Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • χρυσάφι χρυ-σά-φι ουσ. (ουδ.) (προφ.) 1. χρυσός· (συνεκδ.-συνήθ. στον πληθ.) χρυσά νομίσματα, κοσμήματα ή γενικότ. αντικείμενα: αληθινό/ατόφιο/καθαρό ~. ~ ... καρατίων. Πβ. χρυσό. Βλ. ασήμι.|| (μτφ.) Έχει (μια) καρδιά από ~ (= μάλαμα).|| Σεντούκι γεμάτο ~. ~ια (= χρυσαφικά) και διαμάντια/ρουμπίνια. 2. (μτφ.) πολλά χρήματα: Μας κόστισε/το πληρώσαμε ~ (= πολύ ακριβά). Του τάζουν ~ για να ... ● ΦΡ.: για όλο το χρυσάφι του κόσμου (προφ.-εμφατ.): σε καμιά περίπτωση, με τίποτα: Δεν θα το έκανα ~ ~. ΣΥΝ. με/για τίποτα στον κόσμο, κολυμπάει στο χρυσάφι/στο χρήμα βλ. κολυμπώ, ό,τι αγγίζει γίνεται χρυσός/χρυσάφι βλ. χρυσός [< μεσν. χρυσάφι(ν)]
  • χρυσαφικά χρυ-σα-φι-κά ουσ. (ουδ.) (τα) {σπάν. στον εν. χρυσαφικό}: κοσμήματα, κυρ. χρυσά: κατάστημα ~ών (= κοσμηματοπωλείο). Μου έκλεψαν τα ~. Πβ. τιμαλφή. Βλ. ασημικά, μπιζού.

ασήμι

ασήμι [ἀσήμι] α-σή-μι ουσ. (ουδ.) {-ιού} (προφ.): ο άργυρος, όταν χρησιμοποιείται για την κατασκευή διακοσμητικών ή χρηστικών ειδών: ατόφιο/επιχρυσωμένο/καθαρό ~. Κράμα χρυσού και ~ιού. Κοσμήματα/νομίσματα/σκεύη από ~.|| (μτφ.) Το φεγγάρι λάμπει σαν ~. || (στον πληθ., λαϊκό-λογοτ.) ~ια (= ασημικά) και χρυσάφια. [< μεσν. ασήμι]

ασημικά

ασημικά [ἀσημικά] α-ση-μι-κά ουσ. (ουδ.) (τα) {σπάν. στον εν. ασημικό}: διακοσμητικά ή χρηστικά αντικείμενα από ασήμι: παλιά/περίτεχνα ~. Εργαστήριο ~ών. Γυαλίζω/καθαρίζω τα ~. Βλ. χρυσαφικά.|| (ως επίθ.) ~ είδη/σκεύη. [< μεσν. ασημικά]

κολυμπώ

κολυμπώ [κολυμπῶ] κο-λυ-μπώ ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {κολυμπ-ά κ. -άει ... | κολύμπ-ησα, -ήσω, -ώντας} & κολυμπάω 1. επιπλέω ή μετακινώ το σώμα μου στο νερό, με συντονισμένες κινήσεις των χεριών και των ποδιών, κάνω κολύμπι: ~ήσαμε στα καταγάλανα νερά/στην πισίνα/στο ποτάμι. ~ με βατραχοπέδιλα/μάσκα και αναπνευστήρα/μπρατσάκια. ~ά(ει) σαν δελφίνι/ψάρι (: είναι δεινός κολυμβητής). Δεν ξέρει (ακόμη)/τώρα μαθαίνει να ~άει (: δεν ξέρει μπάνιο). ~ησε ανάσκελα/κόντρα στο ρεύμα/μέχρι την ακτή/προς το μέρος μας. Μην ~άς με γεμάτο στομάχι! Πήγαμε ~ώντας μέχρι τον βράχο.|| (ΑΘΛ.) ~ κρόουλ/πεταλούδα/πρόσθιο/ύπτιο.|| (κατ' επέκτ., για ζώο) Οι σκύλοι μπορούν να ~ούν. 2. για θαλάσσιο οργανισμό που κινείται στο νερό, συνήθ. σε θάλασσα, λίμνη, ποτάμι, χρησιμοποιώντας φυσικά όργανα κολύμβησης (ουρά, πτερύγια). 3. {κυρ. στο γ' πρόσ.} (μτφ.-εμφατ.) διαθέτω άφθονη ποσότητα από κάτι: ~άει στο πετρέλαιο (: για περιοχή ή χώρα).|| Η εταιρεία ~ούσε στα χρέη (: ήταν καταχρεωμένη). ΣΥΝ. πλέω (3) 4. {κυρ. στο γ΄πρόσ.} (μτφ.-εμφατ.) είμαι βουτηγμένος σε υπέρμετρα μεγάλη ποσότητα υγρού: Τα φασολάκια ~άνε στο λάδι!|| ~άει στον ιδρώτα (= είναι μούσκεμα). ΣΥΝ. πλέω (4) ● ΦΡ.: κολυμπάει στο χρυσάφι/στο χρήμα & στα πλούτη/στα λεφτά (προφ.): είναι πολύ πλούσιος. Πβ. το/τα φυσάει., κολυμπάει/έπεσε σε βαθιά νερά/στα βαθιά (νερά) & βούτηξε στα βαθιά (νερά) (μτφ.-προφ.): αντιμετωπίζει μια δύσκολη κατάσταση, ασχολείται με κάτι απαιτητικό: Βρέθηκε ξαφνικά/έμαθε να κολυμπάει ~. Βούτηξε/έπεσε από μικρός στα ~ της δημοσιογραφίας. [< μεσν. κολυμπώ]

