χρονογράφος χρο-νο-γρά-φος ουσ. (αρσ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. χρονομετρικός μηχανισμός· ρολόι με χρονόμετρο: αυτόματος/ψηφιακός ~ πολλαπλών μετρήσεων.|| (κατ΄επέκτ.) Αδιάβροχος/ατσάλινος ~. Βλ. βυθό-, ταχύ-μετρο.2. ΑΣΤΡΟΝ. συσκευή που χρησιμοποιείται στις αστρονομικές παρατηρήσεις για την ακριβή καταγραφή του χρόνου. Βλ. -γράφος. [< γαλλ. chronographe, αγγλ. chronograph]
-γραφος
-γραφος, η, ο: λεξικό επίθημα με αναφορά σε ορισμένο τρόπο γραφής: ιδιό~/ολό~.|| (ουσιαστικοπ.) Χειρό-γραφο.
ιστορικός
ιστορικός [ἱστορικός] ι-στο-ρι-κός ουσ. (αρσ. + θηλ.) 1. επιστήμονας με αντικείμενο μελέτης την Ιστορία· ειδικότ. καθηγητής Ιστορίας: Ο ~ του μέλλοντος. ~ του θεάτρου/του Νέου Ελληνισμού.2. ιστοριογράφος: αντικειμενικός ~. Ο ~ του Πελοποννησιακού Πολέμου (= ο Θουκυδίδης). Βλ. χρονικογράφος. [< αρχ. ἱστορικός, γερμ. Historiker, γαλλ. historien, αγγλ. historian]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.