Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • χτυπώ [χτυπῶ] χτυ-πώ ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {χτυπ-άς ..., -ούν (προφ.) -άνε, -ώντας | χτύπ-ησα, -ήσει, -ιέμαι, -ήθηκα, -ηθεί, -ημένος} & χτυπάω & κτυπώ 1. ασκώ δύναμη σε κάτι, ώστε να παράγεται ήχος ή να εκτελείται μια ενέργεια: ~ την πόρτα (πβ. βαρώ). ~άει το ντέφι/τις χορδές της κιθάρας (πβ. κρούω). ~ παλαμάκια (πβ. χειροκροτώ).|| ~ τα πλήκτρα (= πληκτρολογώ). (ΑΘΛ.) ~ησε (= εκτέλεσε) το κόρνερ/πέναλτι. Τον ~ησε φιλικά στην πλάτη. (προφ.) ~ το εισιτήριο (= επικυρώνω).|| ~άει το κουδούνι/το ξυπνητήρι/ο συναγερμός/το τηλέφωνο. ~άνε οι καμπάνες (πβ. ηχώ, σημαίνω)/τα τύμπανα. Το ρολόι ~ησε μεσάνυχτα.|| ~ούν τα δόντια μου από το κρύο. Η καρδιά μου ~άει (= πάλλεται) δυνατά (: έχω αγωνία, καρδιο~). 2. ασκώ σωματική δύναμη, βία, καταφέρω πλήγμα: ~ (κάποιον) αλύπητα/βάναυσα/θανάσιμα (πβ. βαρώ, δέρνω, ξυλοκοπώ). ~ησε στο πρόσωπο/σαγόνι. Τον ~ησαν με γροθιές/κλομπ/ρόπαλο. Τα παιδιά ~ιούνταν στην αυλή (πβ. τσακώνομαι).|| (προφ.) Με ~άνε (: με κόβουν, στενεύουν) τα παπούτσια.|| Τους ~ησαν με όπλα/~ήθηκε από σφαίρα (πβ. πυροβολώ). Είναι άσχημα/βαριά/ελαφριά ~ημένος (: λαβω-, πληγω-μένος). (μτφ.) ~ημένος από (τον) καρκίνο. 3. πέφτω ορμητικά πάνω σε κάτι ή κάποιον: Η μοτοσικλέτα ~ησε στο μπροστινό μέρος του οχήματος (πβ. συγκρούομαι, τρακάρω). Η μπάλα ~ησε στο δοκάρι/ταμπλό. ~ημένο: αυτοκίνητο (= τρακαρισμένο).|| (προσκρούω πάνω σε κάτι και τραυματίζομαι:) ~ησα στο κεφάλι/στο πόδι. Έχω μώλωπες στο σημείο που ~ησα. Γλίστρησε και ~ησε. Τον ~ησε φορτηγό. ~ημένο: χέρι (= τραυματισμένο).|| (μτφ.) Τον ~ησε κεραυνός/το ρεύμα. Μέρος που το ~άει ο αέρας/άνεμος. Με ~ησε (= βάρεσε) η ζέστη (στο κεφάλι). Σε έχει ~ήσει ο έρωτας κατακούτελα. 4. προκαλώ καταστροφή, προσβάλλω, πλήττω: ~ τον αντίπαλο (πβ. επιτίθεμαι). Οι ληστές έχουν ~ήσει πολλές φορές στη γειτονιά (πβ. κλέβω, ληστεύω). ~ησε ο εγκέλαδος/τυφώνας.|| Επικίνδυνος ιός ~ά τους υπολογιστές (πβ. βλάπτω).|| (μτφ.) Τα σκάνδαλα ~ούν τον αθλητισμό. Οικονομία/χώρα που έχει ~ηθεί από την κρίση. 5. (μτφ.-προφ.) αντιμετωπίζω αποτελεσματικά προβληματική ή ανταγωνιστική κατάσταση: ~ούν τη διαφθορά/το κατεστημένο/το παραεμπόριο (πβ. καταπολεμώ, πατάσσω).|| Με το νέο μοντέλο η επιχείρηση θα ~ήσει την αγορά. Πβ. ανταγωνίζομαι. 6. ανακατεύω, κουνώ με δύναμη: ~ τον φραπέ. ~ τα υλικά στο γουδί/μίξερ/μπλέντερ/σέικερ. ~άμε τ' ασπράδια στο μπολ να γίνουν μαρέγκα. Πβ. αναδεύω, αναταράζω. 7. (μτφ.-προφ.) πετυχαίνω στόχο, κατακτώ κάτι ή εκτελώ έργο με έντονο τρόπο: Η εκπομπή ~άει υψηλά νούμερα τηλεθέασης. Η ομάδα θα προσπαθήσει να ~ήσει μετάλλιο/την πρώτη θέση (πβ. διεκδικώ). ~ησα ένα φόρεμα στις εκπτώσεις (: αγόρασα)! Η θερμοκρασία ~ησε τους (: ανέβηκε στους) 38 βαθμούς. Πάμε να ~ήσουμε μπριζόλες (: να τσακίσουμε, φάμε).|| ~ (: δουλεύω) δεκάωρα κάθε μέρα στη δουλειά. (στρατιωτική αργκό) ~άει σκοπιές/υπηρεσίες (: κάνει). 8. (μτφ.-προφ.) υπενθυμίζω σε κάποιον κάτι που έκανε, κατακρίνοντάς τον: Άργησα κι εγώ μια φορά και θα μου το ~άς (= κοπανάς) συνέχεια; 9. (μτφ.-προφ.) κατηγορώ, επικρίνω: ~άνε το έργο του. Τους ~άνε τα ΜΜΕ. Πβ. βάλλω, μέμφομαι, πολεμώ. ● Παθ.: χτυπιέμαι (προφ.): κάνω εντατικά ή με ένταση κάτι· εκδηλώνω με έντονες σωματικές κινήσεις την οργή ή τα νεύρα μου: ~ιέται στο γυμναστήριο/στα κλαμπ (: χορεύει έντονα).|| ~ιόταν φωνάζοντας. Πβ. οδύρομαι. ΣΥΝ. κοπανιέμαι ● ΦΡ.: μου χτυπάει & χτυπάει (προφ.): μου προκαλεί εντύπωση, συνήθ. αρνητική: Δεν ~ ~ησε καλά αυτό που είπε. ~ ~ησαν άσχημα αυτά που διάβασα. Η αντίδρασή/το ύφος του χτυπάει περίεργα. Βλ. μου φαίνεται., που να/(όσο) και να χτυπιέσαι (προφ.): για να δηλωθεί ότι κάτι δεν πρόκειται να γίνει σε καμιά περίπτωση, όσο κι αν προσπαθήσει κάποιος: ~ ~ δεν θα σε δεχτεί. Δεν τους ξαναδίνω λεφτά ~ ~ιούνται κάτω., χτύπα/να χτυπήσω ξύλο!: ως έκφραση αποτροπής δυσάρεστων καταστάσεων, που συχνά συνοδεύεται από αντίστοιχη κίνηση: ~ ~! Είμαι μια χαρά στην υγεία μου. Βλ. ματιάζω. ΣΥΝ. κουνήσου από τη θέση σου, κούφια η ώρα (που τ' ακούει), φάε/δάγκωσε/κατάπιε τη γλώσσα σου!, χτυπάει τις τιμές (στο εμπόριο): παρέχει υπηρεσίες, πουλά προϊόντα σε ανταγωνιστικές ή αντίθετα σε αρκετά υψηλές τιμές: Η εταιρεία με πιο φτηνές χρεώσεις έρχεται να ~ήσει ~.|| Δεν υπάρχει άλλο μαγαζί στην περιοχή και έτσι ~ ~ (ΑΝΤ. μειώνει, ρίχνει τις τιμές)., χτυπάω εκεί που πονάει (μτφ.): θίγω το ευαίσθητο σημείο: Οι δηλώσεις/υπαινιγμοί του ~άνε εκεί που πονάμε περισσότερο., χτυπάω κάρτα: εισάγω κάρτα σε μηχάνημα, για να καταγραφεί η ώρα προσέλευσης ή αποχώρησής μου από τον χώρο εργασίας· γενικότ. δίνω το παρών κάπου μια συγκεκριμένη ώρα: ~ει ~ στην υπηρεσία του.|| (μτφ.) ~άμε ~ κάθε μεσημέρι στην καφετέρια., βαράει προσοχή/προσοχές βλ. προσοχή, βαράω/χτυπάω ενέσεις βλ. ένεση, βαράω/χτυπάω μπιέλα/μπιέλες βλ. μπιέλα, βαράω/χτυπάω το κεφάλι μου (στον τοίχο) βλ. κεφάλι, βγάζει μάτι/χτυπάει στο μάτι βλ. μάτι, για ποιον χτυπά(ει) η καμπάνα; βλ. καμπάνα1, η καρδιά μου χτυπάει σαν ταμπούρλο βλ. καρδιά, θα σε χτυπήσω (κάτω) σαν χταπόδι! βλ. χταπόδι, κάτι μου χτυπάει την πόρτα βλ. πόρτα, λύνομαι/χτυπιέμαι στο γέλιο/στα γέλια βλ. γέλιο, μου τη δίνει/μου τη σπάει βλ. δίνω, πάρε τον ένα(ν) (και) χτύπα τον άλλον βλ. παίρνω, που να/όσο και να χτυπάς τον κώλο σου κάτω βλ. κώλος, στο κόκκινο/χτυπάω κόκκινο βλ. κόκκινος, το θερμόμετρο χτυπάει/χτύπησε κόκκινο βλ. θερμόμετρο, το(ν) βλέπει/χτυπά(ει) ο ήλιος βλ. ήλιος, χτυπάει/βαράει (κάποιον) στο κεφάλι βλ. κεφάλι, χτυπάει/κρούει το καμπανάκι βλ. καμπανάκι, χτυπάω πόρτες βλ. πόρτα, χτύπησε κέντρο βλ. κέντρο, χτυπιέμαι (κάτω) σαν χταπόδι βλ. χταπόδι, χτυπώ λάθος πόρτα βλ. πόρτα, χτυπώ φλέβα βλ. φλέβα, χτυπώ/αντιμετωπίζω/καταπολεμώ/πολεμώ το κακό στη ρίζα του βλ. ρίζα, χτυπώ/βαρώ/ρίχνω/πυροβολώ στο ψαχνό βλ. ψαχνό [< μεσν. χτυπώ < αρχ. κτυπῶ ‘αντηχώ, βροντώ’]

γέλιο

γέλιο γέ-λιο ουσ. (ουδ.): σύσπαση των μυών του προσώπου κατά την έκφραση ευχαρίστησης, ευθυμίας, ειρωνείας και o ήχος που παράγεται: αβίαστο/ακατάσχετο/αμήχανο/ασυγκράτητο/αυθόρμητο/άφθονο/γάργαρο/δυνατό/εκνευριστικό/θριαμβευτικό/κακαριστό/παιδικό/πνιχτό/προσποιητό/σαρκαστικό/σπασμωδικό/συγκρατημένο/τρανταχτό/τρελό/υποκριτικό/υστερικό/ψεύτικο ~. Έκρηξη/ταινία ~ου. Βγάζω/προκαλώ ~. Μου βγήκε ξινό το ~. Με πιάνουν/πάτησε τα ~ια. Είχαν πολύ ~ (: ήταν αστείοι). Το ~ είναι μεταδοτικό/υγεία. Μόλις είδαμε τα ρούχα του, βάλαμε κάτι/τα ~ια! Πβ. γέλως. Βλ. χαμόγελο.|| (εμφατ. σε εκφρ. που δηλώνουν πολύ γέλιο:) Κατουριέμαι/ξεραίνομαι/πεθαίνω από τα ~ια. Ξεκαρδίζομαι/ξεσπώ/σκάω/τρελαίνομαι στα ~ια. Έπεσε πολύ ~. Κάναμε πολλά ~ια. Ρίξαμε το ~ της αρκούδας. ● Υποκ.: γελάκι (το) 1. (υποκ.-συχνά ειρων.) γέλιο. 2. εμότικον με χαμόγελο. ΣΥΝ. φατσούλα (1) ● ΣΥΜΠΛ.: αέριο του γέλιου βλ. υποξείδιο του αζώτου, νευρικό γέλιο βλ. νευρικός, σαρδόνιο γέλιο βλ. σαρδόνιος ● ΦΡ.: για γέλια (μειωτ.-ειρων.): που είναι ανάξιο λόγου ή προκαλεί γέλιο: Το επιχείρημά σου είναι ~ ~ (= γελοίο). Η κατάσταση είναι σοβαρή, δεν είναι ~ ~., για γέλια και για κλάματα (ειρων.): για κάτι ή κάποιον που βρίσκεται σε κωμικοτραγική κατάσταση: ιστορίες ~ ~., λύνομαι/χτυπιέμαι στο γέλιο/στα γέλια (προφ.): γελώ πάρα πολύ: Με τις ατάκες του ~ ~! Χτυπιόμασταν κάτω απ' τα ~. Πβ. πεθαίνω στα γέλια., μου κόπηκε/μου πάγωσε το γέλιο (μτφ.): σταματώ να γελώ ή γενικότ. να έχω χαρούμενη διάθεση λόγω αναπάντεχου και δυσάρεστου γεγονότος., κρατώ την κοιλιά μου/πονάει η κοιλιά μου από τα γέλια βλ. κοιλιά, μου λύθηκε ο αφαλός από τα γέλια/από τον φόβο βλ. αφαλός, ξελιγώνομαι στα/από τα γέλια βλ. ξελιγώνω [< μεσν. γέλιο]

