ρευστότηταρευ-στό-τη-τα ουσ. (θηλ.) 1. ΟΙΚΟΝ. διαθεσιμότητα μετρητών χρημάτων, δυνατότητα άμεσης χρησιμοποίησής τους: αναγκαία/απόλυτη/έκτακτη/επαρκής/μακροπρόθεσμη/νομισματική/οικονομική/ταμειακή ~. Η ~ της αγοράς/των μετοχών/της οικονομίας/των συναλλαγών/του χρηματιστηρίου. Ανάσα/απορρόφηση/έλλειψη/ένεση/επάρκεια/κρίση/ποσοστά/πρόβλημα ~ας. Δείκτης τρέχουσας ~ας. Ενίσχυση της ~ας των τραπεζών. Το δάνειο προσφέρει άμεση ~.2. ΦΥΣ. η ιδιότητα του ρευστού: ~ κόλλας/κρέμας/λάβας/λιπαντικού/μετάλλου/υγρών/ύλης. Η ~ του εσωτερικού της Γης.3. (μτφ.-λόγ.) έλλειψη σταθερότητας, μονιμότητας: Επικρατεί/υπάρχει (κοινωνική) ~. ~ του προγράμματος/των συνθηκών/των συνόρων/του χαρακτήρα (: ευμετάβλητο). Εποχή/περίοδος έντονης οικονομικής/πολιτικής ~ας. Πβ. αβεβαι-, μεταβλητ-ότητα, αστάθεια. ● ΣΥΜΠΛ.: κίνδυνος ρευστότητας: ΟΙΚΟΝ. που προκύπτει από την αδυναμία διακανονισμού των υποχρεώσεων του αντισυμβαλλομένου έγκαιρα και σε εύλογη τιμή: πιστωτικός κίνδυνος και ~ ~. [< αγγλ. liquidity risk] [< 1: γαλλ. liquidité 2,3: γαλλ. fluidité]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.