Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 4 εγγραφές  [0-4]


  • χρόνος χρό-νος ουσ. (αρσ.) {χρόν-οι κ. ουδ. -ια} 1. ΦΥΣ. διάσταση η οποία εκφράζει ακολουθία γεγονότων που εκδηλώνονται στις διαστάσεις του χώρου: συντονισμένος παγκόσμιος ~ (: βάσει της ώρας Γκρίνουιτς). ~ ζώνης (: ο ~ κάθε χώρας, ο οποίος διαφέρει συνήθ. από τον παγκόσμιο κατά μία ή περισσότερες ώρες). Επίγειος ~ (: βάσει της κίνησης των σωμάτων του ηλιακού συστήματος).|| (ΦΥΣ.) Η διαστολή/έννοια/σχετικότητα του ~ου. Ανάλυση/μέτρηση του ~ου. Μεταβολή συναρτήσει του ~ου. Βλ. χωρόχρονος.|| (ΑΣΤΡΟΝ.) Διεθνής ατομικός ~ (: με βάση το δευτερόλεπτο). 2. (γενικότ.) αλληλουχία γεγονότων: τα ίχνη/η ροή/τα σημάδια του ~ου. Με την πάροδο/το πέρασμα του ~ου ... (μτφ.) Ο ~ δεν γυρνά πίσω/είναι ο καλύτερος γιατρός (: απαλύνει τον πόνο)/κυλά/σταμάτησε τη στιγμή που .../τρέχει (: περνάει γρήγορα)/φεύγει. Ο ~ θα δείξει αν ... Ομορφιά ανεξίτηλη στον ~ο. Βλ. παρόν, παρελθόν, μέλλον. 3. διάστημα αόριστο ή σαφώς προσδιορισμένο, το οποίο μεσολαβεί μεταξύ δύο συμβάντων ή διατίθεται, για να γίνει κάτι: Πέρασε πολύς ~ από τότε που ...|| Ανεκμετάλλευτος/χαμένος ~. Εξοικονόμηση/στενότητα ~ου. Οργάνωση του ~ου. Ο ~ δεν μας παίρνει/φτάνει. Μας πιέζει ο ~. Δεν υπάρχει ~ για χάσιμο. Χάθηκε πολύτιμος ~. Ελλείψει ~ου και χρήματος δεν θα έρθουμε. Εξαντλώ τον ~ο (: τα χρονικά περιθώρια). Έχω άφθονο ~ο στη διάθεσή μου. Δώσε μου λίγο ~ο. Πώς περνάς τον ~ο σου; Εκμεταλλεύομαι σωστά/σπαταλώ τον ~ο μου. Δεν θα μου πάρει πολύ ~ο να ... (μτφ.) Μάχη με τον ~ο.|| (σε εξέταση:) Πόσο ~ο έχουμε (ακόμα); Τέλος ~ου. Πβ. καιρός, ώρα. 4. διάρκεια ενέργειας: (μέσος/συνολικός) ~ αναμονής/εξυπηρέτησης/επεξεργασίας/ζωής/φοίτησης. Συμβατικός ~ μίσθωσης. Δωρεάν ~ πρόσβασης στο ίντερνετ. Σύμβαση αορίστου ~ου. Αύξηση του εβδομαδιαίου εργάσιμου ~ου. Ανανέωση/κάρτες προπληρωμένου ~ου ομιλίας. 5. συγκεκριμένο χρονικό σημείο εκδήλωσης ή εκτέλεσης ενέργειας: ο ~ άφιξης/εκκίνησης υπολογιστή/λήξης. Οι ακριβείς ~οι των δρομολογίων. Τήρηση των συμφωνημένων ~ων παράδοσης. Πβ. ημερομηνία, ώρα.|| Ανακοίνωση του τόπου και του ~ου διεξαγωγής του συνεδρίου. Καθυστερήσεις στους ~ους πληρωμής.|| Ποιον ~ο ιδρύθηκε το ... Πβ. χρονιά.|| Έφτασε/ήρθε ο ~ για ... Πβ. στιγμή. 6. έτος: ο ~ έκδοσης του βιβλίου (: η χρονολογία). Η μεγαλύτερη μέρα/οι εποχές/οι μήνες του ~ου. Αλλαγή του ~ου. Μια φορά τον ~ο ... Όλο τον ~ο ... Πλασματικοί ~οι ασφάλισης. Εορτασμός των ... ~ων από ... Διάρκεια/περίοδος/συμβόλαιο/φυλάκιση ... ~ων. Πέρασε ένας ολόκληρος ~ από ... Είναι ο δεύτερος ~ μου στη δουλειά. Έβδομος ~ λειτουργίας της σχολής. Πού θ' αλλάξετε ~ο (: θα κάνετε Πρωτοχρονιά);|| (στην αρχή του έτους) Εύχομαι ο καινούργιος/νέος ~ να φέρει υγεία! Έθιμα για το καλό του ~ου. Πβ. χρονιά. 7. ΓΡΑΜΜ. γραμματική κατηγορία του ρήματος που δηλώνει τη χρονική βαθμίδα (παρελθόν, παρόν, μέλλον) και το ποιόν ενεργείας (συνοπτικό, εξακολουθητικό, συντελεσμένο): ενεστωτικός/παροντικός ~. Στιγμιαίοι ~οι.|| (ως προς τον σχηματισμό τους:) Απλοί/περιφραστικοί ~οι.|| Οι αρχικοί ~οι του ρήματος. 8. ΑΘΛ. η ταχύτητα με την οποία ένας αθλητής καλύπτει δεδομένη απόσταση· επίδοση: αργός/γρήγορος/μέτριος ~. Δεν έπιασε/πέτυχε (καθόλου) καλό ~ο. Έκανε τον καλύτερο/ταχύτερο ~ο. Βελτιώνω τους ~ους μου. 9. ΜΟΥΣ. μονάδα μέτρησης μουσικών έργων, η οποία αντιστοιχεί σε έναν χτύπο· (στη βυζαντινή μουσική) διάρκεια φθόγγου: ρυθμικός ~. Ένδειξη ~ου (στην αρχή της σύνθεσης).|| (μέτρο:) Κομμάτι σε ~ο 2/4. Κρατώ τον ~ο.|| (τέμπο:) Σε αργό/γρήγορο ~ο.|| Απλός/ελάχιστος/σύνθετος ~. 10. διδακτικό έτος: στον τρίτο ~ο της φοίτησής του. Οι σπουδές διαρκούν ... ~ια.χρόνια (τα) 1. διάστημα συγκεκριμένων ετών: τα πρώτα/τελευταία ~ της ζωής του ... Τα περασμένα/προηγούμενα ~. Δύο ~ εγγύηση/κάθειρξη. Πέντε ~ παρουσίας/προσφοράς. Σύνταξη στα ... ~. Μέσα σε λίγα ~. Για τα επόμενα ~. Συμπληρώθηκαν ... ~ από ... Πώς περνούν τα ~; Πόσα ~ έχεις να τον δεις;|| (ηλικία:) Τα ~ βαραίνουν στις πλάτες του (: είναι ηλικιωμένος). Αχ και να 'χα τα ~ σου (: τα νιάτα σου)! 2. περίοδος ετών, στη ζωή κάποιου ή στην ανθρώπινη ιστορία: δύσκολα/χαρούμενα ~. Τα νεανικά/μαθητικά ~. Τα ~ της ωριμότητας (= η εποχή). Στα ~ μου, ... (: όταν ήμουν νέος).|| Τα παλιά τα ~ ... Πβ. καιρός., χρόνοι (οι): περίοδος ετών: κρίσιμοι ~. Ευρήματα των αλεξανδρινών/(ελληνο)ρωμαϊκών ~ων. Πβ. εποχή, καιρός., χρόνων & (προφ.) χρονών: για δήλωση ηλικίας· ετών: παιδί δέκα ~. Είναι πάνω από ... ~. Πόσων ~ είσαι; Έγινε ... ~.|| Αμάξι/σπίτι ... ~. ● Υποκ.: χρονάκια (τα), χρονάκος (ο) ● ΣΥΜΠΛ.: άγουρα χρόνια: η παιδική και κυρ. η εφηβική περίοδος της ζωής., αίσθηση του χρόνου: αντίληψη του χρόνου: ανεπτυγμένη ~ ~. Δεν έχει καμία ~ ~. Βλ. αίσθηση του χώρου., ελεύθερος χρόνος: οι ώρες της ημέρας που δεν προορίζονται για εργασία ή ύπνο: ασχολίες/διαχείριση του/δραστηριότητες/έλλειψη ~ου ~ου. Η βιομηχανία του ~ου ~ου. Αυξάνεται/μειώνεται ο ~ ~. Αξιοποιώ δημιουργικά/αφιερώνω/διαθέτω τον ~ο ~ο μου στα βιβλία/στη γυμναστική. Εγκαταστάσεις ~ου ~ου και αθλητισμού. Τι κάνεις στον ~ο ~ο σου; Δεν έχει καθόλου ~ο ~ο. Βλ. ανάπαυση, διασκέδαση, ψυχαγωγία., πραγματικός χρόνος 1. ΠΛΗΡΟΦ. πραγματική διάρκεια επεξεργασίας δεδομένων: ~ ~ εγκατάστασης/λήψης (αρχείου). Κινούμενη εικόνα σε ~ό ~ο.|| (τώρα, ζωντανά, άμεσα:) Ενημέρωση/επικοινωνία/τηλεδιάσκεψη ~ού ~ου/που γίνεται σε ~ό ~ο (μέσω δορυφόρου). Θέσεις πλοίων/κίνηση στους δρόμους σε ~ό ~ο. 2. αληθινή διάρκεια: ο ~ ~ της συνομιλίας. Ο ελάχιστος/μέσος ~ ~ απασχόλησης/ασφάλισης/εργασίας/προϋπηρεσίας. Οι ~οί ~οι ολοκλήρωσης του έργου. [< 1: αγγλ. real time, 1953] , ακολουθία των χρόνων βλ. ακολουθία, ανενεργός χρόνος βλ. ανενεργός, άνεση χρόνου βλ. άνεση, αρκτικοί χρόνοι βλ. αρκτικός2, αστρικός χρόνος βλ. αστρικός, γεωμετρική εποχή/περίοδος βλ. γεωμετρικός, ηλιακός χρόνος βλ. ηλιακός, ηρωική εποχή/ηρωικά χρόνια βλ. ηρωικός, ιστορικοί χρόνοι βλ. ιστορικός, μελλοντικοί χρόνοι βλ. μελλοντικός, Μέσοι Χρόνοι βλ. μέσος, μηχανή του χρόνου βλ. μηχανή, μολυβένια χρόνια βλ. μολυβένιος, πανδαμάτωρ χρόνος βλ. πανδαμάτωρ, πέτρινα χρόνια βλ. πέτρινος, πίστωση χρόνου βλ. πίστωση, σκοτεινοί χρόνοι βλ. σκοτεινός, σκότωμα του χρόνου/της ώρας βλ. σκότωμα, το πλήρωμα του χρόνου βλ. πλήρωμα, χρόνος υποδιπλασιασμού βλ. υποδιπλασιασμός ● ΦΡ.: (είναι) χρόνια μπροστά (προφ.): είναι προχωρημένος, αναπτυγμένος: ~ ~ στην τεχνολογία. Ο άνθρωπος είναι ~ ~ (= μπροστάρης, πρωτοπόρος)., εκτός χρόνου: έξω από τα χρονικά όρια: (ΑΘΛ.) βολή ~ ~. Βγήκε ~ ~., εντός χρόνου: μέσα στο καθορισμένο χρονικό περιθώριο: Τερμάτισε ~ ~. Είμαστε ~ ~. Τα πάντα έγιναν ~ ~ και προγραμματισμού/προϋπολογισμού., η πατίνα του χρόνου: τα σημάδια που αφήνει ο χρόνος σε διάφορα αντικείμενα ή πρόσωπα· κατ΄επέκτ. το πέρασμα του χρόνου. [< γαλλ. la patine du temps] , θέμα/ζήτημα χρόνου: για κάτι που θα συμβεί οπωσδήποτε: Η επιχείρηση παραπαίει και είναι/θεωρείται ~ ~ να βάλει λουκέτο., και του χρόνου! (ευχετ.): (μακάρι να εορτασθεί ξανά ή συνεχιστεί κάτι ευχάριστο) και την επόμενη χρονιά: Άντε, ~ ~ να 'μαστε καλά, να ξαναβρεθούμε! ~ ~ με υγεία! Χρόνια πολλά! ~ ~!, με τα χρόνια: με την πάροδο του χρόνου. Πβ. με την ηλικία., ο χρόνος δεν πέρασε από πάνω του (προφ.): για άνθρωπο κάποιας ηλικίας που δείχνει νέος., ο χρόνος δουλεύει/εργάζεται για/υπέρ/σε βάρος μας (προφ.): ο καιρός που περνά λειτουργεί προς όφελός μας ή εναντίον μας: Όσο καθυστερούν, ~ δουλεύει υπέρ μας., όσα/ό,τι φέρνει η ώρα δεν τα/το φέρνει ο χρόνος (όλος) (παροιμ.): σε μια μόνο στιγμή μπορούν να συμβούν τα πιο απροσδόκητα και συνήθ. δυσάρεστα πράγματα., παίρνει/τρώει χρόνο: (συνήθ. προς δήλωση δυσαρέσκειας) διαρκεί πολύ χρόνο μέχρι να υλοποιηθεί, είναι χρονοβόρο: Η διαδικασία μας έφαγε/πήρε πολύ ~. Δεν θα φάω τον πολύτιμο ~ σου., παίρνουν (κάποιον) τα χρόνια (προφ.): γερνά: Δεν μας έχουν πάρει (και) ~ (ακόμα). Νέοι είμαστε., πάνω στον χρόνο (προφ.) 1. λίγο πριν από τη συμπλήρωση ενός έτους ή αμέσως μετά από αυτή: Το μηχάνημα χάλασε ~ ~. 2. λίγο πριν από το τέλος του διαθέσιμου χρόνου ή τη στιγμή της λήξης του: Παρέδωσε το γραπτό του ~ ~., πίεση χρόνου: περιορισμένα χρονικά περιθώρια: Έχουμε/υπάρχει ασφυκτική ~ ~. Εργαζόμαστε κάτω από/με/υπό μεγάλη ~ ~. ΑΝΤ. άνεση χρόνου, σε χρόνο ρεκόρ/μηδέν/ντε τε/εξπρές: πάρα πολύ γρήγορα, αμέσως: Ετοιμάστηκε/ήρθε ~ ~. Τα εισιτήρια εξαντλήθηκαν ~ ρεκόρ. Ο κρατικός μηχανισμός κινητοποιήθηκε ~ ~. ΣΥΝ. πατ κιουτ, στο άψε σβήσε, στο πι και φι, στον χρόνο: στο παρελθόν, κατά τη διάρκεια των χρονικών περιόδων που προηγήθηκαν, στην πάροδο των ετών: αναδρομή/ταξίδι ~ ~. Τοπίο αναλλοίωτο ~ ~.|| Σχέση που αντέχει ~ ~., συν τω χρόνω (λόγ.): με το πέρασμα του καιρού: μειωμένη κίνηση ~ ~. Το κτίριο ~ ~ υπέστη φθορές. Τα προβλήματα αυξάνονται ~ ~. ΣΥΝ. προϊόντος του χρόνου, τα έχει τα χρονάκια του! (προφ.): δεν είναι τόσο νέος ή καινούργιος όσο δείχνει: Μη νομίζεις, ~ της!|| Ο υπολογιστής σου ~ ~., του χρόνου: την επόμενη χρονιά: Το ανέβαλαν/κανόνισαν για ~ ~. Βλ. φέτος, πέρυσι., χρόνια πολλά!: ευχή σε εορτάζοντα ή επ΄ευκαιρία επετείου ή θρησκευτικής εορτής· να ζήσεις πολλά χρόνια: ~ ~ και καλά! ~ ~ με υγεία και χαρά! ~ ~ και καλή χρονιά! ~ ~, να σε χαιρόμαστε! ~ ~ σε όσους γιορτάζουν! Βλ. εις πολλά έτη/έτη πολλά, να ζήσεις!, να τα εκατοστίσεις, να τα χιλιάσεις!, χρόνος μπαίνει, χρόνος βγαίνει: προς δήλωση συνήθ. αρνητικής κατάστασης, η οποία μένει αναλλοίωτη με την πάροδο του χρόνου: ~ ~, πάντα η ίδια ιστορία. Βλ. μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει., χρόνου φείδου (αρχ. γνωμ.): να εκμεταλλεύεσαι σωστά τον χρόνο σου, να μην τον σπαταλάς άσκοπα., (μέσα) σε εύλογο χρόνο βλ. εύλογος, αγοράζω χρόνο βλ. αγοράζω, από αρχαιοτάτων χρόνων βλ. αρχαίος, εκτός τόπου και χρόνου βλ. εκτός, κάθε χρόνο τέτοια μέρα βλ. μέρα, και του χρόνου διπλός/διπλή! βλ. διπλός, κακό χρόνο να 'χεις! βλ. κακός, κερδίζω (τον) χαμένο χρόνο βλ. κερδίζω, κερδίζω χρόνο βλ. κερδίζω, μας άφησε χρόνους βλ. αφήνω, με βάθος χρόνου βλ. βάθος, ο έρως/έρωτας χρόνια δεν κοιτά βλ. έρως, ο κλέφτης και ο ψεύτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται βλ. κλέφτης, ο χρόνος είναι χρήμα βλ. χρήμα, πάρ' τον στον γάμο σου να σου πει «και του χρόνου» βλ. γάμος, προ/από αμνημονεύτων ετών/χρόνων βλ. αμνημόνευτος, προϊόντος του χρόνου βλ. προϊών, ροκανίζω τον χρόνο βλ. ροκανίζω, σαπουνίζοντας γουρούνι χάνεις χρόνο και σαπούνι βλ. γουρούνι, σαράντα χρόνια φούρναρης βλ. φούρναρης, σε ανύποπτο χρόνο βλ. ανύποπτος, σε βάθος χρόνου βλ. βάθος, σε εύθετο χρόνο βλ. εύθετος, τα βάθη του χρόνου/των αιώνων βλ. βάθος, τον κυνηγάει ο χρόνος βλ. κυνηγώ, χάνω τον καιρό μου/το(ν) χρόνο μου/την ώρα μου βλ. χάνω, χάσιμο χρόνου βλ. χάσιμο, χίλια/πολλά χρόνια θα ζήσεις! βλ. χίλιοι, χρόνια στο κουρμπέτι βλ. κουρμπέτι, χρόνια/καιρούς και ζαμάνια βλ. ζαμάνια [< 1-5,8: αρχ. χρόνος, γαλλ. temps 7,9: μτγν. χρόνος]
  • χρονοσειρά χρο-νο-σει-ρά ουσ. (θηλ.): ΣΤΑΤΙΣΤ. σειρά από παρατηρήσεις που λαμβάνονται σε συγκεκριμένες χρονικές στιγμές, οι οποίες ισαπέχουν μεταξύ τους. [< αγγλ. time-series, 1919]
  • χρονοσήμανση χρο-νο-σή-μαν-ση ουσ. (θηλ.): ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. καταγραφή της ημερομηνίας και ώρας που δημιουργείται, λαμβάνεται ή αποστέλλεται κάτι, συνήθ. έγγραφο: ~ αρχείων/μηνυμάτων/συναλλαγών/υπογραφών. Υπηρεσία ~ης. [< αγγλ. time stamping]
  • χρονοσφραγίδα χρο-νο-σφρα-γί-δα ουσ. (θηλ.): ΠΛΗΡΟΦ. σφραγίδα που συνδέει ένα έγγραφο με τον ακριβή χρόνο δημιουργίας του: ηλεκτρονική/ψηφιακή ~. [< αγγλ. time stamp]

αγοράζω

αγοράζω [ἀγοράζω] α-γο-ρά-ζω ρ. (μτβ.) {αγόρα-σα, -σει, -στηκε, -στεί, αγοράζ-οντας, -όμενος, αγορα-σμένος} 1. αποκτώ κάτι με χρήματα: ~ δώρο/εισιτήρια/οικόπεδο/ρούχα/σπίτι/τρόφιμα. ~ άδεια (λ.χ. ταξί)/τα δικαιώματα (ενός βιβλίου)/πακέτο (υπηρεσιών)/το πρόγραμμα (π.χ. του θεάτρου)/χρόνο ομιλίας. Η εταιρεία ~σε το κανάλι/μετοχές/νέα γραφεία/το πλειοψηφικό μερίδιο. ~ (κάτι) ακριβά/από δεύτερο χέρι/επί πιστώσει/λιανικώς/για ένα κομμάτι ψωμί/μισοτιμής/(τοις) μετρητοίς/όσο όσο/νόμιμα/παράνομα/συνεταιρικά/σε τιμή ευκαιρίας/φτηνά/χονδρικώς. ~ με δόσεις/έκπτωση/ευκολίες πληρωμής/κλειστά μάτια. ~ από το ίντερνετ/σε πλειστηριασμό. Πόσο ~σες το πλυντήριο (: πόσο έκανε, κόστισε, στοίχισε); Η μαμά θα μου ~σει πατίνια (βλ. δωρίζω). Ο εξοπλισμός έχει ~στεί με κονδύλια του υπουργείου. ~όμενα είδη. Πβ. παίρνω. Βλ. προ~. ΑΝΤ. πουλώ (1) 2. (αρνητ. συνυποδ.) δωροδοκώ, εξαγοράζω: ~ διαιτητή/μάρτυρα/παίκτη/υπάλληλο (πβ. λαδώνω). ~ συνειδήσεις/ψήφους. Την ~σε με τα λεφτά του (: για ιδιοτελή ερωτική σχέση). Μεταχειρίζεται τους ανθρώπους σαν κάτι που πουλιέται και ~εται. Το μότο τους είναι ότι όλα ~ονται. ● ΦΡ.: αγοράζω χρόνο & (σπανιότ.) εξαγοράζω χρόνο (μτφ.): εξασφαλίζω χρόνο για την επίτευξη ενός στόχου: Η κυβέρνηση προσπαθεί να ~σει ~, για να υλοποιήσει το πρόγραμμά της. Πβ. κερδίζω χρόνο., αγρόν ηγόραζε/ηγόρασε (λόγ.) & αγόραζε/αγόρασε: για να δηλωθεί αδιαφορία, παραμέληση κάποιων σοβαρών θεμάτων, καταστάσεων: Διαμαρτυρήθηκε στον προϊστάμενό του για την αδικία, αλλά εκείνος ~ ~. Πβ. πέρα βρέχει, ζαμανφού., σε πουλά(ει) και σ' αγοράζει: για άνθρωπο έξυπνο, επιτήδειο που πείθει ή εξαπατά εύκολα κάποιον: ~ ~ με ένα χαμόγελό της/χωρίς να το καταλάβεις. Πβ. είναι διαβόλου κάλτσα., (αγοράζω/παίρνω) γουρούνι στο σακί βλ. γουρούνι [< αρχ. ἀγοράζω]