δίνω

δίνω δί-νω ρ. (μτβ.) {έδω-σα, δώ-σει, δίν-εται (λόγ.) δίδ-εται, δό-θηκα, δο-θεί (λόγ. μτχ. δοθ-είς, -είσα, -έν), δίν-οντας, δοσμένος, δεδομένος} & (λόγ.) δίδω 1. παίρνω κάτι στο χέρι μου και, μεταφέροντάς το, το αποθέτω στα χέρια κάποιου ή κοντά του, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει: Μου ~εις (λιγάκι/σε παρακαλώ) το μολύβι σου; Του έδωσε φαγητό (= του έβαλε να φάει)/το φάρμακο. Δώσε μου ένα ποτήρι νερό (= φέρε μου). Πβ. πασάρω. Βλ. ξανα~.|| (κατ' επέκτ.-επίσ., επιδίδω, αποστέλλω, παραδίδω:) Του δόθηκε επιστολή διαμαρτυρίας. 2. μεταβιβάζω αγαθό ή δικαίωμα στη δικαιοδοσία κάποιου, συνήθ. οικειοθελώς· προσφέρω, παρέχω: ~ αίμα (βλ. αιμοδοσία)/λεφτά (για τους φτωχούς, βλ. φιλανθρωπία).|| Του έδωσε θάρρος (με τα λόγια του)/οδηγίες. Δώσε μου λίγο χρόνο να το σκεφτώ. Του δόθηκε η άδεια (/το πράσινο φως) (= του επιτράπηκε)/η δυνατότητα/η ευκαιρία να ...|| Μπορείς να μου δώσεις το αυτοκίνητό σου για λίγες μέρες (= να μου το δανείσεις);|| Μας έδωσαν γλυκά (= μας έβγαλαν, κέρασαν, σερβίρισαν, τράταραν, φίλεψαν). Της έχει δώσει όλα του τα βιβλία (= χαρίσει)/ό,τι έχει και δεν έχει.|| Ελπίζω να μας δώσουν προσωπικό (= να μας διαθέσουν). Δόθηκε συνέντευξη Τύπου (= παραχωρήθηκε).|| Έδωσε τα στοιχεία του στον αστυνομικό. 3. (κατ’ επέκτ.) ως απολεξικοποιημένο ρήμα: ~ τον αγώνα/τη μάχη μου (= αγωνίζομαι, μάχομαι)/την υπόσχεσή μου (= υπόσχομαι)/την ψήφο μου (= ψηφίζω). Θα δώσει εξετάσεις (= θα εξεταστεί)/εξηγήσεις (= θα εξηγήσει)/σκληρή απάντηση (= θα απαντήσει σκληρά). Του έδωσε γροθιά (= τον γρονθοκόπησε)/κλοτσιά (= τον κλότσησε)/ξύλο (= τον έδειρε)/χαστούκι (= τον χαστούκισε)/ένα φιλί (= τον φίλησε). Να σου δώσω μια πληροφορία (= να σε πληροφορήσω)/μια συμβουλή (= να σε συμβουλέψω); Δεν βρέθηκε κανένας να του δώσει βοήθεια (= να τον βοηθήσει)/στήριξη (= να τον στηρίξει). Δώσε λίγη προσοχή (= πρόσεξε). Δόθηκε διαταγή/εντολή να ... (= διατάχθηκε). Πρέπει να δοθεί λύση στο πρόβλημα (= να λυθεί). 4. απονέμω: Του δόθηκε βραβείο/έπαινος/μετάλλιο/τίτλος. 5. διοργανώνω με πρωτοβουλία μου δημόσιο ή κοσμικό γεγονός: ~ γεύμα/δείπνο (= παραθέτω, προσφέρω). Έδωσε διάλεξη/παράσταση/συναυλία. 6. πληρώνω, καταβάλλω: Για τρία βιβλία έδωσα μόνο είκοσι ευρώ. Πόσα έδωσες (ενν. λεφτά); Πήγες κι έδωσες τόσα χρήματα γι' αυτό το πράγμα;|| Τι μισθό σου ~ουν; 7. (προφ.) πουλώ: Πόσο μου το ~εις (= μου το αφήνεις); Το ~ει κοψοχρονιά/όσο όσο/σε καλή τιμή/τζάμπα. ΑΝΤ. αγοράζω (1) 8. εμπιστεύομαι κάποιον ή κάτι σε κάποιον: Έδωσε την κόρη της για υιοθεσία/το παιδί στους γονείς της να το προσέχουν (= άφησε).|| Θα δώσω τα ρούχα στο καθαριστήριο/το μηχάνημα για επισκευή.|| Τι δουλειά σου έδωσαν να κάνεις (= σου ανέθεσαν, σε έβαλαν); 9. {συνήθ. γ' πρόσ.} προκαλώ, προξενώ: Όλο πίκρες και στενοχώριες του ~ει η ζωή (= τον κερνάει, τον ποτίζει). Μου 'δωσε αισιοδοξία/τη χαριστική βολή (= με αποτελείωσε). 10. διαβιβάζω, μεταβιβάζω: Δώσ' του την αγάπη/τα φιλιά/τα χαιρετίσματά μου!δίνει 1. αποφέρει, αποδίδει: Πόσο τόκο ~ το κεφάλαιο;|| Οι έρευνες δεν έδωσαν (= δεν είχαν) τα αναμενόμενα αποτελέσματα/καρπούς (= ήταν άκαρπες). 2. παράγει, βγάζει: Οι ελιές έδωσαν πολύ λάδι. 3. προσδίδει: Τα χαρούμενα χρώματα ~ουν μια νότα αισιοδοξίας (= δημιουργούν, χαρίζουν).|| {μεσοπαθ.} ~εται νέα διάσταση στο θέμα. ● Παθ.: δίνομαι 1. αφοσιώνομαι ολοκληρωτικά σε κάποιον/κάτι: Έχει δοθεί με όλες της τις δυνάμεις/ολόψυχα στην επιστήμη/στον Θεό/στην οικογένεια. 2. (κυρ. για γυναίκα) συνάπτω ερωτική σχέση, κάνω έρωτα: Του δόθηκε με πάθος. ● ΦΡ.: δεν δίνω δεκάρα/δυάρα/μία/πεντάρα (τσακιστή)/φράγκο (προφ.) 1. αδιαφορώ πλήρως, δεν δίνω σημασία: Προσωπικά ~ ~ τι λέει ο κόσμος/για τα σχόλια του κόσμου (= δεν με ενδιαφέρει, δεν με νοιάζει, δεν μου καίγεται καρφί). ΣΥΝ. δεν δίνω (έναν) παρά 2. δεν διατίθεμαι να πληρώσω., δίνει και παίρνει (προφ.): για κάτι που γίνεται σε μεγάλη έκταση ή σε έντονο, υπερβολικό βαθμό: Τα πειράγματα/οι φήμες ~ουν ~ουν (= πάνε κι έρχονται)., δίνω δικαίωμα/δικαιώματα (να): δίνω αφορμή να με σχολιάσουν αρνητικά: Είναι ευγενικός και διακριτικός και ποτέ δεν έδωσε ~ατα., δίνω πίσω (κάτι) (προφ.): το επιστρέφω: Σου δάνεισα τόσα βιβλία, κι ακόμα να μου τα δώσεις ~., δίνω την εντύπωση/την εικόνα: φαίνομαι, μοιάζω: ~ει ~ του ήρεμου και καλού παιδιού. Πβ. δείχνω, παρουσιάζομαι. [< γαλλ. donner l' impression] , δίνω τον λόγο μου/τον λόγο της τιμής μου: υπόσχομαι. Πβ. ορκίζομαι., δίνω φύλλο πορείας (σε κάποιον) 1. ΣΤΡΑΤ. μεταθέτω. 2. (αργκό) διώχνω. Πβ. δείχνω την πόρτα (της εξόδου) σε κάποιον, ξαποστέλνω., δίνω/βάζω ένα χέρι/χεράκι (προφ.): βοηθώ: Μπορείς να δώσεις ~ να καθαρίσουμε το σπίτι; Βάλε κι εσύ ένα χεράκι! Πβ. συντρέχω., δίνω/τρώω φύσημα (αργκό): απολύω ή μεταθέτω κάποιον ή πετώ κάτι: Του έδωσαν/έφαγε ~ από τη δουλειά (= τον έδιωξαν). Φτιάχνεται η συσκευή ή να της δώσω ~; Πβ. δίνω/παίρνω/τρώω πόδι., δώσ΄ του (προφ.) 1. δηλωτικό επανάληψης, έμφασης, επιμονής: Και ~ κλάμα και αναφιλητά! 2. για παρακίνηση ή ενθάρρυνση: Μη σταματάς, ~!, δώσε (προφ.): βάλε (όλη σου τη) δύναμη., είναι όλο δώσε και δώσε (προφ.): για πρόσωπο που ζητά συνέχεια κάτι, συνήθ. χρήματα., και τι δε θα 'δινα …: για ιδιαίτερα έντονη επιθυμία: ~ ~ για λίγες ημέρες ξεκούρασης/τώρα για ένα γλυκό. ~ ~ να ήμουν ..., μου τη δίνει/μου τη σπάει & μου (τη) δίνει στα νεύρα & μου σπάει τα νεύρα & με/μου χτυπάει στα νεύρα (νεαν. αργκό): με εκνευρίζει, με εξοργίζει: ~ ~ (= με τσαντίζει) αυτή η κατάσταση/αυτός ο άνθρωπος! Δεν ξέρω τι του την έδωσε ξαφνικά και σηκώθηκε κι έφυγε. ΣΥΝ. μου τη βαράει, μου τη βιδώνει (2), τον έδωσε (αργκό): τον κατέδωσε: ~ στην Αστυνομία (πβ. κάρφωσε, μαρτύρησε, πρόδωσε). Με ~ στεγνά., του δίνω (αργκό): φεύγω αμέσως, γρήγορα: Eίναι αργά, ώρα να του ~ουμε.|| (απειλητ.) Δίνε του (αμέσως)! ΣΥΝ. την κάνω, αφήνω (κάποιον)/δίνω (σε κάποιον) να καταλάβει βλ. καταλαβαίνω, αφήνω/δίνω σε κάποιον την πρωτοβουλία βλ. πρωτοβουλία, βάζει/δίνει/θέτει τέλος/τέρμα στη ζωή του βλ. ζωή, βάζω/δίνω την υπογραφή μου (για κάποιον/κάτι) βλ. υπογραφή, δε(ν) δίνει (ούτε) τ' αγγέλου/τ' Αγίου του νερό βλ. άγγελος, δίνει/πουλάει και το βρακί του βλ. βρακί, δίνω (και) την ψυχή μου (για κάποιον/κάτι) βλ. ψυχή, δίνω (κάποιον) στο τηλέφωνο βλ. τηλέφωνο, δίνω (μια) ανάσα (ζωής) βλ. ανάσα, δίνω (σε κάποιον) αναφορά βλ. αναφορά, δίνω (σε κάποιον) λογαριασμό βλ. λογαριασμός, δίνω αξία βλ. αξία, δίνω βαρύτητα (σε κάτι) βλ. βαρύτητα, δίνω βάση σε (κάτι) βλ. βάση, δίνω λαβή βλ. λαβή, δίνω λόγο βλ. λόγος, δίνω μάθημα βλ. μάθημα, δίνω ρέστα βλ. ρέστα, δίνω σάρκα και οστά βλ. οστό, δίνω σε κάποιον αέρα βλ. αέρας, δίνω σημασία βλ. σημασία, δίνω στόχο βλ. στόχος, δίνω συνέχεια (σε κάτι) βλ. συνέχεια, δίνω τα χέρια βλ. χέρι, δίνω το (καλό/κακό) παράδειγμα βλ. παράδειγμα, δίνω το παρών/δηλώνω παρών βλ. παρών, δίνω το στίγμα μου βλ. στίγμα, δίνω το χέρι βλ. χέρι, δίνω τον τόνο βλ. τόνος1, δίνω τόπο στην οργή βλ. οργή, δίνω φτερά (σε κάποιον) βλ. φτερό, δίνω φωνή σε κάποιον/κάτι βλ. φωνή, δίνω/δείχνω τον καλύτερό μου εαυτό βλ. εαυτός, δίνω/παίρνω στο χέρι βλ. χέρι, δίνω/παίρνω/ζητώ αύξηση βλ. αύξηση, δίνω/παραδίδω μαθήματα βλ. μάθημα, δίνω/ρίχνω (ιδιαίτερο/μεγάλο/όλο μου το/πολύ) βάρος (σε κάτι) βλ. βάρος, δίνω/χύνω το αίμα μου (για κάποιον/κάτι) βλ. αίμα, δώσ' του (κάτι) και πάρ' του την ψυχή βλ. ψυχή, δώσε κι εμένα/και σε μένα μπάρμπα βλ. μπάρμπας, έδωσα δρόμο σε κάποιον/κάτι βλ. δρόμος, έδωσε ο Θεός βλ. θεός, έδωσε πήρε βλ. παίρνω, έδωσε τη ζωή του βλ. ζωή, έδωσε τη θέση (του) σε κάτι βλ. θέση, μάχαιρα(ν) έδωσες, μάχαιρα(ν) θα λάβεις βλ. μάχαιρα, μου δίνει την εντύπωση βλ. εντύπωση, ο Θεός να δώσει/να δώσει ο Θεός βλ. θεός, τα δίνω όλα (για όλα) βλ. όλος, του δίνω και καταλαβαίνει βλ. καταλαβαίνω, του έδωσε/του 'δωσε τα παπούτσια στο χέρι βλ. παπούτσι ● βλ. δοθείς, δοσμένος [< μεσν. δίνω, μτγν. δίδω, γαλλ. donner, αγγλ. give]

ένεση

ένεση [ἔνεση] έ-νε-ση ουσ. (θηλ.) 1. έγχυση φαρμακευτικού υγρού στο σώμα με σύριγγα και βελόνα· συνεκδ. η ίδια η σύριγγα ή το αντίστοιχο θεραπευτικό σκεύασμα: ενδομυϊκή/ενδοφλέβια/ηρεμιστική/θανατηφόρα/τοπική/υποδόρια ~. Ενέσεις κορτιζόνης/μορφίνης/μπότοξ. Χορήγηση ενέσεων.|| Του πήρε την ~ από τα χέρια.|| Ατροπίνη σε ενέσεις. 2. (μτφ.) ενισχυτική παρέμβαση, παροχή βοήθειας: ψυχολογική ~. ~ αισιοδοξίας/αυτοπεποίθησης/ζωής. Πβ. συνδρομή. ● ΣΥΜΠΛ.: ενέσεις τσιμέντου: ΟΙΚΟΔ. τσιμεντενέσεις., ένεση ηθικού: (συνήθ. στον αθλητισμό) οτιδήποτε αποσκοπεί στην ενίσχυση της αυτοπεποίθησης παίκτη ή ομάδας., τονωτική ένεση (μτφ.): στήριξη με υλικά ή ψυχικά μέσα: ισχυρή ~ ~ για την αγορά/την οικονομία. ● ΦΡ.: βαράω/χτυπάω ενέσεις: (αργκό) βαριέμαι πάρα πολύ, περιέρχομαι σε απελπισία. [< 1: αρχ. ἔνεσις]

ήλιος

ήλιος [ἥλιος] ή-λιος ουσ. (αρσ.) {-ιου (λόγ.) -ίου} 1. ΑΣΤΡΟΝ. (κ. με κεφαλ. Η) μέσος (νάνος) αστέρας, ο πλησιέστερος στη Γη και κέντρο του Ηλιακού Συστήματος, που είναι μια φωτεινή σφαίρα θερμού πλάσματος, αποτελούμενη από υδρογόνο, ήλιο και βαρέα στοιχεία, περίπου 70 συνολικά, στο κέντρο της οποίας γίνονται τεράστιες θερμοπυρηνικές αντιδράσεις, με αποτέλεσμα την παραγωγή μεγάλης ποσότητας ενέργειας, η οποία αποτελεί πηγή ζωής και φωτός για τον πλανήτη μας: ~ και Σελήνη. Οι διαβάσεις/η δομή (: πυρήνας, ζώνη ακτινοβολίας, ζώνη μεταφοράς, φωτό-, χρωμό-σφαιρα, στέμμα)/οι εκλάμψεις/η θερμοκρασία/η περιστροφή του ~ιου. Εκρήξεις/κηλίδες στην επιφάνεια του ~ιου. Βλ. ηλιακός. 2. (συνεκδ.) το συγκεκριμένο ουράνιο σώμα ως προς τη λάμψη, την ακτινοβολία ή/και τη θερμότητα που εκπέμπει: δυνατός/εκτυφλωτικός/καλοκαιρινός/καυτός/λαμπρός/μεσημεριανός ~. ~ και φεγγάρι. Ανατολή/δύση του ~ιου. Γυαλιά/ομπρέλα ~ίου. Ο ~ βγήκε (= ανέτειλε)/κρύφτηκε/μεσουρανεί. Καίει ο ~ (: κάνει πολλή ζέστη)!|| (το φως του ~ιου:) Τράβηξε τις κουρτίνες να μπει ο/λίγος ~. Με τυφλώνει ο ~.|| (οι ακτίνες του ~ιου:) Προστασία/προφύλαξη από τον ~ιο (= ηλιοπροστασία). Μην κάθεσαι πολλή ώρα στον/κάτω από τον ~ιο (βλ. ηλιοθεραπεία, λιάζομαι)! Κάηκε/μαύρισε από τον ~ιο (βλ. ηλιοκαμένος). Βλ. αντηλιά.|| (μτφ.-οικ., ως προσφών.) ~ιε μου! 3. (συνεκδ.) ηλιόλουστη μέρα, λιακάδα: Έχει ~ιο σήμερα (: καλοκαιρία, είναι χαρά θεού). 4. (συνεκδ.) σχέδιο ή απεικόνιση του άστρου αυτού: ο ~ της Βεργίνας. 5. ΑΣΤΡΟΝ. καθένα από τα αυτόφωτα αστέρια που συνιστά το κέντρο ηλιακών συστημάτων: οι αμέτρητοι ~ιοι του Σύμπαντος. 6. ΒΟΤ. ηλίανθος. ● ΣΥΜΠΛ.: η χώρα του ανατέλλοντος ηλίου: η Ιαπωνία., ο Ήλιος της Δικαιοσύνης (πρόφ. Ή-λι-ος) 1. ΕΚΚΛΗΣ. ο Ιησούς Χριστός. 2. (λογοτ.) η Δικαιοσύνη., έκλειψη Ηλίου βλ. έκλειψη, ο ήλιος του μεσονυκτίου βλ. μεσονύκτιο ● ΦΡ.: δεν έχει στον ήλιο μοίρα & χωρίς στον ήλιο μοίρα (προφ.): βρίσκεται σε πολύ άσχημη κατάσταση· είναι άπορος, άστεγος ή άνεργος, χωρίς κανένα στήριγμα ή περιουσιακό στοιχείο: ορφανά/φτωχοί χωρίς ~ ~. Πβ. δεν έχω πού την κεφαλήν κλίνη., ήλιος με δόντια (προφ.): ηλιόλουστη μέρα με παγωνιά., μια θέση στον ήλιο: μια δουλειά ή αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης: χιλιάδες υποψήφιοι για ~ ~. Νέοι που διεκδικούν/ζητούν ~ ~. Αγωνίζονται/μάχονται/παλεύουν για ~ ~., το(ν) βλέπει/χτυπά(ει) ο ήλιος: είναι εκτεθειμένο(ς) στον ήλιο ή την ακτινοβολία του: Δωμάτιο/σημείο που το ~ ~ (= ηλιόλουστο).|| (για πρόσ.) Βγες λίγο έξω να σε δει ο ~! (αρνητ. συνυποδ.) Βάλε καπέλο, θα σε χτυπήσει ~!, τον έπιασε ο ήλιος (προφ.): έχει μαυρίσει ή κοκκινίσει από τον ήλιο., είδε το (πρώτο) φως της ζωής/της (η)μέρας/του ήλιου βλ. φως, ηλίου φαεινότερον βλ. φαεινός, μέχρι να βγάλει ο ήλιος κέρατα βλ. κέρατο, ο ύπνος τρέφει τα παιδιά κι ο ήλιος τα μοσχάρια βλ. ύπνος, ουδέν καινόν υπό τον ήλιον βλ. καινός, ουδέν κρυπτόν (υπό τον ήλιον) βλ. κρυπτός, φρίξον ήλιε! βλ. φρίττω [< αρχ. ἥλιος, γαλλ. soleil, αγγλ. sun, γερμ. Sonne]

θερμόμετρο

θερμόμετρο θερ-μό-με-τρο ουσ. (ουδ.) 1. όργανο μέτρησης της θερμοκρασίας σε βαθμονομημένη κλίμακα: ~ αερίου/ζαχαροπλαστικής/μαγειρικής/νερού/οινοπνεύματος/τοίχου/υδραργύρου/(εξωτερικού/εσωτερικού) χώρου/ψυγείου. ~ αυτιού. Υπέρυθρο ~ μετώπου. ~ υπερύθρων. Ηλεκτρονικό/καταγραφικό/οπτικό/ψηφιακό ~. Το ~ ανέβηκε/κατέβηκε/έφτασε στους ... βαθμούς Κελσίου. Βλ. -μετρο. 2. (μτφ.) ένταση: Στα ύψη το πολιτικό ~ (: από τον Τύπο). ● ΦΡ.: ανεβαίνει το θερμόμετρο/ο πυρετός (μτφ.): για να δηλωθεί όξυνση μιας κατάστασης, συναισθηματική ένταση, αύξηση ενδιαφέροντος: ~ το θερμόμετρο της αγωνίας/της αντιπαράθεσης/του εθνικισμού/του κεφιού. ~ το θερμόμετρο στην αγορά ακινήτων.|| ~ ο πυρετός εν όψει των εκλογών., το θερμόμετρο χτυπάει/χτύπησε κόκκινο (μτφ.): κάτι φτάνει στην κορύφωση, στο απόγειό του: Το θερμόμετρο του ανταγωνισμού/της διασκέδασης ~ ~.|| ~ χτύπησε κόκκινο (: σε καύσωνα)., ανεβάζει το θερμόμετρο βλ. ανεβάζω [< γαλλ. thermomètre, αγγλ. thermometer]

