Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 27 εγγραφές  [0-20]


  • χρήμα [χρῆμα] χρή-μα ουσ. (ουδ.) {χρήμ-ατος | -ατα, -άτων} ΣΥΝ. λεφτά 1. ΟΙΚΟΝ. επίσημο μέσο πληρωμής με τη μορφή κερμάτων και χαρτονομισμάτων: ελεγχόμενο (: που η κυκλοφορία του ελέγχεται από τις νομισματικές Αρχές)/μεταλλικό/νόμιμο/παράνομο ~. Κοινοτικό ~ (: οι οικονομικοί πόροι της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Ζήτηση/προσφορά ~ατος (: συνολική ποσότητα ~ατος σε κυκλοφορία). Διακίνηση/εισροή/έκδοση ~ατος. Η (ανταλλακτική) αξία/τα είδη/το κόστος/ο ρόλος/η τιμή του ~ατος. Βλ. χρηματαγορά. 2. (ειδικότ.) {συνήθ. στον πληθ.} (μεγάλο) χρηματικό ποσό, συνήθ. σε μετρητά: αφθονία/παραχάραξη/συσσώρευση ~ατος. Βοήθεια/εισφορές σε ~. Πεταμένα/χαμένα ~ατα. Τα ~ατα της αποζημίωσης. Δανεισμός/δαπάνη/εκταμίευση/έλλειμμα/κατάθεση/μεταβίβαση/υπεξαίρεση ~άτων. Καταμετρητής/κάτοχος ~άτων. Παιχνίδια με αληθινά/εικονικά ~ατα. Εξοικονομώ χρόνο και ~. Επενδύω τα ~ατά μου (πβ. κεφάλαιο). Επιστράφηκαν/παρακρατήθηκαν ~ατα. Διαθέτω/διαχειρίζομαι/καταβάλλω/κλέβω/μαζεύω/ξοδεύω/προσφέρω/χρειάζομαι ~ατα. Μεταφέρω/τοποθετώ ~ατα σε λογαριασμό. Δεν έχω καθόλου ~ατα μαζί/πάνω/στο πορτοφόλι μου. Δεν λογαριάζω/τσιγκουνεύομαι τα ~ατα. Μου κόστισε/στοίχισε πολλά ~ατα. Δεν θα πάμε διακοπές ελλείψει ~άτων. Πβ. ρευστό. 3. (ειδικότ.) (μεγάλες) απολαβές ή χρηματική περιουσία, πλούτος· συνεκδ. οι οικονομικά εύρωστοι: ~ατα και ακίνητα. Πακτωλός ~άτων. Το ~ ρέει άφθονο. Δουλειές που αφήνουν ~ (: κέρδος). Βγάζει αρκετά ~ατα από τη δουλειά του. Έχει πολλά ~ατα. Πόσα ~ατα παίρνεις τον μήνα (: ποιος/πόσος είναι ο μισθός σου); Έπαιξε όλα του τα ~ατα στα χαρτιά.|| Η δύναμη/το κυνήγι του ~ατος. Επίδειξη ~ατος. Αγαπάει/κυνηγάει το ~ (= τους παράδες, τα φράγκα). Πβ. μαμωνάς.|| Το ~ (= οι πλούσιοι) εξουσιάζει τον κόσμο. ● ΣΥΜΠΛ.: ακριβό χρήμα: ΟΙΚΟΝ. δανεισμός με υψηλό επιτόκιο, επειδή η ζήτηση χρήματος υπερβαίνει την προσφορά., βρόμικο/μαύρο χρήμα: χρηματικά ποσά που προέρχονται από παράνομες δραστηριότητες και δεν έχουν φορολογηθεί: διακίνηση/εισαγωγή ~ου ~ατος. Χώρα που λειτουργεί ως παράδεισος/πλυντήριο (: για ξέπλυμα) ~ου ~ατος. [< αγγλ. dirty/black money] , γκρίζο χρήμα (προφ.): μίζα., δημόσιο/κρατικό χρήμα: οι οικονομικοί πόροι του κράτους: διαχείριση/κατάχρηση του δημόσιου ~ατος., εύκολο χρήμα (προφ.): χρηματικά ποσά που αποκτώνται με εύκολο και συνήθ. μη νόμιμο τρόπο: γρήγορο και ~ ~ (στα χαρτιά/στο καζίνο). [< αγγλ. easy money] , ζεστό χρήμα & (σπάν.) θερμό/καυτό χρήμα 1. (προφ.) ρευστό: Η συμφωνία έκλεισε με ~ ~ (= μετρητά). Η αγορά έχει ανάγκη από ~ ~. 2. ΟΙΚΟΝ. επενδυτικό κεφάλαιο που επιδιώκει βραχυπρόθεσμα την υψηλότερη δυνατή απόδοση. [< αγγλ. hot money, 1936] , ηλεκτρονικό χρήμα: ΔΙΑΔΙΚΤ. που έχει αποθηκευτεί με ηλεκτρονικό τρόπο, κυρ. για πραγματοποίηση συναλλαγών μέσω διαδικτύου. Πβ. ηλεκτρονικό πορτοφόλι. [< αγγλ. electronic/e-money, 1966] , πολιτικό χρήμα (κυρ. στη ΔΗΜΟΣΙΟΓΡ.): η χρηματοδότηση, τα οικονομικά των πολιτικών κομμάτων., τραπεζικό χρήμα: ΟΙΚΟΝ. τραπεζικές επιταγές., φτηνό χρήμα (προφ.): δανεισμός χρημάτων με χαμηλό επιτόκιο και ευνοϊκούς όρους., ψηφιακό χρήμα: ΔΙΑΔΙΚΤ. που διακινείται ηλεκτρονικά. [< αγγλ. digital cash, 1991] , άντληση κεφαλαίων βλ. άντληση, λογιστικό χρήμα βλ. λογιστικός, ξέπλυμα χρήματος βλ. ξέπλυμα, πιστωτικό χρήμα βλ. πιστωτικός, πλαστικό χρήμα βλ. πλαστικός, ρευστό χρήμα βλ. ρευστός, το κόστος του χρήματος βλ. κόστος ● ΦΡ.: βάζω/ρίχνω λεφτά/χρήματα (προφ.): επενδύω μεγάλο χρηματικό ποσό σε κάτι που πιστεύω ότι θα μου αποφέρει κέρδος: Έβαλε/έριξε πολλά λεφτά στην επιχείρηση., είναι υπεράνω χρημάτων (λόγ.): δεν τον ενδιαφέρουν τα λεφτά., επί χρήμασι (αρχαιοπρ.): έναντι χρημάτων, με οικονομικό αντάλλαγμα: πληροφορίες ~ ~.|| ~ ~ εκδιδόμενη γυναίκα. Πβ. επί πληρωμή. ΑΝΤ. δωρεάν, ο χρόνος είναι χρήμα (γνωμ.): είναι σημαντική η σωστή διαχείριση του χρόνου., παίρνω χρήματα (προφ.): χρηματίζομαι, δωροδοκούμαι. Πβ. τα παίρνει χοντρά, τα πιάνει., τα χρήματα δεν πέφτουν από τον ουρανό: τα λεφτά δεν αποκτώνται εύκολα, πρέπει να δουλέψει σκληρά κάποιος, για να τα αποκτήσει., το χρήμα δεν μυρίζει/τα λεφτά δεν μυρίζουν: για να δηλωθεί ότι η προέλευση των χρημάτων δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. [< γαλλ. l 'argent n'a pas d'odeur] , τραβάω χρήματα (προφ.): κάνω ανάληψη: ~ηξε ~ απ' την κάρτα/τον λογαριασμό/την τράπεζα., χρήμα/παράς/φράγκα με ουρά (προφ.): μεγάλα χρηματικά ποσά: Βγάζει ~ ~. ΣΥΝ. λεφτά με τη σέσουλα/με το τσουβάλι/με (την) ουρά, δει δη χρημάτων βλ. δει, έλλειψη χρημάτων, στάση εμπορίου βλ. στάση, κολυμπάει στο χρυσάφι/στο χρήμα βλ. κολυμπώ, ο έρωτας κι ο βήχας δεν κρύβονται βλ. κρύβω, πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος βλ. μέτρο [< αρχ. χρῆμα]
  • χρηματ- βλ. χρηματο-
  • χρηματαγορά χρη-μα-τα-γο-ρά ουσ. (θηλ.) {συνήθ. στον πληθ.}: ΟΙΚΟΝ. οργανωμένη αγορά όπου διενεργούνται βραχυπρόθεσμες συναλλαγές κινητών αξιών, αγαθών και εμπορευμάτων· κατ' επέκτ. χρηματιστήριο: οι διεθνείς ~ές. Βλ. -αγορά. [< αγγλ. money market, 1950]
  • χρηματαποστολή χρη-μα-τα-πο-στο-λή ουσ. (θηλ.): εμπιστευτική μεταφορά χρημάτων, συνήθ. με ειδικά θωρακισμένα οχήματα και εκπαιδευμένο προσωπικό· συνεκδ. το συγκεκριμένο προσωπικό: η ~ της Τράπεζας. ~ές δημόσιων οργανισμών.|| (από υπηρεσίες ασφαλείας) ~ές τραπεζογραμματίων.|| Επίθεση σε ~.
  • χρηματίζομαι χρη-μα-τί-ζο-μαι ρ. (αμτβ.) {χρηματί-στηκε (λόγ.) -σθηκε, -στεί (λόγ.) -σθεί, χρηματιζ-όμενος, (σπάν.) χρηματι-σμένος}: (συνήθ. για κρατικό λειτουργό) λαμβάνω χρήματα παράνομα, για να προβώ σε πράξη που εξυπηρετεί ορισμένα συμφέροντα: Συνελήφθη (επ' αυτοφώρω) να ~εται. ~στηκε, για να κρατήσει το στόμα του κλειστό. ΣΥΝ. δωροδοκούμαι, εξαγοράζομαι, παίρνω χρήματα. [< αρχ. χρηματίζομαι]
  • χρηματίζω χρη-μα-τί-ζω ρ. {χρημάτι-σε, χρηματί-σει} 1. (επίσ.) κατέχω κάποια θέση ή αξίωμα, ασκώ καθήκοντα, χρέη: Έχει ~σει βουλευτής/δήμαρχος. Πβ. υπηρετώ. ΣΥΝ. διατελώ (1) 2. (μτβ.) (λόγ.) προσφέρω παράνομα χρηματικό ποσό σε πρόσωπο που κατέχει συνήθ. δημόσια θέση, για να προβεί σε πράξη που εξυπηρετεί ή διαφυλάσσει τα προσωπικά μου συμφέροντα: Προσπάθησαν να ~σουν τις τοπικές Αρχές. ΣΥΝ. δωροδοκώ, λαδώνω (1) [< 1: μτγν. χρηματίζω]