αίσθηση

αίσθηση [αἴσθηση] αί-σθη-ση ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -ήσεως | -ήσεις, -ήσεων} 1. καθεμία από τις λειτουργίες μέσω των οποίων γίνονται αντιληπτά τα ερεθίσματα του περιβάλλοντος και συνεκδ. το αποτέλεσμα της λειτουργίας αυτής, αίσθημα: ακουστική/απτική/γευστική/οπτική/οσφραντική ~. Άμβλυνση/ανάπτυξη/απουσία/απώλεια/διαταραχή/μείωση/όξυνση μιας ~ης. Ανθρώπινες/εξωτερικές (: οι πέντε ~ήσεις: ακοή, αφή, γεύση, όραση, όσφρηση)/εσωτερικές (: πόνος, πείνα)/σωματικές/χημικές (: όσφρηση, γεύση) ~ήσεις. Μυϊκή (: η αντίληψη των μυϊκών κινήσεων)/οργανική ~. Η ~ της ισορροπίας. Ανεπτυγμένη/οξυμμένη ~ της ακοής. Ο νους και οι ~ήσεις. Χάνω τις ~ήσεις μου (= λιποθυμώ). (Επ)ανακτώ/ξαναβρίσκω τις ~ήσεις μου (: συνέρχομαι από λιποθυμία). Διατηρώ/έχω τις ~ήσεις μου (: έχω επαφή με το περιβάλλον). Αντιλαμβάνομαι/γνωρίζω/προσλαμβάνω τον κόσμο μέσω των ~ήσεων.|| ~ αδυναμίας/κνησμού/ναυτίας. Η ~ της δίψας/του κρύου. Βλ. παρ~, ψευδ~. 2. αντίληψη, συνείδηση, συναίσθηση, επίγνωση: γλωσσική (ΣΥΝ. γλωσσικό αίσθημα, αισθητήριο)/ηθική/κριτική ~. Η ~ του ανήκειν/της ατομικότητας/του γελοίου/του καθήκοντος/του κινδύνου/της υπεροχής/του χρέους/του ωραίου. Έχει (ανεπτυγμένη/καλή) ~ του χιούμορ. Δεν έχει καμία/έχει χάσει την ~ της κατάστασης/της πραγματικότητας. Βλ. δι~, προ~. 3. εντύπωση, συναίσθημα: Εμπνέω/μεταδίδω/παρέχω/προσφέρω (μια) ~ ασφάλειας/εμπιστοσύνης/σιγουριάς. Αποπνέει (μια) ~ αυτοπεποίθησης/γαλήνης/μυστηρίου/υπεροχής. Κρέμα που αφήνει/χαρίζει απαράμιλλη/βελούδινη ~. Αποτελεί κοινή ~ ότι ... Έχω την ~ (= νομίζω, μου φαίνεται) ότι ... Η ~ή μου/η ~ που αποκομίζει κανείς είναι ότι κάτι δεν πάει καλά. Διάχυτη είναι η/καλλιεργείται η ~ ότι η κατάσταση βελτιώνεται (πβ. άποψη). Οι δηλώσεις του δημιούργησαν/έκαναν/προκάλεσαν/προξένησαν ~ (: ζωηρή εντύπωση, είχαν μεγάλη απήχηση).αισθήσεις (οι): οι ερωτικές κυρ. επιθυμίες, οι ορμές: απελευθέρωση/έκρηξη/έξαρση/ικανοποίηση των ~ήσεων. Δέσμιος των ~ήσεων. Άρωμα που αναστατώνει/απογειώνει/διεγείρει/εξάπτει/ξεσηκώνει/ξυπνά/προκαλεί τις ~. ● ΣΥΜΠΛ.: αίσθηση του μέτρου: επίγνωση των ορίων: Αναπτύσσω/έχω/με διακρίνει (εξαιρετική/ισχυρή/μοναδική) ~ ~. Έχασε παντελώς την ~ ~ στο φαγητό. Παρεκτρέπεται συνεχώς, δεν έχει καθόλου/καμία ~ ~. [< γαλλ. sens de (la) mesure] , έκτη αίσθηση: διαίσθηση, ενόραση: προικισμένος με την ~ ~. Πβ. τρίτο μάτι, υπεραισθητική αντίληψη., αίσθηση του χρόνου βλ. χρόνος, αίσθηση του χώρου βλ. χώρος ● ΦΡ.: κάνει αίσθηση: δημιουργεί εντύπωση, κινητοποιεί το ενδιαφέρον: Το βιβλίο/η ταινία έχει ~ ~ (: έχει αφήσει τις καλύτερες εντυπώσεις). Δεν μου ~ ~ (: δεν έχω διάθεση/όρεξη) να πάω για μπάνιο. [< 1: αρχ. αἴσθησις 2: αγγλ.-γαλλ. sensation 3: γαλλ. sentiment, αγγλ. sense]

ακολουθία

ακολουθία [ἀκολουθία] α-κο-λου-θί-α ουσ. (θηλ.) {ακολουθι-ών} 1. (επιστ.) συνεχής ή/και λογική διαδοχή εννοιών, σκέψεων, γεγονότων, στοιχείων, καταστάσεων, φαινομένων: γραμμική/σταθερή/συντακτική/χρονική ~. ~ γεγονότων/δραστηριοτήτων/κινήσεων/λέξεων/σκέψεων/συμβάντων/συμβόλων. Παρακολούθηση και καταγραφή της μετασεισμικής ~ας. Λογική ~ των επιχειρημάτων (πβ. αλληλουχία, ειρμός). Διασφάλιση της ~ας και συμπληρωματικότητας των δράσεων. Πβ. αλυσίδα, σειρά, συνέχεια. Βλ. συν~.|| (ΒΙΟΛ.) ~ αμινοξέων/γονιδίων. Γενετική/νουκλεϊκή/πεπτιδική/πρωτεϊνική ~. ~ες DNA. Ανάλυση/στοίχιση ~ών.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ εντολών (πβ. αλγόριθμος)/τυχαίων αριθμών. Δομή/έλεγχος ~ας. Σύγκλιση ~ών. ΑΝΤ. ανακολουθία 2. ομάδα ανθρώπων που συνοδεύουν τιμητικά επίσημο πρόσωπο, συνοδεία: διπλωματική ~. Τον πρωθυπουργό συνόδευε πολυμελής ~. Πβ. κουστωδία. 3. ΕΚΚΛΗΣ. τακτική ή έκτακτη ιεροτελεστία με καθορισμένο τυπικό: εξόδιος/ιερή/νεκρώσιμη ~. Η ~ της Αναστάσεως/του Ακάθιστου Ύμνου/του Γάμου/του Επιταφίου/του Όρθρου. Τέλεση ~ας. Οι ~ες της Μεγάλης Εβδομάδας. Πβ. ιερουργία. 4. ΜΑΘ. η μονοσήμαντη απεικόνιση του συνόλου Ν των φυσικών αριθμών σε ένα μη κενό σύνολο: άπειρη/γραφική/κυκλική/πεπερασμένη/φθίνουσα/φραγμένη ~. ~ σημείων/τυχαίων μεταβλητών. Αύξουσα ~ ακεραίων. Όριο/όροι ~ας. ~ες πραγματικών αριθμών/συναρτήσεων. ● ΣΥΜΠΛ.: ακολουθία των χρόνων: ΓΡΑΜΜ. συμφωνία στην εκφορά των ρημάτων (ως προς τον χρόνο ή/και την έγκλιση) κύριας και δευτερεύουσας πρότασης με βάση τους συντακτικούς κανόνες. [< λατ. consecutio temporum] , Ακολουθία/Τελετή του Νιπτήρος βλ. νιπτήρας, η Ακολουθία των Παθών βλ. πάθος ● ΦΡ.: κατ' ακολουθία(ν) (επίσ.): κατά συνέπεια, επομένως, συνεπώς: Η αίτηση είναι αόριστη και ~ ~ απαράδεκτη και απορριπτέα. ~ ~ των ανωτέρω (= με βάση τα ανωτέρω). [< 1: μτγν. ἀκολουθία 2: αρχ. ~ 3: μεσν. ακολουθία]

αμνημόνευτος

αμνημόνευτος, η, ο [ἀμνημόνευτος] α-μνη-μό-νευ-τος επίθ. 1. (λόγ.) που δεν του γίνεται μνεία, δεν αναφέρεται, δεν γίνεται λόγος γι' αυτόν: ~οι αγωνιστές (= ξεχασμένοι, λησμονημένοι). 2. ΕΚΚΛΗΣ. που το όνομά του δεν αναφέρθηκε από ιερέα σε ακολουθία ή σπανιότ. για κάποιον για τον οποίο δεν τελέστηκε μνημόσυνο: Κηδεύτηκε ~. Βλ. ακοινώνητος. ● ΦΡ.: προ/από αμνημονεύτων ετών/χρόνων (σε σχήμα υπερβολής): πριν από πολλά χρόνια. [< αρχ. ἀμνημόνευτος]

ανάπαυση

ανάπαυση [ἀνάπαυση] α-νά-παυ-ση ουσ. (θηλ.) 1. (λόγ.) ξεκούραση· κατ' επέκτ. ύπνος: εβδομαδιαία/ημερήσια/μεσημεριανή (βλ. σιέστα)/σύντομη/υποχρεωτική ~. Άδεια (βλ. ρεπό)/ώρες ~ης. (σε ταξίδι:) Στάση για ~, διανυκτέρευση και ανεφοδιασμό. Ο γιατρός συνέστησε απόλυτη ~ (στο κρεβάτι). Πβ. αναπαμός, ανάπαυλα, ριλάξ. 2. ΕΚΚΛΗΣ. ηρεμία, γαλήνη, μακαριότητα, συνήθ. μετά θάνατον: μνημόσυνο υπέρ ~αύσεως των ψυχών. Η ψυχή του βρήκε ~. 3. ΣΤΡΑΤ. -ΓΥΜΝ. στάση χαλάρωσης στρατιώτη, αστυνομικού ή γυμναζόμενου και το αντίστοιχο παράγγελμα: σε στάση ~ης. ~-προσοχή! Στέκομαι ~. Βλ. ημι~. ● ΣΥΜΠΛ.: αιώνια ανάπαυση: ΕΚΚΛΗΣ. (για νεκρό) παντοτινή μακαριότητα· κατ' επέκτ. η μεταθανάτια ζωή: ~ ~ της ψυχής. Βρήκε την/έφυγε για την ~ ~. Πβ. αιώνιος ύπνος., οδός αναπαύσεως (σπάν.-λόγ.): το νεκροταφείο (συχνά ονομάζεται έτσι και ο δρόμος που οδηγεί προς το κοιμητήριο)., τόπος αναπαύσεως: ΕΚΚΛΗΣ. το κοιμητήριο ή ο παράδεισος ή γενικότ. το μέρος όπου βρίσκει κανείς την εσωτερική γαλήνη. [< 1,2: αρχ. ἀνάπαυσις 3: γαλλ. repos]

ανενεργός

ανενεργός, ή/ός, ό [ἀνενεργός] α-νε-νερ-γός επίθ. 1. που δεν έχει ενεργοποιηθεί ή δεν ισχύει, δεν λειτουργεί, δεν χρησιμοποιείται: ~ός: λογαριασμός/νόμος. ~ή: γραμμή (τηλεφώνου). ~ές: συνδέσεις. (Κάτι) καθίσταται/(παρα)μένει ~ό (πβ. αναποτελεσματικό, ανίσχυρο. ΑΝΤ. αποτελεσματικό, δραστικό).|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ή: ιστοσελίδα. ~ό: παράθυρο. ΑΝΤ. ενεργοποιημένος.|| (ΙΑΤΡ.) ~ός: ιός. ~ή/ός: νόσος (: που δεν παρουσιάζει συμπτώματα). ΑΝΤ. ενεργός (2) 2. (για πρόσ.) που δεν δραστηριοποιείται, δεν κάνει ή δεν χρησιμοποιεί κάτι, αδρανής: ~ός: σύλλογος. ~οί: συνδρομητές. ~ά: μέλη (ΑΝΤ. ενεργά). ● ΣΥΜΠΛ.: ανενεργός χρόνος: ΟΙΚΟΝ. κατά τον οποίο ένας εργαζόμενος ή ένα μηχάνημα δεν δουλεύει ή δεν μπορεί να δουλέψει: μέγιστος επιτρεπόμενος ~ ~. [< αγγλ. ineffective time] , ανενεργό ηφαίστειο βλ. ηφαίστειο [< γαλλ. inactif, αγγλ. inactive, πβ. μτγν. ἀνενεργής]

άνεση

άνεση [ἄνεση] ά-νε-ση ουσ. (θηλ.) 1. αίσθηση ευκολίας, ξεκούρασης χωρίς πίεση, ελλείψεις ή περιορισμούς και συνεκδ. ό,τι την προσφέρει: ~ επιβατών/καθισμάτων/χειρισμού. Εργονομική σχεδίαση/κομψότητα/λειτουργικότητα και ~. Μεγάλη ~ χώρου (= ευρυχωρία). Κάτι εξασφαλίζει/παρέχει/προσδίδει/προσφέρει ~ στο βάδισμα/στο γραφείο/στην οδήγηση/στο σπίτι/στο ταξίδι. Μοναδική αίσθηση/συνθήκες ~ης. Τερμάτισε με ~ (= ευκολία) πρώτος.|| Ζω με ~. Οικονομική ~ (πβ. δυνατότητα, ευχέρεια, ΑΝΤ. ανέχεια, δυσκολία, δυσπραγία, στενότητα).|| (προφ.) Φοβερή ~ αυτό το εργαλείο! 2. ευχέρεια ή οικειότητα: εκφραστική/χαρακτηριστική ~. Έχει ~ στην επικοινωνία/στον λόγο (πβ. ευφράδεια)/στη σκηνή/στις σχέσεις/στους τρόπους (πβ. επιδεξιότητα, ικανότητα, ΑΝΤ. δυσχέρεια). Γράφει/συζητά με ~. Μιλά με ~ τρεις ξένες γλώσσες.|| Έχω ~ (= θάρρος) με κάποιον/μαζί του.ανέσεις (οι): μέσα εξασφάλισης ενός ευχάριστου τρόπου ζωής: μοντέρνες/σύγχρονες/τουριστικές/υλικές ~. Θέρετρο/ξενοδοχείο/σπίτι με όλες τις/με πολλές ~. ~ για ιδανικές διακοπές. Πολυτέλεια και ~. Πβ. ευκολίες, κομφόρ. [< αγγλ. comforts, conveniences, γαλλ. conforts] ● ΣΥΜΠΛ.: άνεση χρόνου: χωρίς βιασύνη ή χρονικούς περιορισμούς: Έχει/υπάρχει ~ ~. Κινείται με/χωρίς ~ ~. Έχει δοθεί (όλη η) ~ ~ στους ομιλητές να εκφράσουν τις απόψεις τους. Πβ. με την άνεση (μου/σου/του). ΑΝΤ. πίεση χρόνου, θερμική άνεση: που παρέχεται μέσω των κατάλληλων συνθηκών θερμοκρασίας και αερισμού., ακουστική άνεση βλ. ακουστικός, ελευθερία/άνεση κινήσεων/κινήσεως βλ. ελευθερία, οπτική άνεση βλ. οπτικός ● ΦΡ.: με την άνεσή (μου/σου/του) & με όλη μου/σου/του την άνεση: χωρίς πιέσεις, με ευκολία: Δουλεύει/κάθεται/ξυπνάει ~ ~ του. Έφτασα ~ ~ μου (= άνετα) μέσα σε δέκα λεπτά. Πβ. με το πάσο μου. [< αρχ. ἄνεσις, γαλλ. aise, aisance]

ανύποπτος

ανύποπτος, η, ο [ἀνύποπτος] α-νύ-πο-πτος επίθ.: που δεν υποψιάζεται, δεν περιμένει να συμβεί κάτι: ~ο: θύμα. Εξαπάτηση ~ων χρηστών του διαδικτύου. ΣΥΝ. ανυποψίαστος (1) ΑΝΤ. υποψιασμένος (1) ● επίρρ.: ανύποπτα ● ΦΡ.: σε ανύποπτο χρόνο & σε ανύποπτη στιγμή/φάση: όταν δεν αναμένει ή δεν έχει προγραμματίσει κάποιος να κάνει κάτι ή όταν δεν έχει ανακύψει ακόμη ένα ζήτημα: Το είχε αναφέρει/πει σε ~ο χρόνο. Δέχτηκαν γκολ σε ~η φάση. [< αγγλ. at an unsuspected time, γαλλ. à un temps insoupçonné] [< μτγν. ἀνύποπτος]

αρκτικός2

αρκτικός2, ή, ό [ἀρκτικός] αρ-κτι-κός επίθ. (λόγ.): αρχικός: ~ό: γράμμα. Βλ. εναρκτήριος. ΑΝΤ. ληκτικός ● ΣΥΜΠΛ.: αρκτικοί χρόνοι (παλαιότ.): ΓΡΑΜΜ. ενεστώτας, μέλλοντας και παρακείμενος. Βλ. ιστορικοί χρόνοι. [< μτγν. ἀρκτικός]

αρχαίος

αρχαίος, α, ο [ἀρχαῖος] αρ-χαί-ος επίθ. {συγκρ. αρχαιό-τερος, υπερθ. -τατος): που χρονολογείται σε πολύ πρώιμη εποχή, πριν από τον Μεσαίωνα και ειδικότ. από την αρχή των ιστορικών χρόνων (1100 π.Χ.) μέχρι τη διάλυση του Δ. ρωμαϊκού κράτους (395 ή 476 μ.Χ): ~ος: κόσμος/ναός/οικισμός/πολιτισμός/τάφος. ~α: αγορά/γραμματεία/Ελλάδα/κωμωδία. ~ο: θέατρο. ~α: κείμενα. ~α Εκκλησία (= πρωτοχριστιανική). Οι ~οι ημών πρόγονοι.|| ~τατο έθιμο (= πανάρχαιο).|| (προφ.-ειρων.) Πού το βρήκες αυτό το ~ο (= παμπάλαιο) φόρεμα (βλ. αρχαιολογία); ● Ουσ.: αρχαία (τα): (προφ.) ενν. ευρήματα, μνημεία: Βρέθηκαν ~. Πβ. αρχαιότητες., Αρχαίοι (οι): ενν. Έλληνες (και Ρωμαίοι)., ο αρχαιότερος: ο παλαιότερος σε έναν χώρο (π.χ. εργασίας) και συνήθ. ανώτερος ιεραρχικά: ~ στη δουλειά/στον στρατό. [< αγγλ. senior] ● ΣΥΜΠΛ.: Αρχαία Ελληνική & Αρχαία Ελληνικά (συντομ. ΑΕ) & (προφ.) Αρχαία (τα) & (σπάν.) Αρχαία (η): η ελληνική γλώσσα από το 2000 π.Χ. ως το 300 περ. π.Χ.· ειδικότ. η Ελληνική των κλασικών χρόνων (5ου και 4ου αι. π.Χ.): γραμματική/συντακτικό της ~ας (~ής).|| (συνεκδ. το αντίστοιχο μάθημα, Αρχαία (Ελληνικά):) ~ από μετάφραση/το πρωτότυπο. Πόσο πήρες στα ~; ● ΦΡ.: από αρχαιοτάτων χρόνων (λόγ.) & από τα πανάρχαια χρόνια: από πολύ παλιά: Η περιοχή κατοικείται ~ ~. Πβ. ανέκαθεν, από καταβολής κόσμου. [< αρχ. ἀρχαῖος, γαλλ. antique, ancien]

αστρικός

αστρικός, ή, ό [ἀστρικός] α-στρι-κός επίθ. (επιστ.): που σχετίζεται με τα αστέρια: ~ός: κόσμος/χάρτης. ~ή: ύλη. ~ό: Σύμπαν/φως. ~ές: εκρήξεις (: σουπερνόβα). ~ά: νέφη/πτώματα (βλ. μαύρος νάνος). Βλ. δι~, μεσο~. ● ΣΥΜΠΛ.: αστρική ημέρα: ΑΣΤΡΟΝ. ο χρόνος που μεσολαβεί ανάμεσα σε δύο διαδοχικές μεσουρανήσεις ενός συγκεκριμένου άστρου και είναι ίσος με εικοσιτρείς ώρες, πενήντα έξι λεπτά και τέσσερα δευτερόλεπτα. Πβ. ηλιακή ημέρα, πολιτική ημέρα. [< γαλλ. jour sidéral ] , αστρικό έτος: ΑΣΤΡΟΝ. η διάρκεια της πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον Ήλιο σε σχέση με δεδομένο άστρο (τριακόσιες εξηνταπέντε ημέρες, έξι ώρες, εννέα λεπτά και εννιάμισι δευτερόλεπτα). [< γαλλ. année sidérale] , αστρικό σμήνος: ΑΣΤΡΟΝ. σύμπλεγμα αστέρων που βρίσκονται σε μικρή σχετικά απόσταση μεταξύ τους λόγω των ισχυρών αμοιβαίων ελκτικών δυνάμεων: ανοιχτό/σφαιρωτό ~ ~. Νεφελώματα και ~ά ~η. [< αγγλ. star cluster] , αστρικό σύστημα: ομάδα από αστέρια που σχηματίζουν τροχιά το ένα γύρω από το άλλο. [< αγγλ. star system] , αστρικός χρόνος: ΑΣΤΡΟΝ. που βασίζεται στην περιστροφή των πλανητών σε σχέση με δεδομένα άστρα και όχι με τον Ήλιο. Βλ. ηλιακός χρόνος. [< αγγλ. sidereal time] , αστρική/κοσμική/διαστημική σκόνη βλ. σκόνη, σφαιρωτό (αστρικό) σμήνος βλ. σφαιρωτός [< μτγν. ἀστρικός, γαλλ.-αγγλ. astral]