καμπάνα1

καμπάνα1 κα-μπά-να ουσ. (θηλ.) 1. (στο καμπαναριό εκκλησίας) κούφιο κωνοειδές μεταλλικό όργανο, που αντηχεί δυνατά, όταν το γλωσσίδι που βρίσκεται στο εσωτερικό του και κρέμεται από την κορυφή του, αρχίσει να χτυπά στα τοιχώματά του· κατ' επέκτ. οτιδήποτε έχει το αντίστοιχο σχήμα: ηλεκτρ(ον)ικές ~ες. Ο ήχος της ~ας. Η ~ καλεί τους πιστούς για προσευχή. Οι ~ες ηχούν/σημαίνουν/χτυπούν πένθιμα/χαρμόσυνα. Οι ~ες της Ανάστασης/των Χριστουγέννων. Πβ. κώδων. Βλ. καμπαν-άκι, -ούλα.|| Παντελόνι ~ (: που φαρδαίνει στο κάτω μέρος). Βλ. κλος. 2. (προφ.) ποινή, πρόστιμο: Πέφτει/τρώω ~. Ο αθλητικός δικαστής έριξε βαριά ~ στον παίκτη (= επέβαλε πολύ αυστηρή τιμωρία· πβ. βαρύς ο πέλεκυς). Δεν γλιτώνει την ~ της Εφορίας.καμπάνες (οι): ΜΟΥΣ. όργανο που αποτελείται από μια σειρά μεταλλικών ράβδων που ηχούν καθώς κρούονται: αρμονικές (: προσαρμοσμένες σε όρθιο μεταλλικό πλαίσιο· παράγουν ήχο με το χτύπημα ενός σφυριού)/ορχηστρικές (: σε οριζόντιο πλαίσιο, σαν πλήκτρα· παίζονται με μπαγκέτες) ~. Βλ. τσελέστα. [< γερμ. Glockenspiel] ● ΦΡ.: για ποιον χτυπά(ει) η καμπάνα; (μτφ.): (υπαινικτικά) ποιος έχει σειρά (να πάθει κάτι κακό), ποιος είναι ο επόμενος (που θα αντιμετωπίσει κάποια δυσκολία); ~ ~ της ανεργίας; [< αγγλ. for whom the bell tolls] , φωνή καμπάνα: δυνατή και καθαρή., χτυπάει/κρούει το καμπανάκι βλ. καμπανάκι [< μεσν. καμπάνα]

καμπανάκι

καμπανάκι κα-μπα-νά-κι ουσ. (ουδ.) 1. (μτφ.) προειδοποίηση: ~ αφύπνισης/εγρήγορσης/κινδύνου/συναγερμού. ~ (από επιστήμονες) για επικίνδυνα χημικά/το περιβάλλον (πβ. συναγερμός). Ηχηρό ~ για την ηγεσία του κόμματος. Έχει σημάνει το ~ για λήψη μέτρων/της άμεσης αντιμετώπισης του προβλήματος.|| (προφ., από γυναίκα) Δεν μου έχει χτυπήσει ακόμα το ~ (= δεν μου έχει δημιουργηθεί η επιθυμία) της μητρότητας. 2. (υποκ.) μικρή καμπάνα: κρυστάλλινα ~ια.|| (παλαιότ.) Το ~ του τραμ.|| (AΘΛ., ηχητικό σήμα έναρξης ή λήξης σε αγώνες πυγμαχίας ή ως ειδοποίηση σε δρομείς στίβου ότι μπαίνουν στα τελευταία 400μ.) Η αναμέτρηση ήταν αμφίρροπη μέχρι το τελευταίο ~. ● ΦΡ.: χτυπάει/κρούει το καμπανάκι & χτυπάει/κρούει την καμπάνα του κινδύνου (μτφ.): προειδοποιεί για ενδεχόμενη ή επικείμενη δυσάρεστη εξέλιξη: Οι ειδικοί ~άνε/~ουν το ~ για την οικονομική κρίση/της ύφεσης. ΣΥΝ. κρούω τον κώδωνα (του κινδύνου)

καρδιά

καρδιά καρ-διά ουσ. (θηλ.) 1. ΑΝΑΤ. κοίλο μυώδες κεντρικό όργανο του κυκλοφορικού συστήματος· (ειδικότ. στον άνθρωπο) βρίσκεται ανάμεσα στους πνεύμονες προς το αριστερό μέρος του θώρακα και τροφοδοτεί με αίμα όλο το σώμα: οι βαλβίδες/οι κοιλότητες (: κόλποι και κοιλίες)/ο μυς (= μυοκάρδιο)/τα τοιχώματα (: ενδο-, περι-κάρδιο) της ~ιάς. Συστολή και διαστολή της ~ιάς (: παλμός, σφυγμός). Η ~ δέχεται το αίμα που προέρχεται από τις φλέβες και το ωθεί προς τις αρτηρίες. Βλ. αορτή, διάφραγμα, μεσοθωράκιο, προκάρδιο, τριχοειδή αγγεία.|| Τεχνητή ~. Εξέταση (= καρδιογράφημα, τρίπλεξ)/μεταμόσχευση ~ιάς. Ανακοπή/συγκοπή ~ιάς. Επέμβαση στην ~ (βλ. βηματοδότης, μπαϊπάς, μπαλονάκι, στεντ, χόλτερ). Βλ. καρδιοπάθεια, στηθοσκόπιο.|| Αδύναμη/γερή ~. Έχει/υποφέρει από την ~ του. Σταμάτησε η ~ του (= πέθανε). Το στρες και το κάπνισμα κάνουν κακό στην ~. Βλ. καρδιο-. 2. (κατ' επέκτ.) σύμβολο έρωτα ή αγάπης, κατά το σχήμα του συγκεκριμένου οργάνου: κόσμημα/μαξιλαράκι/τούρτα ~. Ζωγραφίζω μια ~ με βέλος. Χάραξαν μια ~ με τα ονόματά τους στο δέντρο. Βλ. καρδιόσχημος. 3. (μτφ.) ψυχή· χαρακτήρας: τα μυστικά της ~ιάς. Από τα μύχια της ~ιάς μου. Άνθρωπος χωρίς ~ (= άκαρδος). Η ~ μου πάει να σπάσει/χοροπηδάει (: από την αγωνία, τον φόβο ή την ταραχή). Έχει αγνή/ανοιχτή/άπονη/άστατη/ευαίσθητη/ευγενική/καθαρή/καλή/πονετική/σκληρή/τρυφερή/χρυσή ~ (βλ. -καρδος). (για αγαπημένο πρόσ.) Θα του έδινα/πρόσφερα/χάριζα (και) την ~ μου!|| (για μεγάλη στενοχώρια) Αγκάθι/μαχαίρι/μαχαιριά/πόνος/χτύπημα στην ~. Καίγεται/κλαίει/σκίζεται/σπάει/σπαράζει/σφίγγεται η ~ μου (= στενοχωριέμαι πολύ) να/όταν τον βλέπω να υποφέρει! Μου πίκρανες την ~ (= με πλήγωσες πολύ).|| Τα λόγια της άγγιξαν την (ή τις χορδές της ~ιάς)/μίλησαν στην ~ μου (= με συγκίνησαν).|| Άκου την ~ σου! ΣΥΝ. συναίσθημα. ΑΝΤ. λογική.|| (για νεκρό) Θα ζει για πάντα στις ~ιές μας (= θα τον θυμόμαστε). Βλ. μυαλό. ΣΥΝ. στήθος (3) 4. (ειδικότ.-μτφ.) διάθεση, όρεξη, προθυμία· κουράγιο, υπομονή: Πάρε ό,τι θέλει/λαχταράει/ποθεί η ~ σου!|| Χρειάζεται ~ (= θάρρος, τόλμη) για να τα βγάλει πέρα. Το κάνω με την ~ μου! Με τι ~ (: ψυχική δύναμη) να ...; 5. (μτφ.) κέντρο, μέσο: Στην ~ των γεγονότων/των εξελίξεων (= στο επίκεντρο)/του καλοκαιριού (= κατακαλόκαιρο)/της νύχτας/της πόλης (πβ. πυρήνας, ομφαλός). Μείνε στην ~ (= ουσία) του ζητήματος/του θέματος/του προβλήματος.|| Η ~ του καρπουζιού/του μαρουλιού (= εντεριώνη).|| Η ~ του αντιδραστήρα (: το μέρος όπου βρίσκονται τα καύσιμα και γίνονται οι αντιδράσεις σχάσης). ● Υποκ.: καρδούλα (η) [< μεσν. καρδούλα] ● ΣΥΜΠΛ.: αθλητική καρδιά βλ. αθλητικός, εγχείρηση ανοιχτής/ανοικτής καρδιάς βλ. εγχείρηση, μεγάλη καρδιά βλ. μεγάλος ● ΦΡ.: από καρδιάς & (λόγ.) από/εκ καρδίας: ειλικρινά, ολόψυχα: Συγχαρητήρια ~ ~! (Σας) ευχαριστώ (θερμά) ~ ~! Εύχομαι/θα ήθελα ~ ~ να ...|| Εξομολόγηση/συνέντευξη ~ ~ (= ειλικρινής). ΣΥΝ. από τα βάθη της καρδιάς/της ψυχής (μου), με όλη μου την ψυχή/την καρδιά, αφήνω την καρδιά μου να μιλήσει: εκφράζομαι με βάση τα πραγματικά μου αισθήματα., βάζω το χέρι/με το χέρι στην καρδιά: για να δηλωθεί απόλυτη ειλικρίνεια ή τιμιότητα., βγαίνει/πηδάει/σπαρταράει/τρέμει η καρδιά μου: ανησυχώ, αγωνιώ ή φοβάμαι πολύ: Όποτε ακούω θόρυβο τη νύχτα, τρέμει η ~ (= ψυχή) μου. Μέχρι την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων θα έχει βγει η ~ μου!, δεν μου κάνει καρδιά να ... (προφ.): δεν θέλω με τίποτα: ~ ~ την αφήσω μόνη της/φύγω. Τέτοιες μέρες δεν σου ~ ~ μείνεις σπίτι!, ελαφρά τη καρδία (λόγ.) & με ελαφριά (την) καρδιά: με επιπολαιότητα, απερισκεψία. Βλ. με βαριά καρδιά., έξω καρδιά (προφ.): (για πρόσ.) ανοιχτόκαρδος, απλόχερος, καλοσυνάτος, πρόσχαρος: Είναι (άνθρωπος/χαρακτήρας) ~ ~!, έχω (κάποιον)/έχει μπει (κάποιος) (μες) στην καρδιά μου (προφ.): του έχω ιδιαίτερη αγάπη ή συμπάθεια., η καρδιά μου χτυπάει σαν ταμπούρλο (προφ.): χτυπάει πολύ δυνατά και γρήγορα, συνήθ. από ξάφνιασμα, φόβο, αγωνία ή έντονη συγκίνηση., καίω/κατακτώ/κερδίζω/κλέβω/παίρνω την καρδιά κάποιου {συνήθ. στον αόρ.}: τον γοητεύω ερωτικά, τον κάνω να με ερωτευτεί., καλή καρδιά! (προφ.): προτροπή για αισιόδοξη, καλοπροαίρετη, φιλική διάθεση: ~ ~ (να υπάρχει) κι όλα θα φτιάξουν! Υγεία και ~ ~!, καρδιά/καρδούλα μου: ως οικεία προσφώνηση: Μη στενοχωριέσαι, ~ ~, όλα θα πάνε καλά! Τι έχεις, ~ ~, και κλαις; ~ ~ μου εσύ! ΣΥΝ. ψυχή/ψυχούλα μου!, με βαριά/κρύα/μισή καρδιά (προφ.): απρόθυμα: Ήρθε/το έκανε ~ ~. Βλ. ελαφρά τη καρδία., μου βαραίνει την καρδιά/το έχω βάρος στην καρδιά (μου) (προφ.): μου δημιουργεί αίσθημα ευθύνης, στενοχώρια ή τύψεις., πήγε/ήρθε η καρδιά μου στη θέση της (προφ.): ηρέμησα ύστερα από μεγάλη αγωνία, αναστάτωση: Μου τηλεφώνησε πως είναι καλά και ~ ~. ΑΝΤ. πήγε η ψυχή/η καρδιά μου στην Κούλουρη, τον/την πρόδωσε η καρδιά του/της: πέθανε από καρδιά., (έχει) καρδιά αγκινάρα βλ. αγκινάρα, ανοίγει η καρδιά/η ψυχή μου βλ. ανοίγω, ανοίγω την καρδιά μου/την ψυχή μου (σε κάποιον) βλ. ανοίγω, από τα βάθη της καρδιάς/της ψυχής (μου) βλ. βάθος, βρήκε/είδε ο γύφτος τη γενιά του (κι αναγάλλιασε η καρδιά του) βλ. γύφτος, γύφτισσα, γελάω με την καρδιά μου/με την ψυχή μου/μέχρι δακρύων βλ. γελώ, δεν το βαστά(ει) η καρδιά (/η ψυχή) μου/δεν μου βαστά(ει) η καρδιά (/η ψυχή) βλ. βαστώ, εκ γαρ του περισσεύματος της καρδίας (το στόμα λαλεί) βλ. περίσσευμα, έχει καρδιά μπαξέ βλ. μπαξές, καίει καρδιές βλ. καίω, κάνω πέτρα την καρδιά (μου)/κάνω την καρδιά (μου) πέτρα βλ. πέτρα, κλείνω στην καρδιά μου (κάποιον/κάτι) βλ. κλείνω, κρύα χέρια, ζεστή καρδιά βλ. χέρι, ματώνει η καρδιά μου βλ. ματώνω, μαυρίζει/μαύρισε η ψυχή μου βλ. μαυρίζω, με όλη μου την ψυχή/την καρδιά βλ. ψυχή, μου έκανε την καρδιά/μου έγινε η καρδιά περιβόλι βλ. περιβόλι, ο εκλεκτός/η εκλεκτή της καρδιάς της/του βλ. εκλεκτός, πήγε η ψυχή/η καρδιά μου στην Κούλουρη βλ. Κούλουρη, ραγίζω την καρδιά κάποιου/ραγίζει η καρδιά μου βλ. ραγίζω, το λέει η ψυχή/καρδιά/καρδούλα/περδικούλα του βλ. περδικούλα, το χέρι της καρδιάς βλ. χέρι, τραβάει η ψυχή/η καρδιά μου (κάτι) βλ. τραβώ, χαλάω τη ζαχαρένια/την καρδιά μου βλ. ζαχαρένια [< μεσν. καρδιά, γαλλ. cœur, αγγλ. heart]