  • χρηματικός , ή, ό χρη-μα-τι-κός επίθ. (επιστ.): που σχετίζεται με τα χρήματα: ~ός: δείκτης/διακανονισμός/έλεγχος. ~ή: αμοιβή/αξία/βοήθεια/διαχείριση/ενίσχυση/επιβάρυνση/πολιτική/ροή/στενότητα/υποτροφία/χορηγία. ~ό: αντίτιμο/δώρο (πβ. μποναμάς, μπόνους)/εισόδημα/έπαθλο/κέρδος/κόστος/όριο/πρόβλημα/πρόστιμο/υπόλοιπο. ~οί: κατάλογοι/πόροι/τίτλοι. ~ές: ανάγκες/αποζημιώσεις/απολαβές/διαφορές/επενδύσεις/επιταγές/παροχές/υποχρεώσεις. ~ά: εμβάσματα/οφέλη/ποσά/συμβόλαια/χρέη. ~ή ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Ελεύθερος με ~ή εγγύηση. ● Ουσ.: χρηματικό (το) 1. (προφ.) ενν. θέμα, ζήτημα: Το μόνο πρόβλημα είναι το ~. ΣΥΝ. οικονομικό 2. ενν. κεφάλαιο: (σε τράπεζα) Κέντρο Επεξεργασίας και Διακίνησης ~ού. 3. {στον πληθ.} (σπάν.) οικονομική κατάσταση, χρηματικό απόθεμα: Πώς είναι τα ~ά σου; ΣΥΝ. οικονομικά (1) ● επίρρ.: χρηματικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] [< μτγν. χρηματικός]
  • χρηματισμός χρη-μα-τι-σμός ουσ. (αρσ.) (λόγ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χρηματίζομαι: Κατηγορήθηκε για ~ό. Πβ. δωροληψία, παθητική δωροδοκία. Βλ. αδιαφάνεια, διαφθορά, μίζα, φακελάκι, -ισμός. [< πβ. αρχ. χρηματισμός ‘κέρδος’]
  • χρηματιστηριακός , ή, ό χρη-μα-τι-στη-ρι-α-κός επίθ.: ΟΙΚΟΝ. που σχετίζεται με το χρηματιστήριο: ~ός: αναλυτής/απολογισμός/οργανισμός/σύμβουλος. ~ή: αξία/κεφαλαιοποίηση/πτώση/τιμή/ύφεση. ~ό: κεφάλαιο/κραχ. ~οί: τίτλοι (= μετοχές). ~ές: συναλλαγές. Ο ~ δείκτης. Τραπεζικό και ~ό δίκαιο. Οι ~ές αγορές (= χρηματαγορές). Πβ. χρηματιστικός. Βλ. χρηματο-μεσιτικός, -οικονομικός, -πιστωτικός. ● Ουσ.: χρηματιστηριακά (τα) (προφ.): ενν. θέματα., χρηματιστηριακή (η) (προφ.): ενν. εταιρεία. ● επίρρ.: χρηματιστηριακά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] [< γαλλ. boursier]
  • χρηματιστήριο χρη-μα-τι-στή-ρι-ο ουσ. (ουδ.) {χρηματιστηρί-ου} 1. ΟΙΚΟΝ. (κ. με κεφαλ. Χ) νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, οργανωμένη αγορά όπου διενεργούνται συναλλαγές κινητών αξιών, αγαθών και εμπορευμάτων· συνεκδ. ο αντίστοιχος χώρος: το ~ (Αξιών) Αθηνών (ακρ. ΧΑΑ). ~ χρεογράφων. Η αίθουσα/το νομικό πλαίσιο/η παράλληλη αγορά του ~ου. Ένταξη εταιρείας/νευρικότητα στο ~. Διαπραγμάτευση/εισαγωγή μετοχής στο ~. Δραστηριοποιούμαι/επενδύω/ποντάρω στο ~. Μικτές τάσεις επικράτησαν/καταγράφηκαν στα διεθνή ~α. Πβ. κεφαλαι-, χρηματ-αγορά. 2. ΟΙΚΟΝ. (συνεκδ.) το χρονικό διάστημα στα πλαίσια μιας εργάσιμης ημέρας, κατά το οποίο διεξάγονται οι συγκεκριμένες συναλλαγές· η συνεδρίαση του αντίστοιχου νομικού προσώπου: άνοιγμα (: έναρξη) του ~ου. Με αρνητικό πρόσημο έκλεισε το ~. 3. ΟΙΚΟΝ. ο (Γενικός) Δείκτης Τιμών: ανάκαμψη/διακυμάνσεις/πτώση του ~ου. Το ~ κινήθηκε ανοδικά/πτωτικά. 4. (μτφ.) πλασματικός χώρος αξιολογικής εκτίμησης ενός στοιχείου: το ~ της τέχνης/των επαγγελμάτων. ● ΣΥΜΠΛ.: χρηματιστήριο εμπορευμάτων (κ. με κεφαλ. τα αρχικά Χ, Ε): ΟΙΚΟΝ. δημόσια ή ιδιωτική οργάνωση που διενεργεί αγοραπωλησίες πρώτων υλών και προϊόντων ευρείας κατανάλωσης· συνεκδ. ο αντίστοιχος χώρος: Στο ~ ~, η τιμή της ζάχαρης/του καφέ/του πετρελαίου/του χρυσού κυμάνθηκε στα .../ενισχύθηκε κατά ... %. [< αγγλ. commodities exchange] , χρηματιστήριο παραγώγων (κ. με κεφαλ. τα αρχικά Χ, Π): ΟΙΚΟΝ. οργανωμένη αγορά όπου λαμβάνουν χώρα συναλλαγές παράγωγων προϊόντων. [< αγγλ. derivatives exchange] , Χρηματιστήριο Αξιών βλ. αξία ● ΦΡ.: παίζω στο χρηματιστήριο βλ. παίζω [< μτγν. χρηματιστήριον ‘χώρος διεξαγωγής εμπορικών υποθέσεων’, γαλλ. Bourse]
  • χρηματιστής χρη-μα-τι-στής ουσ. (αρσ.) {σπάν. θηλ. χρηματίστρια}: ΟΙΚΟΝ. φυσικό ή νομικό πρόσωπο που διενεργεί αγοραπωλησίες κινητών αξιών στο χρηματιστήριο για λογαριασμό δικό του ή συνήθ. των πελατών του. Πβ. χρηματομεσίτης. Βλ. αναλυτής, τραπεζίτης. [< πβ. αρχ. χρηματιστής ‘έμπορος, επιχειρηματίας’, γαλλ. boursier]
  • χρηματιστικός , ή, ό χρη-μα-τι-στι-κός επίθ.: ΟΙΚΟΝ. που σχετίζεται με τον χρηματιστή ή/και το χρηματιστήριο: ~ή: διαχείριση/επένδυση/επιχείρηση/τράπεζα. ~ό: κέρδος/κραχ/χάος. ~οί: δείκτες/όμιλοι/πιστωτές. ~ές: αγορές/αξίες/δραστηριότητες/συναλλαγές. Το ~ό κεφάλαιο/σύστημα. Πβ. χρηματιστηριακός, χρηματοοικονομικός. [< πβ. αρχ. χρηματιστικός ‘εμπορικός, επικερδής’, γαλλ. boursier]
  • χρηματο- & χρηματό- & χρηματ- : πρόθημα οικονομικών κυρ. όρων που αναφέρονται στο χρήμα, τις οικονομικές συναλλαγές, το κεφάλαιο: χρηματ-αποστολή.|| Χρηματ-αγορά. Χρηματο-μεσίτης. Χρηματο-πιστωτικός.|| Χρηματό-γραφο.|| Xρηματο-δότης.
  • χρηματοασφαλιστικός , ή, ό χρη-μα-το-α-σφα-λι-στι-κός επίθ.: ΟΙΚΟΝ. που σχετίζεται με την ασφάλιση χρημάτων: ~ός: όμιλος/σύμβουλος. ~ή: αγορά.
  • χρηματόγραφο χρη-μα-τό-γρα-φο ουσ. (ουδ.): ΟΙΚΟΝ. βραχυπρόθεσμο και διαπραγματεύσιμο αξιόγραφο εμπορικών συναλλαγών· πιστωτικός τίτλος: εμπορικό ~. Παραδοτέα/παραληπτέα/τοκοφόρα ~α. Βλ. ασφαλιστήριο, επιταγή, ομολογία, συναλλαγματική, χρεόγραφο.
  • χρηματοδότης χρη-μα-το-δό-της ουσ. (αρσ.) {σπάν. θηλ. χρηματοδότρια} (επίσ.): φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αναλαμβάνει μια χρηματοδότηση: επενδυτικός/κοινοτικός ~. Ο ~ της εκδήλωσης/της καμπάνιας/του συνεδρίου. Δημόσιοι/ιδιωτικοί ~ες. Εταιρείες-~ες. Πβ. σπόνσορας, χορηγός.|| (ως επίθ.) Η ~τρια τράπεζα. Βλ. -δότης. [< γερμ. Geldgeber]
  • χρηματοδότηση χρη-μα-το-δό-τη-ση ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χρηματοδοτώ: ~ αναπτυξιακού προγράμματος/βιομηχανιών/εμπόρων/της έρευνας/των σπουδών. Δανειακή ~. Εταιρείες/πολιτική ~ης. Δημόσιες/δημοσιονομικές/εξωτερικές/επιχειρηματικές/ιδιωτικές/κοινοτικές/κρατικές/κυβερνητικές/τραπεζικές ~ήσεις. Υπόγειες/παράνομες ~ήσεις (κομμάτων). ~ήσεις κεφαλαίου. ~ήσεις στον πολιτιστικό τομέα. Πβ. επιχορήγηση, χορηγία. Βλ. ανα~, αυτο~, προ~, συγ~, υπερ~, υπο~, -δότηση. [< γαλλ. financement, αγγλ. financing, funding]
  • χρηματοδοτικός , ή, ό χρη-μα-το-δο-τι-κός επίθ. (λόγ.): που σχετίζεται με τη χρηματοδότηση: ~ή: βοήθεια/διευκόλυνση/συνεισφορά/συνεργασία/(υπο)στήριξη. ~ό: κόστος/πρωτόκολλο. ~οί: πόροι. ~ές: ανάγκες/δραστηριότητες/ενέργειες/πηγές/πιστώσεις. ~ά: έξοδα/εργαλεία/κεφάλαια/κονδύλια. ● Ουσ.: χρηματοδοτικό (το): ενν. πρόγραμμα. ● ΣΥΜΠΛ.: χρηματοδοτική μίσθωση βλ. μίσθωση
  • χρηματοδοτώ [χρηματοδοτῶ] χρη-μα-το-δο-τώ ρ. (μτβ.) {χρηματοδοτ-εί, -ώντας | χρηματοδότ-ησε, -ήσει, -είται, -ήθηκε, -ηθεί, -ούμενος, -ημένος} (λόγ.): παρέχω χρήματα, κεφάλαια για την υλοποίηση ενός έργου: Ιδιωτικοί φορείς ανέλαβαν να ~ήσουν την ανέγερση του κτιρίου. Η έρευνα/το συνέδριο θα ~ηθεί από το υπουργείο. Οι επιχειρήσεις ~ήθηκαν με επιδοτήσεις ύψους ... ευρώ. Οι δαπάνες/οι επιχειρηματικές δράσεις/τα έργα ~ούνται (εξολοκλήρου) από το ΕΣΠΑ/από τον κρατικό προϋπολογισμό/από τραπεζικές πιστώσεις. Πβ. επιχορηγώ. Βλ. αυτοχρηματοδοτούμαι, -δοτώ, ανα~, συγ~, υπο~. [< μεσν. χρηματοδοτώ, γαλλ. financer]
  • χρηματοθυρίδα χρη-μα-το-θυ-ρί-δα ουσ. (θηλ.): (σε ξενοδοχεία ή τράπεζες) μικρό χρηματοκιβώτιο για φύλαξη χρημάτων ή/και τιμαλφών των πελατών: προσωπικές ~ες. Πβ. θυρίδα, χρηματοφυλάκιο.