αφήνω

αφήνω [ἀφήνω] α-φή-νω ρ. (μτβ.) {άφη-σα (λαϊκό) άφηκα, (προστ. άφη-σε, αφή-στε κ. άσε, άστε), αφέ-θηκα, αφη-μένος, αφήν-οντας} 1. σταματώ να κρατώ κάποιον ή κάτι· (απ)ελευθερώνω: ~σε τα χέρια μου ελεύθερα! Μη μ' ~σεις, θα πέσω. Άσε με!|| ~ το γκάζι (= δεν το πατώ).|| ~ κρατούμενο/όμηρο. 2. ακουμπώ, αποθέτω, τοποθετώ κάτι ή κάποιον σε συγκεκριμένο σημείο: Άσε τις βαλίτσες κάτω (ΑΝΤ. πάρε, πιάσε, σήκωσε). Γιατί ~εις (: παρατάς) τα πράγματά σου όπου βρεις; Βιβλία ~μένα στο πάτωμα.|| ~σα (= ξέχασα) τα κλειδιά μου στο σπίτι.|| ~σα (= πάρκαρα) το αυτοκίνητο μακριά.|| (σε οδηγό ταξί) ~στε με εδώ (: θα αποβιβαστώ, θα κατέβω).|| (μτφ.) Το ~ (= εμπιστεύομαι) στην κρίση σου. ~ (κάποιον) στο μαγαζί (βλ. αφήνω κάποιον στο πόδι μου). 3. εγκαταλείπω συνήθ. οριστικά ή σταματώ να κάνω κάτι: ~ τα όνειρά/σχέδιά μου. ~ μια δουλειά/μια θέση (= παραιτούμαι). Τον ~ουν σιγά-σιγά οι δυνάμεις του (πβ. εξασθενώ). ~σε το πανεπιστήμιο/σχολείο (= διέκοψε, παράτησε). Τους ~σαν στο έλεος του εχθρού. Δεν μπορώ να σε ~σω (= αποχωριστώ). Άστον μόνο του! Την/τον ~σε (= χώρισε).|| ~σε (= έφυγε, μετακόμισε από) το χωριό του και εγκαταστάθηκε στην πόλη.|| Πρέπει να σε ~σω τώρα (: κλείνοντας τηλεφωνική συνομιλία).|| Άσε τα αστεία/την πλάκα (= κόψε)/τα ψέματα!|| (σπάν.) Δεν μπορεί να ~σει (= κόψει) το ποτό. 4. επιτρέπω, προσφέρω τη δυνατότητα: ~ κάποιον να περάσει (πρώτος)/ένα αυτοκίνητο να προσπεράσει. Υλικό που δεν ~ει τον αέρα να περάσει (= αεροστεγές). ~σε ανοιχτό το ενδεχόμενο να .../να εννοηθεί ότι ... Δεν ~σε περιθώρια (αντίδρασης). ~σες να χαθεί (= δεν εκμεταλλεύτηκες) τέτοια ευκαιρία; Πώς τον ~ουν να κυκλοφορεί ελεύθερος; Δεν με ~σε (= μου απαγόρευσε) ο πατέρας μου να έρθω στην εκδρομή. Δεν μας ~σαν (= μας εμπόδισαν, πβ. τρώω πόρτα) να μπούμε στο μαγαζί. Δεν θα το ~σω να περάσει έτσι! Δεν μου ~σε άλλη επιλογή. Άσε τους άλλους να λένε ό, τι θέλουν (= αδιαφόρησε)! 5. δεν χρησιμοποιώ ή δεν καταναλώνω (κάτι), διατηρώ τη θέση ή την κατάστασή του: Ελπίζω να ~σες φαγητό και για μένα. Άσε τα πράγματα στη θέση τους. ~ τα μακαρόνια να βράσουν.|| ~ (κάποιον) στην άγνοια. 6. δεν κάνω κάτι, αναβάλλω για αργότερα: ~ τον λογαριασμό απλήρωτο/το παράθυρο ανοιχτό/το φως αναμμένο. ~σα τη δουλειά ατελείωτη/μισή. Άσε (= περίμενε) πρώτα να δούμε τι θα κάνει ... Ας ~σουμε αυτή τη συζήτηση, δεν είναι η κατάλληλη στιγμή. Πβ. μεταθέτω. 7. δίνω ή κληροδοτώ: ~ πουρμπουάρ. ~σέ μου τη διεύθυνσή/το τηλέφωνό σου και θα σε ειδοποιήσω. Θα μου ~σεις (= δανείσεις) το αυτοκίνητό σου για λίγες ώρες; ~σε παραγγελία (= παρήγγειλε) στον ... Μου ~σε το κλειδί του σπιτιού του, για να ποτίζω τα λουλούδια. Πβ. παραχωρώ.|| Από εκατό ευρώ μου το ~σε εβδομήντα (: το πούλησε σε χαμηλότερη τιμή).|| (στο γ' πρόσ.) Δουλειά που ~ει κέρδος. Πβ. αποδίδει, αποφέρει.|| (για προθεσμία) ~σέ μου λίγες ώρες να το σκεφτώ.|| Παρακαλώ ~στε μήνυμα στον τηλεφωνητή.|| ~ κληρονομιά. 8. δημιουργώ, προκαλώ κάτι, συχνά αρνητικό· οδηγώ κάποιον σε ορισμένη κατάσταση: (για δημιουργία ελεύθερου χώρου:) ~ απόσταση/τόπο (μεταξύ πραγμάτων/στοιχείων κ.λπ.). ~στε λίγο περιθώριο στα αριστερά του γραπτού.|| ~ αιχμές/υπαινιγμούς (πβ. πετάω σπόντες). Κάποιος/κάτι με ~ει αδιάφορο/έκπληκτο. Με ~σες με τη(ν) αίσθηση/βεβαιότητα ότι/πως … Η κατάθεσή του ~σε πολλά ερωτηματικά.|| Σύστημα καθαρισμού που δεν ~ει σημάδια. ~ (κάποιον) μετέωρο/ξεκρέμαστο. Ο τυφώνας ~σε χιλιάδες άστεγους. 9. (οικ.) απορρίπτω, κόβω: Δεν ~σε κανέναν στην ίδια τάξη (= τους πέρασε όλους). Βλ. προβιβάζω. ● Παθ.: αφήνεται: βρίσκεται στην εξουσία κάποιου, εξαρτάται από αυτόν: Η απόφαση ~ στη διακριτική ευχέρεια των αρμοδίων. Η τελική επιλογή ~ στον αγοραστή. Πβ. εναπόκειται, επαφίεται., αφήνομαι: παραδίνομαι, χαλαρώνω, δεν αντιστέκομαι σε κάτι: ~ στην απελπισία/στις σκέψεις. Βλ. ενδίδω.|| ~ στο έλεος του Θεού/στα χέρια του γιατρού. Κλείσε τα μάτια και ~ήσου/(σπανιότ.) ~έσου στον ρυθμό της μουσικής. ● ΦΡ.: άσε (προφ.-επιτατ.): ως εισαγωγικός δείκτης για κάτι δυσάρεστο ή αρνητικό: ~, τράκαρα με το αυτοκίνητο! ~ τι έπαθα χθες ..., άσε που (προφ.): επιπλέον, επίσης, επιπρόσθετα: Δεν έχω λεφτά για διακοπές, ~ ~ δεν έχω και χρόνο. Πβ. μεταξύ των άλλων. ΣΥΝ. μεταξύ (των) άλλων, άστα (να πάνε) (καλύτερα) & άσε καλύτερα (οικ.): μην το συζητάς, η κατάσταση είναι απογοητευτική: ~ ~, τα 'χω φορτώσει στον κόκορα. Το πρόγραμμα ήταν ~ ~ (= χάλια). Όσο για τη δουλειά, άσε καλύτερα ... Πβ. μην τα ρωτάς. ΣΥΝ. βράσε ρύζι/όρυζα, άστα αυτά & άστ'/ασ’ τ’ αυτά (προφ.): προτρεπτικά σε κάποιον, για να σταματήσει να λέει άσχετα πράγματα ή να κάνει κάτι: ~ ~ τώρα και βοήθησέ με να ..., άστα βράστα & ασ' τα βράσ' τα (οικ.): για να δηλωθεί δυσαρέσκεια, απογοήτευση σχετικά με μια κατάσταση., αφήνω (κάτι) στην τύχη (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.): δεν ασχολούμαι με ή δεν επεμβαίνω σε κάτι. [< αγγλ. leave to chance] , αφήνω γεια 1. (οικ.-λογοτ.) αποχαιρετώ, εγκαταλείπω ή (σπάν.) πεθαίνω. 2. (αργκό) χαλάω: Ο υπολογιστής μάς άφησε ~, αφήνω κάποιον στη δυστυχία του: τον εγκαταλείπω χωρίς φροντίδα ή βοήθεια, δείχνω πλήρη αδιαφορία., αφήνω μούσι/μουστάκι/γένια/μαλλιά: δεν τα κόβω για να μεγαλώσουν., αφήνω στο σκοτάδι (μτφ.): κρατώ κάποιον σε άγνοια σχετικά με κάτι. [< αγγλ. leave someone in the dark] , αφήνω στον τόπο: προκαλώ ακαριαίο θάνατο. Πβ. θανατώνω, σκοτώνω., αφήνω το στίγμα/τη σφραγίδα μου (κάπου) {συνηθέστ. στον αόρ.} & (σπανιότ.) τη στάμπα μου (μτφ.): επιδρώ σε μεγάλο βαθμό: ~ησε ~ του στην πολιτική/στον πολιτισμό., αφήνω τον εαυτό μου ελεύθερο: δεν τον περιορίζω, κατ' επέκτ. χαλαρώνω: Άσε τον εαυτό σου ~ κι απόλαυσέ το!, άφησε την τελευταία του πνοή: πέθανε., δεν αφήνω (κάποιον) (να σταθεί) σε χλωρό κλαρί & (σπανιότ.) κλαδί: καταδιώκω κάποιον παντού, δεν τον αφήνω ήσυχο., θα αφήσουμε/σιγά μην αφήσουμε τον γάμο να πάμε για πουρνάρια (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι δεν πρόκειται να παρατήσουμε κάτι σημαντικό, για να ασχοληθούμε με κάτι ασήμαντο., μας άφησε χρόνους 1. πέθανε. 2. (χιουμορ.) χάλασε: Μάλλον θα μας ~ήσει ~ η μηχανή/η συσκευή!, την αφήνω {συνήθ. στον αόρ.} (προφ.): κλάνω. ΣΥΝ. την αμολάω (2), (αφήνω/μένει) το πεδίο/το έδαφος ελεύθερο βλ. ελεύθερος, αμολώ/ρίχνω/αφήνω (πίσω μου) μελάνι βλ. μελάνι, άσε τα σάπια! βλ. σάπιος, άστον/άσ' τον να λέει βλ. λέω, αφήνει την εντύπωση βλ. εντύπωση, αφήνω (κάποιον) στον άσο βλ. άσος, αφήνω (κάποιον)/δίνω (σε κάποιον) να καταλάβει βλ. καταλαβαίνω, αφήνω (κάποιον/κάτι) σύξυλο/μένω σύξυλος βλ. σύξυλος, αφήνω (το) πλεονέκτημα βλ. πλεονέκτημα, αφήνω ανοιχτό (ένα) παράθυρο βλ. παράθυρο, αφήνω κάποιον άφωνο βλ. άφωνος, αφήνω κάποιον μπουκάλα βλ. μπουκάλα, αφήνω κάποιον στο ακουστικό του βλ. ακουστικό, αφήνω κάποιον στο πόδι μου βλ. πόδι, αφήνω κάποιον/κάτι πίσω (μου) βλ. πίσω, αφήνω λάσκα βλ. λάσκος, αφήνω τα θρανία βλ. θρανίο, αφήνω τα κόκαλά μου κάπου βλ. κόκαλο, αφήνω τα προσχήματα βλ. πρόσχημα, αφήνω την καρδιά μου να μιλήσει βλ. καρδιά, αφήνω την πόρτα ανοιχτή για/σε κάτι βλ. πόρτα, αφήνω χώρο βλ. χώρος, αφήνω/βάζω (κάτι) κατά μέρος βλ. μέρος, αφήνω/δίνω σε κάποιον την πρωτοβουλία βλ. πρωτοβουλία, αφήνω/εγκαταλείπω/παρατώ κάποιον/κάτι στην τύχη/στη μοίρα του βλ. τύχη, αφήνω/παρατάω κάποιον ήσυχο/στην ησυχία του βλ. ήσυχος, αφήνω/παρατάω στη μέση βλ. μέση, αφήνω/παρατώ (κάποιον) στα κρύα του λουτρού βλ. λουτρό, αφήνω/παρατώ κάποιον στο(ν) δρόμο βλ. δρόμος, αφήνω/πετάω/ρίχνω σπόντες/μπηχτές/καρφιά βλ. σπόντα, άφησε/θα αφήσει εποχή βλ. εποχή, βάζω (ή αφήνω/εξωθώ/θέτω) κάποιον/μπαίνω στο περιθώριο βλ. περιθώριο, δεν αφήνει τίποτα να πέσει κάτω βλ. πέφτω, δεν αφήνω κάποιον/κάτι από τα μάτια μου βλ. μάτι, δεν αφήνω/δεν χάνω ευκαιρία για/να ... βλ. ευκαιρία, δεν έμεινε πέτρα πάνω στην πέτρα βλ. πέτρα, δεν έμεινε/δεν άφησαν (ούτε) κολυμπηθρόξυλο (όρθιο) βλ. κολυμπηθρόξυλο, δεν έμεινε/δεν άφησαν τίποτα όρθιο βλ. τίποτα, δρόμο παίρνω, δρόμο αφήνω βλ. δρόμος, μάθε τέχνη κι άστηνε (κι αν πεινάσεις πιάστηνε) βλ. τέχνη, μένω άγαλμα βλ. άγαλμα, μένω/αφήνω κόκαλο βλ. κόκαλο, τα πράγματα πήραν το(ν) δρόμο τους βλ. δρόμος, τον άφησε σέκο βλ. σέκος [< μεσν. αφήνω < αρχ. ἀφίημι, γαλλ. laisser, αγγλ. leave – παλαιότ. ορθογρ. αφίνω]

βάθος

βάθος βά-θος ουσ. (ουδ.) {βάθ-ους | -η, -ών} 1. η απόσταση ανάμεσα σε ένα ανώτερο και ένα κατώτερο επίπεδο: το ~ του γκρεμού/λάκκου/πηγαδιού. ~ γεώτρησης/εκσκαφής ... μέτρα. Σεισμός μικρού ~ους (= επιφανειακός). Έσκαψαν/καταδύθηκαν/κατέβηκαν σε μεγάλο ~. 2. η απόσταση ανάμεσα σε ένα πρόσθιο και ένα οπίσθιο επίπεδο: το ~ της σπηλιάς/στοάς (πβ. εσωτερικό). (στη ζωγραφική) Η αίσθηση/εντύπωση του ~ους (= του χώρου· βλ. προοπτική). Στο ~ (= φόντο) του πίνακα διακρίνονται δύο φιγούρες. 3. (μτφ.) έκταση, εύρος, μέγεθος: το ~ της γνώσης/σκέψης/σοφίας του. Το ~ ενός προβλήματος.|| Το απύθμενο ~ της ψευτιάς. ΣΥΝ. πλάτος (2) 4. (μτφ.) ουσία, περιεχόμενο: το ~ (= βαθύτερο νόημα) των λέξεων. Πολιτική με ~. Άνθρωπος χωρίς ~ (= κενός). 5. ΦΙΛΟΣ. (στη Λογική) το σύνολο των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων μιας έννοιας, με τα οποία διαφοροποιείται από κάθε άλλη. Βλ. γένος, πλάτος. ● ΣΥΜΠΛ.: βάθος πεδίου: ΦΩΤΟΓΡ. η απόσταση ανάμεσα στο πιο κοντινό στον φακό αντικείμενο και στο πιο απομακρυσμένο από αυτόν, όταν αυτά απεικονίζονται με ευκρίνεια στη φωτογραφία: Αλλάζω/βελτιώνω/ελαχιστοποιώ/μεγιστοποιώ το ~ ~. [< γαλλ. p rofondeur du champ ] , βάθος χρώματος: ΠΛΗΡΟΦ. ο αριθµός των δυαδικών στοιχείων που διατίθενται για την αποθήκευση της πληροφορίας του χρωµατισµού κάθε εικονοστοιχείου: Το ~ ~ ανέρχεται σε/φτάνει τα ... μπιτ. [< αγγλ. color depth] , θόρυβος βάθους: ΤΗΛΕΠ. που προέρχεται από πηγή (ήχου) διαφορετική από αυτή που ηχογραφείται. [< αγγλ. background noise] , βαθιά οικολογία/οικολογία του βάθους βλ. οικολογία, εστιακό βάθος βλ. εστιακός, ψυχολογία του βάθους βλ. ψυχολογία ● ΦΡ.: από τα βάθη της καρδιάς/της ψυχής (μου) & (λόγ.) εκ βάθους/από μέσης καρδίας: για έκφραση γνήσιων και έντονων συναισθημάτων: Σας ευχαριστώ/συγχαίρω ~ ~ (= ειλικρινά)! Εύχομαι ~ ~ υγεία και μακροημέρευση! ΣΥΝ. από καρδιάς, με όλη μου την ψυχή/την καρδιά [< γαλλ. du fond de mon coeur] , εν τω βάθει (επιστ.): στο βάθος: (ΙΑΤΡ.) ~ ~ λοίμωξη/φλεβική θρόμβωση. ~ ~ καμπτήρας (δακτύλων). ΑΝΤ. επιπολής, κατά (/στο) βάθος: στην πραγματικότητα: ~ ~, είναι καλός άνθρωπος.|| Ξέρω, ~ ~ (: βαθιά μέσα μου), ότι λέει ψέματα. [< γαλλ. au/dans le fond] , με βάθος χρόνου 1. με προοπτική: επένδυση/συνεργασία ~ ~. 2. (για στόχο) με προβλεπόμενο χρονικό όριο για την επίτευξή του: έργα ~ ~ τα πέντε έτη/το 2020 (= με χρονικό ορίζοντα)., σε βάθος & (λόγ.) εις βάθος: που φτάνει στην ουσία των πραγμάτων: ανάλυση/έρευνα ~ ~ (= λεπτομερής, σχολαστική). Γνωρίζω ~ ~ το θέμα. Εξέτασε ~ ~ την υπόθεση (= διεξοδικά).|| Καθαριότητα ~ ~. Βλ. επιφανειακός. [< αγγλ. in depth, γαλλ. au fond de, à fond] , σε βάθος και (σε) πλάτος/σε πλάτος και (σε) βάθος 1. λεπτομερώς, από όλες τις πλευρές: έλεγχος ~ ~. Τα δεδομένα μελετήθηκαν ~ ~. ΣΥΝ. ενδελεχώς. 2. σε όλα τα επίπεδα: διεύρυνση/μεταρρύθμιση ~ ~., σε βάθος χρόνου 1. μακροπρόθεσμα, μελλοντικά: εφαρμογή του μέτρου σε (ικανό) ~ ~, όχι αμέσως. Αλλαγές που πραγματοποιούνται σταδιακά και ~ ~. 2. (προκειμένου για συγκεκριμένη χρονική προθεσμία) σε διάστημα: υλοποίηση του προγράμματος ~ ~ οκτώ μηνών. [< αγγλ. in time depth] , τα βάθη του χρόνου/των αιώνων: το πολύ μακρινό παρελθόν: Ιστορία/πολιτισμός που ξεκινά από τα/που χάνεται στα ~ ~., το βάθος/τα βάθη (συνήθ. προηγείται η πρόθ. σε ή από) 1. το εσώτερο σημείο, το πίσω μέρος: Στο ~ διακρίνεται το χωριό. Στο ~ του ορίζοντα. Τον είδε στο ~ της αίθουσας/του διαδρόμου.|| (μτφ.) Εικόνες από ~ της μνήμης/του μυαλού (πβ. μύχια). 2. το πιο απομακρυσμένο ή πάρα πολύ μακρινό σημείο: ταξίδι στα ~ της ερήμου (πβ. πέρατα). 3. {συνήθ. στον πληθ.} πολύ χαμηλό ή το χαμηλότερο σημείο: από τα/στα ~ της Γης (πβ. έγκατα)/της θάλασσας (πβ. πυθμένας). Αποστολές στα (άγνωστα) ~ των ωκεανών (πβ. άβυσσος). Στο ~ (= στον πάτο) της λίμνης., χαίρε βάθος αμέτρητον (από τον Ακάθιστο Ύμνο) (λόγ.-ειρων.): για δήλωση χαοτικής, άναρχης κατάστασης ή για κάτι εντελώς ασαφές και απροσδιόριστο., ή του ύψους ή του βάθους βλ. ύψος, φως στο τούνελ βλ. τούνελ [< αρχ. βάθος, γαλλ. fond, αγγλ. depth, γερμ. Tiefe]

γάμος

γάμος γά-μος ουσ. (αρσ.) 1. νόμιμη ένωση συνήθ. ενός άντρα και μιας γυναίκας, που αναγνωρίζονται επίσημα ως σύζυγοι με θρησκευτική ή πολιτική τελετή και συνεκδ. η αντίστοιχη τελετή και ο ακόλουθος εορτασμός: ανοιχτός (: με πολλούς προσκεκλημένους, ΑΝΤ. κλειστός)/βασιλικός/παραδοσιακός/πλούσιος ~. Πρώτος/δεύτερος/τρίτος ~. ~ συμφέροντος. ~ από έρωτα/συνοικέσιο. Κοινοί ~οι (: που τελούνται ταυτόχρονα στον ίδιο χώρο). ~ (μεταξύ) γκέι/λεσβιών/ομοφύλων. (Αν)αγγελία/βίντεο/γνωριμία/δεξίωση/δήλωση (: στο ληξιαρχείο)/δώρο/έθιμα/είδη (: νυφικά, στέφανα, λαμπάδες, μπομπονιέρες)/επέτειος/οργάνωση/πιστοποιητικό/(ληξιαρχική) πράξη/προσκλητήριο/τέλεση/τραγούδι/τραπέζι (= γλέντι)/φωτογραφίες ~ου. Είναι/βρίσκεται/έφτασε σε ηλικία ~ου. Ανακοινώνω/εμποδίζω/ευλογώ/τελώ τον ~ο. Συνάπτω ~ο. Βγάζω τις άδειες του ~ου.|| (ΝΟΜ.) Άκυρος/ανυπόστατος ~. (Δικαστική) λύση ~ου (βλ. διαζύγιο). Επίδομα ~ου. Πβ. παντρειά, πάντρεμα. Βλ. στεφάνι. 2. (συνεκδ.) έγγαμος βίος, συμβίωση συζύγων: αποτυχημένος/αταίριαστος/άτυχος/διαλυμένος/επιτυχημένος ~. Σώζω τον ~ο μου. Ατύχησε/ευτύχησε στον ~ο του. Ο ~ τους κράτησε παρά τις αντιξοότητες. H πρώτη νύχτα του ~ου. 3. ΘΕΟΛ. ένα από τα επτά μυστήρια της χριστιανικής θρησκείας, με το οποίο ευλογείται η ένωση άντρα και γυναίκας, με σκοπό την πνευματική και ηθική τους τελείωση και τη γέννηση τέκνων. 4. (μτφ.) ένωση ή συνεργασία διαφορετικών ή αντίθετων πλευρών, εταιρειών: ~ (δύο) εκδοτικών οίκων. ● ΣΥΜΠΛ.: αναγκαστικός γάμος 1. που επιβάλλεται από το οικογενειακό και το κοινωνικό περιβάλλον ή λόγω ειδικών συνθηκών (συνήθ. ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης). 2. (μτφ.) συνεργασία, συμφωνία που επιβάλλεται από κάποιες καταστάσεις: ~ ~ των επιχειρήσεων., αργυροί/χρυσοί/αδαμάντινοι γάμοι: επέτειος των 25, 50 και 60 (ή 75) χρόνων έγγαμης συμβίωσης, αντίστοιχα. Βλ. ιωβηλαίο. [< γαλλ. noces d'argent/d'or/de diamant] , θρησκευτικός γάμος: που γίνεται σύμφωνα με τον τρόπο που υπαγορεύει η θρησκεία του ζευγαριού. [< γαλλ. mariage religieux] , λευκός/εικονικός γάμος: ΝΟΜ. που γίνεται συμβατικά, για λόγους σκοπιμότητας. [< γαλλ. mariage blanc] , μικτός γάμος: που πραγματοποιείται μεταξύ ετερόθρησκων ή ετερόδοξων. [< γαλλ. mariage mixte] , πολιτικός γάμος: που τελείται (1982 κ. ε.) από εκπρόσωπο δημοτικής ή άλλης πολιτικής Αρχής, συνήθ. στο δημαρχείο. [< γαλλ. mariage civil] , λίστα γάμου βλ. λίστα, πρόταση (γάμου) βλ. πρόταση ● ΦΡ.: εκτός γάμου: έξω από τα πλαίσια της έγγαμης ζωής: σχέσεις ~ ~ (= εξωσυζυγικές). Παιδιά που γεννήθηκαν ~ ~. Πβ. εξώγαμος., εντός γάμου: που προκύπτει ή λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο της έγγαμης συμβίωσης: τέκνα γεννημένα ~ ~., έρχομαι εις γάμου κοινωνία(ν) (επίσ.): παντρεύομαι., όλα του γάμου δύσκολα (κι η νύφη γκαστρωμένη) (παροιμ.): όταν υπάρχουν πολλές δυσκολίες, για να γίνει κάτι ή όταν εμφανίζεται ένα (νέο) πρόβλημα σε μια ήδη δύσκολη κατάσταση., όπου γάμος και χαρά (κι) η Βασίλω πρώτη: για πρόσωπο που παρευρίσκεται σε πολλές κοινωνικές εκδηλώσεις, συχνά για να προβληθεί., πάρ' τον στον γάμο σου να σου πει «και του χρόνου» (παροιμ.): όταν κάποιος λέει κάτι, συνήθ. αρνητικό, που δεν ταιριάζει σε συγκεκριμένη περίσταση., τα (ιερά) δεσμά του γάμου (επίσ.): ο γάμος: Ενώθηκαν με ~ ~ ενώπιον Θεού και ανθρώπων., (ο) γάμος του καραγκιόζη βλ. καραγκιόζης, ζητώ (σε γάμο) βλ. ζητώ, θα αφήσουμε/σιγά μην αφήσουμε τον γάμο να πάμε για πουρνάρια βλ. αφήνω, στον γάμο του καραγκιόζη βλ. καραγκιόζης, του Κουτρούλη ο γάμος/το πανηγύρι βλ. Κουτρούλης [< αρχ. γάμος]

