χορεία1 χο-ρεί-α ουσ. (θηλ.) (λόγ.): ομάδα καλών πνευμάτων, ιερών μορφών ή προσώπων ανώτερων πνευματικά ή/και ηθικά: (EKKΛΗΣ.) ουράνια ~. Η ~ των αγγέλων. H σεπτή ~ των Αγίων/Ιεραρχών/μαρτύρων/Πατέρων της Εκκλησίας. ΣΥΝ. χορός.|| Κατέχει ξεχωριστή θέση/συγκαταλέγεται στη ~ των ευεργετών/λογίων/μεγάλων ανδρών του τόπου. [< μτγν. χορεία ‘όρχηση, χορός (αγγέλων)’]
χορεία2 χο-ρεί-α ουσ. (θηλ.) & (σπάν.) νόσος του Χάντι(ν)γκτον: ΙΑΤΡ. εκφυλιστική πάθηση του κεντρικού νευρικού συστήματος που εκδηλώνεται αρχικά με ακούσιες απότομες κινήσεις των μυών των άκρων και του προσώπου και διαταραχές της συμπεριφοράς. Βλ. αθέτωση, επιληψία, σπασμός. [< γαλλ. chorée < αρχ. χορεία, αγγλ. chorea, Huntington's disease, 1892 < αμερικ. ανθρ. G. Huntington]
χορειακός , ή, ό χο-ρει-α-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με τη χορεία: ~ές: κινήσεις. [< γαλλ. choréique]
αθέτωση
αθέτωση [ἀθέτωση] α-θέ-τω-ση ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. νευρολογικό σύνδρομο με ακούσιες, επαναλαμβανόμενες, βραδείες και ασυντόνιστες, ελικοειδείς κινήσεις των άνω κυρ. άκρων: συμπτώματα ~ης (π.χ. ασταθές βάδισμα, ανεξέλεγκτη στάση του σώματος και συσπάσεις του προσώπου). Παιδί με ~. Βλ. αταξία, εγκεφαλική παράλυση. [< γαλλ. athétose, αγγλ. athetosis]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.