Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • χρυσοδάκτυλος χρυ-σο-δά-κτυ-λος ουσ. (αρσ.) & χρυσοδάχτυλος: ικανός κλέφτης, που καταφέρνει να μη γίνεται αντιληπτός: ~οι άρπαξαν κοσμήματα. (κ. ως επίθ.) ~οι: ληστές/πορτοφολάδες. Πβ. ελαφρο-, μακρυ-χέρης. ΣΥΝ. χρυσοχέρης (2) [< πβ. μεσν. χρυσοδάκτυλος ‘που φορά χρυσό δακτυλίδι’, αγγλ. goldfinger, 1959]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.