-αγορά

-αγορά: β' συνθετικό ουσιαστικών που αναφέρονται στην αγορά: κεφαλαι~/κτηματ~/χρηματ~.|| (για τόπο διάθεσης προϊόντων:) Kρεατ~/λαχαν~/ψαρ~.

αδιαφάνεια

αδιαφάνεια [ἀδιαφάνεια] α-δι-α-φά-νει-α ουσ. (θηλ.) ΑΝΤ. διαφάνεια 1. (μτφ.) απόκρυψη ή συγκάλυψη στοιχείων, κυρ. από συλλογικά όργανα: ~ των οικονομικών συναλλαγών. ~ στην άσκηση της εξουσίας/στη διοίκηση/στον κρατικό μηχανισμό/στη λήψη αποφάσεων. Καθεστώς/φαινόμενα ~ας. Βλ. δια-πλοκή, -φθορά, σκάνδαλο. 2. ΦΥΣ. η ιδιότητα ορισμένων υλικών να μην επιτρέπουν τη διέλευση των ακτίνων φωτός μέσα από τη μάζα τους: μεμβράνες ~ας. [< γαλλ. intransparence]

αναλυτής

αναλυτής [ἀναλυτής] α-να-λυ-τής ουσ. (αρσ.) , αναλύτρια (η) 1. επιστήμονας που διεξάγει αναλύσεις στον τομέα του: ειδικός/οικονομικός/πολιτικός/στατιστικός/στρατηγικός/τεχνικός/τραπεζικός/χρηματιστηριακός ~. Εκθέσεις/σχόλια ~ών. Οι ~ές εκτιμούν/επισημαίνουν/υποστηρίζουν ότι ... Βλ. ψυχ~. 2. ΤΕΧΝΟΛ. όργανο ή λογισμικό που κάνει αναλύσεις: αιματολογικός/βιοχημικός ~. ~ καυσαερίων/φάσματος.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Λεκτικός/μορφολογικός/συντακτικός ~. ● ΣΥΜΠΛ.: αναλυτής-προγραμματιστής βλ. προγραμματιστής [< 1: γαλλ. analyste, αγγλ. analyst 2: γαλλ. analyseur, αγγλ. analyser]

άντληση

άντληση [ἄντληση] ά-ντλη-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. εξαγωγή συνήθ. υγρού με αντλία: ~ λυμάτων/πετρελαίου/φυσικού αερίου. ~ νερού (από γεώτρηση). Σταθμός ~ης (πβ. αντλιοστάσιο). Πβ. αναρρόφηση, τράβηγμα.|| Γεωθερμική ~ θερμότητας.|| (στην ελεύθερη κατάδυση:) Η τεχνική της πνευμονικής ~ης (: εξαγωγής αέρα από τους πνεύμονες). Βλ. απ~. 2. (μτφ.) απόκτηση, λήψη: ~ πληροφοριών/στοιχείων. ● ΣΥΜΠΛ.: άντληση κεφαλαίων & (σπάν.) πόρων/ποσού/χρημάτων: ΟΙΚΟΝ. εύρεση, συγκέντρωση κεφαλαίων από μετόχους, τράπεζες και γενικότ. κεφαλαιαγορές, συνήθ. για μακροπρόθεσμες επενδύσεις. [< αγγλ. fund-raising, 1940] [< μτγν. ἄντλησις, γαλλ. puisement]

αξία

αξία [ἀξία] α-ξί-α ουσ. (θηλ.) {αξι-ών} 1. σύνολο θετικών στοιχείων ή ιδιοτήτων που καθιστούν κάποιον ή κάτι σημαντικό, σπουδαίο, ικανό· (μεγάλη) σημασία, ικανότητα, χρησιμότητα: διατροφική/θρεπτική/καλλιτεχνική/κοινωνική/λογοτεχνική/χρηστική ~. Ανακάλυψη/έργο με μεγάλη (επιστημονική) ~. Ενθύμιο/φωτογραφία με συναισθηματική ~. Έγγραφο/εύρημα ιστορικής ~ας. Άνθρωπος ~ας (= επιπέδου, κλάσης, ποιότητας). Όταν αρρώστησε, κατάλαβε την ~ της υγείας. Η ~ της δημοκρατίας/ελευθερίας/φιλίας. Μετάλλιο στρατιωτικής ~ας Α'/Β'/Γ' τάξεως (: που απονέμεται σε όσους διακρίθηκαν σε πόλεμο ή προσφέρουν σημαντικές υπηρεσίες στην πατρίδα). Θα αποδείξω την ~ μου. Πβ. σπουδαιότητα. Βλ. απ~, αυτ~.|| Αυτό που έχει ~ να θυμόμαστε ... (= αξίζει, έχει σημασία). 2. ΟΙΚΟΝ. χρηματική συνήθ. αποτίμηση πράγματος, τιμή: αρχική/μεγάλη/μηδαμινή/μικρή/περιορισμένη/σημαντική/συνολική/υπολειμματική ~. ~ αντικατάστασης. Ανεβάζω/διπλασιάζω/εκτιμώ/ελαττώνω/καθορίζω/κατεβάζω/κοστολογώ/μειώνω/υπολογίζω την ~ ενός εμπορεύματος (πβ. κόστος). Αποκτά ~. Η ~ κυμαίνεται από ... έως/μέχρι ... ευρώ. Κόσμημα ~ας ... ευρώ. Ανάλυση (: για τον καθορισμό της τιμής προϊόντος βάσει των χαρακτηριστικών και του κόστους παραγωγής του)/μείωση (= υποτίμηση) ~ας. Αυξήθηκε η ~ της γης/των οικοπέδων (= ακρίβυναν). Η ~ του νομίσματος/του χρυσού. ~ της εργασίας (πβ. αμοιβή). Δείγμα/προϊόν χωρίς ~ (: που δίνεται ή αποστέλλεται δωρεάν για διαφημιστικούς λόγους). Αγαθά υψηλής/χαμηλής ~ας. Στο μουσείο εκτίθενται ευρήματα ανεκτίμητης/ανυπολόγιστης ~ας (= πολύτιμα). Βλ. υπερ~, υπο~. 3. ΓΛΩΣΣ. η λειτουργία ενός γλωσσικού στοιχείου σε συνάρτηση με τις συνταγματικές και παραδειγματικές σχέσεις με άλλα στοιχεία του συστήματος· ειδικότ. η σημασία που λαμβάνει μια λέξη σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον. 4. ΜΟΥΣ. διάρκεια ενός φθόγγου και το σχετικό σύμβολο (φθογγόσημο). 5. ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. βαθμός διαύγειας ενός χρωματικού τόνου στη ζωγραφική και συνεκδ. ο ίδιος ο χρωματικός τόνος. ● αξίες (οι): αρχές και γενικότ. ό,τι αναγνωρίζεται από τον άνθρωπο ή/και την κοινωνία ως αληθές, ωραίο, ωφέλιμο ή σημαντικό: αιώνιες/ακατάλυτες/ανθρωπιστικές/διαχρονικές/ηθικές/θρησκευτικές/κοινωνικές/παναθρώπινες/παραδοσιακές/πνευματικές (ΑΝΤ. υλικές)/πολιτιστικές ~. Αμφισβήτηση/απουσία/άρνηση/έλλειψη/ιεράρχηση/κλίμακα/κρίση ~ών. Οι ~ ενός λαού. ~ και ιδανικά. (ΦΙΛΟΣ.) Θεωρία των ~ών (= αξιολογία). Σύστημα ~ών (= αξιακό σύστημα). Έχουμε τις ίδιες/κοινές ~. ● ΣΥΜΠΛ.: αξία επιχείρησης: ΟΙΚΟΝ. η συνολική της αξία (εγκαταστάσεις, ενσώματες και ασώματες ακινητοποιήσεις, ανθρώπινο δυναμικό, μετοχικό κεφάλαιο)., κινητές αξίες: ΟΙΚΟΝ. τίτλοι (μετοχές, ομόλογα, γραμμάτια) που αποδίδουν μεταβλητό ή σταθερό εισόδημα: ονομαστικές/ανώνυμες ~ ~. Επένδυση σε ~ ~. Εισηγμένες (στο χρηματιστήριο) ~ ~. [< γαλλ. valeurs mobilières ] , πραγματική/τρέχουσα αξία: ΟΙΚΟΝ. η αξία ενός περιουσιακού στοιχείου που προσαρμόζεται στις αλλαγές των τιμών (κυρ. του πληθωρισμού): ~ ~ ακινήτου/εταιρείας/μετοχών/πώλησης., Χρηματιστήριο Αξιών: ΟΙΚΟΝ. στο οποίο οι συναλλαγές έχουν ως αντικείμενο κινητές αξίες: Ο δείκτης/η τιμή των μετοχών στο ~ ~ Αθηνών ανέρχεται/κυμαίνεται ... [< αγγλ. stock exchange] , αγοραία αξία/τιμή βλ. αγοραίος, αγοραστική αξία βλ. αγοραστικός, ακαθάριστη αξία παραγωγής βλ. ακαθάριστος, αλυσίδα αξίας βλ. αλυσίδα, αναμενόμενη/προσδοκώμενη τιμή/αξία βλ. τιμή, ανταλλακτική αξία βλ. ανταλλακτικός, αντικειμενική αξία βλ. αντικειμενικός, θερμιδική/ενεργειακή αξία βλ. θερμιδικός, ονομαστική αξία βλ. ονομαστικός, προστιθέμενη αξία βλ. προστιθέμενος ● ΦΡ.: δίνω αξία: θεωρώ κάποιον ή κάτι σημαντικό, ασχολούμαι μαζί του, υπολογίζω (τη γνώμη του): Μη ~εις ~ στα λόγια της. Εγώ φταίω που σου έδωσα ~., με την αξία (μου/σου/του ...): επάξια, όχι χαριστικά: Ανέβηκε ψηλά χωρίς καμία βοήθεια, ~ ~ της., παρ' αξίαν (λόγ.): χωρίς να το αξίζει: ~ ~ ευνοημένοι., εγνωσμένης αξίας/εγνωσμένου κύρους βλ. εγνωσμένος [< αρχ. ἀξία, γαλλ. valeur, αγγλ. value]

ασφαλιστήριο

ασφαλιστήριο [ἀσφαλιστήριο] α-σφα-λι-στή-ρι-ο ουσ. (ουδ.): ΝΟΜ. σύμβαση ή συμβόλαιο ασφάλισης: ατομικά/ομαδικά ~α. ~α αυτοκινήτων/ζωής/πυρός/σεισμού. ~ κατά παντός κινδύνου. Βλ. -τήριο. [< γαλλ. (police d') assurance]

αυτοχρηματοδοτούμαι

αυτοχρηματοδοτούμαι [αὐτοχρηματοδοτοῦμαι] αυ-το-χρη-μα-το-δο-τού-μαι ρ. (αμτβ.) {αυτοχρηματοδοτ-είται ..., | -ήθηκε, -ούμενος, συνήθ. στο γ΄ πρόσ.}: ΟΙΚΟΝ. (για επιχείρηση, οργανισμό) χρηματοδοτώ την οικονομική μου δραστηριότητα με δικά μου κεφάλαια ή προσελκύοντας επενδυτές: Εκδοτική προσπάθεια που ~είται. Οι δράσεις της οργάνωσης ~ούνται από τις συνδρομές των μελών της. ~ούμενο: έργο/πρόγραμμα. [< αγγλ. self-finance, 1928, γαλλ. s'autofinancer, 1952]

δει

δει [δεῖ] ρ. (απρόσ.): κυρ. στις ● ΦΡ.: δει δη χρημάτων (αρχαιοπρ.): κινητήριος μοχλός είναι το χρήμα· χρειάζεται να δοθούν χρήματα: ~ ~ για αντιπυρική προστασία., όπου δει βλ. όπου [< απρόσ. δεῖ ‘υπάρχει ανάγκη’ του ρ. δέω]

-δότης

-δότης {-δοτών | θηλ. -δότρια}: β' συνθετικό ουσιαστικών∙ δηλώνει κυρ. το πρόσωπο ή τη συσκευή που παρέχει ό,τι εκφράζει το α' συνθετικό: αιμο~/δανειο~/εντολο~/εργο~/κληρο~/χρηματο~.|| Βηματο-δότης/ρευματο~/σηματο~. Βλ. -δοσία, -δότηση, -δοτώ.|| (κατ' επέκτ.-αρνητ. συνυποδ.) Κατα~/προ~.