γεωμετρικός

γεωμετρικός, ή, ό γε-ω-με-τρι-κός επίθ. 1. ΓΕΩΜ. που σχετίζεται με τη γεωμετρία: ~ή: απεικόνιση/διάταξη/παράσταση/περιγραφή/σειρά. ~ές: κατασκευές/σχέσεις. ~ά: όργανα (γνώμονας, διαβήτης, μοιρογνωμόνιο, χάρακας)/σχήματα (κύκλος, ορθογώνιο, τετράγωνο, τραπέζιο, τρίγωνο)/σώματα (κύβος, κύλινδρος, κώνος, πυραμίδα). Βλ. μαθηματικός. 2. ΑΡΧΑΙΟΛ. που σχετίζεται με τη γεωμετρική τέχνη: ~ά: αγγεία/είδωλα. Βλ. πρωτο~. 3. (κατ' επέκτ.) συμμετρικός: ~ός: σχεδιασμός. ~ή: διάταξη. ● επίρρ.: γεωμετρικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: γεωμετρική εποχή/περίοδος & γεωμετρικοί χρόνοι: ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΙΣΤ. περίοδος που εκτείνεται από τον 11ο μέχρι τον 8ο αι. π.Χ.· κατ' επέκτ. ο πολιτισμός της συγκεκριμένης εποχής., γεωμετρική τέχνη: ΑΡΧΑΙΟΛ. η τέχνη της γεωμετρικής περιόδου, η οποία χαρακτηρίζεται από αυστηρές μορφές, γεωμετρικά και γραμμικά σχέδια καθώς και αρμονική διαίρεση των μερών των αγγείων., γεωμετρική πρόοδος βλ. πρόοδος, γεωμετρικός τόπος βλ. τόπος ● ΦΡ.: με γεωμετρική πρόοδο βλ. πρόοδος [< 1: αρχ. γεωμετρικός 2,3: γαλλ. géometrique]

γουρούνι

γουρούνι γου-ρού-νι ουσ. (ουδ.) {γουρουν-ιού | -ιών} 1. ΖΩΟΛ. παμφάγο κατοικίδιο θηλαστικό (οικογ. Suidae) με μεγάλο σώμα και κοντά πόδια, που εκτρέφεται για το κρέας και το δέρμα του: άγριο (= αγριογούρουνο, κάπρος)/καλοθρεμμένο ~. Εκτροφή ~ιών. Tο ~ γρυλίζει/σκούζει/κυλιέται στη λάσπη. ΣΥΝ. χοίρος 2. (υβριστ.) άξεστος, χυδαίος ή αναίσθητος άνθρωπος: όρθιο ~. Είναι πολύ ~! Φέρθηκε σαν ~. Πβ. γαϊδούρι, κτήνος. 3. (μειωτ.) χοντρός, λαίμαργος ή βρόμικος άνθρωπος: Tρώω σαν ~. Zει σαν τα ~ια (: μέσα στη βρομιά). ● Υποκ.: γουρουνάκι (το) ● ΦΡ.: (αγοράζω/παίρνω) γουρούνι στο σακί (μτφ.-προφ.): για βιαστική, επιπόλαιη απόφαση, κυρ. σε περιπτώσεις αγοράς ενός προϊόντος ή επιλογής συντρόφου: Να το δω πρώτα! Δεν θα πάρω ~ ~ (πβ. ό,τι κι ό,τι)., όλα τα γουρούνια έχουνε την ίδια μούρη/μια μύτη έχουνε (μειωτ.): για τα κοινά χαρακτηριστικά ανθρώπων που ανήκουν στον ίδιο (επαγγελματικό, πολιτικό, κοινωνικό) χώρο., σαν να σφάζουν γουρούνι (προφ.): για οξύ, διαπεραστικό και ενοχλητικό ήχο., σαπουνίζοντας γουρούνι χάνεις χρόνο και σαπούνι (παροιμ.): ματαιοπονεί όποιος επιδιώκει να αλλάξει τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου. ΣΥΝ. τον αράπη κι αν τον πλένεις, το σαπούνι σου χαλάς [< μεσν. γουρούνιν]

διπλός

διπλός, ή, ό δι-πλός επίθ. & (λόγ.) διπλούς 1. που είναι δύο (σχεδόν) φορές μεγαλύτερος από κάτι, σε μέγεθος, ποσότητα: ~ός: κίνδυνος/κόπος. ~ό: όφελος.|| ~ός: μισθός. ~ή: δόση/τιμή/χρέωση. ~ό: κέρδος/σκορ. ~ά: έξοδα. Πβ. διπλάσιος. Βλ. τρί-, τετρά-, πεντά-διπλος.|| (ως ουσ. στον πληθ.) Κερδίζει τα ~ά (ενν. λεφτά).|| (ειδικότ. για ποτά ή φαγητά:) ~ός: ελληνικός (καφές)/εσπρέσο. ~ή: μερίδα (φαγητό). ~ό: ουίσκι. ΑΝΤ. απλός, κανονικός. 2. που αποτελείται από δύο μέρη ή έχει δύο μορφές: ~ός: αερόσακος (: οδηγού-συνοδηγού)/πάτος/(ΑΡΧΑΙΟΛ.) πέλεκυς. ~ή: πόρτα (: ασφαλείας)/πρόσοψη. ~ό: άλμπουμ (με τραγούδια)/τεύχος (περιοδικού) (: με διπλάσια ύλη)/φύλλο (τετραδίου). ~ό: λεωφορείο (= διώροφο). ~οί: προβολείς (αυτοκινήτου). ~ά: παράθυρα (: με ~ό τζάμι για καλύτερη θερμομόνωση και ηχομόνωση).|| (ΑΘΛ.) ~ό: σκιφ (= με δύο κωπηλάτες).|| ~ός: στόχος/συμβολισμός. ~ή: ευκαιρία/προστασία. Λέξεις με ~ή σημασία (= αμφίσημες). Πβ. διττός. 3. που γίνεται ή επαναλαμβάνεται δύο φορές· που αφορά δύο πρόσωπα ή γεγονότα: ~ός: έλεγχος/κόμπος/υπολογισμός. ~ή: περιστροφή/προσπάθεια.|| (ΑΘΛ.) ~ός: αγώνας/τελικός (εντός και εκτός έδρας).|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Κάντε ~ό κλικ στο εικονίδιο.|| ~ός: φόνος. ~ή: γιορτή/νίκη. 4. σχεδιασμένος για δύο άτομα: ~ός: καναπές. ~ή: κουβέρτα. ~ό: κρεβάτι/στρώμα. Βλ. ημί-, υπέρ-διπλος. ΑΝΤ. μονός (1) 5. (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.) που έχει σκόπιμα δύο πλευρές, εκ των οποίων η μία συνήθ. είναι κρυφή: ~ός: εαυτός (βλ. διχασμένη προσωπικότητα, σχιζοφρένεια). ~ή: όψη (ζητήματος)/τακτική. ~ό: πρόσωπο (: ανειλικρινές).|| ~ός: πράκτορας (: που εργάζεται συγχρόνως και κρυφά για λογαριασμό δύο αντίπαλων κρατών).|| Κρατούσε ~ά (λογιστικά) βιβλία (βλ. φοροδιαφυγή). Βλ. -πλός. ● Ουσ.: διπλές (οι): ζαριά στην οποία και τα δυο ζάρια δείχνουν το δύο: Έφερε ~. Πβ. δυάρες. Βλ. ντόρτια, πεντάρες., διπλό (το) ΑΘΛ. 1. (προφ.) η εκτός έδρας νίκη ομάδας και το αντίστοιχο σύμβολο 2 σε προγνωστικά αγώνων ποδοσφαίρου ή μπάσκετ: Έφερε/πέτυχε το ~. 2. τρόπος διεξαγωγής αγωνίσματος (τένις, πινγκ πονγκ, μπάντμιντον), σύμφωνα με τον οποίο κάθε ομάδα αποτελείται από ένα ζευγάρι αθλητών: ~ ανδρών/γυναικών. 3. ανεπίσημος αγώνας ποδοσφαίρου ή μπάσκετ, συχνά με αυτοσχέδια τέρματα ή μπασκέτες: Παιδιά θα παίξουμε ένα ~; Βλ. μονό. ● επίρρ.: διπλά ● ΣΥΜΠΛ.: διπλή ζωή: για παράλληλη εξωσυζυγική σχέση ή παράνομη, ύποπτη, μη κοινωνικά αποδεκτή δραστηριότητα, η οποία κρατιέται σκόπιμα κρυφή: Έχει/ζει/κάνει ~ ~. [< γαλλ. double vie] , διπλή προσωπικότητα: διχασμένη., διπλή ταρίφα: αυξημένο τιμολόγιο ταξί για νυχτερινά δρομολόγια, από τις δώδεκα τα μεσάνυχτα έως τις πέντε το πρωί, ή για διαδρομές έξω από την έδρα του, εκτός περιμετρικής ζώνης: Τους χρέωσε ~ ~., διπλής κατεύθυνσης/(λόγ.) κατευθύνσεως 1. & με διπλή κατεύθυνση: με ροή οχημάτων σε δύο αντίθετες κατευθύνσεις: δρόμος ~ ~. ΑΝΤ. μονής κατεύθυνσης 2. προς δύο πλευρές: επικοινωνία ~ ~ (= αμφίδρομη)., οικογενειακό διπλό & διπλό: ΑΘΛ. (στο ποδόσφαιρο) προπονητικός αγώνας που διεξάγεται μεταξύ παικτών της ίδιας ομάδας, με χρήση και των δύο τερμάτων., άνω (και) κάτω τελεία βλ. τελεία, διπλή άρθρωση βλ. άρθρωση, διπλή όραση βλ. όραση, διπλό ταυ βλ. ταυ, διπλός αστέρας βλ. αστέρας ● ΦΡ.: έγινε διπλός/διπλάσιος (προφ.): πάχυνε πολύ. ΑΝΤ. έμεινε (ο) μισός, έχει διπλό ρόλο 1. παίζει δύο διαφορετικούς ρόλους στο ίδιο έργο: ~ ~ στην ταινία, καθώς υποδύεται δίδυμα αδέλφια. 2. (μτφ.) διττή συνεισφορά, επίδραση στην εξέλιξη ή διαμόρφωση κατάστασης: Η λειτουργία του εργαστηρίου ~ ~, αφενός ... και αφετέρου ... Θα ~ ~ στην ομάδα, ως προπονητής και παίκτης. 3. ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. -ΨΥΧΟΛ. διπλάσιες απαιτήσεις από πρότυπα αναμενόμενης κοινωνικής συμπεριφοράς: Ο δάσκαλος στο ψηφιακό σχολείο ~ ~, του καθοδηγητή και υποστηρικτή. (κατ' επέκτ.) Η σύγχρονη γυναίκα καλείται να επιτελέσει τριπλό ρόλο: της μητέρας, της εργαζόμενης και της συζύγου., και του χρόνου διπλός/διπλή! (ευχετ. σε ανύπαντρο/-η): και του χρόνου να έχεις παντρευτεί: άντε, ~ ~! Πβ. και στα δικά σου., διπλά και τρίδιπλα βλ. τρίδιπλος, διπλής όψης/όψεως βλ. όψη, μοιρασμένη χαρά, διπλή χαρά βλ. χαρά, παίζει διπλό παιχνίδι βλ. παιχνίδι, παίζει σε δύο/σε διπλό/σε πολλά ταμπλό βλ. ταμπλό, τα βλέπω διπλά βλ. βλέπω ● βλ. διπλο- & διπλό-, δις2, τριπλός [< μτγν. διπλός, γαλλ.-αγγλ. double]

εις

εις [εἰς] πρόθ. (+ αιτ.): λόγιος τύπος, αντί της πρόθεσης "σε", κυρ. σε παγιωμένες εκφράσεις για δήλωση κίνησης, τρόπου, ποσού, σκοπού, ευχής: άλμα ~ μήκος/ύψος.|| ~ βάρος.|| ~ διπλούν.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) ~ άφεσιν αμαρτιών. ~ μνήμη(ν).|| Μηδέν ~ το πηλίκον.|| ~ το επανιδείν/υγείαν. Και ~ ανώτερα! ● ΦΡ.: είμαι σε θέση να ... βλ. θέση, εις επήκοον όλων βλ. επήκοος, εις μάτην βλ. μάτην, εις τας αιωνίους μονάς/στις αιώνιες μονές βλ. μονή, εις τας/περί τας/στας δυσμάς του βίου βλ. δυσμαί, εις τόπον χλοερόν/εν τόπω χλοερώ βλ. τόπος, εις τριπλούν βλ. τριπλούν, εις χείρας βλ. χειρ, εις/προς/σε επίρρωση βλ. επίρρωση, έρχομαι εις γάμου κοινωνία(ν) βλ. γάμος, ες αεί βλ. αεί, ες αύριον τα σπουδαία βλ. αύριο, σε/εις ανάμνηση βλ. ανάμνηση, σε/ως ένδειξη βλ. ένδειξη [< αρχ. εἰς, ἐς]

έκτος

έκτος, η, ο [ἕκτος] έ-κτος αριθμητ. τακτ. (σύμβ. 6ος, ΣΤ' ή στ' ή ς', λατ. VI): που αντιπροσωπεύει τον αριθμό έξι (6) σε μια ακολουθία ή σειρά: ~ος: γύρος/τόμος. ~η: επέτειος. ~ο: κεφάλαιο. (σε φωτογραφία) ~ από δεξιά. Τον ~ο αιώνα π.Χ. Για ~η συνεχόμενη μέρα/φορά. Δέκατη ~η. Το ~ο έτος της ηλικίας. Βγήκε/τερμάτισε ~.|| (ως ουσ.) Ο αγώνας ήταν ο ~ της χρονιάς. ● επίρρ.: έκτον (λόγ.): για να δηλωθεί ότι το αναφερόμενο στοιχείο βρίσκεται στην έκτη θέση σε μια απαρίθμηση, επιχειρηματολογία: πρώτον, ...· (...)· πέμπτον, ...· ~, ...· έβδομον, ... Βλ. -ον2. ● Ουσ.: έκτη (η) 1. (κ. με κεφαλ. Ε) ενν. τάξη δημοτικού σχολείου (σύμβ. ΣΤ'). 2. ενν. μέρα του μήνα: την ~η (: 6η) Απριλίου. 3. ΜΑΘ. ενν. δύναμη αριθμού. 4. ΜΟΥΣ. διάστημα έξι φθόγγων., έκτο (το): καθένα από τα έξι ίσα μέρη ενός συνόλου: το ένα ~ (: 1/6)., έκτος (ο) 1. ενν. όροφος: Μένω στον ~ο. 2. (συνήθ. στη γεν., σε ανάγνωση ημερομηνίας γραμμένης με αριθμούς) ενν. μήνας, ο Ιούνιος: στις 5/6 (: πέντε ~ου). ● ΣΥΜΠΛ.: έκτη αίσθηση βλ. αίσθηση [< αρχ. ἕκτος]

έρως

έρως [ἔρως] έ-ρως ουσ. (αρσ.) {έρωτ-ος, -α | -ες, -ώτων} (λόγ.): έρωτας. ● ΦΡ.: έρως ανίκατε μάχαν (συχνά ειρων.): (για να δηλωθεί η δύναμη του έρωτα) έρωτα, ανίκητε στη μάχη., ο έρως/έρωτας χρόνια δεν κοιτά (παροιμ.): η μεγάλη ηλικία των συντρόφων ή η ηλικιακή διαφορά τους δεν εμποδίζει τον έρωτα. [< αρχ. ἔρως]

εύθετος

εύθετος, η, ο [εὔθετος] εύ-θε-τος επίθ. (λόγ.): συνήθ. στη ● ΦΡ.: σε εύθετο χρόνο & σε ευθετότερο χρόνο & (λογιότ.) εν ευθέτω χρόνω: την κατάλληλη στιγμή (αργότερα, στο μέλλον): Θα σου απαντήσω/θα σε ενημερώσω ~ ~. Βλ. σε εύλογο χρόνο. [< αρχ. εὔθετος]

εύλογος

εύλογος, η, ο [εὔλογος] εύ-λο-γος επίθ. (λόγ.): που μπορεί εύκολα να αιτιολογηθεί, να ερμηνευτεί: ~ος: προβληματισμός. ~η: αγανάκτηση/αιτία/αμοιβή/ανησυχία/αξία/απορία. ~ο: ενδιαφέρον/επιχείρημα/ποσό (ΑΝΤ. υπερβολικό). ~οι: όροι. ~ες: αντιρρήσεις/υποψίες. Για εύλογους (= ευνόητους, κατανοητούς) λόγους. Πβ. βάσιμος, δικαιολογημένος, λογικός.|| (ΝΟΜ.) ~η: χρήση (: ρήτρα εξαίρεσης που επιτρέπει τη χρήση προϊόντος της διάνοιας υπό ορισμένες προϋποθέσεις).|| (ως ουσ.) Το ~ο του κόστους των έργων. Βλ. -λογος. ● επίρρ.: εύλογα & (λόγ.) ευλόγως ● ΦΡ.: (μέσα) σε εύλογο χρόνο (κυρ. ΝΟΜ.): σε λογικό χρονικό διάστημα: Τα πειθαρχικά συμβούλια πρέπει να ολοκληρώνουν το έργο τους ~ ~. Βλ. σε εύθετο χρόνο. [< αρχ. εὔλογος] ΕΥΛΟΓΟΣ

ζαμάνια

ζαμάνια ζα-μά-νια ουσ. (ουδ.) (τα): κυρ. στη ● ΦΡ.: χρόνια/καιρούς και ζαμάνια & χρόνια και καιρούς (προφ.): για να δηλωθεί μεγάλο χρονικό διάστημα: ~ ~ έχουμε να σε δούμε/να τα πούμε! [< τουρκ. zaman]

ηλιακός

ηλιακός, ή, ό [ἡλιακός] η-λι-α-κός επίθ. 1. ΑΣΤΡΟΝ. που σχετίζεται με τον Ήλιο: ~ός: δίσκος/πυρήνας. ~ή: ακτινοβολία/ατμόσφαιρα (βλ. φωτό-, χρωμό-σφαιρα)/δραστηριότητα/θερμότητα/καταιγίδα/μάζα/περιστροφή/τροχιά/Φυσική. ~ό: κάτοπτρο/τηλεσκόπιο/φως. ~ές: ακτίνες. Βλ. εξω~.|| (ΘΡΗΣΚ.) ~ή: θεότητα/λατρεία. ~ό: σύμβολο. 2. ΤΕΧΝΟΛ. που αξιοποιεί την ενέργεια του ήλιου: ~ός: (ενεργειακός) σταθμός. ~ή: γεννήτρια/μονάδα. Βλ. φωτοβολταϊκός.|| (ΟΙΚΟΛ.) ~ός: φούρνος. ~ή: θέρμανση/μπαταρία/τεχνολογία. ~ό: αυτοκίνητο (βλ. ηλεκτρικό αυτοκίνητο)/σπίτι. 3. που αναφέρεται στην υπεριώδη ακτινοβολία του ήλιου ή προκαλείται από αυτή: ~ή: έκθεση.|| ~ό: ερύθημα. ~ά: εγκαύματα. Βλ. αντ~. ● επίρρ.: ηλιακά ● ΣΥΜΠΛ.: ηλιακές εκλάμψεις/εκρήξεις: ΑΣΤΡΟΝ. ισχυρές εκρήξεις στο στέμμα και τη χρωμόσφαιρα του Ήλιου, οι οποίες εμφανίζονται κυρ. γύρω από ηλιακές κηλίδες και προκαλούν την απελευθέρωση μαγνητικής ενέργειας. [< αγγλ. solar flares, 1938, solar eruptions, 1937] , ηλιακή ενέργεια: ΦΥΣ. που προέρχεται από τη σύντηξη πυρήνων υδρογόνου στον Ήλιο. Βλ. ανανεώσιμες/εναλλακτικές πηγές/μορφές ενέργειας., ηλιακή κυψέλη & ηλιακό κύτταρο/στοιχείο: ΗΛΕΚΤΡΟΝ. φωτοβολταϊκό στοιχείο. [< αγγλ. solar cell, 1955] , ηλιακή σταθερά: ΜΕΤΕΩΡ. η ποσότητα της ηλιακής ενέργειας στο εξωτερικό όριο της ατμόσφαιρας, όταν η Γη βρίσκεται στη μέση απόστασή της από τον Ήλιο, την οποία δέχεται επιφάνεια ενός τετραγωνικού εκατοστού, όπου πέφτουν κάθετα οι ακτίνες του Ήλιου. [< γαλλ. constante solaire] , ηλιακό πάρκο: ΟΙΚΟΛ. μεγάλη έκταση με εγκαταστάσεις, ηλιακές κυψέλες-φωτοβολταϊκά κύτταρα, για την παραγωγή ρεύματος από την ηλιακή ενέργεια. [< αγγλ. solar park] , ηλιακό στέμμα & ηλιακή κορόνα: ΑΣΤΡΟΝ. λευκή άλως, πολύ θερμή και αραιή, η οποία αποτελεί την εξωτερική ατμόσφαιρα του Ήλιου. [< γαλλ. couronne solaire] , ηλιακό σύστημα ΑΣΤΡΟΝ. 1. (συνήθ. με κεφαλ. τα αρχικά Η, Σ) που αποτελείται από τον Ήλιο, τους οκτώ πλανήτες που περιστρέφονται σε ελλειπτικές τροχιές γύρω από αυτόν, τους δορυφόρους τους, καθώς και από αστεροειδείς, κομήτες και μετεωρίτες: το ~/πλανητικό μας ~. Βλ. γαλαξίας. 2. κάθε παρόμοιο αστρικό σύστημα, που περιφέρεται γύρω από έναν ή περισσότερους ήλιους. [< γαλλ. système solaire] , ηλιακό χωριό: ΟΙΚΟΛ. οικιστικό συγκρότημα κατοικιών που χρησιμοποιούν παθητικά και ενεργητικά ηλιακά συστήματα., ηλιακός θερμοσίφωνας & (προφ.) ηλιακός: ΤΕΧΝΟΛ. σύστημα θέρμανσης νερού, το οποίο αποτελείται από επίπεδο ηλιακό συλλέκτη, συνδεδεμένο με δεξαμενή αποθήκευσης νερού: ~ ~ ανοιχτού/κλειστού κυκλώματος. Τοποθέτηση ~ού ~α στην ταράτσα. Πβ. ηλιακός θερμοσυσσωρευτής. Βλ. ηλεκτρικός θερμοσίφωνας., ηλιακός κύκλος : ΑΣΤΡΟΝ. η περιοδικά εμφανιζόμενη ηλιακή δραστηριότητα, η οποία διαρκεί περ. έντεκα χρόνια., ηλιακός χρόνος: ΑΣΤΡΟΝ. τοπική ώρα που βασίζεται στην ηλιακή ημέρα: αληθής/μέσος ~ ~. Βλ. αστρικός χρόνος. [< αγγλ. solar time] , έκλειψη Ηλίου βλ. έκλειψη, ενεργητικά/θερμικά ηλιακά συστήματα βλ. ενεργητικός, ηλιακές κηλίδες βλ. κηλίδα, ηλιακές προεξοχές βλ. προεξοχή, ηλιακή ημέρα βλ. ημέρα, ηλιακό ημερολόγιο βλ. ημερολόγιο, ηλιακό ιστίο βλ. ιστίο, ηλιακό ρολόι βλ. ρολόι, ηλιακό/τροπικό έτος βλ. έτος, ηλιακός άνεμος βλ. άνεμος, ηλιακός κλιματισμός βλ. κλιματισμός, ηλιακός συλλέκτης βλ. συλλέκτης, παθητικά ηλιακά συστήματα βλ. παθητικός [< μτγν. ἡλιακός, αγγλ. solar, γαλλ. solaire]

