλ. bad cholesterol, 1980] , καλή χοληστερόλη/χοληστερίνη: (HDL) λιποπρωτεΐνη η οποία μεταφέρει πίσω στο ήπαρ τη μη χρησιμοποιημένη από τους ιστούς χοληστερόλη, προκειμένου να αποικοδομηθεί σε χολικά άλατα και να απεκκριθεί. ΣΥΝ. υψηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνη. [< αγγλ. good cholesterol, 1980] [< αγγλ. cholesterol, γαλλ. cholestérol, 1929]
-όλη
-όλη: επίθημα σε ενώσεις με μία ή περισσότερες ομάδες αλκαλικού υδροξειδίου: αιθαν~ (= οινόπνευμα, βλ. αιθυλικός)/μεθαν~ (= ξυλόπνευμα, βλ. μεθυλικός). Βενζ~/προπαν~/φαιν~. Βλ. -άνιο.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.