χριστεπώνυμος , η, ο χρι-στε-πώ-νυ-μος επίθ.: ΕΚΚΛΗΣ. που έχει βαπτιστεί στο όνομα του Ιησού Χριστού· χριστιανός, χριστιανικός: το ~ο ποίμνιο. Βλ. -ώνυμος. ● ΣΥΜΠΛ.: το πλήρωμα της Εκκλησίας/το χριστεπώνυμο πλήρωμα βλ. πλήρωμα [< μεσν. Χριστεπώνυμος]
πλήρωμα
πλήρωμα πλή-ρω-μα ουσ. (ουδ.) {πληρώμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. οι άνθρωποι που προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε πλοίο, αεροσκάφος ή όχημα (συνήθ. εκτός του κυβερνήτη), το προσωπικό: εκπαιδευμένο/έμπειρο ~. ~ καμπίνας. ~ του αντιτορπιλικού/της φρεγάτας.|| ~ εδάφους/θαλάμου διακυβέρνησης/θαλάμου επιβατών.|| ~ ασθενοφόρου/περιπολικού.2. (σπάν.-προφ.) πληρωμή. ● ΣΥΜΠΛ.: το πλήρωμα της Εκκλησίας/το χριστεπώνυμο πλήρωμα: ΕΚΚΛΗΣ. τα μέλη της Εκκλησίας, οι χριστιανοί., το πλήρωμα του χρόνου1. η κατάλληλη στιγμή για κάτι: Έχει έρθει/έφτασε ~ ~ για ...2. ΕΚΚΛΗΣ. η συντέλεια του κόσμου. [< 1: αρχ. πλήρωμα 2: μτγν. πλήρωμα]
-ώνυμος
-ώνυμος, η, ο: επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων που αναφέρονται σε όνομα ή σημασιολογική σχέση: ιδι~/φερ~.|| (ουσιαστικοπ.) (Το) πατρ-ώνυμo/ψευδ~.|| (με προθήματα) Αν~/επ~/περι~.|| Συν~.|| Ετερ~/ομ~.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.