ηρωικός

ηρωικός, ή, ό [ἡρωικός] η-ρω-ι-κός επίθ. 1. που φανερώνει ή έχει επιδείξει ηρωισμό: ~ός: αγώνας/θάνατος. ~ή: άμυνα/αντίσταση/δράση/εξέγερση/έξοδος/μάχη/στάση. ~ές: πράξεις. ~ά: κατορθώματα (= ανδραγαθήματα).|| ~ός: λαός. ~οί: πολεμιστές. ~ές: μορφές. Βλ. αντι~. ΣΥΝ. ανδρείος, γενναίος (1), θαρραλέος 2. ΑΡΧ. που σχετίζεται με τους μυθικούς κυρ. ήρωες της αρχαιότητας: ~ή: καταγωγή. ~οί: μύθοι/χρόνοι. ● επίρρ.: ηρωικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: ηρωική εποχή/ηρωικά χρόνια: περίοδος κατά την οποία συντελέστηκαν πολύ σημαντικά γεγονότα, που ανέδειξαν τη γενναιότητα και την αυτοθυσία ορισμένων ανθρώπων: η ~ ~/τα ~ ~ των εθνικών αγώνων.|| (μτφ., χρονικό διάστημα πειραματισμών και επίπονων προσπαθειών που τελεσφόρησαν:) η ~ ~/τα ~ ~ της αρχαιολογίας/του κινηματογράφου/του μοντερνισμού., ηρωική ποίηση: ΦΙΛΟΛ. που εξυμνεί τον βίο και τα κατορθώματα ηρώων· ειδικότ. η επική ποίηση., ηρωικός στίχος/ηρωικό μέτρο: ΜΕΤΡ. το δακτυλικό εξάμετρο. [< αρχ. ἡρωικός, γαλλ. héroïque, αγγλ. heroic]

ιστορικός

ιστορικός [ἱστορικός] ι-στο-ρι-κός ουσ. (αρσ. + θηλ.) 1. επιστήμονας με αντικείμενο μελέτης την Ιστορία· ειδικότ. καθηγητής Ιστορίας: Ο ~ του μέλλοντος. ~ του θεάτρου/του Νέου Ελληνισμού. 2. ιστοριογράφος: αντικειμενικός ~. Ο ~ του Πελοποννησιακού Πολέμου (= ο Θουκυδίδης). Βλ. χρονικογράφος. [< αρχ. ἱστορικός, γερμ. Historiker, γαλλ. historien, αγγλ. historian]

κακός

κακός, ή/ιά, ό κα-κός επίθ. {συγκρ. χειρότερος, υπερθ. (λόγ.) κάκιστος, χείριστος} ΑΝΤ. καλός 1. που χαρακτηρίζεται από αρνητικά συναισθήματα απέναντι στους άλλους, που επιδιώκει να τους βλάψει ή/και χαίρεται με τη δυστυχία τους, που σκέφτεται και ενεργεί με δόλιο τρόπο: ~ός: χαρακτήρας (βλ. αισχρός, ανήθικος, πονηρός, φθονερός). Δεν είναι ~ άνθρωπος, απλά δύστροπος. Μην ακούς κανέναν, ο κόσμος είναι ~. Είναι ~, δεν νιώθει συμπόνια (βλ. άκαρδος, άπονος, άσπλαχνος). Γιατί είσαι τόσο ~ μαζί μου; Έλα τώρα, μη γίνεσαι ~! Πείτε με ~ό, αλλά δεν τους θέλω εδώ!|| Έχει ~ή/ιά ψυχή (= είναι κακόψυχος). Έδειξε την ~ή του πλευρά/το ~ό του πρόσωπο.|| ~ό: σκυλί (= άγριο, επιθετικό).|| (σε παραμύθια:) Ο ~ (ο) δράκος/λύκος. Η ~ιά μάγισσα (πβ. διαβολικός). ΑΝΤ. άκακος (1) 2. ανυπάκουος, αγενής, ανήθικος: (οικ.) Γιατί, ~ό κορίτσι, δεν έφαγες το φαΐ σου; Μην κάνεις παρέα με ~ά παιδιά (= παλιόπαιδα)! Πβ. απείθαρχος.|| ~ή: ανατροφή (βλ. κακοαναθρεμμμένος)/διαγωγή/συμπεριφορά. Έχει ~ούς τρόπους (βλ. ανάγωγος, απρεπής, κακομαθημένος). Ντροπή να λες ~ές λέξεις/~ά λόγια (= αισχρολογίες, βρισιές)! 3. που δεν έχει κοινωνική αναγνώριση, κακόφημος: ~ό: όνομα. ~ές: παρέες/συναναστροφές.|| ~ή: γειτονιά/περιοχή. 4. που δεν ανταποκρίνεται σε κοινώς αποδεκτές αξίες ή απαιτήσεις: ~ός: εργοδότης (ΑΝΤ. δίκαιος)/πελάτης/πολίτης (πβ. ανεύθυνος, ασυνείδητος)/σύζυγος/υπάλληλος (πβ. ανέντιμος, ασυνεπής)/φίλος (βλ. υστερόβουλος). 5. ανίκανος, ακατάλληλος: ~ός: γιατρός/δάσκαλος/ηγέτης (πβ. ανάξιος)/ηθοποιός/μαθητής (= αδύνατος, αμελής)/οδηγός (πβ. απρόσεκτος)/παίκτης (βλ. αδέξιος)/συνομιλητής. Ήμουν πάντα ~ στη διπλωματία. 6. που δεν τηρεί κάποιες προδιαγραφές, που δεν είναι ικανοποιητικός ή/και ποιοτικός· ανεπαρκής: ~ός: μισθός (βλ. κακοπληρωμένος)/φωτισμός. ~ή: απόδοση/διαχείριση (= κακοδιαχείριση)/διατροφή/κατασκευή (πβ. κακοτεχνία)/κατάσταση/λειτουργία/οργάνωση/προσπάθεια/σοδειά/συνεργασία/(στοματική) υγιεινή/υγεία/φωνή (βλ. κακόφωνος)/φωτογραφία. ~ό: θέαμα/φαγητό (βλ. κακομαγειρεμένος). ~οί: δρόμοι (: με λακκούβες). ~ές: επιδόσες/υπηρεσίες. Μέτρια έως ~ή ταινία. Έχει ~ή ακοή/μνήμη/όραση (= μειωμένη). Η ομάδα έκανε ~ή εμφάνιση. Πήρε ~ούς (= χαμηλούς) βαθμούς. Κάνει ~ά (= άσχημα, δυσανάγνωστα) γράμματα. 7. ατυχής, άστοχος, λανθασμένος: ~ός: προγραμματισμός/συγχρονισμός/υπολογισμός/χειρισμός. ~ή: αρχή/βολή/διάγνωση/δικαιολογία/εκτίμηση/επιλογή/ιδέα/μεταχείριση (= κακομεταχείριση)/στάση/συμβουλή/συνεννόηση/τακτική/χρήση. ~ό: επιχείρημα/ξεκίνημα. ΑΝΤ. σωστός. 8. βλαβερός: ~ή: ακτινοβολία.|| ~ή: επίδραση/επιρροή. ~ές: συνήθειες (π.χ. κάπνισμα). ~ά: πρότυπα. Είναι ~ό για τα νεύρα σου. Δεν είναι ~ό (= είναι χρήσιμο) να ξέρεις πέντε πράγματα. ΑΝΤ. ωφέλιμος.|| (νηπιακή γλ.) Τζιζ ~ό/~ά (: για αποτροπή)! 9. δυσάρεστος, άσχημος: ~ή: γεύση/διάθεση (= κακοδιαθεσία)/εμπειρία/ψυχολογία. ~ό: όνειρο (= εφιάλτης). ~ές: ειδήσεις. ~ά: νέα. Μην κάνεις ~ές σκέψεις! 10. αρνητικός, δυσμενής: ~ός: καιρός (= κακοκαιρία)/οιωνός. ~ή: συγκυρία/χρονιά. ~ό: προαίσθημα/σημάδι (= γρουσούζικο, δυσοίωνο). ~ές: προοπτικές/συνθήκες. ~ή εποχή για επενδύσεις. Ήρθα μήπως σε ~ή (= ακατάλληλη) ώρα; Με βρίσκεις/πετυχαίνεις σε ~ή (= ακατάλληλη) στιγμή. Κατηγορεί την ~ή του μοίρα. Έριξα ~ή ζαριά. (σε χαρτοπαίγνιο και μτφ.:) Έχει ~ό χαρτί. Έρχονται ~ές μέρες (: θα χειροτερέψουν τα πράγματα). ΑΝΤ. ευνοϊκός.|| ~ά: σχόλια (= κακεντρεχή, κακόβουλα, κακοήθη). ~ές: πράξεις/προθέσεις. Δεν τον εμπιστεύομαι, έχει ~ό σκοπό (βλ. κακοπροαίρετος). Μου έκανε ~ή εντύπωση το ύφος του. Το έργο πήρε ~ές κριτικές. Του έδωσαν ~ές συστάσεις. Μη δίνεις σημασία στα ~ά λόγια. ΑΝΤ. θετικός. ● Ουσ.: ο κακός: ενν. άνθρωπος, ήρωας (έργου): ο ~ της ταινίας (βλ. καρατερίστας)/υπόθεσης. ΑΝΤ. ο καλός ● επίρρ.: κακά: Είναι πολύ ~ (= άσχημα) φτιαγμένο! Βλ. κακώς. ΑΝΤ. καλά (1) ● ΣΥΜΠΛ.: κακή θρέψη βλ. θρέψη, κακή πίστη βλ. πίστη, κακή χοληστερόλη/χοληστερίνη βλ. χοληστερόλη, κακό μάτι βλ. μάτι, καλός/κακός αγωγός βλ. αγωγός ● ΦΡ.: γίνομαι κακός (προφ.): γίνομαι αντιπαθής λέγοντας σε κάποιον κάτι ενοχλητικό ή δυσάρεστο: Να της πω ότι δεν της πάει ή θα γίνω ~; Χωρίς να θέλω να γίνω ~, ... Τώρα γίνεσαι λίγο ~!, δεν είναι (και) κακό (συγκαταβατικά, ως απάντηση ή σχόλιο): είναι αρκετά καλό: -Πώς σου φαίνεται; -~ ~!|| (ειρων.) Δεν ειν' κακό!, κακό χρόνο να 'χεις!: ως κατάρα., (παίρνω τον) κακό/στραβό δρόμο βλ. δρόμος, βλέπω/παίρνω (κάποιον/κάτι) με καλό/με κακό μάτι βλ. μάτι, για καλή/για κακή μου τύχη βλ. τύχη, δεν θα έχω καλά ξεμπερδέματα/θα έχω κακά/άσχημα ξεμπερδέματα βλ. ξεμπέρδεμα, δίνω το (καλό/κακό) παράδειγμα βλ. παράδειγμα, είναι κακός σύμβουλος βλ. σύμβουλος, έχω τα χάλια/τις μαύρες/τις κακές/τις κλειστές μου βλ. έχω, η κακιά (η) ώρα βλ. ώρα, η σάρα (και) η μάρα (και το κακό συναπάντημα) βλ. σάρα, κακά τα ψέματα βλ. ψέμα, κακά, ψυχρά κι ανάποδα βλ. ανάποδα, κακές γλώσσες βλ. γλώσσα, κακιά πεθερά βλ. πεθερά, κακό σκυλί ψόφο δεν έχει βλ. σκυλί, κακό σπυρί να βγάλεις! βλ. σπυρί, κακός δαίμονας βλ. δαίμονας, κακός μπελάς (που) με βρήκε! βλ. μπελάς, κακός, ψυχρός κι ανάποδος βλ. ψυχρός, καλό/κακό προηγούμενο βλ. προηγούμενο, μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και η κακή του μέρα/ώρα/τρεις και τον τσακώσανε βλ. κλέφτης, ουδείς εκών κακός βλ. εκών, την κακή (και την ψυχρή) σου μέρα! βλ. μέρα, της κακιάς ώρας βλ. ώρα, τον κακό σου τον καιρό/τον φλάρο! βλ. φλάρος, χίλιοι καλοί χωρούν(ε)/χωράνε (, ένας κακός δεν χωρεί) βλ. χίλιοι [< αρχ. κακός]

κερδίζω

κερδίζω κερ-δί-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {κέρδ-ισα, -ίσει, -ήθηκε, -ηθεί, κερδίζ-οντας, κερδ-ισμένος} 1. αναδεικνύομαι νικητής, νικώ: ~ισε την αγωγή/τον αγώνα/τη δίκη/τις εκλογές/το ματς (= πήρε)/τον πόλεμο. Τους ~ισε όλους και με διαφορά! Με ~ισε στο σκάκι. ~ισαν (με) 2-1 την αντίπαλη ομάδα. Βλ. ξανα~.|| Θέλει πάντα να ~ει. Ο τυχερός αριθμός που ~ει είναι το ... Ποιος ~ει μέχρι τώρα (: ποιος προηγείται στο σκορ); ΑΝΤ. ηττώμαι, χάνω (5) 2. αποκτώ κάτι ωφέλιμο ή επιθυμητό, λόγω τύχης ή ικανοτήτων, κατακτώ: Ο νικητής ~ει μια ψηφιακή φωτογραφική μηχανή. Οι υπερτυχεροί που κληρώθηκαν ~ουν δώρα αξίας ... ~ισε το πρώτο βραβείο/το λαχείο/το χρυσό μετάλλιο/τον τίτλο/το φλουρί της βασιλόπιτας. Ο παίκτης ~ισε πέναλτι/φάουλ. ~ισαν γνώσεις/την ελευθερία τους/εμπειρίες. Έχει ~ίσει δόξα και χρήμα/(επάξια) μια θέση στο πάνθεον των ...|| Τι θα ~ίσω, αν σου αποκαλύψω την αλήθεια (: τι όφελος θα έχω); ~ισα πολλά από το ταξίδι (: ωφελήθηκα).|| ~ την αγάπη/την εμπιστοσύνη/το ενδιαφέρον/τον θαυμασμό/την προτίμηση/τη φιλία κάποιου. Σε ~ει με την απλότητά της/με την πρώτη ματιά (= γοητεύει). Τα βιολογικά προϊόντα ~ουν την αγορά. ~ισε το κοινό με τον λόγο του. Έχει κάνει τα πάντα, για να την ~ίσει (: ερωτικά). Ο σεβασμός ~εται, δεν επιβάλλεται. 3. βγάζω χρήματα από την εργασία μου ή με άλλο τρόπο: Πόσα ~εις από αυτή τη δουλειά; ~ει πάνω από ... ευρώ το μήνα. ~ίσαμε σημαντικά ποσά. Πβ. αποκομίζω, οικονομώ, προσπορίζομαι.κερδίζει (μτφ.-προφ.) ΑΝΤ. χάνει 1. (+ σε) υπερέχει, υπερτερεί: Το έργο του ~ (= πλεονεκτεί) σε πρωτοτυπία και πολυμορφία. 2. βελτιώνεται, αναδεικνύεται: Ωραίο τραγούδι που ~ πολύ, όταν παίζεται ζωντανά. ● ΦΡ.: βγάζω/κερδίζω τα προς το ζην/το ψωμί μου & κερδίζω τη ζωή μου: εξασφαλίζω, συνήθ. μέσω εργασίας, τα απαραίτητα, για την επιβίωσή μου, χρήματα ή υλικά αγαθά: ~ ~ ως δημοσιογράφος/καθαρίστρια. ~ει ~ με κόπο και ιδρώτα., βγαίνω/είμαι (ο) κερδισμένος (μτφ.): ωφελούμαι: Βγήκε ~ από την υπόθεση. Ήταν ο μεγάλος ~ των εκλογών.|| (απειλητ.) Όποιος του πηγαίνει κόντρα, δεν θα βγει ~., κερδίζω (τον) χαμένο χρόνο: προσπαθώ να αναπληρώσω τις ελλείψεις, τα κενά που δημιουργήθηκαν στο παρελθόν, εντατικοποιώντας τις προσπάθειές μου., κερδίζω χρονιά/τάξη (παλαιότ.): δικαιούμαι να πάω στο σχολείο λίγο νωρίτερα από το κανονικό, λόγω της ημερομηνίας γέννησής μου., κερδίζω χρόνο (μτφ.): συντομεύω τον απαιτούμενο χρόνο για την ολοκλήρωση μιας διαδικασίας ή τον παρατείνω προς όφελός μου: Πηγαίνω στη δουλειά με τη μηχανή, για να ~ίσω ~.|| Μας είπε ψέματα, προσπαθώντας να ~ίσει ~. Πβ. αγοράζω χρόνο., κέρδισε το εισιτήριο (μτφ.): κατόρθωσε να αποκτήσει πρόσβαση σε μια σημαντική δραστηριότητα: ~ ~ της συμμετοχής. ~ ~ για τον τελικό του διαγωνισμού., έκλεψε/κέρδισε τις εντυπώσεις βλ. εντύπωση, έχασε/κέρδισε το στοίχημα βλ. στοίχημα, καίω/κατακτώ/κερδίζω/κλέβω/παίρνω την καρδιά κάποιου βλ. καρδιά, κερδίζει έδαφος βλ. έδαφος, κερδίζει/παίρνει πόντους βλ. πόντος1, ομάδα που κερδίζει, δεν αλλάζει βλ. ομάδα, όποιος χάνει στα χαρτιά, κερδίζει στην αγάπη βλ. χαρτί, τον/την κέρδισε το τραγούδι βλ. τραγούδι [< μτγν. κερδίζω]

κλέφτης

κλέφτης κλέ-φτης ουσ. (αρσ.) {κλεφτ-ών} & κλέπτης, κλέφτρα (η) 1. πρόσωπο που κλέβει: επαγγελματίας ~. ~ αυτοκινήτων/έργων τέχνης/κινητών. Κύκλωμα/συμμορία ~ών. Πιάστηκε/συνελήφθη ο ~. Μπήκαν ~ες στο μαγαζί/σπίτι. Πβ. διαρρήκτης, ληστής. Βλ. αρχι~, ζωο~.|| Προσέξτε μη σας γελάσουν, είναι ~ες (= απατεώνες, λωποδύτες)!|| (μτφ.) ~ της καρδιάς (βλ. καρδιοκλέφτρα). 2. ΙΣΤ. {συνήθ. στον πληθ.} μέλος ανυπότακτων ορεσίβιων ομάδων που αποτέλεσαν τον πυρήνα της αντίστασης κατά των Τούρκων: ~ες κι αρματολοί. Το λημέρι των ~ών. Βλ. πρωτο~. 3. ΒΟΤ. σπόρος με λεπτά και λευκά νημάτια που μεταφέρεται σε μεγάλη απόσταση από τον αέρα. ● Υποκ.: κλεφταράκος & κλεφτάκος (ο) ● Μεγεθ.: κλεφταράς & (σπάν.) κλέφταρος (ο) (επιτατ.) ● ΦΡ.: αγαπά ο Θεός τον κλέφτη, αγαπά και τον νοικοκύρη (παροιμ.): αυτός που έχει αδικηθεί, θα βρει τελικά το δίκιο του., κλέφτες κι αστυνόμοι: παιδικό ομαδικό παιχνίδι, κυνηγητό., μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και η κακή του μέρα/ώρα/τρεις και τον τσακώσανε (παροιμ.): έρχεται η στιγμή που οι απατεωνιές, οι κλεψιές κάποιου αποκαλύπτονται., ο κλέφτης και ο ψεύτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται (παροιμ.): όποιος κλέβει ή λέει ψέματα, πολύ σύντομα αποκαλύπτεται., σαν τον κλέφτη/σαν κλέφτης (προφ.): αθόρυβα, χωρίς να τον πάρουν είδηση, κρυφά: Έφυγε ~ ~. Πβ. στα κλεφτά., φωνάζει ο κλέφτης, να φοβηθεί/για να φύγει ο νοικοκύρης (παροιμ.): για κάποιον που, ενώ φταίει, προσπαθεί να ρίξει τις ευθύνες σε όσους υφίστανται τις πράξεις του., κλειδώνω (κι) αμπαρώνω και ο κλέφτης είναι μέσα/τον κλέφτη βρίσκω μέσα βλ. αμπαρώνω [< μεσν. κλέφτης]

κουρμπέτι

κουρμπέτι κουρ-μπέ-τι ουσ. (ουδ.) (λαϊκό): χώρος εργασίας ή δραστηριοποίησης, πιάτσα: Είναι νέος/παλιός στο ~ (= στη βιοπάλη). Κυρ. στις ● ΦΡ.: βγάζω κάποιον στο κουρμπέτι 1. εξωθώ κάποιον στην πορνεία. ΣΥΝ. βγάζω στο κλαρί (1) 2. αναγκάζω κάποιον να εργαστεί από μικρός., βγήκε στο κουρμπέτι 1. (για πόρνη) εκδίδεται. 2. άρχισε να δουλεύει από πολύ νέος., χρόνια στο κουρμπέτι: για πρόσωπο που έχει αποκτήσει μεγάλη πείρα σε ορισμένο τομέα: Είναι/έχει ~ ~. ΣΥΝ. παλιά καραβάνα [< τουρκ. kurbet]

κυνηγώ

κυνηγώ [κυνηγῶ] κυ-νη-γώ ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {κυνηγ-άς ..., -ώντας | κυνήγ-ησα, -ήσει, -ιέται, -ήθηκε, -ηθεί, -ημένος} & κυνηγάω 1. εντοπίζω, συλλαμβάνω ή/και σκοτώνω ζώα (σπανιότ. ψάρια), συνήθ. ως χόμπι, επάγγελμα ή (κυρ. παλαιότ.) για εξασφάλιση τροφής, ασχολούμαι με το κυνήγι: ~ούν άγρια θηρία/λαγούς/μπεκάτσες. ~ούσαν παράνομα (πβ. λαθροθηρώ). Η φώκια έχει ~ηθεί ανελέητα για το δέρμα της. Πβ. θηρεύω. Βλ. ψαρεύω.|| Το γεράκι ~άει το θήραμά/τη λεία του. (για κυνηγετικό σκύλο) Αγγλικό σέτερ που μπορεί να ~ήσει σε κάθε έδαφος. 2. τρέχω πίσω από κάποιον ή κάτι για να το(ν) συλλάβω, πιάσω ή προφτάσω· κατ' επέκτ. αναζητώ, ψάχνω ή πιέζω κάποιον προκειμένου να πετύχω τον σκοπό μου: Οι αστυνομικοί ~ούσαν τους διαρρήκτες/δράστες. Πβ. καταδιώκω.|| ~ησε τις γάτες με τη σκούπα. Πβ. διώχνω.|| Τα παιδιά ~ιούνται (= παίζουν κυνηγητό) στο προαύλιο του σχολείου.|| (μτφ.) Τον ~άει η αστυνομία. Τους ~ούσε πέντε μήνες για να την πληρώσουν. (για διασημότητα) Την ~ούν οι θαυμαστές/οι παπαράτσι.|| Του αρέσει να ~άει τις γυναίκες (= πολιορκεί, φλερτάρει). Πβ. διεκδικώ. 3. (μτφ.) επιδιώκω, επιζητώ επίμονα, δείχνω μεγάλο ενδιαφέρον για κάτι: ~άει τη δόξα/την καριέρα/το κέρδος/το τέλειο (βλ. τελειοθηρία). Είναι αποφασισμένη να ~ήσει την υπόθεση μέχρι τέλους.|| Η ομάδα ~ησε το γκολ/μια θέση στην κορυφή.|| Μην ~άς (= προκαλείς) την τύχη σου. Βλ. τυχοδιώκτης. 4. (μτφ.) προσπαθώ να βλάψω κάποιον, του συμπεριφέρομαι με εχθρικό τρόπο: Θα τον ~ήσω δικαστικά. ~ήθηκε ανηλεώς για τις ιδέες της. Έφυγαν ~ημένοι μετά τον πόλεμο. Πβ. διώκω.|| Τον ~ούν οι ερινύες/οι τύψεις. Πβ. κατα-τρέχω, -τρύχω. ● ΦΡ.: θα μας κυνηγήσουν (μτφ.-προφ.): για έντονη αποδοκιμασία ή διασυρμό: ~ ~, αν το πούμε αυτό! Πβ. παίρνω κάποιον με τις λεμονόκουπες/τις ντομάτες/τα γιαούρτια/τ' αβγά., σαν κυνηγημένος: βιαστικά, προσπαθώντας να ξεφύγει από κάποιον ή κάτι: Έφυγε ~ ~. Πβ. άρον-άρον, κακήν κακώς., τον κυνηγάει ο χρόνος: είναι πιεσμένος χρονικά, δεν προλαβαίνει: Έχουμε περιθώριο μέχρι το καλοκαίρι, δεν μας κυνηγάει ~. Πβ. βιάζομαι, επείγομαι., βαράω/κυνηγάω/σκοτώνω μύγες βλ. μύγα, κυνηγάει ανεμόμυλους βλ. ανεμόμυλος, κυνηγάω/παίρνω κάποιον με το σκουπόξυλο βλ. σκουπόξυλο, ψάχνω/κυνηγώ κάποιον/κάτι με το τουφέκι βλ. τουφέκι [< 1: αρχ. κυνηγῶ]

