Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • χρηματιστηριακός , ή, ό χρη-μα-τι-στη-ρι-α-κός επίθ.: ΟΙΚΟΝ. που σχετίζεται με το χρηματιστήριο: ~ός: αναλυτής/απολογισμός/οργανισμός/σύμβουλος. ~ή: αξία/κεφαλαιοποίηση/πτώση/τιμή/ύφεση. ~ό: κεφάλαιο/κραχ. ~οί: τίτλοι (= μετοχές). ~ές: συναλλαγές. Ο ~ δείκτης. Τραπεζικό και ~ό δίκαιο. Οι ~ές αγορές (= χρηματαγορές). Πβ. χρηματιστικός. Βλ. χρηματο-μεσιτικός, -οικονομικός, -πιστωτικός. ● Ουσ.: χρηματιστηριακά (τα) (προφ.): ενν. θέματα., χρηματιστηριακή (η) (προφ.): ενν. εταιρεία. ● επίρρ.: χρηματιστηριακά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] [< γαλλ. boursier]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.