κολυμπώ

κολυμπώ [κολυμπῶ] κο-λυ-μπώ ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {κολυμπ-ά κ. -άει ... | κολύμπ-ησα, -ήσω, -ώντας} & κολυμπάω 1. επιπλέω ή μετακινώ το σώμα μου στο νερό, με συντονισμένες κινήσεις των χεριών και των ποδιών, κάνω κολύμπι: ~ήσαμε στα καταγάλανα νερά/στην πισίνα/στο ποτάμι. ~ με βατραχοπέδιλα/μάσκα και αναπνευστήρα/μπρατσάκια. ~ά(ει) σαν δελφίνι/ψάρι (: είναι δεινός κολυμβητής). Δεν ξέρει (ακόμη)/τώρα μαθαίνει να ~άει (: δεν ξέρει μπάνιο). ~ησε ανάσκελα/κόντρα στο ρεύμα/μέχρι την ακτή/προς το μέρος μας. Μην ~άς με γεμάτο στομάχι! Πήγαμε ~ώντας μέχρι τον βράχο.|| (ΑΘΛ.) ~ κρόουλ/πεταλούδα/πρόσθιο/ύπτιο.|| (κατ' επέκτ., για ζώο) Οι σκύλοι μπορούν να ~ούν. 2. για θαλάσσιο οργανισμό που κινείται στο νερό, συνήθ. σε θάλασσα, λίμνη, ποτάμι, χρησιμοποιώντας φυσικά όργανα κολύμβησης (ουρά, πτερύγια). 3. {κυρ. στο γ' πρόσ.} (μτφ.-εμφατ.) διαθέτω άφθονη ποσότητα από κάτι: ~άει στο πετρέλαιο (: για περιοχή ή χώρα).|| Η εταιρεία ~ούσε στα χρέη (: ήταν καταχρεωμένη). ΣΥΝ. πλέω (3) 4. {κυρ. στο γ΄πρόσ.} (μτφ.-εμφατ.) είμαι βουτηγμένος σε υπέρμετρα μεγάλη ποσότητα υγρού: Τα φασολάκια ~άνε στο λάδι!|| ~άει στον ιδρώτα (= είναι μούσκεμα). ΣΥΝ. πλέω (4) ● ΦΡ.: κολυμπάει στο χρυσάφι/στο χρήμα & στα πλούτη/στα λεφτά (προφ.): είναι πολύ πλούσιος. Πβ. το/τα φυσάει., κολυμπάει/έπεσε σε βαθιά νερά/στα βαθιά (νερά) & βούτηξε στα βαθιά (νερά) (μτφ.-προφ.): αντιμετωπίζει μια δύσκολη κατάσταση, ασχολείται με κάτι απαιτητικό: Βρέθηκε ξαφνικά/έμαθε να κολυμπάει ~. Βούτηξε/έπεσε από μικρός στα ~ της δημοσιογραφίας. [< μεσν. κολυμπώ]

κόστος

κόστος κό-στος ουσ. (ουδ.) {κόστ-ους | σπάν. κόστη} 1. ΟΙΚΟΝ. το απαιτούμενο χρηματικό ποσό για την απόκτηση ή παραγωγή αγαθών ή υπηρεσιών, τη διεκπεραίωση ενός έργου: άμεσο/αρχικό/βιομηχανικό/ελάχιστο/έμμεσο/ετήσιο/καθαρό/λειτουργικό/μειωμένο/μηδενικό/μηνιαίο/μισθολογικό/οριακό/πραγματικό/πρόσθετο/σταθερό/συμπληρωματικό/συνολικό/τελικό/υψηλό/χαμηλό ~. ~ αγοράς/αποστολής (παραγγελίας)/διαμονής/διανομής/διατήρησης (αποθεμάτων)/εγγραφής/εγκατάστασης/εκτύπωσης/επεξεργασίας/εργασιών/κατασκευής/των καταστροφών/κεφαλαίου/(τηλεφωνικής) κλήσης/κτήσης (πληροφοριακών συστημάτων)/λειτουργίας/μεταφοράς (βλ. ναύλος)/μονάδας/παραγωγής/πρόσβασης/πωλήσεων/σπουδών/συμμετοχής/συντήρησης/σχεδιασμού/υγείας/φοίτησης/χρήσης (αυτοκινήτου). ~-απόδοση/ζημία/όφελος. Ανάλυση/αύξηση/εκτίμηση (πβ. κοστολόγηση)/κάλυψη/κατανομή/κέντρα/μείωση/παράγοντες/περικοπές/συνάρτηση/υπολογισμός ~ους. ~ σε ευρώ. Διαχειριστικά ~η. Πβ. αξία, τιμή. ΑΝΤ. κέρδος (1) 2. (μτφ.) οι δυσάρεστες συνέπειες απόφασης, επιλογής, πράξης: ανυπολόγιστο/κοινωνικό/οικολογικό ~. Ψυχικό και σωματικό ~. Πβ. τίμημα. ● ΣΥΜΠΛ.: εργατικό κόστος: ΟΙΚΟΝ. οι μισθοί (ημερομίσθια ή/και ωρομίσθια) και οι εισφορές των εργοδοτών στα διάφορα ταμεία κοινωνικής ασφάλισης: φθηνό ~ ~., κόστος ζωής: οι συνολικές δαπάνες οι οποίες απαιτούνται για την αγορά βασικών ειδών ή υπηρεσιών (φαγητό, ενδυμασία, στέγη) που εξασφαλίζουν ικανοποιητικό επίπεδο ανθρώπινης διαβίωσης: δείκτης ~ους ~. Αυξημένο το ~ ~ στις τουριστικές περιοχές. Πβ. επίπεδο τιμών.[< αγγλ. cost of living, γαλλ. le coût de la vie] , μέσο κόστος: ΟΙΚΟΝ. το συνολικό ποσό που απαιτείται για την παραγωγή προϊόντων διαιρούμενο με την αντίστοιχη ποσότητα που παράχθηκε., πολιτικό κόστος: αρνητική επίπτωση στη δημοφιλία κομμάτων ή προσώπων που ασκούν εξουσία για αποφάσεις ή ενέργειές τους: Αναλαμβάνω/δεν με ενδιαφέρει το ~ ~. Το βαρύ ~ ~ των κυβερνητικών μεταρρυθμίσεων. Πάταξη της διαφθοράς παρά το (όποιο) ~ ~., τιμή κόστους & κόστος: ΟΙΚΟΝ. η αξία ενός προϊόντος που συμπίπτει με τη δαπάνη παραγωγής του, χωρίς δηλ. να αφήνει κέρδος: Διατίθεται σε ~ ~. Πωλείται κάτω του ~ους., το κόστος του χρήματος: ΟΙΚΟΝ. το κέρδος που προκύπτει από το αρχικό κεφάλαιο δανεισμού και το τελικό πληρωτέο ποσό, όπως διαμορφώνεται από τα επιτόκια τη δεδομένη χρονική στιγμή, ο τόκος δανεισμού από χρηματοπιστωτκό οργανισμό., κόστος ανάπτυξης βλ. ανάπτυξη, κόστος ευκαιρίας βλ. ευκαιρία, πληθωρισμός κόστους βλ. πληθωρισμός ● ΦΡ.: μετράω το κόστος βλ. μετρώ [< ιταλ. costo, αγγλ. cost, γαλλ. coût]

κρύβω

κρύβω κρύ-βω ρ. (μτβ.) {έκρυ-βα, έκρυ-ψα, κρύ-ψει, -φτηκα, -μμένος, κρύβ-οντας} 1. βάζω, τοποθετώ κάποιον ή κάτι σε μέρος κρυφό, αθέατο ή/και μυστικό, ώστε να μην είναι ορατό(ς) ή να μην μπορεί να εντοπιστεί· καλύπτω, σκεπάζω: ~ψε τα κοσμήματα κάτω από το κρεβάτι/στο υπόγειο (πβ. καταχωνιάζω). ~ψαν τον δραπέτη (πβ. υποθάλπω). Πού έχει ~ψει τον θησαυρό/τα κλοπιμαία; ~εται από την αστυνομία. Κρύψου μέσα στην ντουλάπα/πίσω από την πόρτα. Χρειάστηκε να ~φτούν, για να σωθούν.|| Κάτσε πιο εκεί, γιατί μου ~εις (= κόβεις) τη θέα. ~ψε το πρόσωπό της μέσα στις παλάμες. Σκεπάστηκε, για να ~ψει τη γύμνια της. Ο ήλιος είχε ~φτεί πίσω από τα σύννεφα. 2. (μτφ.) δεν αποκαλύπτω, αποφεύγω να δημοσιοποιήσω, να εκφράσω κάτι που γνωρίζω ή αισθάνομαι, δεν εκδηλώνομαι: Κάτι μου ~εις εσύ, αλλά θα το μάθω. ~ουν επιμελώς το πραγματικό τους πρόσωπο. ~ψε την θλίψη/τις σκέψεις/τα συναισθήματά/τα σχέδιά του. Μας ~ψε την αλήθεια. Δεν ~ψε την ενόχληση/την ικανοποίηση/τον προβληματισμό της. Δεν σου ~ ότι ... (πβ. ομολογώ). Προσπαθεί να ~ψει τα χρόνια του. Δεν έχει τίποτα να ~ψει (: είναι άμεμπτος). Τι ~εται πίσω από το αινιγματικό της χαμόγελο; Δεν ~φτηκε, αλλά δήλωσε ξεκάθαρα ότι ... Πβ. αποκρύπτω, αποσιωπώ.|| Αρχαιότητες/μεταλλεύματα που ~ονται στο υπέδαφος (: δεν έχουν ακόμα ανακαλυφθεί). ΑΝΤ. εξωτερικεύω, φανερώνω ● κρύβει (μτφ.) 1. επιφυλάσσει: Η αναζήτηση εργασίας ~ ευκαιρίες αλλά και παγίδες. Το παιχνίδι ~βε δυσκολίες/εκπλήξεις/προβλήματα. 2. (για κάτι που δεν γίνεται εύκολα αντιληπτό) εμπεριέχει, υποκρύπτει: Η πρότασή του ~ δόλο και υστεροβουλία. Σιωπή που ~βε αμηχανία/ενοχή. Πβ. ενέχει. ● ΦΡ.: ας μην κρυβόμαστε! (συνήθ. στην αρχή περιόδου, λόγου): κάτι γνωστό ή φανερό δεν μπορεί να καλυφθεί: ~ ~, όλοι έχουμε ανάγκη από αγάπη., κρύβει μέσα του 1. για συναίσθημα που δεν φανερώνεται, για χαρακτηριστικό γνώρισμα που βρίσκεται σε λανθάνουσα κατάσταση ή δεν προβάλλεται: ~ ~ θυμό. Κατάφερε να απελευθερώσει τη δημιουργικότητα που ~ ~. ~ ~ έναν έφηβο. 2. για ό,τι εμπεριέχεται σε κάτι άλλο: Κάθε καλός στίχος ~ ~ μουσική., ο έρωτας κι ο βήχας δεν κρύβονται & ο έρωτας, ο βήχας και το χρήμα δεν κρύβονται (παροιμ. έκφρ.): για προφανή κατάσταση ή συναισθήματα που δεν μπορούν εύκολα να κρατηθούν μυστικά., βάζω/κρύβω/σπρώχνω κάτω απ' το χαλί βλ. χαλί, κάτι εγκυμονεί/κρύβει κινδύνους βλ. κίνδυνος, κρατώ κλειστά/κρύβω τα χαρτιά μου βλ. χαρτί, κρύβε λόγια βλ. λόγια, κρύβομαι πίσω από το δάχτυλό μου βλ. δάχτυλο [< μτγν. κρύβω]