μελλοντικός

μελλοντικός, ή, ό μελ-λο-ντι-κός επίθ.: που πρόκειται να συμβεί, να υπάρξει στο μέλλον ή σχετίζεται με αυτό: ~ός: πρόεδρος. ~ή: αξία (π.χ. νομίσματος)/πορεία (πβ. περαιτέρω). ~οί: γονείς/στόχοι. ~ές: ανάγκες/γενιές (= επερχόμενες, επόμενες, κατοπινές, μεταγενέστερες, μετέπειτα)/ενέργειες/προοπτικές. ~ά: σχέδια (πβ. μακροπρόθεσμα). Για ~ή χρήση. Σε ~ό χρόνο (= μελλοντικά, στο μέλλον, βλ. σε ενεστώτα/παρελθόντα χρόνο). Βλ. παρελθοντικός, παρελθών, παρών, σημερινός, σύγχρονος, τωρινός. ΣΥΝ. αυριανός (1), μέλλων ● επίρρ.: μελλοντικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: μελλοντικοί χρόνοι: ΓΡΑΜΜ. στιγμιαίος, εξακολουθητικός και συντελεσμένος μέλλοντας. [< μεσν. μελλοντικός]

μέρα

μέρα μέ-ρα ουσ. (θηλ.) {μερών} (προφ.) : ημέρα. ● Υποκ.: μερούλες (οι) {σπάν. στον εν. μερούλα} (προφ.): για να δηλωθεί σύντομο χρονικό διάστημα, μικρή διάρκεια: Κάνε αίτηση και σε δυο/λίγες ~ (το πολύ) θα το 'χεις στα χέρια. ● ΣΥΜΠΛ.: άγιες μέρες & Άγιες ημέρες: για σημαντικές γιορτές, συνήθ. η περίοδος των Χριστουγέννων και του Πάσχα: Έρχονται ~ ~. Πού θα περάσετε τις ~ ~;, επόμενη μέρα: η μέρα ή κυρ. η περίοδος που ακολουθεί ένα σημαντικό ή καταστροφικό γεγονός ως προς τις συνέπειες που αυτό συνεπάγεται για την κοινωνία ή την ανθρωπότητα: η ~ ~ των εκλογών/μετά τον σεισμό., αλκυονίδες (μέρες) βλ. αλκυονίδες, αποφράδα μέρα βλ. αποφράδα, άσπρη μέρα βλ. άσπρος, γιορτάρες μέρες βλ. γιορτάρης, η (η)μέρα της μαρμότας βλ. μαρμότα, χάπι της επόμενης μέρας βλ. χάπι, χρονιάρες μέρες βλ. χρονιάρης ● ΦΡ.: από μέρα σε μέρα: μέσα στις επόμενες μέρες, σύντομα: Θα έρθει/τον περιμένω ~ ~., από τη μια στιγμή/μέρα στην άλλη & (σπάν.) από τη μια ώρα στην άλλη: σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, ξαφνικά: Μπορεί να καταφτάσει ~ ~ (πβ. όπου να 'ναι). Το κακό μπορεί να συμβεί ~ ~. [< γαλλ. d'un moment/jour à l'autre] , βρήκες τη μέρα/μέρα που βρήκες να ...! (προφ.): για ακατάλληλη μέρα: ~ ~ να λείπεις ...!, βρίσκω/πετυχαίνω κάποιον σε καλή/κακή μέρα ή είμαι σε καλή/κακή μέρα: για καλή/κακή διάθεση ή απόδοση κάποιου (μια συγκεκριμένη μέρα): Με βρήκες/με πέτυχες σε κακή μέρα (= δεν είναι η μέρα μου σήμερα)., για μια μέρα: (για ισχύ, φήμη) όσο διαρκεί μια μέρα: δωρεάν μετακίνηση/ήρωας ~ ~., δεν είναι η μέρα μου (σήμερα)!: δεν είμαι σε καλή ψυχική διάθεση ή αντιμετωπίζω αναποδιές (σήμερα): Πβ. δε(ν) με θέλει.|| (με κατάφαση) Είναι η μέρα μου (σήμερα) (= μου πάνε όλα καλά, έχω επιτυχίες)!, είμαι στις μέρες μου: είμαι ετοιμόγεννη., έχω (όλη/ολόκληρη) τη μέρα δική μου: έχω τη συγκεκριμένη μέρα ελεύθερη (μη εργάσιμη), ώστε να τη διαθέσω όπως θέλω., έχω (όλη/ολόκληρη) τη μέρα μπροστά μου: έχω πολύ χρόνο ακόμα μέχρι να βραδιάσει, επομένως μπορώ να κάνω κάτι χωρίς βιασύνη: Πρέπει να ξεκινήσουμε νωρίς, για να έχουμε ~ μας!, η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται (παροιμ.): η καλή εξέλιξη φαίνεται από την αρχή., η μέρα με τη νύχτα: για να δηλωθεί η (απόλυτη) αντίθεση ή διαφορά ανάμεσα σε πρόσωπα ή καταστάσεις, απόψεις: Διαφέρουν όσο ~ ~., κάθε μέρα και καλύτερα: για σταδιακή, διαρκή βελτίωση: Αισθάνομαι/πηγαίνω ~ ~ (= καλυτερεύω, βελτιώνομαι)., κάθε χρόνο τέτοια μέρα: για κάτι που επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο την ίδια μέρα: Μας θυμούνται ~ ~., κι αύριο μέρα (του Θεού) είναι: μπορούμε και αύριο να κάνουμε κάτι που δεν προλάβαμε ή δεν μπορέσαμε σήμερα: Δεν βαριέσαι! ~ ~!, μέρα με τη μέρα & μέρα με την ημέρα: καθώς περνά ο καιρός, σταθερά: Η κατάστασή του βελτιώνεται/επιδεινώνεται ~ ~., μέρα παρά μέρα: ανά δύο εικοσιτετράωρα: Ξεσκονίζει ~ ~., μέρα που είναι/που 'ναι: σε μια τόσο σημαντική μέρα: Έλα τώρα, ~ ~, μην είσαι στενοχωρημένος!, μέρα-νύχτα & νύχτα-μέρα: διαρκώς, αδιάκοπα, ακατάπαυστα: Διαβάζει/δουλεύει ~ ~. ΣΥΝ. μερόνυχτα, νυχθημερόν, μου φτιάχνει/μου χαλάει τη μέρα: με κάνει να νιώθω ωραία/να στενοχωρηθώ: Μου 'φτιαξες τη ~ με τα αστεία/με το χαμόγελό σου!, οι μέρες του είναι λίγες/μετρημένες: για πρόσωπο που πρόκειται να πεθάνει σύντομα ή κυρ. να αποπεμφθεί ή να αντικατασταθεί ή για κάτι που δεν έχει μέλλον, που θα πάψει να υφίσταται: ~ ~ στη δουλειά/στην ομάδα., πηγαίνει καλά η μέρα (μου): συμβαίνουν ευχάριστα γεγονότα εντός του εικοσιτετραώρου: Το πρωί ακούει λίγη μουσική, για να πάει ~ της., σαν να μην πέρασε μια μέρα: για κάποιον ή κάτι που παραμένει αμετάβλητο(ς), αναλλοίωτο(ς) στο πέρασμα του χρόνου: ~ ~ από την τελευταία φορά που την είχα δει., σώθηκαν οι μέρες του: πέθανε ή είναι ετοιμοθάνατος. ΣΥΝ. έσβησε το καντήλι του, τελείωσαν/τέλειωσαν οι μέρες του 1. (για πρόσ.) πέθανε. 2. (για πράγμα) δεν μπορεί πια να χρησιμοποιηθεί, είναι άχρηστο. Πβ. τα έφαγε (τα 'φαγε)/είναι λίγα/είναι μετρημένα/τέλειωσαν τα ψωμιά του., την κακή (και την ψυχρή) σου μέρα! (υβριστ.): ως κατάρα. ΣΥΝ. τον κακό σου τον καιρό/τον φλάρο!, τρώω τη/χάνω τη/πηγαίνει χαμένη η μέρα μου: ξοδεύω τον χρόνο μου χωρίς ικανοποιητικό αποτέλεσμα: Έφαγα/έχασα τη μέρα μου, προσπαθώντας να βρω τα κλειδιά μου/για να τακτοποιήσω το σπίτι. Άδικα πήγε η μέρα μου!, δεν είναι κάθε μέρα τ' Άι-Γιαννιού/Πασχαλιά/Κυριακή/γιορτή βλ. Πασχαλιά2, έγινε η νύχτα μέρα/έκαναν τη(ν) νύχτα μέρα βλ. νύχτα, έκανε/έχει κάνει τη νύχτα μέρα βλ. νύχτα, μέρα μεσημέρι βλ. μεσημέρι, μετράω μέρες/ώρες/εβδομάδες βλ. μετρώ, μετράω τις μέρες/τις ώρες/τους μήνες βλ. μετρώ, μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και η κακή του μέρα/ώρα/τρεις και τον τσακώσανε βλ. κλέφτης, οι καιροί είναι πονηροί/οι μέρες είναι πονηρές βλ. πονηρός, της νύχτας τα καμώματα/τα καμώματα της νύχτας τα βλέπει η μέρα και γελά βλ. κάμωμα, τι μέρα (μου) ξημερώνει! βλ. ξημερώνω [< μεσν. μέρα]

μέσος

μέσος, η, ο μέ-σος επίθ. 1. που βρίσκεται στη μέση ή παρεμβάλλεται μεταξύ δύο άκρων, τοπικών ή χρονικών: ~η: βαθμίδα (= ενδιάμεση, βλ. ανώτερη, βασική, κατώτερη). ~ο: επίπεδο (βλ. αρχάριο, προχωρημένο). Πύραυλος ~ου βεληνεκούς.|| (ΑΝΑΤ.) ~ος: εγκέφαλος (= μεσεγκέφαλος). ~η: φλέβα. ~ο: αυτί (βλ. έξω, έσω)/νεύρο. Πβ. κεντρικός, μεσιανός. Βλ. ακριανός, πρώτος, τελευταίος.|| (ΙΣΤ., συχνά με κεφαλ. Μ) ~η Νεολιθική Εποχή (περ. 5800-5300 π.Χ.) (βλ. πρώιμος, ύστερος). ΣΥΝ. μεσαίος (2) 2. (συνήθ. για μεγέθη, φαινόμενα) που αποτελεί τον μέσο όρο: ~ος: πληθωρισμός (βλ. μηδενικός)/ρυθμός (αύξησης/μεταβολής· βλ. αργός, γρήγορος). ~η: απόκλιση/απόσταση (π.χ. της Γης από τον Ήλιο, βλ. αστρονομική μονάδα)/θερμοκρασία (μιας περιοχής σε ορισμένη χρονική περίοδο· βλ. ελάχιστη, μέγιστη)/καθυστέρηση (πληρωμής)/στάθμη (της θάλασσας)/τάση/ταχύτητα (βλ. στιγμιαία). ~ο: μοριακό βάρος. ~ες μηνιαίες απολαβές. 3. (μτφ.) που εμφανίζει τα χαρακτηριστικά της πλειοψηφίας του συνόλου στο οποίο ανήκει· ειδικότ. που δεν ξεχωρίζει από το συνηθισμένο, δεν ξεπερνά τον μέσο όρο: ο ~ αναγνώστης/Έλληνας/Ευρωπαίος/καταναλωτής/πολίτης/τηλεθεατής. Πβ. κοινός, συνηθισμένος.|| Άνθρωποι/άτομα ~ου (: μετρίου) αναστήματος/~ης μόρφωσης. Επιχειρήσεις ~ου μεγέθους (= μεσαίες). 4. (μτφ.) που χαρακτηρίζεται από μέτρο, απουσία ακροτήτων: Υποστήριξε μια ~η (πβ. ουδέτερος) θέση. Τα βλέπει όλα άσπρο-μαύρο· γι' αυτόν δεν υπάρχει ~η (= ενδιάμεση) κατάσταση. ΑΝΤ. ακραίος, υπερβολικός. 5. ΓΡΑΜΜ. που σχετίζεται με τη μέση διάθεση: ~ος: αόριστος/μέλλοντας. ~α: ρήματα. Βλ. μεσοπαθητικός. ● Ουσ.: μέσος (ο) 1. ΑΘΛ. (κυρ. στο ποδόσφαιρο) παίκτης που συνήθ. αγωνίζεται στη μεσαία γραμμή της ομάδας του: αριστεροπόδαρος/διεθνής ~. Πβ. χαφ. Βλ. αμυντικός, επιθετικός, λίμπερο, μπακ, στόπερ. ΣΥΝ. κεντρώος 2. ΑΝΑΤ. το μεσαίο δάχτυλο του χεριού ή σπανιότ. του ποδιού. Βλ. παράμεσος. ΣΥΝ. μεσαίος 3. ΜΑΘ. {σπανιότ. στον πληθ. μέσοι} μέσος όρος: ο ~ του πληθυσμού. [< 1: αγγλ. midfielder, 1940 2: αρχ. μέσος] ● ΣΥΜΠΛ.: μέση διάθεση: ΓΡΑΜΜ. στην οποία ανήκουν ρήματα που δηλώνουν ότι το υποκείμενό τους ενεργεί και ταυτόχρονα δέχεται την ενέργεια αυτή (π.χ. ντύνομαι, πλένομαι, χτενίζομαι). Βλ. ενεργητική, ουδέτερη, παθητική διάθεση., Μέσοι Χρόνοι (οι): ΙΣΤ. ο Μεσαίωνας. Πβ. σκοτεινοί χρόνοι. Βλ. αρχαιότητα, νεότεροι χρόνοι. [< γαλλ. Moyen Âge] , μέσος όρος 1. ΜΑΘ. -ΣΤΑΤ. το αποτέλεσμα που εξάγεται από την πρόσθεση αριθμών ή τιμών και τη διαίρεση του αθροίσματός τους με τον αριθμό που αντιπροσωπεύει το πλήθος τους: αριθμητικός ~ ~. ~ ~ βαθμολογίας/ετήσιων αποδοχών/ηλικίας/θερμοκρασίας/κόστους (συντήρησης)/πτυχίου. Ο ~ ~ ζωής. Δείκτης νοημοσύνης κάτω του ~ου ~ου (: του μετρίου)/πάνω από το ~ο ~ο. Βγάζω/βρίσκω/υπολογίζω τον ~ο ~ο. Πβ. μέση τιμή. 2. ΦΙΛΟΣ. (στη λογική) όρος συλλογισμού που περιέχεται και στις δύο προτάσεις του. [< 1: γαλλ. moyenne 2: γαλλ. moyen terme] , δευτεροβάθμια/μέση εκπαίδευση βλ. εκπαίδευση, κινητός μέσος (όρος) βλ. κινητός, Μέση Ανατολή βλ. ανατολή, μέση ηλικία βλ. ηλικία, μέση τιμή βλ. τιμή, μέσο κόστος βλ. κόστος, μέσος ανάλογος (δύο αριθμών) βλ. ανάλογος ● ΦΡ.: κατά μέσο(ν) όρο: σύμφωνα με υπολογισμό του μέσου όρου, ανάμεσα στο λιγότερο ή μικρότερο και το περισσότερο ή μεγαλύτερο: αυξήσεις 30% ~ ~ στις αντικειμενικές αξίες των ακινήτων., μέση οδός/λύση: που δεν διακρίνεται από ακρότητες, που χαρακτηρίζεται από μέτρο: Βρέθηκε η ~ λύση. Δεν υπάρχει ~ ~. Εδώ δεν χωράνε ~ες λύσεις. ΣΥΝ. χρυσή τομή (1), εν μέση οδώ βλ. οδός [< αρχ. μέσος, γαλλ. moyen 5: μτγν. ~]

μήνας

μήνας μή-νας ουσ. (αρσ.) {-α (λόγ.) -ός (λαϊκό) -ού | -ών} 1. καθεμιά από τις δώδεκα υποδιαιρέσεις του ηλιακού έτους· το χρονικό διάστημα περίπου τεσσάρων εβδομάδων: επόμενος/ζεστός/κρύος/προηγούμενος/τρέχων ~. Ο δεύτερος/ενδέκατος ~ του χρόνου. ~ εικαστικών τεχνών/προσφορών. Διεθνής ~ φωτογραφίας/χορού. Ο ~ έχει 30/31 μέρες (εκτός από τον Φεβρουάριο). Αστρολογικές προβλέψεις/εορτολόγιο ~ός. Στο πρώτο/δεύτερο δεκαπενθήμερο/στα τέλη του ~ός. Κυκλοφορεί κάθε πρώτη του ~ός. (Αριθμός και διάρκεια κλήσεων) ανά ~α. Μείωση των κερδών κατά τον ~α Αύγουστο. Ονόματα ~ών (: Ιανουάριος, Φεβρουάριος, Μάρτιος, Απρίλιος, Μάιος, Ιούνιος, Ιούλιος, Αύγουστος, Σεπτέμβριος, Οκτώβριος, Νοέμβριος, Δεκέμβριος). Εντός του ~ός (: μέσα στον ~α) ... Το κατάστημα θα παραμείνει κλειστό μέχρι τις 24 του ~ός.|| Ημερολογιακός ~. Αποδοχές/παράταση ενός ~ός. Μετά/πριν από έναν ~α. Βρέφος δύο ~ών. Περίοδος τριών ~ών (= τρίμηνο). Είμαι έγκυος επτά ~ών. Διορία/επίδοση/σύμβαση (διάρκειας) έξι ~ών. Του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης δώδεκα ~ών. Πόσα παίρνεις το(ν) ~α;|| (αόριστα) Δεν έχω νέα του εδώ και ~ες (: εδώ και πολύ καιρό). Βλ. ανθρωπο~. 2. το μηνιάτικο: Μου χρωστάει τρεις ~ες. ● ΣΥΜΠΛ.: αστρικός μήνας: ΑΣΤΡΟΝ. ο χρόνος που απαιτείται για μια πλήρη περιστροφή της Σελήνης γύρω από τη Γη ή γύρω από τον άξονά της, ο οποίος ισούται με 27 ημέρες, 7 ώρες, 43 λεπτά και 4,5 δευτερόλεπτα., σεληνιακός/συνοδικός μήνας: ΑΣΤΡΟΝ. περίοδος μεταξύ δύο διαδοχικών πανσελήνων, η οποία διαρκεί 29 ημέρες, 12 ώρες και 44 λεπτά., ο μήνας του μέλιτος βλ. μέλι ● ΦΡ.: βρήκε τον μήνα που τρέφει τους έντεκα: για άτομο που εκμεταλλεύεται πρόσωπα ή καταστάσεις, αποκομίζοντας οφέλη. ΣΥΝ. βρήκε (α)γελάδα ν' αρμέγει, είμαι/μπαίνω/μπήκα στο(ν) μήνα μου: στον τελευταίο μήνα της κύησης, δηλ. τον ένατο., μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει: για όσους έχουν σταθερό μηνιαίο εισόδημα και κατ' επέκτ. για παγιωμένη κατάσταση: ~ ~ το μηνιάτικο θα πέσει. Βλ. χρόνος μπαίνει, χρόνος βγαίνει., (και/κι) ο μήνας έχει εννιά βλ. εννέα, Αύγουστε, καλέ μου μήνα, να 'σουν δυο φορές τον χρόνο βλ. Αύγουστος, μετράω τις μέρες/τις ώρες/τους μήνες βλ. μετρώ, ο μήνας που τρέφει τους έντεκα βλ. τρέφω, τον μήνα που δεν έχει Σάββατο βλ. Σάββατο [< μεσν. μήνας]

μηχανή

μηχανή μη-χα-νή ουσ. (θηλ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. σύνθετη συνήθ. συσκευή η οποία μεταδίδει, μετατρέπει ή χρησιμοποιεί ενέργεια, για να εκτελέσει μια συγκεκριμένη εργασία: αλωνιστική/ανυψωτική/γεωργική/εκτυπωτική/θερμική/κινηματογραφική/ξυριστική/πλεκτική/σύγχρονη/συρραπτική/τυπογραφική/φορολογική ~. ~ αποτρίχωσης/γραφείου/(αλέσεως) καφέ/παραγωγής (φύλλου)/πλαστικοποίησης/πώλησης (π.χ. εισιτηρίων)/συσκευασίας. Άνθρωπος και ~. Ανταλλακτικά/αντικατάσταση/απόδοση/βλάβη/εξαρτήματα/ισχύς/κατασκευή/συντήρηση/σύστημα ελέγχου/χειριστής ~ής. Ψιλή ~ κουρέματος. Παγωτό ~ής. Χαλιά χειροποίητα και ~ής. Φτιαγμένο με τη ~. Πβ. μηχάνημα. Βλ. γραφο~, ραπτο~.|| Απλή/αυτόματη/οικονομική ~ (: που εξοικονομεί ενέργεια και είναι φτηνή). 2. μοτοσικλέτα μεγάλου συνήθ. κυβισμού: ~ αγώνων. Βλ. σούζα. 3. ΜΗΧΑΝΟΛ. κινητήρας: ~ αυτοκινήτου/σκάφους. Ανάβω/βάζω μπρος/ζεσταίνω/σβήνω τη ~.|| ~ τρένου. 4. (μτφ.) οργανωμένο σύνολο ατόμων ή υπηρεσιών που λειτουργούν για την επίτευξη ενός σκοπού, την παραγωγή ενός έργου: διοικητική/κυβερνητική/οικονομική/πολιτική ~. Εκσυγχρονισμός της δημοτικής ~ής.|| Καλοκουρδισμένη ~ (: που έχει αποτελεσματική λειτουργία). 5. (μτφ.) για πρόσωπο που κάνει κάτι μηχανικά και αποτελεσματικά: Να ξεκουραστώ λίγο, δεν είμαι ~. Πβ. μηχανάκι, ρομπότ. 6. (σπάν.-μτφ.) δόλος, κόλπο: Στήνω ~ εις βάρος/εναντίον/κατά ... 7. ΑΡΧ. αιώρημα. ● Υποκ.: μηχανούλα (η): στις σημ. 1,2. ● Μεγεθ.: μηχανάρα (η): συνήθ. στη σημ. 2. ● ΣΥΜΠΛ.: Αυτόματη Ταμειολογιστική/Ταμειακή Μηχανή & Αυτόματο Ταμειολογιστικό/Ταμειακό Μηχάνημα (ακρ. ΑΤΜ): υπολογιστική ηλεκτρονική μηχανή που εκτελεί βασικές τραπεζικές συναλλαγές με τη χρήση κάρτας και βρίσκεται σε εσωτερικό ή εξωτερικό χώρο, συνήθ. μέσα σε ειδική κατασκευή: ανάληψη από την ~ ~. Απόδειξη/δίκτυο/οθόνη/τροφοδοσία ~ης ~ής ~ής. [< αγγλ. automated teller machine, 1973] , μηχανή αναζήτησης: ΠΛΗΡΟΦ. διαδικτυακή εφαρμογή η οποία δέχεται λέξεις-κλειδιά και κάνει αναζητήσεις στη βάση δεδομένων που διατηρεί, για να βρει ιστοσελίδες που περιέχουν τις λέξεις αυτές: δημοφιλής/ελληνική/ξένη ~ ~. ~ ~ εργασίας. Πβ. ψαχτήρι. Βλ. γκουγκλ, μεταμηχανή. [< αγγλ. search engine, 1984] , μηχανή του χρόνου: χρονομηχανή., πολεμική μηχανή: (μτφ.) το σύνολο των στρατιωτικών δυνάμεων και εξοπλισμών μιας χώρας., πολιορκητική μηχανή: ΙΣΤ. βαρύ όπλο που χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαιότητα και τον Μεσαίωνα: Βλ. καταπέλτης, πολιορκητικός κριός., γαζωτική μηχανή βλ. γαζωτικός, γλώσσα μηχανής βλ. γλώσσα, ηλεκτρική μηχανή βλ. ηλεκτρικός, κρατικός μηχανισμός/κρατική μηχανή βλ. κρατικός, λινοτυπική μηχανή βλ. λινοτυπικός, μηχανή ιόντων βλ. ιόν, μηχανή προβολής βλ. προβολή, μηχανή/κινητήρας εσωτερικής καύσης/καύσεως βλ. κινητήρας, ταμειακή μηχανή βλ. ταμειακός, υπολογιστική μηχανή βλ. υπολογιστικός, φωτογραφική μηχανή βλ. φωτογραφικός ● ΦΡ.: από μηχανής θεός 1. (μτφ.) παράγοντας που εμφανίζεται απρόσμενα σε μια δυσάρεστη ή αδιέξοδη κατάσταση και δίνει αίσια έκβαση: Σαν ~ ~ ήρθε και έσωσε την εταιρεία από τη χρεοκοπία. 2. ΑΡΧ. θεός που παρουσιαζόταν στο πάνω μέρος της σκηνής του αρχαίου θεάτρου, δίνοντας λύση στο δράμα. Βλ. αιώρημα., δουλεύω σαν μηχανή: με εντατικούς ρυθμούς και συχνά ανιαρά., φουλάρω τις μηχανές βλ. φουλάρω [< αρχ. 1, 6, 7: μηχανή, γαλλ.-αγγλ. machine]