χρυσός

χρυσός χρυ-σός ουσ. (αρσ.) 1. ΧΗΜ. ευγενές μεταλλικό στοιχείο (σύμβ. Au, Ζ 79) λαμπερού κίτρινου χρώματος, που αποτελεί το πολυτιμότερο μέταλλο και χρησιμοποιείται κυρ. στη χρυσοχοΐα: ακατέργαστος/καθαρός/οξειδωμένος/χυτός ~. Κόκκινος/λευκός (πβ. λευκόχρυσος) ~. ~ ... καρατίων. Εργοστάσιο/μεταλλείο/ορυχείο (= χρυσωρυχείο) ~ού. Το βάρος/η καθαρότητα του ~ού. Περιεκτικότητα σε ~ό. Ο ~ τήκεται. Βλ. ασήμι, παλλάδιο, πλατίνα.|| Κοσμήματα από ~ό (= χρυσά· πβ. μάλαμα, χρυσό). Βλ. ψευδόχρυσος.|| (μτφ., για κάτι πολύτιμο:) Πράσινος ~ (: το ελαιόλαδο). 2. ΟΙΚΟΝ. το αντίστοιχο μέταλλο ως χρηματοοικονομικό μέσο: αγορά/διαπραγμάτευση/κέρδη/ρευστοποιήσεις/υπερτίμηση ~ού. Η αξία/κίνηση του ~ού. Επενδύσεις/ισοτιμία/κεφάλαια/συναλλαγές σε ~ό. Στα ύψη ο ~.|| Νομισματικός ~ (: φυλάσσεται σε ράβδους στην κεντρική τράπεζα ενός κράτους και αποτελεί κρατικό περιουσιακό στοιχείο). 3. (κατ' επέκτ.) πλούτος, ακριβά αντικείμενα, πολυτέλεια, χρήματα: Αγαπά τον ~ό (= χρυσάφι). ● ΣΥΜΠΛ.: μαύρος χρυσός: το πετρέλαιο: η τρελή κούρσα του ~ου ~ού. Σε επίπεδα ρεκόρ ο ~ ~. [< αγγλ. black gold, 1910, γαλλ. l'or noire, 1937] , ράβδος χρυσού βλ. ράβδος, ρήτρα συναλλάγματος/(ξένου) νομίσματος/χρυσού/τιμαρίθμου βλ. ρήτρα ● ΦΡ.: ό,τι αγγίζει γίνεται χρυσός/χρυσάφι: ό,τι κάνει στέφεται με μεγάλη επιτυχία, είναι πολύ τυχερός. Πβ. Μίδας., πληρώνω κάποιον/κάτι χρυσό: χρυσοπληρώνω., η σιωπή είναι χρυσός βλ. σιωπή, ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός βλ. λάμπω [< αρχ. χρυσός, γαλλ. or, αγγλ. gold]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.