Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 3 εγγραφές  [0-3]


  • χορεία1 χο-ρεί-α ουσ. (θηλ.) (λόγ.): ομάδα καλών πνευμάτων, ιερών μορφών ή προσώπων ανώτερων πνευματικά ή/και ηθικά: (EKKΛΗΣ.) ουράνια ~. Η ~ των αγγέλων. H σεπτή ~ των Αγίων/Ιεραρχών/μαρτύρων/Πατέρων της Εκκλησίας. ΣΥΝ. χορός.|| Κατέχει ξεχωριστή θέση/συγκαταλέγεται στη ~ των ευεργετών/λογίων/μεγάλων ανδρών του τόπου. [< μτγν. χορεία ‘όρχηση, χορός (αγγέλων)’]
  • χορεία2 χο-ρεί-α ουσ. (θηλ.) & (σπάν.) νόσος του Χάντι(ν)γκτον: ΙΑΤΡ. εκφυλιστική πάθηση του κεντρικού νευρικού συστήματος που εκδηλώνεται αρχικά με ακούσιες απότομες κινήσεις των μυών των άκρων και του προσώπου και διαταραχές της συμπεριφοράς. Βλ. αθέτωση, επιληψία, σπασμός. [< γαλλ. chorée < αρχ. χορεία, αγγλ. chorea, Huntington's disease, 1892 < αμερικ. ανθρ. G. Huntington]
  • χορειακός , ή, ό χο-ρει-α-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με τη χορεία: ~ές: κινήσεις. [< γαλλ. choréique]

αθέτωση

αθέτωση [ἀθέτωση] α-θέ-τω-ση ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. νευρολογικό σύνδρομο με ακούσιες, επαναλαμβανόμενες, βραδείες και ασυντόνιστες, ελικοειδείς κινήσεις των άνω κυρ. άκρων: συμπτώματα ~ης (π.χ. ασταθές βάδισμα, ανεξέλεγκτη στάση του σώματος και συσπάσεις του προσώπου). Παιδί με ~. Βλ. αταξία, εγκεφαλική παράλυση. [< γαλλ. athétose, αγγλ. athetosis]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.