μολυβένιος

μολυβένιος, ια, ιο μο-λυ-βέ-νιος επίθ. 1. που έχει κατασκευαστεί από μόλυβδο ή τον περιέχει: ~ια: μπάλα/σφαίρα. ~ια: σκάγια/στρατιωτάκια (: παιχνίδι). Βλ. -ένιος. ΣΥΝ. μολύβδινος, μολυβδούχος 2. μολυβής. ● ΣΥΜΠΛ.: μολυβένια χρόνια: δύσκολα χρόνια για την πολιτική ζωή ενός τόπου: ~ ~ αυταρχισμού και ανελευθερίας. Βλ. πέτρινα χρόνια. [< μεσν. μολυβένιος]

πανδαμάτωρ

πανδαμάτωρ παν-δα-μά-τωρ & πανδαμάτορας ουσ. (αρσ.) (αρχαιοπρ.): κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: πανδαμάτωρ χρόνος: που με το πέρασμά του σβήνει από τη μνήμη των ανθρώπων τα δυσάρεστα συνήθ. γεγονότα. [< αρχ. πανδαμάτωρ ‘αυτός που δαμάζει τα πάντα’]

παρόν

παρόν πα-ρόν ουσ. (ουδ.): στιγμή ή χρονική περίοδος που αντιλαμβάνεται κάποιος ως ενδιάμεση του παρελθόντος και του μέλλοντος, το τώρα: Ζει μόνο το ~ (= το σήμερα). ● ΦΡ.: επί του παρόντος/προς το παρόν: για τώρα, για την ώρα· προσωρινά: Δεν προτίθεται επί ~ να προχωρήσει σε δηλώσεις. Προς ~ (= προς στιγμήν) δεν υπάρχει κίνδυνος.|| Σταματούν προς ~ οι συζητήσεις., δεν είναι του παρόντος/της παρούσης/της στιγμής/της ώρας βλ. στιγμή [< αρχ. παρόν, γαλλ. présent]

πέτρινος

πέτρινος, η, ο πέ-τρι-νος επίθ. 1. φτιαγμένος από πέτρα: ~ος: τοίχος. ~η: βρύση/σκάλα. ~ο: άγαλμα/γεφύρι/κτίριο/σπίτι. ~α: σοκάκια. Πβ. λιθό-, πετρό-κτιστος. ΣΥΝ. λίθινος 2. (μτφ.) σκληρός, άπονος, ψυχρός: ~η: καρδιά. ● ΣΥΜΠΛ.: πέτρινα χρόνια: περίοδος ιδιαίτερα δύσκολη, κατά την οποία ένας λαός ή μια γενιά βιώνει δυστυχία και κακουχίες: τα ~ ~ της δικτατορίας/της Κατοχής. Βλ. μολυβένια χρόνια. [< αρχ. πέτρινος]

πίστωση

πίστωση πί-στω-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΟΙΚΟΝ. οικονομική συμφωνία, κατά την οποία ένας πιστωτικός οργανισμός (π.χ. τράπεζα) παρέχει σε κάποιο πρόσωπο συγκεκριμένο χρηματικό ποσό για δική του χρήση, με καθορισμένους όρους αποπληρωμής (χρόνος, τόπος, επιτόκιο): εμπορική/τραπεζική ~. Βραχυπρόθεσμη/μακροπρόθεσμη ~. Δέσμευση ~ης. ~ώσεις υποχρεώσεων. Πβ. πίστη, πιστοδότηση. Βλ. χρεο~.|| Το κατάστημα δεν κάνει ~ (= πουλά μόνο τοις μετρητοίς). 2. ΛΟΓΙΣΤ. η δεξιά από τις δύο στήλες λογαριασμού στην οποία καταχωρούνται οι πιστωτικές χρεώσεις. ΑΝΤ. χρέωση (1) ● πιστώσεις (οι): ΟΙΚΟΝ. ποσά που παραχωρούνται για την κάλυψη δαπανών: εξαγωγικές ~. Αύξηση/μείωση/περικοπή των ~ώσεων (του προϋπολογισμού) για την παιδεία. Έγκριση/χορήγηση ~ώσεων. ● ΣΥΜΠΛ.: ανακυκλούμενη πίστωση: ΟΙΚΟΝ. ανοιχτή πίστωση μέσω καρτών πληρωμών η οποία δίνει στον κάτοχό τους τη δυνατότητα, κάθε φορά που εξοφλεί κάποιο ποσό του κεφαλαίου, το διαθέσιμο υπόλοιπο να αυξάνεται μέχρι το αντίστοιχο ποσό που καταναλώθηκε. [< αγγλ. revolving credit, 1919] , ανοιχτή πίστωση: ΟΙΚΟΝ. μορφή δανεισμού αόριστης διάρκειας και με όριο που εγκρίνει η τράπεζα. [< αγγλ. open credit] , πίστωση χρόνου: παράταση, περιθώριο, προθεσμία χρόνου: Ζητώ/χρειάζομαι ~ ~, για να τελειώσω. Δεν δίνεται άλλη ~ ~., ενέγγυα πίστωση βλ. ενέγγυος ● ΦΡ.: επί πιστώσει (επίσ.) & με πίστωση: χωρίς άμεση πληρωμή (με δόσεις ή πιστωτική κάρτα ή με δυνατότητα αποπληρωμής στο μέλλον): αγορές/πωλήσεις ~ ~. Πβ. βερεσέ. Βλ. αντικαταβολή. ΑΝΤ. τοις μετρητοίς [< γαλλ. à crédit] [< αρχ. πίστωσις ‘(επι)βεβαίωση’, γαλλ. crédit]

πλήρωμα

πλήρωμα πλή-ρω-μα ουσ. (ουδ.) {πληρώμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. οι άνθρωποι που προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε πλοίο, αεροσκάφος ή όχημα (συνήθ. εκτός του κυβερνήτη), το προσωπικό: εκπαιδευμένο/έμπειρο ~. ~ καμπίνας. ~ του αντιτορπιλικού/της φρεγάτας.|| ~ εδάφους/θαλάμου διακυβέρνησης/θαλάμου επιβατών.|| ~ ασθενοφόρου/περιπολικού. 2. (σπάν.-προφ.) πληρωμή. ● ΣΥΜΠΛ.: το πλήρωμα της Εκκλησίας/το χριστεπώνυμο πλήρωμα: ΕΚΚΛΗΣ. τα μέλη της Εκκλησίας, οι χριστιανοί., το πλήρωμα του χρόνου 1. η κατάλληλη στιγμή για κάτι: Έχει έρθει/έφτασε ~ ~ για ... 2. ΕΚΚΛΗΣ. η συντέλεια του κόσμου. [< 1: αρχ. πλήρωμα 2: μτγν. πλήρωμα]

προϊών

προϊών, ούσα, όν προ-ϊ-ών επίθ. {προϊ-όντος (θηλ. -ούσης), -όντα | -όντες (ουδ. -όντα), -όντων (θηλ. -ουσών)} (λόγ.): που προχωρεί, αναπτύσσεται ή εξελίσσεται: ~ούσα: επιδείνωση (της οικονομίας).|| (ΙΑΤΡ.) ~ούσα: άνοια/παράλυση. ● ΦΡ.: προϊόντος του χρόνου: με την πάροδο του χρόνου: ~ ~ οι υποχρεώσεις αυξήθηκαν. ~ ~ αποδείχθηκε ότι ... ΣΥΝ. συν τω χρόνω [< μτχ. εν. του ρ. πρόειμι ‘προχωρώ μπροστά’, γαλλ. progressif]

ροκανίζω

ροκανίζω ρο-κα-νί-ζω ρ. (μτβ.) {ροκάνι-σε, ροκανί-στηκε, -σμένο, ροκανίζ-οντας} 1. (μτφ.) τραγανίζω: ~ει ένα παξιμάδι/(ο σκύλος) τα κόκαλα. Πβ. κριτσανίζω. 2. (μτφ.) ξοδεύω σιγά σιγά, κατασπαταλώ: Ο πληθωρισμός και η ακρίβεια ~ουν (= εξανεμίζουν) το εισόδημα των εργαζομένων. ~ουν τα κέρδη. Πβ. καταβροχθίζω, ξεκοκαλίζω, τρώω. 3. εξομαλύνω, επεξεργάζομαι την επιφάνεια ξύλου με ροκάνι. ΣΥΝ. πλανίζω ● ΦΡ.: ροκανίζω τον χρόνο & τρώω τον χρόνο: καθυστερώ σκόπιμα: ~ουν ~ στις διαπραγματεύσεις/στο παιχνίδι. Πβ. κωλυσιεργώ. , ροκάνισαν τη διαφορά: (συνήθ. στο μπάσκετ) μείωσαν σιγά σιγά τη διαφορά πόντων: Οι φιλοξενούμενοι προηγήθηκαν με 12 πόντους, αλλά οι γηπεδούχοι ~ ~. Πβ. ψαλιδίζω. [< 3: μεσν. ροκανίζω < μτγν. ῥυκανίζω]

σκοτεινός

σκοτεινός, ή, ό σκο-τει-νός επίθ. 1. που δεν έχει φως (στιγμιαία, γενικά ή κατά περιόδους): ~ός: βυθός/γαλαξίας/δρόμος/λαβύρινθος/ουρανός/χώρος. ~ή: νύχτα. ~ό: δάσος/διαμέρισμα/δωμάτιο/κελί/στενό/τούνελ/υπόγειο. ~οί: διάδρομοι. Ο ~ και ήσυχος κόσμος των σπηλαίων. ~ή γωνιά που δεν τη βλέπει ο ήλιος. Βροχερή και ~ή μέρα. Η ~ή πλευρά της Σελήνης. Βλ. θεο-, κατα-, τρι-σκότεινος. ΑΝΤ. φωτεινός (2) 2. σκούρος, χωρίς φωτεινότητα: ~ή: εικόνα/οθόνη (υπολογιστή)/φωτογραφία. ~ό: πλάνο/φόντο. ~οί: τόνοι (στη ζωγραφική).|| (ειδικότ. για χρώμα) ~ό: κίτρινο/κόκκινο/μπλε. 3. (μτφ.) μυστηριώδης, περίπλοκος· άγνωστος ή λιγότερο γνωστός: ~ός: πόθος/πράκτορας/ρόλος/σκοπός. ~ή: ιστορία/προσωπικότητα/υπόθεση/φυσιογνωμία. ~ό: βλέμμα/θρίλερ/κίνητρο/παρασκήνιο/παρελθόν/σχέδιο. Απρόσωπος ~ μηχανισμός. Για ~ούς λόγους.|| ~ό: έγκλημα. Το ~ό τοπίο της διαπλοκής. Πβ. δυσεξιχνίαστος.|| ~ή προέλευση λέξης. Αιώνας που παραμένει ~. Πβ. απροσδιόριστος. 4. (μτφ.) δυσνόητος, δυσερμήνευτος, ασαφής: ~ός: συγγραφέας/χρησμός. ~ή: γραφή/λέξη/φράση. ~ό: μήνυμα/ποίημα/σημείο/ύφος/χωρίο. ~ό και ακατανόητο κείμενο. Γεγονός ~ό και αμφίσημο. 5. (μτφ.) καταχθόνιος, δόλιος, ύπουλος: ~ός: εχθρός. ~ή: ψυχή. ~ό: κύκλωμα/μυαλό. ~ές: δυνάμεις. ~ά: ένστικτα. ~οί κύκλοι και συμφέροντα απειλούν τη ζωή του. ~ές σκέψεις για εκδίκηση. 6. (μτφ.) ζοφερός, δυσοίωνος, δυστυχισμένος: ~οί: καιροί. Η ~ή εποχή/περίοδος της δικτατορίας.|| ~ό: μέλλον (πβ. αβέβαιο)/προαίσθημα. ~ές: προβλέψεις.|| ~ή: ζωή. Μαύρα και ~ά χρόνια. ● Υποκ.: σκοτεινούτσικος , η, ο ● επίρρ.: σκοτεινά ● ΣΥΜΠΛ.: σκοτεινή ενέργεια: ΦΥΣ. που θεωρείται ότι δρα αντίθετα από τη βαρύτητα και αναγκάζει τα ουράνια σώματα να απομακρύνονται μεταξύ τους: Η ~ ~ επιταχύνει τη διαστολή του Σύμπαντος. Βλ. αντιβαρύτητα. [< αγγλ. dark energy, 1998] , σκοτεινή ύλη: ΑΣΤΡΟΝ. αόρατη ύλη που πιστεύεται ότι υπάρχει στο Σύμπαν, καθώς η ορατή ύλη δεν επαρκεί, για να εξηγήσει διάφορα βαρυτικά φαινόμενα. Βλ. αντιύλη. [< αγγλ. dark matter, 1933] , σκοτεινοί χρόνοι: ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΙΣΤ. ιστορική φάση, κατά την οποία παρατηρείται δημογραφική συρρίκνωση και κοινωνικο-οικονομική εσωστρέφεια με υποχώρηση του εμπορίου, επικράτηση της κλειστής αγροτικής οικονομίας και πνευματική-πολιτιστική ένδεια: πρώιμοι/ύστεροι ~ ~. Οι ~ ~ της Αρχαιότητας (11ος-8ος αι., πβ. γεωμετρική εποχή)/του Βυζαντίου (7ος-μέσα 9ου αι.)/της Δύσης(6ος-13ος αι.). Πβ. Μεσαίωνας., σκοτεινές αίθουσες βλ. αίθουσα, σκοτεινός θάλαμος βλ. θάλαμος ● ΦΡ.: στα σκοτεινά: στο σκοτάδι: Κάθεται/κρύβεται ~ ~.|| (μτφ.) Πηγαίνουμε/προχωρούμε ~ ~ (ΑΝΤ. στα σίγουρα). [< αρχ. σκοτεινός, γαλλ. obscur, sombre, αγγλ. dark]

σκότωμα

σκότωμα σκό-τω-μα ουσ. (ουδ.) (προφ.) 1. (μτφ.) κούραση, ταλαιπωρία, ξεθέωμα: Είναι (σκέτο) ~ για μένα να έρθω αυθημερόν. Πβ. εξάντληση, εξουθένωση, μαρτύριο. 2. θανάτωση: ~ του θηράματος. Πβ. φόνος. 3. (μτφ.-επιτατ.) σκληρή τιμωρία: Χρειάζονται ~! ● ΣΥΜΠΛ.: σκότωμα του χρόνου/της ώρας (μτφ.-προφ.): άσκοπη, ανούσια απασχόληση, για να περάσει η ώρα. Πβ. χαζολόγημα, χασομέρι. ● ΦΡ.: για σκότωμα (μτφ.-προφ.): για χάσιμο ή ξεπούλημα: Δεν έχω καιρό/χρόνο/ώρα ~ ~.|| Άσε, το αυτοκίνητο πάει ~ ~. Δεν το 'χω ~ ~ το ακίνητο!, είναι για/θέλει κρέμασμα (ανάποδα)/σκότωμα/γδάρσιμο βλ. κρέμασμα [< μτγν. σκότωμα 'ζαλάδα, σκοτοδίνη' 2: ~, 14ος αι.]

υποδιπλασιασμός

υποδιπλασιασμός [ὑποδιπλασιασμός] υ-πο-δι-πλα-σι-α-σμός ουσ. (αρσ.): ελάττωση στο μισό: ~ των δαπανών. ● ΣΥΜΠΛ.: χρόνος υποδιπλασιασμού: ΦΥΣ. ΠΥΡ. ημιζωή.

φέτος

φέτος φέ-τος επίρρ. & (λόγ.) εφέτος: αυτή τη χρονιά: Όπως κάθε χρόνο, έτσι και ~ ... Πού θα πάτε ~ διακοπές; Βλ. του χρόνου. ● ΦΡ.: κάθε πέρ(υ)σι και καλύτερα, (κάθε φέτος και χειρότερα) βλ. πέρυσι [< μεσν. φέτος < μτγν. ἐφέτος]

φούρναρης

φούρναρης φούρ-να-ρης ουσ. (αρσ.) {φουρνάρηδες (σπάν.-λαϊκό) φουρναραίοι} , φουρνάρισσα (η) (προφ.): αρτοποιός: ο ~ της γειτονιάς. ΣΥΝ. ψωμάς (1) ● ΦΡ.: σαράντα χρόνια φούρναρης: για δήλωση μεγάλης πείρας σε κάποιον τομέα. [< μεσν. φουρνάρης < λατ. furnarius]

