Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • χρόνιος , α, ο χρό-νι-ος επίθ. {κ. λόγ. θηλ. χρονία} 1. ΙΑΤΡ. (για παθολογική κατάσταση) που εμφανίζεται για μεγάλο χρονικό διάστημα, χωρίς να παρουσιάζει οξύτητα: ~ος: βήχας. ~α: ασθένεια/βρογχίτιδα/νόσος/ωτίτιδα. ~ο: άσθμα. ~ες: αλλεργίες/διαταραχές/παθήσεις/φοβίες. ΑΝΤ. οξύς (1), παροξυσμικός 2. (αρνητ. συνυποδ.) που διαρκεί εδώ και πολύ χρόνο: ~ος: αλκοολισμός/(οικονομικός) μαρασμός. ~α: ανεργία/διαμάχη/καθήλωση σε αναπηρικό καροτσάκι/λήψη κορτιζόνης/χορήγηση φαρμάκων/χρήση ναρκωτικών. Πβ. μακρο~, πολυ~.|| (κατ' επέκτ., για πρόσ. που έχει ~α συνήθεια) ~ος: καπνιστής. ● επίρρ.: χρονίως ● ΣΥΜΠΛ.: χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια βλ. αποφρακτικός [< αρχ. χρόνιος, γαλλ. chronique, αγγλ. chronic]

αποφρακτικός

αποφρακτικός, ή, ό [ἀποφρακτικός] α-πο-φρα-κτι-κός επίθ.: που σχετίζεται με την απόφραξη: (ΙΑΤΡ.) ~ός: ειλεός/ίκτερος. ~ή: άπνοια (βλ. υπνική άπνοια)/λαρυγγίτιδα/νόσος.|| ~ό: μηχάνημα/όργανο/όχημα/υγρό (ΑΝΤ. εμφρακτικό). (ως ουσ.) ~ό (ενν. προϊόν) αποχετεύσεων/νιπτήρων/τουαλέτας σε σκόνη (: που ξεβουλώνει). ● ΣΥΜΠΛ.: χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια: ΙΑΤΡ. πάθηση του αναπνευστικού συστήματος με κύριο χαρακτηριστικό τη μείωση της ροής του αέρα στους πνεύμονες και κατά συνέπεια τη δυσχέρεια στην εισπνοή και την εκπνοή. Βλ. ΧΑΠ. [< αγγλ. chronic obstructive pulmonary disease] [< μεσν. αποφρακτικός, γαλλ. obstructif]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.