χρεοκοπία χρε-ο-κο-πί-α ουσ. (θηλ.) & χρεωκοπία 1. ΟΙΚΟΝ. διακοπή της δραστηριοποίησης στην αγορά φυσικού ή νομικού προσώπου, εξαιτίας της αδυναμίας του να ανταποκριθεί στις οικονομικές του υποχρεώσεις: απλή/άτακτη/ελεγχόμενη/επιλεκτική/συντεταγμένη ~. ~ της οικονομίας/των (ασφαλιστικών) ταμείων. ~ τράπεζας. ~ λόγω κακής διαχείρισης. Δίωξη για δόλια/εικονική/πλαστή ~. Επιχειρηματικές/εταιρικές ~ες. Ο Όμιλος έκλεισε λόγω ~ας. Πβ. φαλιμέντο, φαλίρισμα. Βλ. κραχ. ΣΥΝ. πτώχευση 2. (μτφ.) πλήρης αποτυχία: διαπραγματευτική/εκπαιδευτική/ιδεολογική/πολιτική/συναισθηματική ~. Ολοκληρωτική ~ και κατάρρευση του κινήματος. [< 1: μτγν. χρεοκοπία, χρεωκοπία 2: ιταλ. bancarotta]
κραχ
κραχ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΟΙΚΟΝ. ξαφνική και ραγδαία πτώση των τιμών του χρηματιστηρίου: χρηματιστηριακό ~. Μίνι ~. Το (μεγάλο) ~ (ενν. του 1929 στην Αμερική). Στα πρόθυρα οικονομικού/παγκόσμιου ~.|| (κατ' επέκτ.-σπάν.) Η επιχείρηση οδηγήθηκε σε ~. Πβ. πτώχευση, χρεοκοπία.|| Εφημεριακό ~ (: στα νοσοκομεία). Βλ. κατάρρευση. [< γερμ. Krach]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.