κέντρο

κέντρο κέ-ντρο ουσ. (ουδ.) 1. μέρος, περιοχή συγκέντρωσης πληθυσμού και εκδήλωσης ιδιαίτερης κινητικότητας· χώρος ανάπτυξης δραστηριοτήτων, παροχής υπηρεσιών ή ελέγχου και συντονισμού δράσεων· (κυρ. σε ακρ.) ίδρυμα, οργανισμός, υπηρεσία: οικιστικό/παραθεριστικό/τουριστικό ~. Ζω/κατεβαίνω/μένω στο ~ (ενν. της πόλης).|| Διοικητικό/ενεργειακό/επιστημονικό/οικονομικό/πολιτιστικό ~. Η γενέτειρά του αποτελεί διεθνές/σημαντικό βιομηχανικό/καλλιτεχνικό/ναυτιλιακό ~. Τα ~α του Ελληνισμού/της Ορθοδοξίας. Πβ. πυρήνας.|| Αθλητικό/διαγνωστικό/εκθεσιακό/ερευνητικό (: ~ Ερευνών)/θεραπευτικό/συμβουλευτικό/υγειονομικό/φωτογραφικό/χιονοδρομικό ~. ~ αδυνατίσματος/αισθητικής/απεξάρτησης/εκπαίδευσης/επαγγελματικής κατάρτισης/λογοθεραπείας/ξένων γλωσσών/πληροφόρησης/τύπου/φυσικοθεραπείας (πβ. ινστιτούτο). Μηχανογραφικό/τηλεφωνικό/υπολογιστικό ~. ~ διαλογής (των ΕΛ.ΤΑ.)/εξουσίας/επιχειρήσεων. Βλ. τηλε~.|| Εξειδικευμένο ~ μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα. 2. σημείο στο μέσο (περίπου) ενός χώρου: το ~ της αίθουσας/της Γης/της πλατείας/του στόχου. Πβ. μέση. ΑΝΤ. άκρο.|| (ΓΕΩΜ.) ~ κύκλου/σφαίρας (: που ισαπέχει από όλα τα σημεία της περιφέρειας). ~ συμμετρίας (ενός σχήματος). Βλ. έκ-, ορθό-, παρά-, περί-κεντρο.|| (ΦΥΣ.) ~ αιώρησης/άνωσης (βλ. μετάκεντρο)/δύναμης/έλξης/μάζας/ταλάντωσης. 3. (μτφ.) επίκεντρο: το ~ της συζήτησης. Νομίζει ότι είναι το ~ του κόσμου/Σύμπαντος. 4. ΠΟΛΙΤ. (με κεφαλ. Κ) ο πολιτικός και ιδεολογικός χώρος μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς. Βλ. κεντρώος. 5. ΙΑΤΡ. τμήμα του εγκεφάλου όπου εδράζεται κάποια λειτουργία του οργανισμού: ακουστικό/αναπνευστικό/κινητικό/νευρικό ~. Το ~ του λόγου/της όρασης. Το ~ της συνείδησης. ΣΥΝ. έδρα (8) 6. ΑΘΛ. (συνήθ. στο ποδόσφαιρο) το μεσαίο τμήμα του γηπέδου· συνεκδ. οι παίκτες που παίζουν κοντά στη μεσαία γραμμή: Σούταρε από το ~ (πβ. σέντρα). Παίζει ~ (βλ. μέσος, χαφ).|| Η ομάδα έχει δυνατό ~. 7. & κέντρο διασκέδασης/διασκεδάσεως: μαγαζί που λειτουργεί συνήθ. νύχτα και προσφέρει ψυχαγωγία με μουσική, ποτό ή/και φαγητό: νυχτερινό ~. Γλέντι/εκδήλωση σε ~ με ζωντανό πρόγραμμα. Πβ. διασκεδαστήριο. Βλ. μπαρ, μπουζούκια, ξενυχτάδικο, πίστα, ρεμπετάδικο. ● Υποκ.: κεντράκι (το): στη σημ. 7. ● ΣΥΜΠΛ.: αστικό κέντρο {συνήθ. στον πληθ.}: μεγάλη και πυκνοκατοικημένη περιοχή, στην οποία ανήκουν διοικητικά μικρότερες περιφέρειες. Πβ. πόλη. [< γαλλ. centre urbain] , εμπορικό κέντρο 1. κτιριακό συγκρότημα όπου συστεγάζονται κυρ. καταστήματα. Πβ. εμπορικό πάρκο. 2. πόλη ή περιοχή με μεγάλη εμπορική δραστηριότητα. Βλ. αγορά. [< γαλλ. centre commercial , 1960] , Εργατικό Κέντρο: δευτεροβάθμιο συνδικαλιστικό όργανο στο οποίο ανήκουν τα εργατικά σωματεία μιας πόλης, ενός νομού., ιστορικό κέντρο: το παλαιότερο τμήμα μιας πόλης που βρίσκεται συνήθ. στο κέντρο της: ανάδειξη/ανάπλαση του ~ού ~ου., κέντρα λήψης αποφάσεων & κέντρα αποφάσεων: ΠΟΛΙΤ. όργανα εξουσίας με αρμοδιότητα τον καθορισμό της δράσης ποικίλων φορέων σε τοπικό, εθνικό ή διεθνές επίπεδο: ξένα/οικονομικά/πολιτικά ~ ~. ~ ~ της Ευρωπαϊκής Ένωσης., κέντρο απόκεντρο: τοποθεσία που βρίσκεται κοντά στο κέντρο πόλης, αλλά δεν επηρεάζεται από τα μειονεκτήματά του (κίνηση, θόρυβο, νέφος): διαμέρισμα/οικόπεδο ~ ~., κέντρο βάρους 1. ΦΥΣ. το σημείο εφαρμογής της συνισταμένης των ελκτικών δυνάμεων που ασκούνται από τη Γη σε όλα τα σημεία ενός σώματος: υψηλό/χαμηλό ~ ~. ~ ~ οχήματος/πλοίου. Βλ. βαρύκεντρο, βαρύτητα. 2. (μτφ.) πεδίο, τομέας στον οποίο δίνεται πολύ μεγάλη βαρύτητα: το ~ ~ της ανάπτυξης/της έρευνας/της ομιλίας/του προβληματισμού/της προσπάθειας/της συζήτησης. Μετατόπισε/μετέφερε το ~ ~ από ... στο ... Πβ. επίκεντρο., παιχνίδι κέντρου: ΑΘΛ. (κυρ. στο ποδόσφαιρο) όταν η μπάλα παίζεται κοντά στη μεσαία γραμμή του γηπέδου: Με ~ ~ κράτησαν το υπέρ τους αποτέλεσμα., πνευματικό κέντρο 1. ίδρυμα που οργανώνει και διεξάγει επιμορφωτικές και πολιτιστικές εκδηλώσεις· συνεκδ. το κτίριο που στεγάζεται: ενοριακό/καλλιτεχνικό ~ ~. Αθλητικό και ~ ~.|| Μουσική εκδήλωση στο ~ ~ του δήμου ... 2. πόλη με πολιτιστική ακτινοβολία., βλαβοληπτικό κέντρο βλ. βλαβοληπτικός, εκλογικό κέντρο βλ. εκλογικός, εξεταστικό κέντρο βλ. εξεταστικός, Κέντρο (Εκπαίδευσης) Νεοσυλλέκτων βλ. νεοσύλλεκτος, κέντρο αναφοράς βλ. αναφορά, Κέντρο Διερχομένων βλ. διέρχομαι, Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών βλ. εξυπηρέτηση, Κέντρο Υγείας βλ. υγεία ● ΦΡ.: χτύπησε κέντρο (μτφ.-προφ.): πέτυχε τον στόχο, είχε επιτυχία: ~ ~ με αυτή του τη δουλειά. Πβ. ευστοχώ., στο επίκεντρο/στο κέντρο του ενδιαφέροντος/της προσοχής βλ. ενδιαφέρον [< μτγν. κέντρον, γαλλ. centre, αγγλ. center, γερμ. Zentrum]

κεφάλι

κεφάλι κε-φά-λι ουσ. (ουδ.) {κεφαλ-ιού | -ιών} 1. το ανώτερο τμήμα του σώματος του ανθρώπου, που συνδέεται με τον κορμό μέσω του λαιμού και στο οποίο βρίσκεται ο εγκέφαλος, το στόμα και αισθητήρια όργανα, όπως τα μάτια, τα αυτιά και η μύτη: η κίνηση/η κλίση/η κορυφή/το νεύμα/το σκύψιμο/το σχήμα/το τίναγμα του ~ιού. Το πίσω μέρος του ~ιού (βλ. ινίο). Το ~ μου πονάει/πάει να σπάσει (: έχω πονοκέφαλο, ημικρανία). Κούνησε το ~ του καταφατικά (βλ. συγκατανεύω). Μου κάνει νόημα με το ~ (: μου γνέφει). Βουτιά με το ~. Ξύνει το ~ του (: το τριχωτό μέρος, κυρ. από αμηχανία ή άγνοια). Νέοι με κοντοκουρεμένα/ξυρισμένα ~ια.|| (μτφ.) Βάζω/πάω στοίχημα το ~ μου (= τη ζωή μου). Παίζει το ~ του (κορόνα γράμματα) (= διακινδυνεύει, ρισκάρει). Βλ. προσκέφαλο. ΣΥΝ. κεφαλή (1) 2. το αντίστοιχο εμπρόσθιο ή ανώτερο τμήμα του σώματος ζώων: ~ αλόγου/εντόμου/ψαριού.|| (ΜΑΓΕΙΡ.) Βραστό ~ κατσικιού. Καθαρίζουμε τις γαρίδες από τα ~ια και το κέλυφος. 3. νους, μυαλό, πνεύμα· άνθρωπος με μεγάλες ή/και ειδικές διανοητικές ικανότητες: Ποιος σου έβαλε αυτή την ιδέα στο ~;|| Μαθηματικό ~. Πβ. αυθεντία, διάνοια, εγκέφαλος, ιδιοφυΐα.|| (ειδικότ.) Τα κορυφαία ~ια (: ηγετικά στελέχη) της κυβέρνησης. Πβ. επιτελής. 4. καλλιτεχνική αναπαράσταση αυτού του τμήματος του σώματος ανθρώπου ή ζώου: ανάγλυφο/αρχαϊκό/μαρμάρινο ~. Ξύλινο ~ θεάς. Σκαλιστό ~ λιονταριού. Το ~ της Μέδουσας (: με μαλλιά από φίδια). Πβ. κεφαλή, προτομή. 5. στρογγυλό ή στρογγυλεμένο αντικείμενο ή άκρο αντικειμένου: ένα ~ τυρί/τυριού. Μισό ~ σκόρδο/σκόρδου.|| ~ βελόνας/καρφιού/καρφίτσας. 6. {συνήθ. στον πληθ.} (προφ.) ζώο ή σπανιότ. πρόσωπο θεωρούμενο ως μονάδα μέτρησης ευρύτερου συνόλου: Εκατό ~ια γίδια/πρόβατα. Μετράει ~ια. ● Υποκ.: κεφαλάκι (το) ● Μεγεθ.: κεφάλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: αγύριστο/ξερό/αρβανίτικο κεφάλι (μτφ.): πεισματάρης, ισχυρογνώμων, ξεροκέφαλος: Δεν παίρνει από λόγια και συμβουλές, είναι ~ ~!, άδειο/κούφιο κεφάλι (μειωτ.): για άνθρωπο άμυαλο, ανόητο., βαρύ κεφάλι (προφ.): ο πονοκέφαλος: Το πρωί σηκώνομαι με ~ ~. , μεγάλο κεφάλι (μτφ.) 1. ο ιθύνων νους: Ποιος είναι το ~ ~ της εταιρείας/της ομάδας; Πβ. εγκέφαλος. 2. ευφυής, πανέξυπνος. ΑΝΤ. βλάκας, χαζός (1), κάλυμμα (της) κεφαλής βλ. κεφαλή, πολυκέφαλο τέρας βλ. πολυκέφαλος ● ΦΡ.: (το) έφαγε το κεφάλι του (μτφ.-προφ.): υφίσταται αρνητικές ή/και καταστροφικές συνέπειες λόγω δικών του κακών επιλογών: Πάει γυρεύοντας να (το) φάει ~ (: καταστραφεί). Πβ. τρώω/σπάω τα μούτρα μου., ανοιγμένα κεφάλια & άνοιξαν κεφάλια (μτφ.-προφ.): για βίαια επεισόδια και τραυματισμούς: συμπλοκές και ~ ~. Βλ. δεν άνοιξε μύτη/ρουθούνι., βάζω το κεφάλι κάτω 1. σκύβω το κεφάλι προς τα κάτω: Έβαλε ~ και έφυγε με την ουρά στα σκέλια. 2. (μτφ.) σκέφτομαι προσεκτικά, συγκεντρώνομαι: ~ ~ και δουλεύω. Να βάλεις ~ να ξεκαθαρίσεις πρώτα τι θες. 3. (μτφ.) υποτάσσομαι, υποχωρώ, εγκαταλείπω την προσπάθεια: Μη βάλεις ~, αλλά να παλέψεις ως το τέλος., βάλ' το καλά στο κεφάλι/στο μυαλό σου (προφ.): σκέψου προσεκτικά, πάρ' το απόφαση: Ένα θα σου πω και ~ ~. ~ ~ (= συνειδητοποίησέ το), δεν πρόκειται να ξαναγυρίσει., βαράω/χτυπάω το κεφάλι μου (στον τοίχο) & (σπάν.) κουτουλάω το κεφάλι μου (στον τοίχο) (μτφ.-προφ.): μετανιώνω πικρά για κάτι: Όταν σκέφτομαι τι έχω κάνει, ~ ~. ~ ~ που ήμουν τόσο αφελής., βγάζω/λέω κάτι από το κεφάλι/το μυαλό μου (μτφ.-προφ.): αναφέρω κάτι που αποτελεί προϊόν δικής μου επινόησης· κατ' επέκτ. μιλάω αυθαίρετα, ατεκμηρίωτα., γλίτωσε/έσωσε το κεφάλι του (μτφ.-προφ.): ξέφυγε από θανάσιμο ή άλλο κίνδυνο (κυρ. καθαίρεσης, απόλυσης): Εγκατέλειψε την πόλη και ~ ~. Φόρτωσε το φταίξιμο στον συνάδελφό του, για να σώσει ~ ~., γυρίζει/βουίζει το κεφάλι μου (μτφ.-προφ.): ζαλίζομαι και κατ' επέκτ. βρίσκομαι σε σύγχυση: ~ ~ από το ξενύχτι. Πβ. βλέπω αστ(ε)ράκια/πουλάκια. Βλ. ίλιγγος., έρχεται (κάτι) στο κεφάλι μου (προφ.) 1. (κυριολ.) πέφτει (κάτι) στο κεφάλι μου: Μια μπάλα μού ήρθε στο κεφάλι. 2. (μτφ.-συχνά αρνητ. συνυποδ., για ξαφνική σκέψη) μου έρχεται στον νου: Ο καθένας λέει ό,τι του έρθει στο κεφάλι. Πβ. μου κατεβαίνει (στο κεφάλι/στο μυαλό)., έφυγε από το κεφάλι μου (μτφ.-προφ.): απαλλάχτηκα, λυτρώθηκα από κάτι που με βασάνιζε: Ένα βάρος ~ ~.|| Φύγε ~ (: άσε με ήσυχο)!, έχω πολλά/πολλές σκοτούρες στο κεφάλι μου (προφ.): έχω πολλές σκέψεις, έγνοιες, προβλήματα που με απασχολούν: ~ ~, για να συγχύζομαι και με τα ειρωνικά σου σχόλια., έχω το κεφάλι μου ήσυχο (προφ.): είμαι ήρεμος, δεν με απασχολεί κάτι: Θα αγοράσω καινούργιο αυτοκίνητο κι όχι μεταχειρισμένο για να ~ ~., κάνω του κεφαλιού μου (προφ.-αρνητ. συνυποδ.): κάνω ενέργειες, συχνά άστοχες ή απερίσκεπτες, χωρίς να υπολογίζω τη γνώμη ή την υπόδειξη κανενός., κάνω/φτιάχνω κεφάλι (αργκό) 1. ζαλίζομαι, μεθώ. 2. μαστουρώνω. Πβ. φτιάχνομαι., μας πήρε το κεφάλι (προφ.): μας ζάλισε, έγινε ανυπόφορος: ~ ~ με τη γκρίνια/το κλάμα/τη φλυαρία του., με περνά ένα κεφάλι & μου ρίχνει ένα κεφάλι (προφ.): με ξεπερνά στο ύψος κατά ένα κεφάλι., με το κεφάλι ψηλά & ψηλά το κεφάλι (μτφ.): για να δηλωθεί τόλμη, αξιοπρέπεια ή περηφάνια: Περπατώ με το κεφάλι ψηλά. Αποχώρησε/έφυγε/στάθηκε με ~ ~. Αποκλεισμός/ήττα με ~ ~.|| (ως προτροπή) Κράτα ψηλά ~. Ψηλά ~, ο αγώνας συνεχίζεται., παίρνω κεφάλι (μτφ.-προφ.): παίρνω προβάδισμα: Οι αντίπαλοι μας πήραν ~ στο σκορ (= προηγούνται)., παίρνω το κεφάλι (κάποιου)/κεφάλια & κόβω κεφάλια (προφ.) 1. (μτφ.) τιμωρώ αυστηρά· απολύω: Ένα λάθος έκανε ο άνθρωπος, γιατί να του πάρουμε το ~; Κόβουν/παίρνουν ~ια στελεχών. 2. αποκεφαλίζω., πάνω από το κεφάλι μου/τα κεφάλια μας (προφ.): από πάνω μου ή σε χαμηλό ύψος: Αεροπλάνα που πετούν/καλώδια που βρίσκονται ~ ~ μας. Μη στέκεσαι ~ ~ μου (: για να δηλωθεί ενόχληση)!|| (μτφ.) Γράφω αυτά που θέλω, χωρίς να έχω κανέναν ~ ~ μου (: δεν με ελέγχει, περιορίζει κανείς)., πέφτουν (πολλά) κεφάλια (προφ.): γίνονται αποπομπές ή καθαιρέσεις (από θέσεις και αξιώματα), επιβάλλονται αυστηρές τιμωρίες. Βλ. καρατόμηση., πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι & πονάει δόντι, βγάζει δόντι: για ακραίες ενέργειες που, αντί να θεραπεύσουν ένα πρόβλημα, έχουν καταστροφικές συνέπειες: Η λογική/η συνταγή (του) "~ ~". Ό,τι δεν λειτουργεί καλά, το καταργούμε: ~ ~., σκύβω το κεφάλι 1. γέρνω το κεφάλι προς τα κάτω, συνήθ. λόγω ντροπής, απογοήτευσης: Περπατά/στέκεται με σκυμμένο ~. 2. (μτφ.) υποτάσσομαι, φέρομαι δουλικά, υποχωρώ: Μη ~εις ~ (: μην υποκύπτεις)! ΣΥΝ. κύπτω τον αυχένα ΑΝΤ. σηκώνω κεφάλι (1), τα κεφάλια μέσα! (οικ.-χιουμορ.): για να δηλωθεί ότι έληξε η περίοδος της ανάπαυλας και αρχίζουν πάλι οι υποχρεώσεις, οι δουλειές, τα καθήκοντα: Το διάλειμμα τελείωσε, ~ ~. Πβ. κάθε κατεργάρης στον πάγκο του., το κάτω κεφάλι (προφ.): το αντρικό μόριο και κατ' επέκτ. η σεξουαλική επιθυμία: Σκέφτονται με το ~ ~., το πάνω κεφάλι (προφ.): η λογική., χτυπάει/βαράει (κάποιον) στο κεφάλι & κατακέφαλα (προφ.): προκαλεί ζαλάδα: Με χτύπησε ο ήλιος/το κρασί στο κεφάλι., (βάζω/έχω κάποιον) κορόνα στο κεφάλι μου βλ. κορόνα, (βάζω/έχω) ένα κεραμίδι πάνω απ' το κεφάλι μου βλ. κεραμίδι, αλλάζω/γυρίζω σε κάποιον μυαλά/κεφάλι/ιδέες βλ. αλλάζω, ανοίγω/σπάω το κεφάλι (κάποιου) βλ. ανοίγω, βάζω το κεφάλι μου στον ντορβά/στην γκιλοτίνα βλ. ντορβάς, βασανίζω το μυαλό/το κεφάλι/τον εαυτό/τη σκέψη/την ψυχή μου βλ. βασανίζω, βγάζω κάτι/κάποιον απ' το(ν) νου/το μυαλό/το κεφάλι/τη σκέψη (μου) βλ. νους, γανώνω το κεφάλι/τον εγκέφαλο/τα μυαλά/τ' αυτιά κάποιου βλ. γανώνω, γεμίζει/γέμισε το κεφάλι (με) ... βλ. γεμίζω, γίνομαι κουδούνι/το κεφάλι μου έγινε κουδούνι βλ. κουδούνι, δεν σηκώνω κεφάλι βλ. σηκώνω, έγινε/μου έκανε το κεφάλι (μου) καζάνι βλ. καζάνι, έφαγα/μου 'ρθε/μου 'πεσε κεραμίδα (στο κεφάλι) βλ. κεραμίδα, έχει άλλα πράγματα στο μυαλό/στο(ν) νου/στο κεφάλι του βλ. πράγμα, έχει άχυρα στο κεφάλι/στο μυαλό του βλ. άχυρο, έχω τα μυαλά μου πάνω απ' το κεφάλι μου βλ. μυαλό, κακό του κεφαλιού μου/σου/του βλ. κακό, κατεβάζει το κεφάλι/η κούτρα/η γκλάβα/ο νους/το ξερό μου βλ. κατεβάζω, κόβω το κεφάλι/χέρι μου βλ. κόβω, λαγός τη φτέρη έσειε/κούναγε, κακό του κεφαλιού/της κεφαλής του βλ. λαγός, μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι/η πίεση βλ. ανεβαίνω, μου κατεβαίνει (στο κεφάλι/στο μυαλό) βλ. κατεβαίνω, μου μπαίνει/καρφώνεται (κάτι) στο μυαλό/κεφάλι βλ. μυαλό, μου 'χει φύγει το μυαλό/το καφάσι/το κεφάλι/ο νους/το τσερβέλο βλ. μυαλό, πέφτω/μπαίνω/βάζω το κεφάλι μου στο στόμα του λύκου βλ. λύκος, σηκώθηκαν τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι βλ. σηκώνω, σηκώνω κεφάλι βλ. σηκώνω, σπάω/στύβω το μυαλό/το κεφάλι μου βλ. μυαλό, στου κασίδη/κασιδιάρη το κεφάλι βλ. κασίδης, το ψάρι βρομά(ει) απ' το κεφάλι βλ. βρομώ, φέρνω (κάτι) στο κεφάλι (κάποιου) βλ. φέρνω, χώνω/κρύβω/βάζω το κεφάλι στην άμμο βλ. άμμος [< μεσν. κεφάλιν]

