χρωματιστός , ή, ό χρω-μα-τι-στός επίθ.: που έχει χρώμα ή χρώματα, συνήθ. όχι άσπρο ή μαύρο: ~ή: κιμωλία. ~ό: βερνίκι/γυαλί/ύφασμα/χαρτί. ~οί: φακοί επαφής (: όχι διάφανοι). ~ές: κάλτσες/κορδέλες/χαρτοπετσέτες. ~ά: νύχια (= βαμμένα). Πβ. έγχρωμος, χρωματισμένος. Βλ. μονό-, δί-, πολύ-χρωμος.|| (γεμάτος χρώματα, κατ’ επέκτ. ευχάριστος:) Ένας ~ και φωτεινός κόσμος. ΑΝΤ. άβαφος & άβαφτος (1), αχρωμάτιστος (1), άχρωμος (1) ● Ουσ.: χρωματιστά (τα): ενν. ρούχα: απορρυπαντικό κατάλληλο για ευαίσθητα, μάλλινα και ~. Μην πλένετε μαζί λευκά και ~. [< γαλλ. coloré]
μονο- & μονό- & μον-
μονο- & μονό- & μον- α' συνθετικό λέξεων με τη σημασία του 1. ενός: μονο-εδρικός/~ετής/~θέσιος. Μονό-γλωσσος. Μονό-στηλο.|| Μονο-κοτυλήδονα (βλ. δι-). Μον-οξ(ε)ίδιο.2. (μτφ.) αποκλειστικού, μοναδικού: μονο-πωλιακός.|| (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.) Μονο-διάστατος/~μερής. Μονό-πλευρος. ΑΝΤ. πολυ-.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.