λογιστικός

λογιστικός, ή, ό λο-γι-στι-κός επίθ. 1. ΟΙΚΟΝ. -ΛΟΓΙΣΤ. που σχετίζεται με τον λογιστή ή τη λογιστική: ~ός: έλεγχος/προσδιορισμός (καθαρού εισοδήματος)/χειρισμός (αμοιβών). ~ή: αξία (μετοχής)/ενημέρωση/κατάσταση/μέθοδος (βλ. απλο-, διπλο-γραφία)/οργάνωση (επιχείρησης)/χρήση (ή περίοδος). ~ό: αποτέλεσμα (: κέρδος ή ζημία)/σφάλμα. ~οί: κανόνες. ~ές: αρχές (π.χ. η αρχή της συσχέτισης εσόδων-εξόδων)/εγγραφές/εφαρμογές/υπηρεσίες. ~ά: συστήματα. ~ό φοροτεχνικό γραφείο. Βλ. εξω~. 2. κατάλληλος για υπολογισμούς: ~ή: μέθοδος/μηχανή. Πβ. υπο~. ● Ουσ.: λογιστικά (τα): λογιστική., λογιστικό (το): λογιστική. ● ΣΥΜΠΛ.: δημόσιο λογιστικό: ΝΟΜ. κλάδος του δημοσιονομικού δικαίου που αφορά τον κρατικό προϋπολογισμό, απολογισμό, γενικό ισολογισμό και τις δημόσιες δαπάνες. Βλ. φορολογικό δίκαιο., Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα (ακρ. ΔΛΠ): ΛΟΓΙΣΤ. Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης. [< αγγλ. International Accounting Standards - IAS] , λογιστικά βιβλία: ΛΟΓΙΣΤ. για καταγραφή και έλεγχο της οικονομικής κατάστασης επιχείρησης σε ορισμένο χρονικό διάστημα: ενημέρωση/τήρηση ~ών ~ων. Βλ. μηχανογράφηση. [< γαλλ. livres comptables] , λογιστική μονάδα: ΟΙΚΟΝ. σταθερή νομισματική μονάδα υπολογισμού της αξίας αγαθών, υπηρεσιών και περιουσιακών στοιχείων: (με κεφαλ. το αρχικό Λ κ. Μ, παλαιότ.) Ευρωπαϊκή ~ ~. Βλ. εκιού. [< αγγλ. unit of account] , λογιστικό σχέδιο: ΛΟΓΙΣΤ. πρότυπο τυποποίησης της λογιστικής εργασίας το οποίο περιλαμβάνει το σύνολο των λογαριασμών, μεθοδικά τακτοποιημένων: Ελληνικό Γενικό ~ ~. Κλαδικό ~ ~ ασφαλιστικών επιχειρήσεων. [< γαλλ. plan comptable] , λογιστικό χρήμα: ΟΙΚΟΝ. επιταγές, εμβάσματα, τραπεζικές κάρτες. Πβ. τραπεζικό χρήμα. Βλ. ηλεκτρονικό χρήμα., λογιστική πράξη βλ. πράξη, υπολογιστικό/λογιστικό φύλλο βλ. φύλλο [< αρχ. λογιστικός, γαλλ. comptable]

μέτρο

μέτρο μέ-τρο ουσ. (ουδ.) 1. ΜΕΤΡΟΛ. βασική μονάδα μέτρησης του μήκους (συντομ. μ., σύμβ. m)· συνεκδ. επιμήκης ταινία ή όργανο μήκους ενός μέτρου για μέτρηση αποστάσεων, διαστάσεων: το γαλλικό ~. Δύο ~α βάθος/πλάτος/ύψος. Το χωριό βρίσκεται σε υψόμετρο οκτακοσίων ~ων. Εκατό ~α ύπτιο. Βλ. δεκά-, εκατοστό-, χιλιό-, χιλιοστό-μετρο.|| Μεταλλικό/ξύλινο/πλαστικό ~. Πβ. κορδέλα, μεζούρα, μετροταινία. Βλ. βυθό-, γωνιό-, μικρό-, νανό-, τηλέ-μετρο. 2. (γενικότ.) κάθε μονάδα μέτρησης ενός φυσικού μεγέθους: ~ στερεών/υγρών/χωρητικότητας (βλ. λίτρο).|| (ΓΕΩΜ.) ~ τόξου (: ο θετικός αριθμός που εκφράζει πόσες φορές το τόξο περιέχει τη μοίρα). 3. {συνήθ. στον πληθ., μέτρα} οργανωμένες ενέργειες που γίνονται για συγκεκριμένο σκοπό: αντισυνταγματικά/διοικητικά/διαρθρωτικά/διορθωτικά/δρακόντεια/έκτακτα/επείγοντα/κατασταλτικά/νομοθετικά/οικονομικά/ορθά/πειθαρχικά/περιοριστικά/προληπτικά/πρόσθετα/προσωρινά/προτεινόμενα/ρυθμιστικά/σκληρά/στοχευμένα/συμπληρωματικά/συνοδευτικά ~α. ~α βελτίωσης (των συνθηκών)/δημοσιονομικής εξυγίανσης/ελάφρυνσης (δανειοληπτών)/ελέγχου/λιτότητας/πρόνοιας/προστασίας (του καταναλωτή)/στήριξης (της οικονομίας). Εξαγγελία/λήψη ~ων. Άρση/επιβολή/εφαρμογή/καθιέρωση/κατάργηση/προκήρυξη ενός ~ου. Αυξημένα ~α για τη φοροδιαφυγή/κατά της τρομοκρατίας. Απέδωσαν τα νέα ~α της κυβέρνησης. Αντισταθμιστικό ~ για την υλοποίηση του έργου. ~α-ασπιρίνες.|| (ΝΟΜ.) Προσωρινά και συντηρητικά ~α (: για εξασφάλιση και διατήρηση έννομων δικαιωμάτων αντίστοιχα). Βλ. ημίμετρα. 4. (μτφ.) τα λογικά όρια, ο μέσος όρος: υπέρβαση του ~ου. Στη ζωή χρειάζεται αρμονία και ~. Μη χάνουμε το ~. Αλόγιστη χρήση του υπολογιστή, χωρίς ~. Εγχείρημα που ξεπερνάει τα ανθρώπινα ~α. Το ~ (= το ανώτατο όριο) της ελευθερίας/της δημοκρατίας. Πβ. ρέγουλα. Βλ. ακρότητα. 5. (μτφ.) οτιδήποτε μπορεί να αποτελέσει πρότυπο, βάση, κριτήριο αξιολόγησης: Μην κρίνεις τους άλλους με τα δικά σου ~α. Μαγεύτηκα με αυτό το βιβλίο, αλλά δεν είμαι εγώ το ~. Η κοινωνική θέση των ατόμων δεν δίνει το ~ της αξίας τους. 6. ΜΕΤΡ. σύνολο βραχειών και μακρών συλλαβών (στην αρχαία μετρική) ή άτονων και τονισμένων (στη νεότερη), η επανάληψη του οποίου σχηματίζει τον στίχο· γενικότ. ο στίχος: αρχαίο/δακτυλικό/ελεγειακό/ιαμβικό/τροχαϊκό ~. Πβ. μετρικός πους/πόδας. 7. ΜΟΥΣ. (σε μια σύνθεση) καθένα από τα ισόχρονα μικρά μουσικά μέρη που βρίσκονται μεταξύ δύο διαστολών στο πεντάγραμμο: απλά και σύνθετα ~α. ~ 3/4. Πβ. ρυθμός. 8. βήμα ή κίνηση που γίνεται στον ρυθμό της μουσικής. 9. ΜΑΘ. απόλυτη τιμή κάθε πραγματικού αριθμού. ● μέτρα (τα): διαστάσεις: τα ~ του δωματίου. Κουστούμι ραμμένο ακριβώς στα ~ μου. ● ΣΥΜΠΛ.: αίσθηση του μέτρου βλ. αίσθηση, ασφαλιστικά μέτρα βλ. ασφαλιστικός, κυβικό μέτρο/εκατοστό/δεκατόμετρο/χιλιοστόμετρο βλ. κυβικός, μέτρα ασφαλείας βλ. ασφάλεια, μέτρο σύγκρισης βλ. σύγκριση, τετραγωνικό μέτρο/χιλιόμετρο/εκατοστό/δεκατόμετρο/χιλιοστόμετρο βλ. τετραγωνικός, τρέχον μέτρο βλ. τρέχων ● ΦΡ.: εν τινι μέτρω (αρχαιοπρ.): ως ένα βαθμό, σημείο., λαμβάνω/παίρνω μέτρα (μτφ.): ενεργώ κατάλληλα για την αντιμετώπιση προβλήματος, την αποτροπή κινδύνου: Ελήφθησαν όλα τα αναγκαία/απαραίτητα ~. Η κυβέρνηση θα πάρει αυστηρά ~ για το ... [< γαλλ. prendre des mesures] , λαμβάνω/παίρνω τα μέτρα μου: προνοώ για κάτι ή προφυλάσσομαι από αυτό: Έλαβαν τα ~ τους. Όφειλε να έχει πάρει τα ~ του., με μέτρο: εντός λογικών ορίων, χωρίς υπερβολές: Όλα ~ ~!, μέτρα και σταθμά (μτφ.) : κριτήρια: Δεν μπορούμε να κρίνουμε τους πάντες με τα ίδια ~ ~. Οι ιθύνοντες επιβάλλουν τα δικά τους ~ ~., μέτρον άριστον & παν μέτρον άριστον (αρχ. γνωμ.): το καλύτερο είναι να αποφεύγει κάποιος τα άκρα, την υπερβολή. ΣΥΝ. μηδέν άγαν, παίρνω τα μέτρα (κάποιου): μετρώ τις διαστάσεις του σώματός του: Η μοδίστρα μού πήρε ~.|| (αργκό) Του ~ουν μέτρα (= περιμένουν να πεθάνει)., πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος: ΦΙΛΟΣ. (κριτήριο για όλα τα πράγματα είναι ο άνθρωπος:) για να δηλωθεί ότι αποτελεί την υπέρτατη αξία., στα μέτρα μου/σου/του (μτφ.): για καθετί προσαρμοσμένο στις ανάγκες, στις δυνατότητες, στο συμφέρον κάποιου: Ο ρόλος ήταν κομμένος και ραμμένος ~ της. Η αντίπαλη ομάδα ήταν ~ μας (: μπορούσαμε να την αντιμετωπίσουμε)., στα μέτρα/στο μέτρο των δυνάμεων/των δυνατοτήτων (κάποιου): σύμφωνα με τις ανάγκες, επιθυμίες ή δυνατότητές του: πρόγραμμα διατροφής στα μέτρα σας. Θα βοηθήσουμε στο μέτρο των δυνατοτήτων μας., στο μέτρο/στον βαθμό που: μέχρι του σημείου που: Τροποποίηση των κανονισμών επιτρέπεται ~ ~ (= εφόσον) αυτό κρίνεται απολύτως αναγκαίο., φέρνω κάτι στα μέτρα μου (μτφ.): το διαμορφώνω, το προσαρμόζω στις δικές μου ανάγκες, επιθυμίες, δυνατότητες: Η ομάδα ήταν πολύ καλά προετοιμασμένη και έφερε το παιχνίδι στα ~ της.|| (σπάν. για πρόσ.) Προσπαθεί να τη φέρει στα ~ του, αλλά τίποτα. Πβ. φέρνω κάποιον στα νερά μου., δύο μέτρα και δύο σταθμά βλ. σταθμά, κατά το δυνατό(ν)/όσο είναι δυνατό(ν)/στο μέτρο του δυνατού/(μέσα) στα όρια/πλαίσια του δυνατού βλ. δυνατός, στήνω κάποιον στα έξι/τρία μέτρα βλ. στήνω, στο μέτρο/στον βαθμό του εφικτού βλ. εφικτός, στον βαθμό/στο μέτρο που μου αναλογεί βλ. βαθμός [< αρχ. μέτρον, γαλλ. mètre, mesure, αγγλ. measure]