κόκκινος

κόκκινος, η, ο κόκ-κι-νος επίθ. 1. που έχει το χρώμα του αίματος ή κάποια απόχρωσή του: ~ος: μαρκαδόρος. ~η: αλεπού/βότκα/μπογιά/πινακίδα (πβ. στοπ)/πιπεριά/σάλτσα (: συνήθ. από ντομάτα)/σημαία (: και ως σύμβολο της κομμουνιστικής επανάστασης). ~ο: ελάφι/κραγιόν/κρασί/κρέας (: το βοδινό και το μοσχαρίσιο σε αντίθεση προς τα άσπρα κρέατα)/κοράλλι/λάχανο/μήλο/πιπέρι/σταφύλι/στιλό/τριαντάφυλλο. ~α: αβγά (= πασχαλινά)/μαλλιά/νύχια/φασόλια/φώτα/ψάρια. ~ο πυρακτωμένο μέταλλο. Αρώματα ~ων φρούτων (π.χ. βατόμουρου, φράουλας). Πβ. άλικος, βαθυ~, ερυθρός, κατα~, ξανθο~, ολο~, πορφυρός. Βλ. κεραμιδί, κερασί, πορτοκαλί, ροζ, φαιο~, φούξια.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~η (κυματιστή) υπογράμμιση. 2. (μτφ.) κομμουνιστής ή κομμουνιστικός: ~ος: δήμαρχος. ~οι: δήμοι (: στους οποίους πλειοψηφούν οι κομμουνιστές). 3. που σχετίζεται με ομάδα που φορά κόκκινα: ~ος: θρίαμβος. ~η: νίκη. ~οι: φίλαθλοι. 4. που το δέρμα του έχει κοκκινωπό χρώμα: ~η: μύτη (από το κρύο). ~α: αυτιά/μάγουλα (από ντροπή/πυρετό). Τα μάτια σου είναι ~α από το κλάμα. Έγινε ~ από τον ήλιο/το θυμό. 5. ως χρώμα που χρησιμοποιείται για να δηλωθεί απαγόρευση, κίνδυνος: ~ος: κατάλογος (των απειλούμενων ζώων). ● Ουσ.: κόκκινο (το) 1. το αντίστοιχο χρώμα: έντονο (πβ. βερμιγιόν)/βαθύ/πύρινο/σκοτεινό ~. Το ~ της φωτιάς. Αποχρώσεις του ~ου (βλ. βυσσινί, γκρενά, μπορντό).|| (συνεκδ.) Πόνταρε στο ~ της ρουλέτας. (στον πληθ.) Φοράει πάντα ~α (ενν. ρούχα). 2. {χωρ. πληθ.} ο φωτεινός σηματοδότης που απαγορεύει την κίνηση των οχημάτων ή τη διέλευση πεζών: Μην περάσεις, άναψε ~. Πβ. Σταμάτης. ΑΝΤ. πράσινο (3), κόκκινοι (οι) 1. οι παίκτες και οι οπαδοί μιας ομάδας, της οποίας το έμβλημα έχει κόκκινο χρώμα, συνεκδ. η ίδια η ομάδα. 2. (συχνά με κεφαλ. το αρχικό Κ) οι κομμουνιστές και ειδικότ. οι Ρώσοι. ● Υποκ.: κοκκινάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: κόκκινη ζώνη: περιοχή όπου απαγορεύεται η είσοδος, η πρόσβαση, ή απαιτείται ειδική άδεια., κόκκινο πανί (μτφ.): καθετί που θυμώνει, εξοργίζει: Ο διορισμός του αποτελεί ~ ~ για τους επικριτές του., Κόκκινος Στρατός & (σπάν.) Ερυθρός Στρατός: ΙΣΤ. ο στρατός της Σοβιετικής Ένωσης που δημιουργήθηκε μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση., κόκκινος συναγερμός (μτφ.): γενική κινητοποίηση, επαγρύπνηση και κατ' επέκτ. απειλή, κίνδυνος: ~ ~ για το περιβάλλον/τις τιμές (πβ. καμπανάκι). ~ ~ στο στρατιωτικό επιτελείο. Σε ισχύ ο ~ ~ μέχρι την πλήρη κατάσβεση της πυρκαγιάς. Σε κατάσταση ~ου ~ού (: σε πλήρη επιφυλακή, ετοιμότητα). Πβ. κατάσταση έκτακτης ανάγκης. [< αγγλ. red alert, 1941] , κόκκινα βέλη βλ. βέλος, κόκκινα δάνεια βλ. δάνειο, κόκκινη γραμμή βλ. γραμμή, κόκκινη κάρτα βλ. κάρτα, κόκκινη λάσπη βλ. λάσπη, κόκκινη λίστα βλ. λίστα, κόκκινο χαλί βλ. χαλί, κόκκινο/πορτοκαλί τηλέφωνο βλ. τηλέφωνο, κόκκινος πλανήτης βλ. πλανήτης, κόκκινος/ερυθρός γίγαντας βλ. γίγαντας, σκοτωμένο κόκκινο/χρώμα βλ. σκοτώνω ● ΦΡ.: μου τη βγαίνει με κόκκινο (αργκό): για κάποιον που προλαβαίνει να ενεργήσει, κυρ. σε βάρος κάποιου άλλου. Πβ. βγαίνω (από) μπροστά., περνώ με κόκκινο: (για οδηγούς ή σπανιότ. πεζούς) παραβιάζω τον κόκκινο σηματοδότη: Πέρασε ~ και συγκρούστηκε με διερχόμενο αυτοκίνητο. Τον έγραψαν, γιατί πέρασε ~., πιάσε κόκκινο: προτροπή στον συνομιλητή να αγγίξει κάτι κόκκινο, για να αποφευχθεί η φιλονικία που, σύμφωνα με λαϊκή δοξασία, προμηνύεται από την ταυτόχρονη εκφώνηση της ίδιας λέξης ή φράσης από δύο ανθρώπους., στο κόκκινο/χτυπάω κόκκινο: σε οριακό σημείο, σε οριακές τιμές (πολύ υψηλές ή χαμηλές): ~ ~ η αδρεναλίνη/οι πωλήσεις της εταιρείας/ο υδράργυρος. Η τηλεθέαση χτύπησε ~ στο χθεσινό ντιμπέιτ. Η περιοχή βρίσκεται στο ~ για σεισμό., φωτιά στα κόκκινα! (προφ.): λέγεται από άνδρες κυρ. σε ωραία, νεαρή γυναίκα ντυμένη με (έντονα) κόκκινα ρούχα., γίνομαι κόκκινος/κοκκινίζω σαν (το) παντζάρι/(την) παπαρούνα/(τη) ντομάτα βλ. παντζάρι, το θερμόμετρο χτυπάει/χτύπησε κόκκινο βλ. θερμόμετρο [< μτγν. κόκκινος]

κώλος

κώλος [κῶλος] κώ-λος ουσ. (αρσ.) (προφ.): πρωκτός· γλουτοί: Έπεσε με τον ~ο. Πβ. κωλομέρι, οπίσθια, πάτος, πισινός, ποπός.|| Μας γύρισε τον ~ο (: τα νώτα).|| (μτφ.) Σκίστηκε ο ~ του παντελονιού. (το πίσω ή κάτω μέρος) Ο ~ του αυτοκινήτου/του ποτηριού. ● Υποκ.: κωλαράκι & κωλάκι (το), κωλαράκος (ο) ● Μεγεθ.: κωλάρα (η) ● ΦΡ.: (όλο) μαγκιά, (όλο) κλανιά και κώλο/και ο κώλος κουβαρίστρα/φινιστρίνι (αργκό): για άντρα που παριστάνει τον δυνατό, τον τολμηρό, ενώ δεν είναι., γίνομαι κώλος (μτφ.-αργκό) 1. τσακώνομαι άσχημα με κάποιον: Έγινε ~ με τη γειτόνισσα. (απειλητ.) Πρόσεξε τι λες, γιατί θα γίνουμε ~! ΣΥΝ. γίνομαι μπίλιες (με κάποιον) 2. για μεγάλη ακαταστασία: Η κουζίνα έγινε ~.|| Δεν είχα ομπρέλα μαζί μου κι έγινα ~ (= μουσκίδι). Πβ. χάλι. 3. πίνω πάρα πολύ, μεθώ., έκανε (και) η μύγα κώλο και/κι’ έχεσε τον κόσμο όλο (παροιμ.): για κάποιον που νομίζει ότι απέκτησε αξία και γι' αυτό έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του., έχει κώλο (αργκό): έχει το θάρρος, τη θέληση ή τις ικανότητες: Ποιος ~ ~ να του πάει κόντρα;, καίγεται ο κώλος του (μτφ.-προφ.): για να δηλωθεί έντονη επιθυμία, ανησυχία ή μεγάλη ανάγκη., κόβω τον κώλο (μτφ.-προφ.) 1. {συνήθ. στον μέλλ.} τιμωρώ αυστηρά: (κυρ. απειλητ.) Θα σου κόψω ~, αν συνεχίσεις. 2. (σπάν.) {μόνο στο α' πρόσ.} είμαι εντελώς σίγουρος για κάτι: ~ ~ μου ότι το έκανε αυτός. ΣΥΝ. κόβω το κεφάλι/χέρι μου, κώλος και βρακί (μτφ.-οικ.): για να δηλωθεί ότι κάποιοι έχουν πολύ καλές, στενές σχέσεις μεταξύ τους., μιλάνε όλοι, μιλάνε και οι/κι οι κώλοι (παροιμ.): για κάποιον ασήμαντο, ανάξιο που εκφέρει μια άποψη χωρίς ουσία., μου βγαίνει ο κώλος (μτφ.-προφ.): κουράζομαι υπερβολικά: Της βγαίνει ~ στη δουλειά. ΣΥΝ. μου βγαίνει η πίστη/η Παναγία/η ψυχή/το λάδι, μου βγήκε η μέση, μου βγήκε/μου 'φυγε ο πάτος/ο τάκος, μου έπιασαν τον κώλο (μτφ.-προφ.): συνήθ. για υπερβολική χρέωση: Μας ~ ~ στον λογαριασμό. Πβ. κωλοπιάσιμο, με πιάνουν κότσο., που να/όσο και να χτυπάς τον κώλο σου κάτω (μτφ.-προφ.): όσο και αν προσπαθήσεις, ό,τι και αν κάνεις: Δεν σου λέω, ~ ~!, στήνω κώλο (μτφ.-προφ.): εξευτελίζομαι, ταπεινώνομαι, υποχωρώ: Έστησε ~ για να πάρει τη δουλειά. ΣΥΝ. κατεβάζει τα βρακιά (του), στρώνω κώλο/πισινό & στρώνω τον κώλο/πισινό μου (μτφ.-οικ.): αφοσιώνομαι σε μια ασχολία, καταβάλλω επίμονη προσπάθεια: Στρώσε τον ~ σου (κάτω) να διαβάσεις., σφίγγουν οι κώλοι (μτφ.-προφ.): για να δηλωθεί ότι δυσκολεύουν οι συνθήκες, προκύπτουν προβλήματα, η κατάσταση γίνεται πιεστική: Ήρθε ο νέος διευθυντής και έσφιξαν οι ~!, τα θέλει/τον τρώει ο κώλος/πισινός/κωλαράκος του (προφ.): για κάποιον που επιδιώκει ή προκαλεί με τη συμπεριφορά του κάτι: ~ ~ σου, μου φαίνεται. Πβ. πάει/πηγαίνει γυρεύοντας. ΣΥΝ. τα θέλει/τα τραβάει/τα σηκώνει ο οργανισμός του, του κώλου (προφ.): ασήμαντος, ανάξιος λόγου, κακής ποιότητας: συμβουλές ~ ~.|| Διοργάνωση ~ ~., του κώλου τα εννιάμερα (λαϊκό): βλακείες, ανοησίες., αγκάθια έχει ο κώλος σου; βλ. αγκάθι, αν δεν βρέξεις κώλο, ψάρι δεν τρως/δεν τρως ψάρι βλ. βρέχω, ό,τι φάμε κι ό,τι πιούμε (κι ό,τι αρπάξει ο κώλος μας) βλ. τρώω, πήρε φωτιά ο κώλος του βλ. φωτιά, πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί βλ. Γιάννης, τα μεταξωτά βρακιά θέλουν κι επιδέξιους/και μεταξωτούς κώλους βλ. βρακί, του έβαλαν/του έχουν βάλει νέφτι (στον κώλο/πισινό/ποπό) βλ. νέφτι, τρεχάτε/βαστάτε ποδαράκια μου (να μη σας χέσει ο κώλος μου) βλ. πόδι [< μεσν. κώλος]

