Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • χρονογράφος χρο-νο-γρά-φος ουσ. (αρσ. + θηλ.) 1. συγγραφέας χρονογραφίας: μεσαιωνικός ~. Βλ. ιστορικός. ΣΥΝ. χρονικογράφος 2. (κυρ. παλαιότ.) συντάκτης χρονογραφήματος: (τακτικός) ~ εφημερίδας/περιοδικού. Βλ. -γράφος, κριτικός. [< 1: μτγν. χρονογράφος, γαλλ. chronographe, αγγλ. chronographer 2: γαλλ. chroniqueur]
  • χρονογράφος χρο-νο-γρά-φος ουσ. (αρσ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. χρονομετρικός μηχανισμός· ρολόι με χρονόμετρο: αυτόματος/ψηφιακός ~ πολλαπλών μετρήσεων.|| (κατ΄επέκτ.) Αδιάβροχος/ατσάλινος ~. Βλ. βυθό-, ταχύ-μετρο. 2. ΑΣΤΡΟΝ. συσκευή που χρησιμοποιείται στις αστρονομικές παρατηρήσεις για την ακριβή καταγραφή του χρόνου. Βλ. -γράφος. [< γαλλ. chronographe, αγγλ. chronograph]

-γραφος

-γραφος, η, ο: λεξικό επίθημα με αναφορά σε ορισμένο τρόπο γραφής: ιδιό~/ολό~.|| (ουσιαστικοπ.) Χειρό-γραφο.

ιστορικός

ιστορικός [ἱστορικός] ι-στο-ρι-κός ουσ. (αρσ. + θηλ.) 1. επιστήμονας με αντικείμενο μελέτης την Ιστορία· ειδικότ. καθηγητής Ιστορίας: Ο ~ του μέλλοντος. ~ του θεάτρου/του Νέου Ελληνισμού. 2. ιστοριογράφος: αντικειμενικός ~. Ο ~ του Πελοποννησιακού Πολέμου (= ο Θουκυδίδης). Βλ. χρονικογράφος. [< αρχ. ἱστορικός, γερμ. Historiker, γαλλ. historien, αγγλ. historian]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.