Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • χρηματοδοτώ [χρηματοδοτῶ] χρη-μα-το-δο-τώ ρ. (μτβ.) {χρηματοδοτ-εί, -ώντας | χρηματοδότ-ησε, -ήσει, -είται, -ήθηκε, -ηθεί, -ούμενος, -ημένος} (λόγ.): παρέχω χρήματα, κεφάλαια για την υλοποίηση ενός έργου: Ιδιωτικοί φορείς ανέλαβαν να ~ήσουν την ανέγερση του κτιρίου. Η έρευνα/το συνέδριο θα ~ηθεί από το υπουργείο. Οι επιχειρήσεις ~ήθηκαν με επιδοτήσεις ύψους ... ευρώ. Οι δαπάνες/οι επιχειρηματικές δράσεις/τα έργα ~ούνται (εξολοκλήρου) από το ΕΣΠΑ/από τον κρατικό προϋπολογισμό/από τραπεζικές πιστώσεις. Πβ. επιχορηγώ. Βλ. αυτοχρηματοδοτούμαι, -δοτώ, ανα~, συγ~, υπο~. [< μεσν. χρηματοδοτώ, γαλλ. financer]

αυτοχρηματοδοτούμαι

αυτοχρηματοδοτούμαι [αὐτοχρηματοδοτοῦμαι] αυ-το-χρη-μα-το-δο-τού-μαι ρ. (αμτβ.) {αυτοχρηματοδοτ-είται ..., | -ήθηκε, -ούμενος, συνήθ. στο γ΄ πρόσ.}: ΟΙΚΟΝ. (για επιχείρηση, οργανισμό) χρηματοδοτώ την οικονομική μου δραστηριότητα με δικά μου κεφάλαια ή προσελκύοντας επενδυτές: Εκδοτική προσπάθεια που ~είται. Οι δράσεις της οργάνωσης ~ούνται από τις συνδρομές των μελών της. ~ούμενο: έργο/πρόγραμμα. [< αγγλ. self-finance, 1928, γαλλ. s'autofinancer, 1952]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.