μάτι

μάτι μά-τι ουσ. (ουδ.) {ματ-ιού | -ιών} 1. ΑΝΑΤ. το αισθητήριο όργανο της όρασης: γαλάζια (= γαλανά· πβ. μπλε)/καστανά/μαύρα/πράσινα ~ια. Αμυγδαλωτά/βουρκωμένα/κατακόκκινα/μεγάλα/ορθάνοιχτα/σχιστά ~ια. Μαυρισμένο ~ (από μπουνιά). Ανοιγοκλείσιμο/κινήσεις του ~ιού. Βάφει τα ~ια της. Κρέμα/μακιγιάζ/μολύβι/σκιές ~ιών. Το περίγραμμα των ~ιών. Με δεμένα (τα) ~ια. Μαύροι κύκλοι/σακούλες κάτω από τα ~ια. Έχασε την όρασή του από το αριστερό/δεξί ~. Μπήκε ένα σκουπιδάκι στο ~. Τσούζουν τα ~ια μου από τον καπνό. Σιγά, θα μου βγάλεις κανένα ~/το ~ με την ομπρέλα! Κοίτα με στα ~ια. Κουράστηκαν τα ~ια μου. Τρέχουν δάκρυα από τα ~ια. Τα ~ια βγήκαν κόκκινα στη φωτογραφία.|| Σύνθετα ~ια μέλισσας/μύγας. Προεξέχοντα ~ια.|| (ΑΝΑΤ.) Αγγεία/βλέφαρα/βολβός/βυθός/ίριδα/κανθός/κόγχη/κόρη/μύες/φακός/(αμφιβληστροειδής/κερατοειδής) χιτώνας του ~ιού. Πίεση στα ~ια. Γυάλινο ~. Βιονικό/τεχνητό ~ για τυφλούς. Μόλυνση/φλεγμονή του ~ιού. Βλ. αστιγματισμός, γλαύκωμα, δαλτονισμός, καταρράκτης, στραβισμός, αμβλυ-, αμετρ-, μυ-, πρεσβυ-, υπερμετρ-ωπία, α-, δυσ-χρωματοψία, βλεφαρ-, επιπεφυκ-, κερατ-ίτιδα, ωχρά/ωχρή κηλίδα. ΣΥΝ. οφθαλμός (1) 2. η ιδιότητα, η ικανότητα της όρασης: αόρατο στο ~. Έχει γερό/δυνατό ~ (: βλέπει πολύ καλά). Έχει χάσει τα ~ια του (: έχει τυφλωθεί). Τι βλέπουν τα ~ια μου! Χαρά των ~ιών (: ευχάριστο να το βλέπει κάποιος). Μέχρι εκεί που φτάνει το ~ (: μέχρι εκεί που μπορεί να δει κάποιος).|| (μτφ.) Τα βλέπει όλα, λες κι έχει ~ια στην πλάτη. 3. το βλέμμα και γενικότ. η έκφραση του προσώπου, όταν κοιτάζει κάποιος κάτι: γλυκά/ζεστά/λαμπερά/τσακίρικα/ψυχρά ~ια. Τα αδιάκριτα ~ια των περαστικών. Η εντυπωσιακή εμφάνιση τραβάει το ~. Έχει τα ~ια του πατέρα της (πβ. ματιά). Η γλώσσα των ~ιών. Συνεννοούμαι με τα ~ια. Γουρλώνω/κατεβάζω/σηκώνω/στρέφω/χαμηλώνω τα ~ια. Έχω τα ~ια μου καρφωμένα στη γη/κάτω. Δεν ξεκολλούσε τα ~ια του από πάνω της. Τον κοίταξε κατευθείαν στα/(ίσια) μέσα στα ~ια (ενν. με ειλικρίνεια). Τον παρακολουθούσα με την άκρη του ~ιού μου. Γύρισα τα ~ια μου αλλού. Πού έχεις τα ~ια σου (: πού κοιτάς); Τα ~ια είναι ο καθρέφτης της ψυχής. Ο τρόμος ήταν ζωγραφισμένος στα ~ια του. 4. (μτφ.) ο τρόπος αντιμετώπισης μιας κατάστασης: με το/μέσα από το ~ του αναγνώστη/ειδικού/επιστήμονα/θεατή. Η ζωή μέσα από τα ~ια ενός παιδιού. Η εικόνα της χώρας στα ~ια των ξένων. Αντιμετωπίζω/βλέπω/εξετάζω τα πράγματα με έμπειρο/θετικό/κριτικό ~. Βλέπει το μέλλον με καλύτερο ~. Βλέπουν τον κόσμο με τα ίδια ~ια. Ήταν η καλύτερη ταινία στα ~ια (: κατά την εκτίμηση) όλων. Πβ. οπτική γωνία, σκοπιά.|| Mε το ~/τα ~ια (: ενδιαφέρον) στραμμένο/α στο μέλλον.|| Το άγρυπνο ~ (: επίβλεψη) της Αστυνομίας/του Νόμου. 5. καθετί που μοιάζει με μάτι: ηλεκτρονικό ~. Το ~ της πόρτας (= ματάκι)/της φωτογραφικής μηχανής. Το ~ του τυφώνα (: το κέντρο). ~ διχτυού (: καθεμία από τις τρύπες, πβ. θηλιά). (παλαιότ.) ~ της θάλασσας (= δίνη). Αβγά ~ια (: τηγανισμένα ώστε ο κρόκος να ξεχωρίζει από το ασπράδι). Περνάω την κλωστή από το ~ (: τρύπα στην κορυφή) της βελόνας.|| (εστία κουζίνας:) Ηλεκτρικό/μεγάλο/μεσαίο/μικρό ~. Ανάβω/σβήνω το ~. Ξέχασα ανοιχτό το ~. 6. (λαϊκό) κακό μάτι· σπανιότ. ματόχαντρο: σκόρδο/(μπλε) χάντρα για το ~. Πιστεύει στο ~.|| Φόρα ένα ~! 7. ΒΟΤ. (κοινό) οφθαλμός. Πβ. κόμπος, ρόζος. Βλ. βλαστός, φύτρα. ΣΥΝ. μπουμπούκι (2) ● Μεγεθ.: ματάρες (οι): (ως οικ. προσφών.) ~ μου όμορφες! ● ΣΥΜΠΛ.: κακό μάτι: βλέμμα που θεωρείται ότι μπορεί να προκαλέσει βλάβη σε κάποιον: Έχει ~ ~! Πρόσεχε το ~ ~! Βλ. βασκανία, μάτιασμα., μάτια γάτας: ανακλαστήρες οδοστρώματος: διαχωρισμός των κατευθύνσεων/οριοθέτηση των λεωφορειόδρομων με ~ ~ (κίτρινου χρώματος). [< αγγλ. cat's-eyes, 1940] , μάτι της τίγρης/του τίγρη βλ. τίγρη, μάτι του κυκλώνα βλ. κυκλώνας, μάτια κουμπότρυπες βλ. κουμπότρυπα, τρίτο μάτι βλ. τρίτος ● ΦΡ.: (βλέπω/κοιτώ κάποιον/κάτι) με μισό/στραβό μάτι & με λοξό μάτι (μτφ.): με αντιπάθεια, κακία, μίσος ή καχύποπτα: Δεν με χωνεύει καθόλου και με κοιτάει ~ ~. Με πήρε απ' την αρχή με στραβό ~., (πρόσεχε/έχε κάποιον/κάτι) σαν τα μάτια σου: για κάτι που το θεωρούμε πολύτιμο: Προσέχει/έχει/φυλάει το καινούργιο αμάξι ~ ~ του., ... και τα μάτια σου! (εμφατ.): πρόσεχε πολύ, έχε το νου σου: Το παιδί ~ ~!, άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας (παροιμ.): για ποιοτική διαφοροποίηση φαινομενικά όμοιων πραγμάτων: Πολλοί αντέγραψαν το αρχικό σχέδιο, όμως ~ ~., βάζω/έχω (κάποιον/κάτι) στο μάτι: εποφθαλμιώ· σταμπάρω, επιβουλεύομαι: ~ ~ το πορτοφόλι/τα χρήματα κάποιου. Έχει βάλει ~ (= στοχεύει) την πρώτη θέση. Έχω βάλει ~ ένα φόρεμα (: θέλω να το αποκτήσω· πβ. μπανίζω).|| Τον έχουν βάλει ~ και δεν τον αφήνουν σε ησυχία., βγάζει μάτι/χτυπάει στο μάτι: προκαλεί πολύ μεγάλη εντύπωση: Οι ανορθόγραφες λέξεις/τα κόκκινα παπούτσια βγάζουν ~/χτυπάνε ~., βγάζω τα μάτια (σε κάτι) (σπάν.-προφ.): του καταστρέφω τον μηχανισμό., βγάζω τα μάτια μου (μτφ.) 1. κουράζονται τα μάτια μου με κάτι: Έβγαλα ~ να καταλάβω τι γράφει. 2. τσακώνομαι πολύ έντονα: Αν τους αφήσεις μόνους, θα βγάλουν ~ τους. 3. (αργκό) κάνω σεξ., βλέπω/παίρνω (κάποιον/κάτι) με καλό/με κακό μάτι: έχω ευνοϊκή/δυσμενή διάθεση απέναντι σε πρόσωπο ή κατάσταση: Αν δεν το δεις με καλό μάτι, δεν θα πετύχεις. Από την αρχή με πήρε με κακό μάτι. Βλ. καλο-, κακο-βλέπω., για τα μάτια του κόσμου (προφ.): για κάτι που γίνεται για τα προσχήματα, ώστε να αποφευχθεί η κοινωνική επίκριση: φιλανθρωπίες ~ ~. Πβ. ξεκάρφωμα. Βλ. για την τιμή των όπλων, κατ' επίφαση. ΣΥΝ. για το θεαθήναι, για τους τύπους, για τα ωραία/τα μαύρα μάτια (κάποιου): για την ομορφιά του και γενικότ. για το χατίρι του: Τσακώθηκαν ~ ~ της μάτια (ή για τα μάτια μιας γυναίκας).|| (συνήθ. ειρων.) Δεν είναι μαζί σου ~ ~ σου μάτια, αλλά για τα λεφτά σου., δεν αφήνω κάποιον/κάτι από τα μάτια μου: δεν παύω να παρακολουθώ, να επιτηρώ: Στιγμή δεν τους άφησε ~ της., δεν έχω μάτια (γι' άλλον): δεν ενδιαφέρομαι, δεν προσέχω κάποιον άλλο: Ορκίζεται ότι με αγαπάει και πως δεν έχει ~ γι΄ άλλη. Είναι τόσο ερωτευμένοι, που δεν έχουν ~ παρά μόνο ο ένας για τον άλλον., δεν έχω μάτια να δω 1. (κάποιον): τον ντρέπομαι: Μετά την παρεξήγηση δεν είχε ~ να τον δει. 2. (κάτι): δεν μπορώ να καταλάβω, συνήθ. γιατί είμαι στενόμυαλος, κοντόφθαλμος: Δεν έχουν ~ να δουν τι συμβαίνει;, δεν κλείνω μάτι (εμφατ.): δεν μπορώ να κοιμηθώ: Δεν έκλεισα ~ όλη (τη) νύχτα από τον βήχα/τη στεναχώρια., δεν τον/το πιάνει το μάτι σου: δεν αντιλαμβάνεσαι από την αρχή την πραγματική του αξία, τον χαρακτήρα, την κατάστασή του: Είναι ένα μικρό μαγαζάκι που δεν το ~ ~., ένα τρίτο μάτι: μια άλλη άποψη που θεωρείται συνήθ. αντικειμενική· (κυρ. γενικότ.) κάποιος άλλος: ~ ~ μπορεί να εντοπίσει στο κείμενο λάθη που ξέφυγαν., έπεσε στα μάτια (κάποιου) (μτφ.) 1. έπαψε να έχει την εκτίμησή του: Με την προκλητική του συμπεριφορά έπεσε ~ μας. Πβ. ξεπέφτω. ΑΝΤ. ανεβαίνει στην εκτίμηση/στα μάτια κάποιου 2. είδα, βρήκα τυχαία: Ψάχνοντας ~ ~ μου το βιβλίο αυτό., έχω τα μάτια μου δεκατέσσερα/τέσσερα: έχω τεταμένη την προσοχή μου, προσέχω πάρα πολύ: (συνήθ. ως προτροπή) Τα μάτια σου ~, κακομοίρη μου (= πρόσεχε)! Πρέπει συνεχώς να ~ ~, μην τυχόν και μου τη φέρουν., θα σου βγάλω τα μάτια: ως απειλητική έκφραση: ~ ~, αν με κοροϊδέψεις!, καλύτερα/κάλλιο να σου βγει το μάτι παρά το όνομα (παροιμ.): για να τονιστεί το πόσο κακό είναι να αποκτήσει κάποιος κακή φήμη., καλώς τα μάτια μου τα δυο (οικ.-συχνά ειρων.): ως καλωσόρισμα., κάνω τα γλυκά μάτια (σε κάποιον): προσπαθώ να τον προσελκύσω, συνήθ. ερωτικά: Της έκανε ~ και την έριξε (πβ. φλερτάρω). Του κάνει ~, για να τον καλοπιάσει. [< γαλλ. faire les yeux doux] , κάνω τα στραβά μάτια: κάνω πως δεν αντιλαμβάνομαι κάτι αρνητικό, παραβλέπω: Όλο του φωνάζεις, κάνε και λίγο τα ~ ~!, κόβει το μάτι (του) & έχει μάτι (μτφ.): έχει (μεγάλη) αντίληψη, είναι έξυπνος, παρατηρητικός: Βλέπω, ~ ~ σου! Δεν μπορείς να πεις, ~ ~ μου/έχω ~!, μάτια που δεν βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται (παροιμ.): για ανθρώπους, συνήθ. φίλους ή συγγενείς, που ξεχνούν ο ένας τον άλλον όταν δεν συναντιούνται συχνά, που παύουν να έχουν τα ίδια έντονα συναισθήματα όταν βρίσκονται μακριά., μάτια/ματάκια μου: (ως οικ. προσφών.) Τι κάνεις ~ ~;, μαύρα μάτια κάναμε (να σε δούμε) (προφ.): για να δηλωθεί ότι έχουμε πολύ καιρό να δούμε κάποιον ή κάτι: Άντε βρε παιδί μου, ~ ~! ~ ~ να δούμε ποιοτική εκπομπή!, με άλλα/διαφορετικά/καινούργια/νέα μάτια: για διαφορετική προσέγγιση, αντιμετώπιση ενός θέματος: Μετά τον τραυματισμό είδε τον κόσμο με άλλα ~. Ηρέμησε και θα δεις τα πράγματα με διαφορετικό μάτι. Πβ. ματιά., με πιάνει το μάτι: ματιάζομαι εύκολα: Φοράει σταυρό, για να μην τον ~ ~., με το μάτι: χωρίς ακριβή μέτρηση, ζύγιση, κατά προσέγγιση: Υπολογίζω ~ ~ (την ποσότητα). Ρίχνω αλάτι στο φαγητό ~ ~., μπροστά/μπρος/μες στα μάτια μου (επιτατ.): για κάτι που συμβαίνει ή βρίσκεται μπροστά μου: Το ατύχημα διαδραματίστηκε/έγινε μπροστά ~ ~ (πβ. ενώπιον). Το πορτοφόλι ήταν μπρος/μες ~ ~ κι εγώ δεν το έβλεπα.|| (μτφ.) Μας κοροϊδεύει μπροστά ~ ~ μας!|| Μπροστά στα μάτια των περαστικών (= μπροστά στον κόσμο)., να χαρείς τα μάτια σου (οικ.): σε περιπτώσεις που ζητείται ευγενικά από κάποιον να κάνει κάτι: Έλα λίγο εδώ, ~ ~!, παίζει το μάτι του & το μάτι του παίζει (μτφ.): παρατηρεί με ερωτικό κυρ. ενδιαφέρον τους άλλους, ερωτοτροπεί: Αν και ~ ~ του, της είναι πιστός. ~ ~ της από 'δω και από 'κει/δεξιά-αριστερά., παίζει/πετάει το μάτι μου: σε περιπτώσεις που γίνονται αυτόνομες συσπάσεις των μυών του ματιού, συνήθ. από άγχος και νευρικότητα. Πβ. τρεμοπαίζει., παίρνει το μάτι μου (κάποιον/κάτι): βλέπω κάποιον/κάτι τυχαία, φευγαλέα ή από μακριά: Εκεί που καθόμουνα, πήρε ~ μια γνωστή φυσιογνωμία. Κάπου το(ν) πήρε ~., παίρνω/κάνω μάτι: κοιτάζω κρυφά, κυρ. ηδονοβλεπτικά: Τον έπιασα να ~ει ~ την ώρα που ντυνόμουν. Πβ. μπανίζω., πέφτει το μάτι/η ματιά/το βλέμμα μου (κάπου) & το μάτι/βλέμμα πήγε (κάπου) (οικ.): βλέπω κάτι/κάποιον τυχαία: Ξεφυλλίζοντας την εφημερίδα, το μάτι μου έπεσε σε ένα ενδιαφέρον άρθρο. Κοιτούσε το πλήθος και το βλέμμα του έπεσε πάνω της., του μπαίνω στο μάτι: γίνομαι στόχος κάποιου: Τους μπήκα ~, επειδή δεν συμφώνησα μαζί τους. Η περιουσία του μπήκε ~ των απατεώνων., χάνω κάποιον/κάτι από τα μάτια μου: παύω να έχω οπτική επαφή με αυτό(ν): Ένα λεπτό να τον χάσω ~ και την έκανε τη ζημιά. Μπήκε βιαστικά στο βαγόνι και τον έχασα ~.|| Δεν τη ~ει ~ του (: την παρακολουθεί συνεχώς)., ... να δουν τα μάτια σου! βλ. βλέπω, α/ου να (μου) χαθείς & χάσου από μπροστά μου/από τα μάτια μου & άι χάσου! βλ. χάνω, ακολουθώ κάποιον/κάτι με το βλέμμα/με τα μάτια βλ. ακολουθώ, ανεβαίνει στην εκτίμηση/στα μάτια κάποιου βλ. ανεβαίνω, ανοίγω τα μάτια (κάποιου) βλ. ανοίγω, ανοίγω τα μάτια μου βλ. ανοίγω, βάζω τα χεράκια μου και βγάζω τα ματάκια/μάτια μου βλ. χεράκι, βλέπω αστ(ε)ράκια/πουλάκια βλ. βλέπω, γδύνω με τα μάτια βλ. γδύνω, γυαλίζει το μάτι του βλ. γυαλίζω, δεν θέλω να ξαναδώ κάποιον (στα μάτια μου/μπροστά μου)/δεν θέλω ούτε να ξέρω/να βλέπω κάποιον βλ. θέλω, δεν μου γεμίζει το μάτι βλ. γεμίζω, δεν παίρνω τα μάτια μου από (πάνω) ... βλ. παίρνω, δεν πιστεύω στα μάτια/στ' αυτιά μου βλ. πιστεύω, είδα (κάποιον/κάτι) με τα ίδια μου τα μάτια/με τα μάτια μου βλ. βλέπω, είδα τον χάρο με τα μάτια μου βλ. χάρος, έχει φοβηθεί το μάτι μου βλ. φοβάμαι, έχω δει πολλά & έχουν δει πολλά τα μάτια μου βλ. βλέπω, έχω τ' αυτιά/τα μάτια μου ανοιχτά βλ. ανοιχτός, θολώνει το μάτι μου βλ. θολώνω, καρφί στο μάτι βλ. καρφί, κλείνουν τα μάτια μου βλ. κλείνω, κλείνω τα μάτια (κάποιου) βλ. κλείνω, κλείνω τα μάτια (μου) βλ. κλείνω, κλείνω το μάτι (σε κάποιον) βλ. κλείνω, κόρακας κοράκου μάτι δε(ν) βγάζει βλ. κόρακας, μάτια που βγάζουν/πετούν σπίθες/φλόγες/φωτιές βλ. σπίθα, με γελούν τα αυτιά/τα μάτια μου βλ. γελώ, με γυμνό μάτι/οφθαλμό βλ. γυμνός, με κλειστά (τα) μάτια βλ. κλειστός, με την τσίμπλα στο μάτι βλ. τσίμπλα, μου πετάχτηκαν/μας πέταξε τα μάτια έξω βλ. πετώ, όποιος έχει μάτια, βλέπει βλ. βλέπω, περνώ (κάτι) από την τρύπα/το μάτι της βελόνας βλ. τρύπα, πήζει το μάτι βλ. πήζω, πήρε των ομματιών του/τα μάτια του βλ. ομμάτιον, πονάει δόντι, βγάζει μάτι βλ. δόντι, ρίχνω στάχτη στα μάτια βλ. στάχτη, στέγνωσαν/στέρεψαν τα μάτια/τα δάκρυά μου βλ. στεγνώνω, στο μάτι/στη δίνη του κυκλώνα βλ. κυκλώνας, τα μάτια βασίλεψαν/βασιλεμένα μάτια βλ. βασιλεύω, της Παναγιάς τα μάτια βλ. Παναγία, τι έχουν να δουν/τι άλλο θα δουν τα μάτια/τα ματάκια μας βλ. βλέπω, το βλέμμα/μάτι μου σταμάτησε (σε ...) βλ. σταματώ, το γινάτι βγάζει μάτι βλ. γινάτι, το μάτι μου γαρίδα βλ. γαρίδα, το μάτι σου τ΄αλλήθωρο (που τρέχει στον κατήφορο) βλ. αλλήθωρος, τον κοροϊδεύει μες στα μούτρα του/μπροστά στα μάτια του/κατάμουτρα βλ. μούτρο, τον/την κοιτάει στα μάτια βλ. κοιτάζω, τρίβω τα μάτια μου βλ. τρίβω, τρώω με τα μάτια/με το βλέμμα βλ. τρώω, φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο βλ. τρώω [< μεσν. μάτιν, γαλλ. œil, yeux, αγγλ. eye]