μίσθωση

μίσθωση μί-σθω-ση ουσ. (θηλ.): ΝΟΜ.-ΟΙΚΟΝ. σύμβαση που επιτρέπει τη χρήση κινητού ή ακίνητου αγαθού ή την εκμετάλλευση εργασίας για ορισμένο χρονικό διάστημα, με την καταβολή ορισμένου αντιτίμου: βραχυχρόνια/εμπορική/επαγγελματική/λειτουργική/μακροχρόνια ~. ~ ακινήτων (πβ. ενοικίαση)/αυτοκινήτου/γραφείων/εργασίας (πβ. εργολαβία)/έργου/κατοικίας/λεωφορείων/μηχανήματος/πράγματος. Ακύρωση/διάρκεια/έναρξη/λήξη/όροι/παράταση/συμφωνία ~ης. Βλ. υπο~. ΑΝΤ. εκμίσθωση ● ΣΥΜΠΛ.: χρηματοδοτική μίσθωση: λίζινγκ., χρονομεριστική μίσθωση βλ. χρονομεριστικός [< αρχ. μίσθωσις ‘εκμίσθωση, ενοίκιο’, αγγλ. lease]

ξέπλυμα

ξέπλυμα ξέ-πλυ-μα ουσ. (ουδ.) 1. καλό πλύσιμο για την αφαίρεση σαπουνάδας, απορρυπαντικού: ~ ενός δοχείου/μιας επιφάνειας/ενός χαλιού.|| (συνεκδ.) ~ύματα (= απόνερα) από βιομηχανίες. ΣΥΝ. ξέβγαλμα 2. πρόχειρο πλύσιμο, συνήθ. με σκέτο νερό: Έκανε ένα πολύ γρήγορο ~ με το λάστιχο. Πβ. πλύση. 3. (μτφ.) (κυρ.. για ποτό ή φαγητό) άνοστο ή νερουλό: Αυτό το τσάι είναι (σαν) ~. 4. (μτφ.) ηθική αποκατάσταση: ~ της ντροπής. 5. (μτφ.) νομιμοποίηση παρανομιών: ~ αρχαιοτήτων (πβ. αρχαιοκαπηλία)/προϊόντων εγκλήματος. ● ΣΥΜΠΛ.: ξέπλυμα χρήματος: προσπάθεια συγκάλυψης παράνομης πηγής εσόδων: ~ ~ από λαθρεμπόριο καυσίμων/όπλων. Μέτρα για την καταπολέμηση του ~ύματος βρόμικου/μαύρου ~.

παίζω

παίζω παί-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {έπαι-ξα, παί-ξει, παί-χτηκε (λόγ.) -χθηκε, -χτεί (λόγ.) -χθεί, παίζ-οντας, -όμενος, παι-γμένος} 1. επιδίδομαι σε κάτι που με διασκεδάζει, με ψυχαγωγεί ή σε συγκεκριμένο παιχνίδι, συνήθ. με σκοπό τη νίκη· ειδικότ. παίρνω μέρος σε τυχερό παιχνίδι: ~ με τις κούκλες/τους φίλους μου/τα χρώματα. Τα παιδιά ~ουν στον δρόμο. ~ και μαθαίνω. Πβ. παιχνιδίζει.|| ~ ποδόσφαιρο/σκάκι. ~ει ηλεκτρονικά/ονλάιν παιχνίδια. Τι ~ετε; ~ουμε κρυφτό/κυνηγητό/μήλα/μπιλιάρδο/παντομίμα/ρακέτες. ~εις! (: είναι η σειρά σου να ~ξεις). ~ουν τα λευκά/τα μαύρα (ενν. ο παίχτης με τα αντίστοιχα πιόνια στο σκάκι). Παίξαμε τρεις παρτίδες τάβλι. Η ζαριά δεν μπορεί να ~χτεί. Πώς ~εται το μπέιζμπολ (: ποιοι είναι οι κανόνες του); ~χτηκε καλό βόλεϊ και από τις δύο ομάδες. ~εται η παράταση. Δεν ~χθηκαν οι καθυστερήσεις.|| Γιατί δεν με ~ετε (: δεν με δέχεστε στο παιχνίδι, στην παρέα);|| ~ει στον ιππόδρομο/στο καζίνο. ~ λόττο/ρουλέτα/χαρτιά (πβ. χαρτο~). Ούτε πίνει ούτε ~ει (= δεν τζογάρει). 2. συμμετέχω σε ομαδικό άθλημα ερασιτεχνικά ή επαγγελματικά, αγωνίζομαι: ~ει στην Εθνική/στο μουντομπάσκετ. ~ει βασικός/τραυματισμένος. Σε ποια θέση ~εις; ~ουμε στην έδρα μας/στον τελικό. ~ουμε εναντίον .../φιλικό. ~ουμε για τη νίκη. Έχει ~ξει δίπλα σε μεγάλους παίχτες/σε διάφορες ομάδες. Δεν ~ξε σύμφωνα με τις δυνατότητές του. Παίξανε αμυντικά/έξυπνα/επιθετικά/με έναν παίκτη λιγότερο/μέτρια/νευρικά στο α' ημίχρονο/πειθαρχημένα/σκληρά/χωρίς άγχος/ώριμα. Στην επίθεση ~ξαν καλύτερα. Η ομάδα δεν ~ξε (ενν. καλά). 3. ερμηνεύω, υποδύομαι έναν ρόλο· ανεβάζω έργο στη σκηνή: Τα παιδιά έπαιζαν (= παρίσταναν, προσποιούνταν, υποκρίνονταν) τους μεγάλους.|| (για ηθοποιούς) ~ει (= υποδύεται) τον κακό. ~ουν (με αλφαβητική σειρά): ... ~ξε στον κινηματογράφο/σε κλασικές ταινίες. Έχουν ~ξει μαζί στην τηλεόραση.|| Στο δημοτικό θέατρο ~ει "...". Η παράσταση ~όταν για δύο σεζόν. (προφ.) Τα θέατρα δεν ~ουν τις Δευτέρες (= αργούν). 4. χειρίζομαι επιδέξια, γνωρίζω κάποιο μουσικό όργανο· (για μουσικό) εκτελώ μουσική σύνθεση: ~ βιολί/πιάνο από τα δώδεκα. Γράφει στίχους, μουσική και ~ει κιθάρα. Θα ~ξει ζωντανά. Το λαούτο ~εται με πένα.|| ~ σε συναυλίες/στη φιλαρμονική. Μου αρέσει η μουσική που ~ουν. Θα ~ξουν παλιές τους επιτυχίες. 5. εκθέτω σε κίνδυνο, ρισκάρω: ~εις με τη ζωή/την υγεία σου. Η εταιρεία ~ει το όνομα και τη φήμη της.|| (για κάτι αβέβαιο, που βρίσκεται σε κρίσιμη φάση:) ~εται το μέλλον/η τύχη της οικονομίας/του τόπου/χιλιάδων φοιτητών. ~εται η πρόκριση/το πρωτάθλημα/η πρωτιά. ~ονται μεγάλα συμφέροντα/εκατομμύρια ευρώ. Από εκεί και πέρα όλα ~ονται (: όλα είναι πιθανά). Πβ. διακινδυνεύω, διακυβεύω. 6. ποντάρω, στοιχηματίζω: ~ει χιλιάδες ευρώ στο προπό/ό,τι έχει και δεν έχει/τεράστια ποσά. ~ξα ... ευρώ υπέρ της ... Τα ~ξε όλα στα ζάρια.|| Ποντάρισμα που έχει ~χτεί δεν ακυρώνεται. Σε κάθε γύρο μπορούν να ~χτούν μέχρι τρεις μάρκες. 7. αστειεύομαι, κάνω πλάκα: Εμείς μιλάμε σοβαρά κι εσύ ~εις. Ξέρεις καλά ότι δεν ~ με τέτοια θέματα. Δεν μπορείς να ~ξεις μαζί του. Πβ. κοροϊδεύω. 8. κουνώ, πειράζω κάτι, συχνά από αμηχανία: Έπαιζε με τα γάντια/το κολιέ/τα μαλλιά της. ~ει το κομπολόι του.παίζει 1. λειτουργεί: Το βίντεο/η τηλεόραση δεν ~ (= χάλασε). Το αρχείο δεν ~ κανονικά (ενν. στον υπολογιστή). 2. προβάλλει, μεταδίδει: Τι ~ η τηλεόραση; Η σειρά θα ~χτεί σε περισσότερες από δέκα χώρες. Τι ~εται στις αίθουσες/στο σινεμά αυτή την εβδομάδα; (μτφ.) ~χτηκε το τελευταίο επεισόδιο της σχέσης τους.|| (για το ραδιόφωνο) Ο σταθμός ~ ροκ. Τα τραγούδια του ~ονται ακόμη. Θα ~χτούν δυόμισι λεπτά από το κομμάτι. 3. ακούγεται, ηχεί: Το ραδιόφωνο ~ πολύ δυνατά, χαμήλωσέ το! Έπαιζε η μουσική κι εμείς χορεύαμε. 4. έχει χαλαρώσει και κουνιέται: Η βίδα ~. Οι μπροστινοί τροχοί ~ουν ανησυχητικά. 5. (μτφ.-προφ.) γίνεται, συμβαίνει, συνήθ. παρασκηνιακά: Δεν ξέρω τι ~ με αυτή την υπόθεση. Κάτι ~εται εδώ! ~ονται πολλές κομπίνες. Μάλλον δεν κατάλαβες τι ~χτηκε. ΣΥΝ. τρέχει (1) 6. (νεαν. αργκό) είναι πιθανό: ~ να έρθει αύριο. ~ το εξής σενάριο ... Όλα ~ονται. Πβ. ενδέχεται. 7. (μτφ.-προφ.) βρίσκεται στην επικαιρότητα, ακούγεται: Το θέμα/το όνομά του ~ πολύ τελευταία στα μίντια. 8. (μτφ.-προφ.) κυμαίνεται: Η τιμή πώλησης του πετρελαίου ~ από ... ως ... δολάρια το βαρέλι. ● ΦΡ.: δεν είναι παίξε-γέλασε (προφ.): για να τονιστεί η σοβαρότητα, η σπουδαιότητα μιας κατάστασης: Η ανατροφή ενός παιδιού/η ζωή/η θάλασσα ~ ~., δεν παίζομαι (νεαν. αργκό-εμφατ.): είμαι αξεπέραστος, ασυναγώνιστος σε κάτι: Όταν έχεις κέφια, ~ ~εσαι με τίποτα! Η μαγειρική της ~ ~εται. Στα εντός έδρας ~ ~ονται., δεν παίζω! (προφ.): παραίτηση από συμμετοχή σε παιχνίδι· (κατ' επέκτ.) ήπια έκφραση δυσαρέσκειας, απογοήτευσης ή ασυμφωνίας: ~ ~! Είσαι ζαβολιάρης!|| Α, ~ ~, δεν έχει φαΐ σήμερα;, έπαιξα κι έχασα (μτφ.): προσπάθησα για κάτι, το διακινδύνευσα, αλλά χωρίς επιτυχία., μου την έπαιξε (αργκό): με εξαπάτησε, με κορόιδεψε: ~ ~ ο παλιάνθρωπος!, όχι, παίζουμε! (προφ.): για έκφραση ικανοποίησης: Μια χαρά τα κατάφερες, ~ ~., παίζει ρόλο & παίζει τον ρόλο του (μτφ.): συνιστά βασικό παράγοντα στη διαμόρφωση κατάστασης ή αποτελέσματος: Η διατροφή ~ καθοριστικό/καταλυτικό/σημαίνοντα ~ στην υγεία. Η ηλικία δεν ~ κανέναν ~ στον έρωτα. Η τύχη ~ει κι αυτή τον ~ της στις επιχειρήσεις., παίζεις με τον πόνο μου (οικ.): με πειράζεις, με προκαλείς· μου δημιουργείς ψεύτικες ελπίδες: Μην ~ ~ μας! Δεν ντρέπονται να παίζουν ~ των ανθρώπων;, παίζω με τη φωτιά (μτφ.): ριψοκινδυνεύω: Σε προειδοποιώ ότι ~εις ~. Έπαιξε ~ και κάηκε., παίζω ξύλο/μπουνιές/σφαλιάρες (προφ.) 1. έρχομαι στα χέρια, παλεύω με κάποιον: Παραλίγο να παίξουμε ~. 2. (μτφ.) έχω οικειότητα με κάποιον., παίζω σαν τη γάτα με το ποντίκι/όπως η γάτα με το ποντίκι (παροιμ.): για αργή και βασανιστική εξολόθρευση του πιο αδύναμου σε άνιση αναμέτρηση: Έπαιζε με το θύμα του ~ ~. [< γαλλ. jouer au chat et à la souris /comme un chat avec une souris] , παίζω στο χρηματιστήριο: επενδύω σε μετοχές: Έπαιξε όλες τις οικονομίες του ~., παίζω το παιχνίδι μου (μτφ.-προφ.): ενεργώ με συγκεκριμένο σχέδιο: Ο καθένας ~ει ~ του., παίζω τον ρόλο του ...: συμπεριφέρομαι σαν να είμαι ...: Τους άφησα να τα βρουν μόνοι τους, εγώ δεν ~ ~ του διαιτητή. Βαρέθηκα να ~ ~ του μπαμπούλα., τα παιδία παίζει (λόγ.-ειρων.): για να δηλωθεί έλλειψη σοβαρότητας., τα παίζω (αργκό) 1. σαστίζω, μπλοκάρω, τα χάνω: Τα έχεις παίξει τελείως, χαλάρωσε! Τα έχεις παίξει και δεν ξέρεις τι λες! Τα είχα παίξει από τον φόβο μου. 2. εξαντλούμαι: Τα΄παιξα από τη δίψα/τη ζέστη/την κούραση. Πβ. κρεπάρω. 3. (για μηχάνημα ή μηχανισμό) χαλώ: Τα 'παιξε ο ανεμιστήρας/η τηλεόραση/ο υπολογιστής. ΣΥΝ. καίω φλάντζα, το παίζω (προφ.): προσποιούμαι ότι έχω ορισμένη ιδιότητα, παριστάνω κάποιον: ~ ~ει αδιάφορος/ανεξάρτητος/άνετος/βλάκας/δύσκολος/έξυπνος/μάγκας/σκληρός. (ειρων.) Τι μας ~ ~ει, δηλαδή, ήρωας;, κάνει τον Κινέζο βλ. Κινέζος, Κινέζα, κατεβαίνει/παίζει με τα δεύτερα βλ. δεύτερος, παίζει (το) κρυφτούλι/(το) κρυφτό βλ. κρυφτούλι, παίζει διπλό παιχνίδι βλ. παιχνίδι, παίζει με τα νεύρα μου βλ. νεύρα, παίζει παιχνίδια βλ. παιχνίδι, παίζει σε δύο/σε διπλό/σε πολλά ταμπλό βλ. ταμπλό, παίζει το μάτι του βλ. μάτι, παίζει το πουλί του βλ. πουλί, παίζει το τελευταίο του χαρτί βλ. χαρτί, παίζει τον παπά βλ. παπάς, παίζει/πετάει το μάτι μου βλ. μάτι, παίζουμε την κολοκυθιά βλ. κολοκυθιά, παίζω άμυνα βλ. άμυνα, παίζω άσχημο παιχνίδι σε κάποιον βλ. παιχνίδι, παίζω εν ου παικτοίς βλ. παικτός, παίζω καθαρό παιχνίδι/καθαρά βλ. καθαρός, παίζω κάποιον μονότερμα βλ. μονότερμα, παίζω κάτι κορόνα (ή) γράμματα βλ. γράμμα, παίζω κάτι στα ζάρια βλ. ζάρι, παίζω κωμωδία βλ. κωμωδία, παίζω με τα αισθήματα κάποιου βλ. αίσθημα, παίζω με τις λέξεις βλ. λέξη, παίζω μονά-ζυγά βλ. μονός, παίζω μπάλα βλ. μπάλα, παίζω στα δάχτυλα βλ. δάχτυλο, παίζω τα ρέστα μου βλ. ρέστα, παίζω το παιχνίδι του βλ. παιχνίδι, παίζω το χαρτί του ... βλ. χαρτί, τα παίζω όλα (για όλα) βλ. όλος, το παίζει ιστορία βλ. ιστορία, το παίζει μούρη βλ. μούρη, το παίζω παλαβός & κάνω τον παλαβό βλ. παλαβός, το παίζω υπεράνω βλ. υπεράνω [< αρχ. παίζω, γαλλ. jouer, αγγλ. play]