χάνω

χάνω χά-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {έχα-σα, χά-σει, -θηκα, -θεί, χάν-οντας, σπάν. -όμενος, χα-μένος} 1. παύω να έχω πια κάτι στην ιδιοκτησία, στη διάθεσή μου ή υπό την κυριαρχία μου: ~σε όλη του την περιουσία (: πτώχευσε, φαλίρισε, χρεοκόπησε)/το σπίτι του.|| Το κόμμα ~σε δύο έδρες (στις εκλογές). ~σαν την εκτίμηση/εμπιστοσύνη/υποστήριξη του λαού. Έχει ~σει την αξιοπιστία/τη δημοτικότητά του. Φοβάται μη ~σει τη δουλειά του. Πβ. στερούμαι. 2. δεν μπορώ πια να βρω κάτι: ~σα τα κλειδιά/το πορτοφόλι/την ταυτότητά μου. Μου ~σαν τον φάκελό μου (: ευθύνονται για την απώλεια).|| Έφυγε ο σελιδοδείκτης κι ~σα τη σελίδα. Έχω ~σει τις μέρες (: δεν ξέρω τι μέρα είναι).|| Έχω ~σει τον προσανατολισμό μου (= έχω αποπροσανατολιστεί). 3. έχω ζημία, ζημιώνομαι: ~σε πολλά (λεφτά) από λάθος κινήσεις.|| Άκου με και δεν θα ~σεις. Τι έχω να ~σω;|| Έλα να δεις! ~εις! ~σες που δεν ήρθες. Δεν ~σες και τίποτα. 4. παύω να έχω: ~ει τα μαλλιά του (= του πέφτουν). Στην έκρηξη, ~σε το χέρι του (= ακρωτηριάστηκε). Θέλει να ~σει βάρος (= να αδυνατίσει).|| Το φθινόπωρο τα δέντρα ~ουν (= ρίχνουν) τα φύλλα τους.|| ~σε τις αισθήσεις (= λιποθύμησε)/την ακοή (= κουφάθηκε)/τη ζωή (= σκοτώθηκε, πέθανε)/τη μνήμη/την όρασή (= τυφλώθηκε) του. 5. δεν αποκτώ, δεν πετυχαίνω κάτι που επιδίωκα, ηττώμαι: ~σε το βραβείο/τη δίκη. ~σαν (σ)τις εκλογές/τον πόλεμο. Βλ. αποτυγχάνω.|| (ΑΘΛ.) ~σαν τον αγώνα/την πρόκριση/το πρωτάθλημα. ~σαν από τους γηπεδούχους. ΑΝΤ. κερδίζω (1), νικώ (1) 6. παύω να έχω μια ιδιότητα ή ικανότητα ή να βρίσκομαι σε μια κατάσταση: ~ την υπομονή/ψυχραιμία μου (ΑΝΤ. διατηρώ, κρατώ). ~σε την ισορροπία (: ζαλίστηκε)/το χρώμα (= χλόμιασε) του. Έχω ~σει την ησυχία/τον ύπνο μου μ' αυτή την υπόθεση. Μη ~εις την αισιοδοξία/το θάρρος/το κέφι/την πίστη σου!|| Κάτι ~ει την αξία/τη γοητεία/το ενδιαφέρον/το νόημα/τη σημασία του. Έχει ~θεί κάθε ελπίδα/το μέτρο. 7. παύω να διακρίνω: ~θηκε μέσα στη νύχτα.|| Ο ήλιος ~όταν σιγά-σιγά (: έδυε). 8. στερούμαι κάποιον λόγω θανάτου ή απομάκρυνσης, χωρισμού: ~σε τους γονείς της/το μωρό (= απέβαλε). ~θηκαν άδικα τόσες ζωές.|| Φοβάται μην την ~σει (: μην του φύγει).|| Έχει ~σει πολλούς πελάτες. 9. δεν προλαβαίνω· δεν συμμετέχω κάπου: ~σε το αεροπλάνο/λεωφορείο/πλοίο/τρένο. ~σαν την αρχή της παράστασης/προθεσμία.|| Δεν ~ λέξη/συλλαβή απ' όσα λέει. Δεν πρόσεχα κι ~σα τη συνέχεια της ιστορίας. Έχω ~σει δυο επεισόδια της σειράς. Να πας να το δεις οπωσδήποτε! Μην το ~σεις!|| Δεν ~ει γιορτή για γιορτή (: πηγαίνει σε όλες). Τραυματίστηκε κι ~σε την τελευταία αγωνιστική. 10. δεν αξιοποιώ σωστά, κάνω κακή χρήση, σπαταλώ: Άδικα ~εις το σάλιο σου μαζί του, δεν βάζει μυαλό (πβ. ~ τα λόγια μου). Δεν ~σε καιρό, το διέδωσε αμέσως. Πβ. χαραμίζω. Βλ. γλιτώνω. ~σε την τάξη/τη χρονιά του (= έμεινε στην ίδια τάξη). 11. παρουσιάζω απώλεια, διαρροή: Ο τραυματίας έχανε αίμα (= αιμορραγούσε). Το μωρό ~ει βάρος. Ο οργανισμός ~ει (= αποβάλλει. ΑΝΤ. κατακρατεί) νερό από τα ούρα και την εφίδρωση.|| Το μηχάνημα ~ει λάδια. Το λάστιχο ~ει αέρα. 12. (ειρων.-μειωτ.) δεν σκέφτομαι σωστά, είμαι χαζός: Αυτό το παιδί από κάπου ~ει. Καλά, ~εις;χάνει (μτφ.-προφ.) 1. μειονεκτεί, υστερεί: Καλή ομάδα/ταινία, αλλά ~ στις λεπτομέρειες/στα σημεία. Η ποίηση ~ στη μετάφραση. Ο επεξεργαστής/κινητήρας άρχισε να ~ σε απόδοση (: να χαλάει). Είναι φτηνό, ~ βέβαια σε ποιότητα. Συσκευή υψηλών προδιαγραφών που ~ σε εμφάνιση/ομορφιά. ΑΝΤ. κερδίζει (1) 2. λειτουργεί με καθυστέρηση: Το ρολόι ~ (= πάει πίσω) πέντε λεπτά. 3. δεν αναδεικνύεται, ζημιώνεται: Η φωτογραφία θα ~σει πολύ, αν τη σκουρύνεις. ΑΝΤ. κερδίζει (2) ● Παθ.: χάνεται 1. παύει να υπάρχει ή να γίνεται αντιληπτός: Το σήμα ~. Γλώσσες/πολιτισμοί που ~ονται. ~θηκε ο ενθουσιασμός/η μαγεία. ~μένες: αξίες.|| Δεν ~ονται εύκολα τα περιττά κιλά.|| (ΓΡΑΜΜ.) Το τελικό ν ~ (= αποβάλλεται, φεύγει), όταν ...|| ~θηκε (= εξαφανίστηκε) μες στο πλήθος. Το καράβι ~θηκε (: δεν φαινόταν πια) στον ορίζοντα. 2. καταλήγει σε ήττα: ~θηκε το ματς/ο πόλεμος. 3. κυριεύεται: ~θηκε (= έπεσε, υποδουλώθηκε) η Πόλη., χάνομαι 1. αποπροσανατολίζομαι· αγνοείται: ~θηκα στα στενά.|| ~θηκε σκυλάκι χρώματος ... 2. χαραμίζομαι, δεν αξιοποιούμαι κατάλληλα ή σύμφωνα με τις δυνατότητές μου: Πρέπει να αναπληρώσουμε τον χρόνο που ~θηκε.|| ~εται το εξάμηνο λόγω της κατάληψης (= δεν θα γίνει εξεταστική).|| Είναι κρίμα να ~εται τόσο νερό. ΑΝΤ. εξοικονομείται.|| Τέτοιο ταλέντο ~εται σ' αυτή τη δουλειά! Ο καλός δεν ~εται (= αναγνωρίζεται η αξία του). Πβ. πάει χαράμι. 3. παύω να έχω επικοινωνία: Eλπίζω να μην ~θούμε. Και να μη ~όμαστε!|| Έχω ~θεί λόγω δουλειάς. Έχει ~θεί από τον κόσμο/όλους/την παρέα/προσώπου γης (= κανείς δεν τον συναντά). Πού έχεις ~θεί/~θηκες; Πβ. χάνω επαφή, χάνω τα ίχνη. 4. (μτφ.) πελαγοδρομώ· αφαιρούμαι: Δεν βγάζεις άκρη, ~εσαι μέσα στις λεπτομέρειες. Πβ. μπερδεύομαι, πελαγώνω.|| Η μουσική αυτή με κάνει να ~ (= με μαγεύει). Ώρες ώρες ~εται στις σκέψεις του. Έχει ~θεί στον κόσμο του θεάτρου/της τέχνης. Πβ. απορροφώμαι, βυθίζομαι, ξεχνιέμαι. 5. καταστρέφομαι: ~θηκαν όλα, όλα τέλειωσαν. Τίποτε δεν έχει ~θεί.|| Αν μας πιάσουν ~θήκαμε! Πβ. τη βάψαμε, την κάτσαμε.|| Μη φοβάσαι, δεν θα ~θώ, θα τα καταφέρω. 6. λιποθυμώ· πεθαίνω: Λίγο νερό, ~, σβήνω!|| ~θηκε πολύ νέος (= έφυγε, σκοτώθηκε). ● ΦΡ.: ..., γιατί χανόμαστε! (εμφατ.): μετά από προτροπή, για να αιτιολογηθεί η σοβαρότητα της κατάστασης: Ξυπνάτε/ψηφίστε ~ ~!, α/ου να (μου) χαθείς & χάσου από μπροστά μου/από τα μάτια μου & άι χάσου! (υβριστ.): φύγε να μην σε βλέπω, εξαφανίσου: ~ ~, παλιοτόμαρο! Πβ. γκρεμίσου, ξεκουμπίσου, στρίβε, τσακίσου., έχασε τα νερά του: βρίσκεται σε κατάσταση σύγχυσης και αμηχανίας, λόγω αλλαγής περιβάλλοντος ή συνθηκών: Άλλαξε σχολείο κι ~ ~ του το παιδί. Πβ. έξω από τα νερά μου., τα έχασα: σάστισα, δεν ξέρω τι να κάνω: Μόλις την είδα, ~ ~!|| Μην τα ~εις, μείνε ψύχραιμος. Πβ. αποσβολώνομαι, τα 'χω χαμένα., το 'χει χαμένο/το 'χασε τελείως(/εντελώς)/το 'χει χάσει: έχει χάσει τα λογικά του, έχει τρελαθεί. ΣΥΝ. του 'στριψε/του λασκάρισε/του 'φυγε η/καμιά βίδα, τρελαίνομαι (1), χάνω επαφή: παύω να επικοινωνώ: Άρχισαν να ακούγονται παράσιτα από τον ασύρματο και χάσαμε ~.|| Κάναμε πολλή παρέα αλλά με τον καιρό χάσαμε ~ (: χαθήκαμε). Πβ. χάνω τα ίχνη (κάποιου).|| (κατ' επέκτ.) Παρακολουθεί σεμινάρια, για να μην ~ει ~ με το αντικείμενο. (μτφ.) Έχει χάσει ~ με τον έξω κόσμο/το περιβάλλον/την πραγματικότητα., χάνω το δίκιο μου: λέγεται σε περιπτώσεις που δεν αναγνωρίζεται το δίκιο κάποιου λόγω κακής συμπεριφοράς του: Όταν θυμώνω, φωνάζω τόσο πολύ που ~ ~., χάνω τον καιρό μου/το(ν) χρόνο μου/την ώρα μου: αναλώνομαι: ~ ~ άδικα/άσκοπα/τζάμπα. ~ ~ μαζί σου. Χάνεις ~ σου με/σε ανώφελες συζητήσεις. Πβ. χρονοτριβώ. Βλ. κερδίζω χρόνο. [< γαλλ. perdre mon temps] , (μου) κόβεται η όρεξη/χάνω την όρεξή μου βλ. όρεξη, βλέπει το δέντρο και χάνει το δάσος βλ. δέντρο, δεν αφήνω/δεν χάνω ευκαιρία για/να ... βλ. ευκαιρία, δεν έχω τίποτα να χάσω βλ. τίποτα, δεν θα χάσει/σιγά μη χάσει η Βενετιά βελόνι βλ. βελόνι, δε(ν) χάθηκε/δε(ν) χάλασε/δε(ν) θα χαλάσει (κι) ο κόσμος βλ. χαλώ, εδώ καράβια χάνονται/πνίγονται, βαρκούλες αρμενίζουν βλ. καράβι, εδώ ο κόσμος καίγεται/χάνεται και η γριά/το μουνί χτενίζεται βλ. χτενίζω, έπαιξα κι έχασα βλ. παίζω, έπεσε από τον θρόνο βλ. θρόνος, έχασε τ' αβγά και τα καλάθια/τα πασχάλια βλ. αβγό & αυγό, έχασε τη μάχη για/με τη ζωή/με το(ν) θάνατο βλ. μάχη, έχασε τη μιλιά/τη λαλιά του βλ. μιλιά, έχασε/κέρδισε το στοίχημα βλ. στοίχημα, έχω χάσει το μέτρημα βλ. μέτρημα, η γη/το έδαφος χάνεται/φεύγει/υποχωρεί/γλιστράει/τρίζει κάτω από τα πόδια μου βλ. έδαφος, όποιος θέλει/ψάχνει/ζητάει/γυρεύει τα πολλά χάνει και τα λίγα βλ. πολύς, πολλή, πολύ, όποιος χάνει στα χαρτιά, κερδίζει στην αγάπη βλ. χαρτί, πού τον χάνεις, πού τον βρίσκεις βλ. πού, τι είχαμε, τι χάσαμε βλ. έχω, τρώω τη/χάνω τη/πηγαίνει χαμένη η μέρα μου βλ. μέρα, χάνει έδαφος βλ. έδαφος, χάνει η μάνα το παιδί (και το παιδί τη μάνα) βλ. μάνα, χάνει λάδια βλ. λάδι, χάνει στροφές βλ. στροφή, χάνεται στους αιώνες βλ. αιώνας, χάνω επεισόδια βλ. επεισόδιο, χάνω κάποιον/κάτι από τα μάτια μου βλ. μάτι, χάνω πάσα ιδέα βλ. ιδέα, χάνω τα ίχνη (κάποιου) βλ. ίχνος, χάνω τα λόγια μου βλ. λόγια, χάνω τη(ν) μπάλα/το τόπι βλ. μπάλα, χάνω το μυαλό/τα μυαλά/το τσερβέλο μου βλ. μυαλό, χάνω το παιχνίδι βλ. παιχνίδι, χάνω το τρένο βλ. τρένο, χάνω το(ν) δρόμο (μου) βλ. δρόμος, χάνω το(ν) λογαριασμό βλ. λογαριασμός, χάνω τον έλεγχο βλ. έλεγχος, χάνω τον μπούσουλα βλ. μπούσουλας, χάνω ύψος βλ. ύψος, χάνω/ξεφεύγει μέσα από τα χέρια μου βλ. χέρι ● βλ. χαμένος [< μεσν. χάνω]

χάσιμο

χάσιμο χά-σι-μο ουσ. (ουδ.) {χασίμ-ατος | -ατα} (προφ.) 1. το να μην μπορεί κάποιος να βρει, να εντοπίσει κάτι: ~ αντικειμένων (ΑΝΤ. εύρεση). ~ δεδομένων από κρασάρισμα του υπολογιστή.|| ~ του δρόμου/της πορείας (πβ. αποπροσανατολισμός). 2. κατάσταση κατά την οποία παύει κανείς να έχει κάτι, απώλεια: ~ βάρους (= αδυνάτισμα)/θερμίδων/κιλών/λίπους.|| Παρατηρείται ~ αίματος/της ελαστικότητας του δέρματος.|| ~ της ισορροπίας/ψυχραιμίας.|| ~ της εξεταστικής λόγω καταλήψεων.|| Είχαμε ~ ... ευρώ· (= ζημιά. πβ. χασούρα). 3. αποτυχία, ήττα: (στο τένις:) ~ του παιχνιδιού/σετ.|| ~ της δίκης. 4. άσκοπη, μάταιη κατανάλωση: Δεν έχω καιρό/ούτε λεπτό για ~. 5. το να μην προλαβαίνει κανείς κάτι λόγω καθυστέρησης: ~ του τρένου. 6. στέρηση αγαπημένου προσώπου λόγω θανάτου. Πβ. απώλεια, χαμός. 7. {στον πληθ.} (σε ράλι) σημεία στα οποία ο δρόμος χάνεται από το οπτικό πεδίο του οδηγού: διαδρομή με ~ατα και άλματα. ● ΦΡ.: χάσιμο χρόνου: για ενέργεια που συνιστά άσκοπη κατανάλωση πολύτιμου χρόνου: ανούσιο/σκέτο/τεράστιο ~ ~. ~ ~ και ενέργειας/χρημάτων. Άσκοπες μετακινήσεις και ~ ~.

χίλιοι

χίλιοι , ιες, ια χί-λιοι αριθμητ. επίθ. απόλ. 1. σύνολο χιλίων μονάδων, συνήθ. πραγμάτων ή προσώπων: ~ιοι: κάτοικοι.|| ~ιοι: τόνοι. ~ια: λίτρα/μέτρα/μίλια/στρέμματα. Αποζημίωση/πρόστιμο ~ίων ευρώ. (λόγ.) Ποσοστό επί τοις χιλίοις (βλ. επί τοις εκατό). Τέτοιο θέαμα θα δεις μια φορά στα ~ια χρόνια (: πολύ σπάνια). Δεν υπάρχει ούτε μία στις ~ιες πιθανότητες να κερδίσει (: καμία πιθανότητα). Βλ. τρισ~. 2. (εμφατ.) πάρα πολλοί και διάφοροι, αναρίθμητοι: ~ιες ευχές! ~ιες φορές (= πολύ) καλύτερα να ... Με ~ιες προφυλάξεις. Το μυαλό του παίρνει ~ιες στροφές το δευτερόλεπτο (: είναι πολύ έξυπνος). ~ια ευχαριστώ/συγγνώμη! Δέχτηκε μετά από ~ια παρακάλια. Έγινα ~ια κομμάτια για να τους εξυπηρετήσω (: προσπάθησα πολύ). Έχεις τα ~ια δίκια του κόσμου (: έχεις απόλυτο δίκιο). Πβ. άπειρος. ΣΥΝ. μύριοι (2) ● Ουσ.: χίλια (το) {άκλ.}: ο ακέραιος φυσικός αριθμός 1000 ή το σύνολο χιλίων μονάδων: ~ γραμμάρια (= 1 κιλό)/μέτρα (= 1 χιλιόμετρο). Κλίμακα ένα προς ~.|| (σε χρονολογία:) Γεννήθηκε το ~ εννιακόσια πενήντα. ● ΦΡ.: πάω/τρέχω(/πηγαίνω) με χίλια: (για οδηγό) τρέχω με πολύ μεγάλη ταχύτητα: (κ. μτφ.) Η ομάδα ~ει ~ (: έχει σημειώσει πολλές συνεχείς νίκες)., χίλια/πολλά χρόνια θα ζήσεις!: λέγεται σε άτομο που εμφανίζεται τη στιγμή που γίνεται λόγος γι΄αυτό., χίλιες και μια νύχτες (από την ομώνυμη συλλογή παραμυθιών): για να δηλωθεί ότι κάτι ήταν γοητευτικό και παραμυθένιο., χίλιοι καλοί χωρούν(ε)/χωράνε (, ένας κακός δεν χωρεί) (παροιμ.): οι καλότροποι άνθρωποι βολεύονται, ακόμα και όταν υπάρχει πολυκοσμία. Πβ. όλοι οι καλοί χωράνε., (με) ύφος χιλίων (/δέκα/εκατό/πολλών/σαράντα) καρδιναλίων βλ. καρδινάλιος, εκατό τοις εκατό/εκατό (σ)τα εκατό/χίλια τα εκατό/χίλια τοις εκατό βλ. εκατό, με (τα) χίλια (δυο) ζόρια βλ. ζόρι, μια εικόνα/μια φωτογραφία (αξίζει όσο) χίλιες λέξεις βλ. εικόνα, περνώ από σαράντα/χίλια κύματα βλ. κύμα, χίλιες/εκατό φορές βλ. φορά, χίλιοι δυο βλ. δύο & δυο, χίλιοι μύριοι βλ. μύριοι, χίλιοι μύριοι καλογέροι σ' ένα ράσο τυλιγμένοι βλ. καλόγερος [< αρχ. χίλιοι]

χρήμα

χρήμα [χρῆμα] χρή-μα ουσ. (ουδ.) {χρήμ-ατος | -ατα, -άτων} ΣΥΝ. λεφτά 1. ΟΙΚΟΝ. επίσημο μέσο πληρωμής με τη μορφή κερμάτων και χαρτονομισμάτων: ελεγχόμενο (: που η κυκλοφορία του ελέγχεται από τις νομισματικές Αρχές)/μεταλλικό/νόμιμο/παράνομο ~. Κοινοτικό ~ (: οι οικονομικοί πόροι της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Ζήτηση/προσφορά ~ατος (: συνολική ποσότητα ~ατος σε κυκλοφορία). Διακίνηση/εισροή/έκδοση ~ατος. Η (ανταλλακτική) αξία/τα είδη/το κόστος/ο ρόλος/η τιμή του ~ατος. Βλ. χρηματαγορά. 2. (ειδικότ.) {συνήθ. στον πληθ.} (μεγάλο) χρηματικό ποσό, συνήθ. σε μετρητά: αφθονία/παραχάραξη/συσσώρευση ~ατος. Βοήθεια/εισφορές σε ~. Πεταμένα/χαμένα ~ατα. Τα ~ατα της αποζημίωσης. Δανεισμός/δαπάνη/εκταμίευση/έλλειμμα/κατάθεση/μεταβίβαση/υπεξαίρεση ~άτων. Καταμετρητής/κάτοχος ~άτων. Παιχνίδια με αληθινά/εικονικά ~ατα. Εξοικονομώ χρόνο και ~. Επενδύω τα ~ατά μου (πβ. κεφάλαιο). Επιστράφηκαν/παρακρατήθηκαν ~ατα. Διαθέτω/διαχειρίζομαι/καταβάλλω/κλέβω/μαζεύω/ξοδεύω/προσφέρω/χρειάζομαι ~ατα. Μεταφέρω/τοποθετώ ~ατα σε λογαριασμό. Δεν έχω καθόλου ~ατα μαζί/πάνω/στο πορτοφόλι μου. Δεν λογαριάζω/τσιγκουνεύομαι τα ~ατα. Μου κόστισε/στοίχισε πολλά ~ατα. Δεν θα πάμε διακοπές ελλείψει ~άτων. Πβ. ρευστό. 3. (ειδικότ.) (μεγάλες) απολαβές ή χρηματική περιουσία, πλούτος· συνεκδ. οι οικονομικά εύρωστοι: ~ατα και ακίνητα. Πακτωλός ~άτων. Το ~ ρέει άφθονο. Δουλειές που αφήνουν ~ (: κέρδος). Βγάζει αρκετά ~ατα από τη δουλειά του. Έχει πολλά ~ατα. Πόσα ~ατα παίρνεις τον μήνα (: ποιος/πόσος είναι ο μισθός σου); Έπαιξε όλα του τα ~ατα στα χαρτιά.|| Η δύναμη/το κυνήγι του ~ατος. Επίδειξη ~ατος. Αγαπάει/κυνηγάει το ~ (= τους παράδες, τα φράγκα). Πβ. μαμωνάς.|| Το ~ (= οι πλούσιοι) εξουσιάζει τον κόσμο. ● ΣΥΜΠΛ.: ακριβό χρήμα: ΟΙΚΟΝ. δανεισμός με υψηλό επιτόκιο, επειδή η ζήτηση χρήματος υπερβαίνει την προσφορά., βρόμικο/μαύρο χρήμα: χρηματικά ποσά που προέρχονται από παράνομες δραστηριότητες και δεν έχουν φορολογηθεί: διακίνηση/εισαγωγή ~ου ~ατος. Χώρα που λειτουργεί ως παράδεισος/πλυντήριο (: για ξέπλυμα) ~ου ~ατος. [< αγγλ. dirty/black money] , γκρίζο χρήμα (προφ.): μίζα., δημόσιο/κρατικό χρήμα: οι οικονομικοί πόροι του κράτους: διαχείριση/κατάχρηση του δημόσιου ~ατος., εύκολο χρήμα (προφ.): χρηματικά ποσά που αποκτώνται με εύκολο και συνήθ. μη νόμιμο τρόπο: γρήγορο και ~ ~ (στα χαρτιά/στο καζίνο). [< αγγλ. easy money] , ζεστό χρήμα & (σπάν.) θερμό/καυτό χρήμα 1. (προφ.) ρευστό: Η συμφωνία έκλεισε με ~ ~ (= μετρητά). Η αγορά έχει ανάγκη από ~ ~. 2. ΟΙΚΟΝ. επενδυτικό κεφάλαιο που επιδιώκει βραχυπρόθεσμα την υψηλότερη δυνατή απόδοση. [< αγγλ. hot money, 1936] , ηλεκτρονικό χρήμα: ΔΙΑΔΙΚΤ. που έχει αποθηκευτεί με ηλεκτρονικό τρόπο, κυρ. για πραγματοποίηση συναλλαγών μέσω διαδικτύου. Πβ. ηλεκτρονικό πορτοφόλι. [< αγγλ. electronic/e-money, 1966] , πολιτικό χρήμα (κυρ. στη ΔΗΜΟΣΙΟΓΡ.): η χρηματοδότηση, τα οικονομικά των πολιτικών κομμάτων., τραπεζικό χρήμα: ΟΙΚΟΝ. τραπεζικές επιταγές., φτηνό χρήμα (προφ.): δανεισμός χρημάτων με χαμηλό επιτόκιο και ευνοϊκούς όρους., ψηφιακό χρήμα: ΔΙΑΔΙΚΤ. που διακινείται ηλεκτρονικά. [< αγγλ. digital cash, 1991] , άντληση κεφαλαίων βλ. άντληση, λογιστικό χρήμα βλ. λογιστικός, ξέπλυμα χρήματος βλ. ξέπλυμα, πιστωτικό χρήμα βλ. πιστωτικός, πλαστικό χρήμα βλ. πλαστικός, ρευστό χρήμα βλ. ρευστός, το κόστος του χρήματος βλ. κόστος ● ΦΡ.: βάζω/ρίχνω λεφτά/χρήματα (προφ.): επενδύω μεγάλο χρηματικό ποσό σε κάτι που πιστεύω ότι θα μου αποφέρει κέρδος: Έβαλε/έριξε πολλά λεφτά στην επιχείρηση., είναι υπεράνω χρημάτων (λόγ.): δεν τον ενδιαφέρουν τα λεφτά., επί χρήμασι (αρχαιοπρ.): έναντι χρημάτων, με οικονομικό αντάλλαγμα: πληροφορίες ~ ~.|| ~ ~ εκδιδόμενη γυναίκα. Πβ. επί πληρωμή. ΑΝΤ. δωρεάν, ο χρόνος είναι χρήμα (γνωμ.): είναι σημαντική η σωστή διαχείριση του χρόνου., παίρνω χρήματα (προφ.): χρηματίζομαι, δωροδοκούμαι. Πβ. τα παίρνει χοντρά, τα πιάνει., τα χρήματα δεν πέφτουν από τον ουρανό: τα λεφτά δεν αποκτώνται εύκολα, πρέπει να δουλέψει σκληρά κάποιος, για να τα αποκτήσει., το χρήμα δεν μυρίζει/τα λεφτά δεν μυρίζουν: για να δηλωθεί ότι η προέλευση των χρημάτων δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. [< γαλλ. l 'argent n'a pas d'odeur] , τραβάω χρήματα (προφ.): κάνω ανάληψη: ~ηξε ~ απ' την κάρτα/τον λογαριασμό/την τράπεζα., χρήμα/παράς/φράγκα με ουρά (προφ.): μεγάλα χρηματικά ποσά: Βγάζει ~ ~. ΣΥΝ. λεφτά με τη σέσουλα/με το τσουβάλι/με (την) ουρά, δει δη χρημάτων βλ. δει, έλλειψη χρημάτων, στάση εμπορίου βλ. στάση, κολυμπάει στο χρυσάφι/στο χρήμα βλ. κολυμπώ, ο έρωτας κι ο βήχας δεν κρύβονται βλ. κρύβω, πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος βλ. μέτρο [< αρχ. χρῆμα]

χωρόχρονος

χωρόχρονος χω-ρό-χρο-νος ουσ. (αρσ.) & χωροχρόνος: ΦΥΣ. (στη θεωρία της σχετικότητας) ο χώρος των τεσσάρων διαστάσεων που προκύπτει από την προσθήκη τέταρτης διάστασης (του χρόνου) στον τρισδιάστατο χώρο· γενικότ. ο χώρος και ο χρόνος: στατικοί ~οι. Μαύρες τρύπες και ~. Η γεωμετρία/η έννοια/η καμπυλότητα/τα όρια/η παραμόρφωση/το συνεχές του ~ου. Κίνηση/σημείο στον ~ο.|| (μτφ.) Θεατρικός/κινηματογραφικός ~. Ο ~ του μυθιστορήματος. [< γερμ. Raumzeit, αγγλ. space-time, 1910, γαλλ. espace-temps]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.