ματιάζω

ματιάζω μα-τιά-ζω ρ. (μτβ.) {μάτια-σα, -σει, -στηκα, -στεί, -σμένος}: (σε λαϊκές προλήψεις) ασκώ βλαπτική επίδραση σε κάποιον με τον τρόπο που τον κοιτάζω, κυρ. λόγω ζήλειας ή θαυμασμού. ΣΥΝ. βασκαίνω ΑΝΤ. ξεματιάζω ● ΦΡ.: φτου (σου), να μη σε ματιάσω! & να μη(ν) (α)βασκαθείς/σε βασκάνω! & φτου!: έκφραση θαυμασμού και προσπάθεια αποτροπής της βλαπτικής επίδρασης του σχετικού συναισθήματος: Τι ωραία που είσαι! Φτου, (να) μη σε ~σω! [< μεσν. ματιάζω]

μου

μου {άκλ.} (συνήθ. μουουου!): η φωνή της αγελάδας και γενικότ. κάθε παρόμοιος ήχος. [< λ. ηχομιμητ.]

μπιέλα

μπιέλα μπιέ-λα ουσ. (θηλ.) {άκλ.}: ΜΗΧΑΝΟΛ. ράβδος που συνδέει το έμβολο μηχανής και τον στροφαλοφόρο άξονα και χρησιμεύει για τη μετάδοση της κίνησης από το ένα στο άλλο και τη μετατροπή της παλινδρομικής κίνησης σε περιστροφική και αντίστροφα. Βλ. πιστόνι. ΣΥΝ. διωστήρας ● ΦΡ.: βαράω/χτυπάω μπιέλα/μπιέλες (προφ.) 1. (μτφ.) εξαντλούμαι σωματικά ή ψυχικά, καταπονούμαι: Βάρεσε ~ με τόση δουλειά. 2. {στο γ' πρόσ.} (για μηχανή) χαλά, τίθεται εκτός λειτουργίας. [< γαλλ. bielle]