πιστωτικός

πιστωτικός, ή, ό πι-στω-τι-κός επίθ.: ΟΙΚΟΝ. που σχετίζεται με την πίστωση: ~ός: έλεγχος/οργανισμός/τίτλος. ~ή: κρίση. ~ό: όριο/υπόλοιπο. ~ές: διευκολύνσεις/υπηρεσίες. ~ά: ιδρύματα (π.χ. τράπεζες). Πβ. νομισματο~, χρηματοδοτικός, χρηματο~. ΑΝΤ. χρεωστικός ● ΣΥΜΠΛ.: πιστωτικές μονάδες: μονάδα μέτρησης του φόρτου εργασίας του μέσου φοιτητή για την επίτευξη των μαθησιακών στόχων ενός προγράμματος σπουδών· ισοδυναμεί με 25-30 ώρες εκπαιδευτικής δραστηριότητας, όπως παρακολούθηση διαλέξεων, φροντιστηριακών ασκήσεων ή εργαστηρίων, ιδιωτική μελέτη και συμμετοχή σε εξετάσεις. Πβ. διδακτικές/ακαδημαϊκές μονάδες. [< αγγλ. credit units, credits] , πιστωτική (κάρτα): ΟΙΚΟΝ. κάρτα, συνήθ. με συγκεκριμένο πιστωτικό όριο, που εκδίδεται ονομαστικά από τράπεζα ή επιχείρηση και επιτρέπει στον κάτοχό της να αποκτήσει αγαθά ή να κάνει χρήση υπηρεσιών, πληρώνοντας αργότερα, συχνά με τόκο: αριθμός/έκδοση ~ής ~ας. Αγορές με ~ ~/μέσω ~ών ~ών. Πβ. πλαστικό χρήμα, χρυσή κάρτα. Βλ. χρεωστική (κάρτα). [< αγγλ. credit card, 1888] , πιστωτική αγορά: ΟΙΚΟΝ. η χρηματαγορά και η κεφαλαιαγορά. [< αγγλ. credit market] , πιστωτικό γεγονός: ΟΙΚΟΝ. αποτυχία νομικού προσώπου να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του στα πλαίσια σημαντικής οικονομικής συναλλαγής, με αποτέλεσμα τη μείωση της πιστοληπτικής του αξιοπιστίας. [< αγγλ. credit event] , πιστωτικό χρήμα: ΟΙΚΟΝ. τραπεζογραμμάτια., πιστωτικός κίνδυνος: ΟΙΚΟΝ. κίνδυνος μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που έχει ο αντισυμβαλλόμενος (π.χ. να αποπληρώσει ένα δάνειο ή χρέος) στον οφειλόμενο χρόνο ή οποτεδήποτε μετά τη λήξη αυτού. Βλ. σι ντι ες. [< αγγλ. credit risk] [< μτγν. πιστωτικός ‘βεβαιωτικός’, γαλλ. créditeur, αγγλ. credit]

