χρηματοδοτώ [χρηματοδοτῶ] χρη-μα-το-δο-τώ ρ. (μτβ.) {χρηματοδοτ-εί, -ώντας | χρηματοδότ-ησε, -ήσει, -είται, -ήθηκε, -ηθεί, -ούμενος, -ημένος} (λόγ.): παρέχω χρήματα, κεφάλαια για την υλοποίηση ενός έργου: Ιδιωτικοί φορείς ανέλαβαν να ~ήσουν την ανέγερση του κτιρίου. Η έρευνα/το συνέδριο θα ~ηθεί από το υπουργείο. Οι επιχειρήσεις ~ήθηκαν με επιδοτήσεις ύψους ... ευρώ. Οι δαπάνες/οι επιχειρηματικές δράσεις/τα έργα ~ούνται (εξολοκλήρου) από το ΕΣΠΑ/από τον κρατικό προϋπολογισμό/από τραπεζικές πιστώσεις. Πβ. επιχορηγώ. Βλ. αυτοχρηματοδοτούμαι, -δοτώ, ανα~, συγ~, υπο~. [< μεσν. χρηματοδοτώ, γαλλ. financer]
αυτοχρηματοδοτούμαι
αυτοχρηματοδοτούμαι [αὐτοχρηματοδοτοῦμαι] αυ-το-χρη-μα-το-δο-τού-μαι ρ. (αμτβ.) {αυτοχρηματοδοτ-είται ..., | -ήθηκε, -ούμενος, συνήθ. στο γ΄ πρόσ.}: ΟΙΚΟΝ. (για επιχείρηση, οργανισμό) χρηματοδοτώ την οικονομική μου δραστηριότητα με δικά μου κεφάλαια ή προσελκύοντας επενδυτές: Εκδοτική προσπάθεια που ~είται. Οι δράσεις της οργάνωσης ~ούνται από τις συνδρομές των μελών της. ~ούμενο: έργο/πρόγραμμα. [< αγγλ. self-finance, 1928, γαλλ. s'autofinancer, 1952]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.