Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • χορτοφάγος , ος/α, ο χορ-το-φά-γος επίθ./ουσ. ΣΥΝ. φυτοφάγος 1. (κυρ. ως ουσ.) που ακολουθεί συνειδητά χορτοφαγική διατροφή: αυστηρός (πβ. βίγκαν)/φανατικός ~. Δίαιτα για ~ους. Μαγειρική που απευθύνεται σε ~ους. Βλ. κρεατο-, παμ-φάγος. ΣΥΝ. βετζετέριαν 2. ΖΩΟΛ. (ως επίθ.) που η διατροφή του βασίζεται αποκλειστικά σε φυτικές ύλες: ~α: ζώα/θηλαστικά/ψάρια. Βλ. σαρκοφάγος. [< 1: αγγλ. vegeterian, γαλλ. végétarien 2: μεσν. χορτοφάγος]

κρεατο- & κρεατό- & κρεατ-

κρεατο- & κρεατό- & κρεατ-: α΄ συνθετικό για το σχηματισμό λέξεων που αναφέρονται στο κρέας, συνήθ. των ζώων, ως τροφή ή τη σάρκα: κρεατο-μηχανή/~παραγωγή (βλ. γαλακτο-)/~φάγος (πβ. κρεο-· βλ. χορτο-). Κρεατό-πιτα/~σουπα (βλ. κοτό-). Κρεατ-αγορά (βλ. ιχθυ-)/~άλευρο.|| κρεατο-σκευάσματα. || Κρεατο-ελιά.

σαρκοφάγος

σαρκοφάγοςσαρ-κο-φά-γος ουσ. (θηλ.) 1. ΑΡΧΑΙΟΛ. μαρμάρινη, πέτρινη, ξύλινη ή πήλινη λάρνακα με ανάγλυφη ή ζωγραφιστή διακόσμηση όπου τοποθετούσαν τους νεκρούς: αρχαία/ρωμαϊκή/χριστιανική ~. Βλ. αρκοσόλιο. 2. συμπαγής κατασκευή που περιβάλλει κατεστραμμένο πυρηνικό αντιδραστήρα, για να περιορίσει τη διαρροή ραδιενέργειας προς το περιβάλλον: τσιμεντένια ~. [< μτγν. σαρκοφάγος 2: αγγλ. sarcophagus, γαλλ. sarcophage]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.