πλαστικός

πλαστικός, ή, ό πλα-στι-κός επίθ. 1. κατασκευασμένος από πλαστικό: ~ός: δίσκος/κάδος/σωλήνας/χλοοτάπητας (ΑΝΤ. φυσικός). ~ή: θήκη/καρέκλα/κάρτα (= πιστωτική)/μεμβράνη/συσκευασία. ~ό: δοχείο (βλ. τάπερ)/κάλυμμα/μπουκάλι/υλικό/φιλμ. ~ές: σακούλες (ΑΝΤ. οικολογικές)/σφαίρες/τσάντες. ~ά: γάντια/είδη/πέλματα/πόδια επίπλων/προϊόντα/σκεύη/φυτά. Βλ. συνθετικός. 2. που σχετίζεται με τη δημιουργία αισθητικών μορφών από μαλακό ή σκληρό υλικό: ~ός: διάκοσμος. ~ή: αναπαράσταση/απόδοση. ~ές: φόρμες. ~ά: έργα. Πβ. γλυπτός, εικαστικός. 3. που αναφέρεται στην πλαστική χειρουργική: ~ή: ομορφιά. ~ό: στήθος. 4. εύπλαστος, μαλακός: οι ~ές ιδιότητες του ζυμαριού/κεριού.|| ~ή: άργιλος (: που χρησιμοποιείται στην κεραμική).|| (ΜΗΧΑΝ.) ~ή: άρθρωση/κάμψη/ροπή. 5. αρμονικός, καλλίγραμμος: ~ές: κινήσεις. Πβ. συμμετρικός. 6. (μτφ.) επίπλαστος: ~ός: κόσμος. ~ή: ευγένεια/ζωή. ~ές: ιδέες. ~ά: χαμόγελα. Πβ. πλαστός. ΣΥΝ. νάιλον (2) ● Ουσ.: πλαστική (η): γλυπτική. ● ΣΥΜΠΛ.: πλαστικές εκρηκτικές ύλες/πλαστικά εκρηκτικά: εκρηκτικά σε εύκαμπτη ή ελαστική μορφή, για να πλάθονται εύκολα γύρω από το αντικείμενο στο οποίο τοποθετούνται. [< αγγλ. plastic explosive, 1906] , πλαστικές τέχνες: εικαστικές τέχνες. [< γαλλ. arts plastiques, αγγλ. plastic arts] , πλαστικές ύλες: ΧΗΜ.-ΤΕΧΝΟΛ. καθένα από τα σύνθετα πολυμερή με μεγάλο μοριακό βάρος που μορφοποιούνται με ειδική επεξεργασία σε διάφορα σχήματα. Βλ. ακρυλικό, βακελίτης, νάιλον, πλεξιγκλάς, πολυεστέρες, πολυουρεθάνη, PVC, ρητίνη, σιλικόνη, τεφλόν. [< γαλλ. matières plastiques, 1913] , πλαστική εγχείρηση/επέμβαση & (προφ.) πλαστική: ΙΑΤΡ. χειρουργική επέμβαση για την επανορθωτική ή την αισθητική ανάπλαση, αποκατάσταση ιστών: ~ ~ αυτιών (= ωτοπλαστική)/βλεφάρων (= βλεφαροπλαστική)/βραχιόνων/κοιλίας (= κοιλιοπλαστική)/στήθους/μύτης (= ρινοπλαστική)/προσώπου/σώματος/χειλέων., πλαστική χειρουργική: ΙΑΤΡ. κλάδος της χειρουργικής που έχει ως αντικείμενο τις πλαστικές επεμβάσεις: αισθητική/επανορθωτική ~ ~. Εξειδίκευση στην ~ ~ μαστού (= μαστοπηξία)/περιοδοντίου/προσώπου. [< αγγλ. plastic surgery] , πλαστικό φαγητό (προφ.): τυποποιημένο φαγητό, συνήθ. των φαστ φουντ. Πβ. τζανκ φουντ., πλαστικό χρήμα: πιστωτικές ή χρεωστικές κάρτες. [< αγγλ. plastic money, 1969] , πλαστικό χρώμα & (προφ.) πλαστικό: ΧΗΜ.-ΤΕΧΝΟΛ. χρώμα εσωτερικής και εξωτερικής χρήσης που χαρακτηρίζεται από μεγάλη καλυπτικότητα, φωτεινότητα, αντοχή, ευκολία εφαρμογής, ισχυρή πρόσφυση και γρήγορο στέγνωμα. Βλ. λάτεξ. [< αγγλ. plastic paint, 1925] , πλαστικός - επανορθωτικός χειρουργός & (προφ.) πλαστικός: γιατρός ειδικευμένος στην πλαστική και επανορθωτική χειρουργική. [< αγγλ. plastic surgeon] , πλαστική παραμόρφωση βλ. παραμόρφωση [< 1,3,6: αγγλ. plastic 2,4: αρχ. πλαστικός 5: γαλλ. plastique]

ρευστός

ρευστός, ή, ό [ῥευστός] ρευ-στός επίθ. 1. ΦΥΣ. (για ύλη, σώμα) που έχει την ιδιότητα να ρέει: ~ή: κόλλα/λάβα/μάζα. ~ό: μέταλλο/στοιχείο. Βλ. υπερ~. ΑΝΤ. στερεός (1) 2. (μτφ.) που χαρακτηρίζεται από έλλειψη σταθερότητας, που μεταβάλλεται εύκολα: ~ός: χαρακτήρας (καθεστώτος). ~ή: αγορά. ~ό: αποτέλεσμα/(πολιτικό) κλίμα/πρόγραμμα. ~ές: συνθήκες (της οικονομίας). ~ά: όρια. Η κατάσταση παραμένει ~ή. Πβ. ασαφής, ασταθής, μεταβαλλόμενος. ΣΥΝ. ευμετάβλητος ΑΝΤ. αμετάβλητος, σταθερός (1) ● Ουσ.: ρευστό (το): ΦΥΣ. υγρό ή αέριο σώμα που βρίσκεται σε ρευστή κατάσταση: μηχανική των ~ών (= ρευστομηχανική). ● ΣΥΜΠΛ.: ρευστό χρήμα & (προφ.) ρευστό: μετρητά χρήματα που μπορούν άμεσα να χρησιμοποιηθούν: καταβολή/πληρωμή σε ~. Βλ. επιταγή, ομόλογα. ΣΥΝ. ζεστό χρήμα (1) [< 1: αρχ. ῥευστός 2: γαλλ. liquide]

στάση

στάση στά-ση ουσ. (θηλ.) 1. προσωρινό σταμάτημα πορείας και (συνεκδ. για μέσα μεταφοράς) το συγκεκριμένο σημείο όπου σταματά ο οδηγός για επιβίβαση ή/και αποβίβαση: (μη) υποχρεωτική ~. Ενδιάμεσες/συχνές ~εις. ~ και επανεκκίνηση. Διαδρομή/πτήση χωρίς ~. Θα κάνω μια ~ για ξεκούραση/φαΐ. Πέντε λεπτά ~. Απαγόρευση/λωρίδες ~ης και στάθμευσης. (προφ.) ~ παρακαλώ! Θέλω να κατέβω.|| ~ λεωφορείου/μετρό ή τρένου (πβ. σταθμός)/προαστιακού σιδηροδρόμου/τραμ/τρόλεϊ. Ονομασία/στέγαστρο ~ης. Περίμενα στη ~ με τις ώρες. Θα κατέβω στην επόμενη/τελευταία ~. Έχασα τη ~ (: δεν κατάφερα να αποβιβαστώ στη σωστή ~).|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Οι ~εις του Επιταφίου.|| (ΙΑΤΡ., διακοπή ή επιβράδυνση της κυκλοφορίας υγρών του σώματος:) ~ αίματος. Φλεβική ~. Βλ. επίσχεση. 2. (μτφ.) τρόπος αντιμετώπισης, αντίδρασης σε ορισμένη κατάσταση, συμπεριφορά: αδιάλλακτη/αδικαιολόγητη/άκαμπτη/αμερόληπτη/αμυντική/ανάρμοστη/αντικοινωνική/αξιοπρεπής/απαξιωτική/απαράδεκτη/απειλητική/αρνητική/άψογη/δυναμική/εγκληματική/εθνική/ενιαία/επιθετική/επιφυλακτική/ευνοϊκή/εχθρική/θετική/κοινώς αποδεκτή/παθητική/προκλητική/σκληρή/σταθερή/φιλική/χλιαρή ~. Διαφοροποίηση/μεταστροφή/σκλήρυνση της ~ης του. Ποια είναι η ~ σας απέναντι σε ...; Έχουν κοινή ~ στο ζήτημα του ... Κράτησε/τήρησε ουδέτερη ~. Δεν μου άρεσε η/εγκρίνω τη ~ του. Απολογούμαι για/εκθέτω/εξηγώ/καθορίζω τη ~ μου. Άλλαξαν ~ στο θέμα της ... Εμμένουν στη/σκληραίνουν τη ~ τους. Ποια/τι ~ θα υιοθετήσει; Πήρε ξεκάθαρη ~ υπέρ/κατά του ... Πβ. φέρσιμο. Βλ. διάθεση, προαίρεση. 3. θέση, τρόπος με τον οποίο στέκεται ή κάθεται κάποιος: άβολη/αναπαυτική/άνετη/βολική/εμβρυϊκή/πρηνής/ύπτια ~. ~ γιόγκα/εκκίνησης/του κεφαλιού/ξεκούρασης/των ποδιών/προσευχής/ύπνου. Ερωτικές ~εις (βλ. κάμα σούτρα). Λάθος/σωστή ~ του σώματος. Άσκηση σε όρθια ~. Άλλαξε ~, δεν μούδιασες; Κοιμάται στην ίδια πάντα ~. Κακή ~ (μπροστά) στον υπολογιστή.|| (ΦΩΤΟΓΡ., κυρ. παλαιότ.) Φιλμ δώδεκα/τριάντα έξι ~εων. Πβ. πόζα. 4. εξέγερση εναντίον νόμιμης Αρχής: ένοπλη ~. ~ κρατουμένων. ~ στο στράτευμα/στις φυλακές. Υποκίνηση ~ης/σε ~. Κατέστειλαν τη ~. Βλ. επανάσταση. ΣΥΝ. ανταρσία 5. (επίσ.) διακοπή ενέργειας, διαδικασίας: ~ εργασιών/λειτουργίας/συναλλαγών. Πβ. αναστολή, παύση. ● ΣΥΜΠΛ.: στάση εργασίας: κινητοποίηση εργαζομένων κατά την οποία διακόπτουν την εργασία τους για διάστημα λιγότερο από μία εργάσιμη μέρα: πανελλαδική/προγραμματισμένη ~ ~. Αναστέλλουν τη/κηρύσσουν ~ ~. Οι εργάτες έκαναν/πραγματοποίησαν δίωρη ~ ~. [< αγγλ. work stoppage, 1943] , στάση ζωής: συνειδητή επιλογή τρόπου αντιμετώπισης των καταστάσεων του βίου: αισιόδοξη/αξιοθαύμαστη/αρνητική/θετική/συντηρητική ~ ~. Ο εθελοντισμός/η οικολογία/η φιλανθρωπία ως ~ ~. , στάση πληρωμών βλ. πληρωμή, στάση προσοχής βλ. προσοχή, υπηρεσία μιας στάσης βλ. υπηρεσία, φώτα θέσης βλ. φως ● ΦΡ.: έλλειψη χρημάτων, στάση εμπορίου: η εμπορική δραστηριότητα διακόπτεται, όταν δεν υπάρχουν χρήματα., εν στάσει (λόγ.): κατά τη διάρκεια που κάποιος ή κάτι (συνήθ. όχημα) δεν κινείται: φορτηγό ~ ~. Όταν έγινε το ατύχημα, ήμασταν ~ ~. ΑΝΤ. εν κινήσει, τηρώ/κρατώ στάση αναμονής βλ. αναμονή [< αρχ. στάσις, γαλλ. stase, αγγλ. stasis]

χρηματαγορά

χρηματαγορά χρη-μα-τα-γο-ρά ουσ. (θηλ.) {συνήθ. στον πληθ.}: ΟΙΚΟΝ. οργανωμένη αγορά όπου διενεργούνται βραχυπρόθεσμες συναλλαγές κινητών αξιών, αγαθών και εμπορευμάτων· κατ' επέκτ. χρηματιστήριο: οι διεθνείς ~ές. Βλ. -αγορά. [< αγγλ. money market, 1950]

χρηματο- & χρηματό- & χρηματ-

χρηματο- & χρηματό- & χρηματ-: πρόθημα οικονομικών κυρ. όρων που αναφέρονται στο χρήμα, τις οικονομικές συναλλαγές, το κεφάλαιο: χρηματ-αποστολή.|| Χρηματ-αγορά. Χρηματο-μεσίτης. Χρηματο-πιστωτικός.|| Χρηματό-γραφο.|| Xρηματο-δότης.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.