παίρνω

παίρνω παίρ-νω ρ. (μτβ.) {πήρα, πάρει, πάρ-θηκε, -θεί, -μένος, παίρν-οντας} 1. πιάνω κάτι με το χέρι ή τα χέρια μου, για να το χρησιμοποιήσω, να το έχω πάνω μου και να το μεταφέρω, να το μετακινήσω από ένα σημείο σε άλλο ή να το κρατήσω: ~ετε τη ζύμη και την κόβετε σε μικρά κομμάτια. Του πήρε την μπάλα μέσα από τα χέρια.|| Πήρε το παλτό της και έφυγε. Πάρε τα απολύτως απαραίτητα. Μην ξεχάσεις να πάρεις (μαζί σου) τη φωτογραφική (πβ. φέρνω).|| Πάρε το χέρι σου από τον ώμο μου. Πάρε τον σκύλο από εδώ (= απομάκρυνέ τον).|| Πάρε το αρχείο από τον φάκελο (π.χ. του σκληρού δίσκου).|| (κάνω ανάληψη:) Πήρα από την τράπεζα ... χιλιάδες ευρώ.|| (για πρόσ.) Πήρε το μωρό στην αγκαλιά της. Την πήρε αγκαλιά (= την αγκάλιασε). Με πήρε από το μπράτσο/το χέρι.|| (μτφ.) Πήρα δουλειά για το σπίτι. Οι πληροφορίες/τα στοιχεία ~θηκαν (= αντλήθηκαν) από την ηλεκτρονική εγκυκλοπαίδεια ... 2. ως απολεξικοποιημένο ρήμα: ~ απαλλαγή (= απαλλάσσομαι)/αποζημίωση (= αποζημιώνομαι)/απόσπαση (= αποσπώμαι)/απόφαση (= αποφασίζω)/άριστα (= αριστεύω)/μετεγγραφή (= μετεγγράφομαι)/τη νίκη (= νικώ)/πόζα (= ποζάρω)/προαγωγή (= προάγομαι)/προφυλάξεις (= προφυλάσσομαι)/σύνταξη (= συνταξιοδοτούμαι)/φωτογραφία (= φωτογραφίζω). Η δίκη πήρε αναβολή για τις ... (= αναβλήθηκε). Η ταινία πήρε βραβείο για... (= βραβεύτηκε). Αργά ή γρήγορα θα πάρω την εκδίκησή μου (= θα εκδικηθώ). Η αγωνία πήρε τέλος (= τελείωσε). Το φαγητό πήρε βράση (= έβρασε).|| Πήραμε μεγάλη χαρά (= χαρήκαμε)/μια στενοχώρια (= στενοχωρηθήκαμε)/μια τρομάρα (= τρομάξαμε)!|| (με αντικείμενο ουσ. που εκφράζει ασθένεια:) Πήρα ένα κρύωμα (= κρύωσα). Πήρε το μικρόβιο (= μολύνθηκε).|| ~ αποτελέσματα (από εξετάσεις)/δείγμα/κλήση/το προβάδισμα/πρωτοβουλία να .../την πτήση για .../έναν υπνάκο/ψήφους. Του πήρε αίμα/τα αποτυπώματα/κατάθεση/συνέντευξη. 3. αγοράζω ή ενοικιάζω· δανείζομαι: Πάρε ένα πακέτο τσίχλες. Πήρα ένα καινούργιο ζευγάρι γυαλιά. Πήρες τα εισιτήρια; Δεν πήραμε τίποτα. Ό,τι πάρετε ... ευρώ. Ό,τι πληρώσεις ~εις. Διαλέγετε και ~ετε.|| (για δώρο:) Του/της πήρα ένα βιβλίο για την πρωτοχρονιά.|| Πήρα μια ταινία από το βιντεοκλάμπ.|| Να πάρω λίγο το στιλό σου; 4. αποκτώ, γίνομαι κάτοχος, μου παραχωρείται: ~ άδεια/δίπλωμα (οδήγησης)/εξιτήριο/επίδομα/πιστοποίηση/πόντους/υποτροφία. Πήρε την επάρκεια στα Αγγλικά. Πήρε πτυχίο. Πήρε τον βαθμό της ισοπαλίας.|| (για πρόσ.) Τον πήραν, όταν ήταν μωρό ακόμη (: τον υιοθέτησαν).|| Το ταλέντο του στη μουσική το πήρε από τον πατέρα του. Πβ. κληρονομώ.|| Πήραμε ρεύμα από την μπαταρία του αυτοκινήτου. ΣΥΝ. λαμβάνω (1) 5. οικειοποιούμαι κάτι, κλέβω· καταλαμβάνω, κατακτώ: Της πήρε (= άρπαξε) την τσάντα. Τους πήραν σχεδόν τα πάντα από το σπίτι. (για πρόσ.) Του/της πήρε τη γυναίκα/τον άνδρα.|| Πήρε την εξουσία (: νόμιμα ή με τη βία). Τους πήραν τα σπίτια (πβ. επιτάσσω, κατάσχω). Ο στρατός πήρε το ύψωμα (πβ. κυριεύω). 6. παραλαμβάνω· δέχομαι: ~ μια επιστολή/ένα μήνυμα/μια πρόσκληση. Ήταν το ωραιότερο δώρο που πήρα ποτέ. Δεν πήραμε καμία απάντηση.|| Αποφάσισα να μην πάρω τη δουλειά. Δεν ~ εντολές από κανέναν. ΣΥΝ. λαμβάνω (1) 7. (προφ.) τηλεφωνώ: ~ κάποιον από κινητό/σταθερό (τηλέφωνο). Τους πήρα, για να τους ευχαριστήσω. Πήρα να δω τι κάνεις. Πήρα να σου πω ... Πάρε με ό,τι ώρα θέλεις. 8. (για πρόσ.) μεταφέρω ή απομακρύνω κάποιον: Πάρε με μακριά. Τον πήρε παράμερα, για να του μιλήσει.|| (ενν. με όχημα:) Θα με πάρετε μαζί σας; Θα περάσω να σε πάρω από τη δουλειά. Το ταξί πήρε την ηλικιωμένη κυρία. Ανέπνεε ακόμη, όταν την πήρε το ασθενοφόρο.|| (μτφ.) Ο Θεός τον πήρε κοντά του (: για κάποιον που πέθανε). 9. χρησιμοποιώ ως μεταφορικό μέσο, μετακινούμαι με: ~ (σπάνια/τακτικά) λεωφορείο/μετρό/ταξί/τρόλεϊ. Πάρε το αυτοκίνητο και πάμε βόλτα.|| Πάρτε εσείς το ασανσέρ κι εγώ ανεβαίνω από τις σκάλες. 10. κερδίζω, νικώ: ~ το κύπελλο/την πρόκριση/το πρωτάθλημα/τον τίτλο/το χρυσό. Η Εθνική πήρε το πρώτο παιχνίδι. Πήρε το όσκαρ πρώτου ανδρικού ρόλου.|| Πήραν την έβδομη θέση (= κατέλαβαν)/την ισοπαλία/την πρωτιά. Αισιοδοξούμε να πάρουμε ένα καλό αποτέλεσμα. 11. εισάγω στον οργανισμό μου· καταναλώνω: ~ αντιβίωση/βιταμίνες/σίδηρο/συμπληρώματα διατροφής/φάρμακα/χάπια. Έχει πάρει απαγορευμένες ουσίες/ναρκωτικά.|| Από τις τροφές ~ουμε ενέργεια.|| Δεν αισθάνομαι καλά, θέλω να πάρω λίγο αέρα.|| (τρώω ή πίνω:) Πάρε όση τούρτα θέλεις. -Θέλετε λίγο γλυκό; - Όχι ευχαριστώ, δεν θα πάρω. Τι θα πάρετε; (: τυπική ερώτηση σερβιτόρου· πβ. παραγγέλνω). Πήρε πρωινό. 12. (για χρήματα) αμείβομαι, κερδίζω: ~ (= βγάζω) ... ευρώ το(ν) μήνα. ~ει περισσότερα από σένα.|| Πόσα σου πήρε ο γιατρός; Δεν ~ει πολλά. 13. (προφ.) για διάρκεια, χρόνο που απαιτείται, για να γίνει κάτι: Μου πήρε πέντε χρόνια (για) να ... Του πήρε (= χρειάστηκε) μια ώρα να το φτιάξει.|| Δεν με ~ει ο χρόνος για να ... (: δεν μου αρκεί). Ξεκινάμε τώρα, διαφορετικά δεν θα μας πάρει η ώρα (: δεν θα προλάβουμε).|| Δεν σε πήραν τα χρόνια ακόμη (: δεν γέρασες)! 14. προσλαμβάνω: Δεν θα πάρουμε άλλο προσωπικό. Η ομάδα θα πάρει δύο νέους παίκτες. 15. (προφ.) εκλαμβάνω, θεωρώ: Συγγνώμη, σε πήρα (= σε πέρασα) για άλλη (: νόμισα ότι ήσουν άλλη)! Τον πήραν για χαζό.|| Μην ~εις στα σοβαρά όσα λέει. Το ~ ως κομπλιμέντο. Βλ. παρα~. 16. επιλέγω και παρακολουθώ ένα μάθημα: Στο τρίτο εξάμηνο μπορείς να πάρεις νεότερη ευρωπαϊκή ιστορία. 17. ακολουθώ: Πάρε τον πρώτο δρόμο αριστερά.|| (σε συζητήσεις) Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. 18. αναλαμβάνω: ~ το βάρος της ευθύνης. 19. βγάζω, εξάγω, παράγω: Το μαζούτ και η βενζίνη είναι υγρά καύσιμα που ~ουμε με κατεργασία. 20. μετρώ με ειδικό όργανο: ~ τη θερμοκρασία/την πίεση/τον σφυγμό κάποιου. 21. αποσπώ, αφαιρώ: Του πήραν τις πινακίδες. Ο αέρας πήρε τη σκεπή/την ομπρέλα.|| (μτφ.) ~ τη ζωή κάποιου (= τον σκοτώνω). 22. (προφ.) κάνω έρωτα σε κάποιον. 23. (προφ.) παντρεύομαι: Πήρε καλή/καλό σύζυγο. 24. βιντεοσκοπώ, κινηματογραφώ: Χαμογέλασε, μας ~ει η κάμερα. ~ ένα κοντινό πλάνο. 25. (μτφ.-προφ.) πετυχαίνω, χτυπώ κάποιον: Τα θραύσματα τον πήραν ξώφαλτσα.παίρνει (προφ.) 1. (για μηχανές, συσκευές) χρησιμοποιεί, για να λειτουργήσει: Το αυτοκίνητό μου ~ αμόλυβδη. Το κινητό ~ μπαταρία λιθίου. 2. επιδέχεται, σηκώνει: Το ζήτημα/η υπόθεση δεν ~ αναβολή. 3. χωρά: Η αίθουσα ~ πάνω από χίλια άτομα. ● ΦΡ.: βάζω/παίρνω κιλά/βάρος: παχαίνω: Πήρα τρία κιλά. ~ πολύ εύκολα βάρος., δεν παίρνω τα μάτια μου από (πάνω) ...: δεν σταματώ να κοιτάζω, να προσέχω ή να διαβάζω: Δεν μπορώ να πάρω ~ ~ από πάνω της ούτε λεπτό. Η πλοκή δεν σε αφήνει να πάρεις ~ ~ σου από το βιβλίο/την οθόνη., έδωσε πήρε (προφ.): για επίμονη προσπάθεια: Επέμεινε, ~ ~, και τελικά τα κατάφερε., θα τον πάρει (ο διάβολος) και θα τον σηκώσει (προφ.-απειλητ.): για να δηλωθεί αγανάκτηση, οργή: Μη μου πηγαίνεις κόντρα, γιατί θα σε ~ και θα σε ~ (= την έβαψες)., μας πήρε (το) μεσημέρι/μας πήρε το βράδυ (προφ.): αργήσαμε, καθυστερήσαμε: ~ ~, αλλά τα προλάβαμε όλα!, με παίρνει (προφ.): μπορώ, έχω τη δυνατότητα να: Δεν μας ~ να κάνουμε λάθος., με παίρνει/πιάνει (ο) ύπνος (προφ.): αποκοιμιέμαι: Δεν ~ ~ με τίποτα (= δεν μπορώ να κοιμηθώ). Τον πήρε ο ~ διαβάζοντας/στο σινεμά., με πήρε και με σήκωσε (προφ.): για ισχυρό άνεμο· μου επιτέθηκε φραστικά: Μας ~ και μας ~ ο αέρας σήμερα.|| (μτφ.) Μια κουβέντα είπα και ~ ~., όσο δεν παίρνει (άλλο) & μέχρι/ως εκεί που δεν παίρνει (άλλο): όσο είναι δυνατόν, στον ανώτερο βαθμό: Είμαστε αποφασισμένοι ~ ~. Έχει καβαλήσει το καλάμι ~ ~., παίρνει μορφή 1. υλοποιείται: Το νέο αθλητικό κέντρο ~ ~. Οι καλλιτεχνικές της ευαισθησίες πήραν ~ πάνω στο ξύλο. 2. (μτφ.) εξελίσσεται, παίρνει διαστάσεις: Οι καταγγελίες έχουν πάρει (τη) ~ χιονοστιβάδας. Το πρόβλημα έχει πάρει ~ επιδημίας., παίρνω άφεση (αμαρτιών): συγχωρούμαι: Από μένα έχεις πάρει ~ ~., παίρνω δύναμη/δυνάμεις: αποκτώ ψυχική δύναμη, θάρρος: ~ουμε ~ ο ένας από τον άλλο. Με τη χθεσινή μας νίκη πήραμε ~ για τη συνέχεια., παίρνω ιδέες: εμπνέομαι από ξένα πρότυπα, συμπεριφορές, απόψεις και τις χρησιμοποιώ δημιουργικά: Άλλο είναι να ~εις ~ και άλλο να αντιγράφεις. Πάρτε ~ για τη διακόσμηση του σπιτιού., παίρνω κάποιον με τις λεμονόκουπες/τις ντομάτες/τα γιαούρτια/τ' αβγά (προφ.): τον αποδοκιμάζω έντονα, τον γιουχάρω: Δεν πρόλαβε να μιλήσει και τον πήραν ~ ~. Πβ. θα μας κυνηγήσουν., παίρνω κάποιον στο ψιλό & (σπάν.) στον μεζέ: κοροϊδεύω, χλευάζω κάποιον: Σοβαρευτείτε, γιατί σας πήραν ~ ~! Πβ. του κρέμασαν κουδούνια. Βλ. μας δουλεύει ψιλό γαζί., παίρνω κάτι στα χέρια μου (μτφ.): έχω υπό τον έλεγχό μου, στην ευθύνη μου: Είναι καιρός να πάρεις τη ζωή σου/την κατάσταση στα χέρια σου. Πβ. αναλαμβάνω, επωμίζομαι., παίρνω λόγια (από κάποιον) (προφ.): μαθαίνω, συνήθ. με έμμεσο ή πονηρό τρόπο, κάτι: Δεν του ~εις εύκολα λόγια., παίρνω τηλέφωνο: τηλεφωνώ: Την πήρα ~, αλλά δεν το σηκώνει. Δεν άντεξα και την/τον πήρα ~., παίρνω χαμπάρι/είδηση/πρέφα/μυρωδιά (μτφ.-προφ.): αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω: Μας έχουν πάρει ~! Έχετε πάρει ~ ότι ...; Δεν έχουν πάρει πρέφα τι γίνεται. Πβ. μυρίζομαι., πάρ' τον/την κάτω (προφ.): για κάποιον που πέφτει: Σκόνταψε στο χαλί και ~ ~., πάρε τον ένα(ν) (και) χτύπα τον άλλον (μτφ.): για ανθρώπους ανάξιους, άχρηστους: Είναι και οι δύο ~ ~. Ήταν ο μόνος που άξιζε, όλοι οι άλλοι ήταν ~ ~., πήρα να/και: αρχίζω ή άρχισα: Πήρα να διαβάζω. Ο αέρας πήρε να κοπάζει. Πήρε και βραδιάζει., τα παίρνει χοντρά (αργκό): αμείβεται αδρά ή δωροδοκείται: ~ ~ από το κανάλι. Τους τα πήρε ~.|| Λένε ότι τα πήρε ~, για να πουλήσει το ματς. Πβ. χρηματίζομαι, τα πιάνει. Βλ. κάτω από το τραπέζι., τα παίρνω (στο κρανίο/στην κράνα/χοντρά) (αργκό): εκνευρίζομαι, εξοργίζομαι: Μην τα ~εις! Τα έχω πάρει ~ με όσα γράφτηκαν για μένα!, το παίρνω πίσω: αναιρώ, συνήθ. προηγούμενο λόγο μου, υπόσχεση: Αν σε πείραξε/αν είναι έτσι, τότε ~ ~., τον παίρνεις! (αργκό-υβριστ.): για δήλωση αγανάκτησης ή έντονης δυσαρέσκειας προς κάποιον., τον πήρα (προφ.): ενν. τον ύπνο· αποκοιμήθηκα: ~ ~ για λίγο., (αγοράζω/παίρνω) γουρούνι στο σακί βλ. γουρούνι, (λαμβάνω/παίρνω) το βάπτισμα του πυρός βλ. βάπτισμα, (παίρνω κάποιον) κάτω από τις φτερούγες μου βλ. φτερούγα, (παίρνω τον) κακό/στραβό δρόμο βλ. δρόμος, (παίρνω) τον πούλο βλ. πούλος, (που) να πάρει η ευχή! βλ. ευχή, (που) να πάρει η οργή! βλ. οργή, (το) παίρνω απόφαση βλ. απόφαση, αναλαμβάνω/λαμβάνω/παίρνω τα ηνία βλ. αναλαμβάνω, αναλαμβάνω/παίρνω την ευθύνη βλ. αναλαμβάνω, από το στόμα μου το πήρες! βλ. στόμα, ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά βλ. πράγμα, βγάζω/παίρνω/πιάνω χαρτί και μολύβι βλ. χαρτί, βλέπω/αντιμετωπίζω/παίρνω την κατάσταση/τα πράγματα όπως είναι βλ. πράγμα, βλέπω/παίρνω (κάποιον/κάτι) με καλό/με κακό μάτι βλ. μάτι, δεν (τα) παίρνει τα γράμματα βλ. γράμμα, δεν ακούω/δεν δέχομαι/δεν θέλω/δεν σηκώνω/δεν παίρνω κουβέντα βλ. κουβέντα, δεν μπορώ να πάρω/σύρω τα πόδια μου βλ. πόδι, δεν παίρνει από λόγια βλ. λόγια, δεν παίρνω από αστεία βλ. αστείο, δεν παίρνω λέξη πίσω βλ. λέξη, δεν του παίρνεις λέξη/κουβέντα βλ. κουβέντα, δίνει και παίρνει βλ. δίνω, δίνω/παίρνω στο χέρι βλ. χέρι, δίνω/παίρνω/ζητώ αύξηση βλ. αύξηση, δίνω/παίρνω/τρώω πόδι βλ. πόδι, δρόμο παίρνω, δρόμο αφήνω βλ. δρόμος, δώσ' του (κάτι) και πάρ' του την ψυχή βλ. ψυχή, εκεί που μας χρωστούσαν/χρωστάγανε (μας πήραν και το βόδι) βλ. χρωστώ, έχει πάρει (ή αναλάβει) εργολαβία/εργολαβικά βλ. εργολαβία, έχει πάρει/πήρε (πολύ) αέρα βλ. αέρας, έχουν πάρει/πήραν τα μυαλά του αέρα βλ. αέρας, θέλει/παίρνει/τρώει ώρα/ώρες βλ. ώρα, κάτι πήρε/έπιασε τ' αυτί μου βλ. αυτί, κάτι σηκώνει/θέλει/χρειάζεται/χωράει/παίρνει συζήτηση/κουβέντα βλ. συζήτηση, κι όποιον πάρει ο χάρος! βλ. χάρος, κυνηγάω/παίρνω κάποιον με το σκουπόξυλο βλ. σκουπόξυλο, λαμβάνει/παίρνει σάρκα και οστά βλ. οστό, λαμβάνω/παίρνω μέρος σε κάτι βλ. μέρος, λαμβάνω/παίρνω μέτρα βλ. μέτρο, λαμβάνω/παίρνω τα μέτρα μου βλ. μέτρο, λαμβάνω/παίρνω υπόψη βλ. λαμβάνω, ληγμένα παίρνεις/πίνεις; βλ. ληγμένος, μαζεύω/παίρνω τα μπογαλάκια μου βλ. μπογαλάκι, μας πήρε το κεφάλι βλ. κεφάλι, μας πήρε/μας έπιασε/μας βρήκε η νύχτα/το βράδυ βλ. νύχτα, με παίρνει από κάτω/αποκάτω βλ. κάτω, με παίρνει η μπάλα βλ. μπάλα, με παίρνουν τα ζουμιά βλ. ζουμί, με πήραν τα αίματα βλ. αίμα, με πήραν τα δάκρυα/κλάματα βλ. δάκρυ, με πήραν τα σιρόπια βλ. σιρόπι, με πήραν τα σκάγια βλ. σκάγι, με πήρε το ποτάμι βλ. ποτάμι, με πιάνει/με παίρνει το παράπονο βλ. παράπονο, μου παίρνει/ζαλίζει τ' αυτιά βλ. αυτί, μου πήρε το μυαλό/τα μυαλά/το(ν) νου βλ. μυαλό, να το πάρει το ποτάμι; βλ. ποτάμι, νύχτα (το) πήρες το δίπλωμα; βλ. νύχτα, όποιον πάρει η μπάλα βλ. μπάλα, παίρνει μπρος/μπροστά βλ. εμπρός, παίρνει σειρά βλ. σειρά, παίρνει στροφές βλ. στροφή, παίρνει στροφές/το μυαλό του παίρνει στροφές βλ. στροφή, παίρνει την ανιούσα βλ. ανιών, παίρνει την κατιούσα βλ. κατιών, παίρνει την κάτω βόλτα βλ. βόλτα, παίρνει την πάνω βόλτα βλ. βόλτα, παίρνει το μάτι μου (κάποιον/κάτι) βλ. μάτι, παίρνει ύφος βλ. λάσπη, παίρνει/λαμβάνει/προσλαμβάνει διαστάσεις βλ. διάσταση, παίρνει/τρώει χρόνο βλ. χρόνος, παίρνουν (κάποιον) τα χρόνια βλ. χρόνος, παίρνω (και) τα σώβρακα (κάποιου) βλ. σώβρακο, παίρνω (κάποιον) από πίσω/από κοντά βλ. πίσω, παίρνω (κάποιον) στο κατόπι βλ. κατόπι, παίρνω (κάποιον) στο λαιμό μου βλ. λαιμός, παίρνω (κάποιον) φαλάγγι βλ. φαλάγγι, παίρνω (κάτι) επί πόνου βλ. πόνος, παίρνω (κάτι) τοις μετρητοίς βλ. μετρητοίς, παίρνω (μια) ανάσα βλ. ανάσα, παίρνω (στα) ζεστά/βλέπω ζεστά κάτι βλ. ζεστός, παίρνω άδεια από τη σημαία βλ. σημαία, παίρνω αέρα/τον αέρα μου βλ. αέρας, παίρνω αμπάριζα βλ. αμπάριζα, παίρνω αμπάριζα και βγαίνω βλ. αμπάριζα, παίρνω ανάποδες (στροφές) βλ. ανάποδος, παίρνω ανοιχτά τη στροφή βλ. ανοιχτά, παίρνω από το χέρι βλ. χέρι, παίρνω απουσίες βλ. απουσία, παίρνω γραμμή βλ. γραμμή, παίρνω δρόμο βλ. δρόμος, παίρνω θέση για/σε κάτι βλ. θέση, παίρνω κάποιον με το μέρος μου βλ. μέρος, παίρνω κάποιον/κάτι από φόβο βλ. φόβος, παίρνω κάποιον/κάτι γραμμή βλ. γραμμή, παίρνω κάτι (ε)πάνω μου βλ. πάνω & επάνω, παίρνω κεφάλι βλ. κεφάλι, παίρνω όρκο βλ. όρκος, παίρνω πάνω μου την αμαρτία βλ. αμαρτία, παίρνω παραμάζωμα βλ. παραμάζωμα, παίρνω πίσω βλ. πίσω, παίρνω σβάρνα βλ. σβάρνα, παίρνω στην πλάκα κάποιον/κάτι βλ. πλάκα, παίρνω στο κυνήγι (κάποιον) βλ. κυνήγι, παίρνω τα (όρη και τα) βουνά βλ. βουνό, παίρνω τα μέτρα (κάποιου) βλ. μέτρο, παίρνω τα μούτρα μου και ... βλ. μούτρο, παίρνω τα πάνω μου βλ. πάνω & επάνω, παίρνω την παρθενιά βλ. παρθενιά, παίρνω το αίμα μου πίσω/πίσω το αίμα μου βλ. αίμα, παίρνω το δισάκι μου (στον ώμο) βλ. δισάκι, παίρνω το καπελάκι/το καπέλο μου και φεύγω βλ. καπέλο, παίρνω το κεφάλι (κάποιου)/κεφάλια βλ. κεφάλι, παίρνω το κολάι βλ. κολάι, παίρνω το μέρος & πηγαίνω/είμαι με το μέρος (κάποιου) βλ. μέρος, παίρνω το(ν) δρόμο βλ. δρόμος, παίρνω τον αέρα κάποιου βλ. αέρας, παίρνω τον καλό δρόμο βλ. δρόμος, παίρνω τους δρόμους βλ. δρόμος, παίρνω ύψος βλ. ύψος, παίρνω φόρα βλ. φόρα1, παίρνω χρήματα βλ. χρήμα, παίρνω χρώμα βλ. χρώμα, παίρνω/αναλαμβάνω (το) ρίσκο/(τα) ρίσκα βλ. ρίσκο, παίρνω/αρπάζω/κλέβω την μπουκιά (μέσα) από το στόμα κάποιου βλ. μπουκιά, παίρνω/βλέπω κάτι στραβά βλ. στραβός, παίρνω/κάνω μάτι βλ. μάτι, παίρνω/κρατώ/τηρώ (τις) αποστάσεις βλ. απόσταση, παίρνω/λαμβάνω τον λόγο βλ. λόγος, παίρνω/παντρεύομαι κάποιον με παπά και με κουμπάρο βλ. κουμπάρος, κουμπάρα, παίρνω/πιάνω κάποιον μονότερμα βλ. μονότερμα, παίρνω/πιάνω τα όπλα βλ. όπλο, παίρνω/ρίχνω/σηκώνω/πετάω μπόι βλ. μπόι, παίρνω/τρώω την (πρώτη) κρυάδα βλ. κρυάδα, πάρ' τα (να μη στα χρωστάω)! βλ. χρωστώ, πάρ' τον στον γάμο σου να σου πει «και του χρόνου» βλ. γάμος, πήρε των ομματιών του/τα μάτια του βλ. ομμάτιον, πιάνω/παίρνω το μήνυμα (κάποιου) βλ. μήνυμα, πιάνω/παίρνω φωτιά βλ. φωτιά, τα πράγματα πήραν το(ν) δρόμο τους βλ. δρόμος, το παίρνω πατριωτικά βλ. πατριωτικός, το πήρε αλλιώς βλ. αλλιώς, το πήρε ανάποδα/από την ανάποδη βλ. ανάποδα, το πήρε άσχημα βλ. άσχημος, το πήρε βαριά βλ. βαρύς, το πήρε ελαφριά βλ. ελαφρύς, το πήρε καλά βλ. καλά, το πήρε κατάκαρδα βλ. κατάκαρδα, το πήρε προσωπικά βλ. προσωπικός, τον παίρνει/πιάνει (ο) πόνος για κάτι/κάποιον βλ. πόνος, τον πάνε/τον παίρνουν τέσσερις βλ. τέσσερις, του πήρε την ταυτότητα βλ. ταυτότητα, τραβάει/παίρνει τον ανήφορο/την ανηφόρα βλ. ανήφορος, ύπνε που παίρνεις τα παιδιά (έλα πάρε και τούτο) βλ. ύπνος [< μεσν. παίρνω, γαλλ. prendre, αγγλ. take]

πόρτα

πόρτα πόρ-τα ουσ. (θηλ.) 1. κινητή, συνήθ. επίπεδη επιφάνεια, που ανοιγοκλείνει, φράσσοντας την είσοδο χώρου, συσκευής ή οχήματος· συνεκδ. η ίδια η είσοδος, συνήθ. η κεντρική: αυτόματη/γυάλινη/δίφυλλη/εξωτερική/εσωτερική/μονόφυλλη/μπροστινή/ξύλινη/περιστρεφόμενη/σιδερένια (= σιδερόπορτα)/συρόμενη ~. Η ~ του γραφείου/του διαμερίσματος/του δωματίου/της πολυκατοικίας/της τάξης. Η ~ του φράχτη. Η ~ της ντουλάπας/του ντουλαπιού. Η ~ του ασανσέρ/του φούρνου/του ψυγείου. Η ~ του αεροπλάνου. Η κάσα/η κλειδαριά/το κουδούνι/το μάτι/το πόμολο της ~ας. Οι ~ες του αυτοκινήτου/λεωφορείου. ~ες αλουμινίου. Ανοίγω/κλειδώνω/(για κλέφτη:) παραβιάζω/σπάω την ~. Άφησε την ~ ανοιχτή/μισάνοιχτη/ξεκλείδωτη. Έκλεισε την ~ (πίσω του) με βρόντο. Κάποιος (μου) χτυπάει την ~. Βγαίνω/μπαίνω από την ~. Κρύφτηκε πίσω/περίμενε έξω από την ~. Φυγαδεύτηκε από την πίσω/πλαϊνή ~. Ρίχνουν φυλλάδια κάτω από τις ~ες (βλ. χαραμάδα).|| Η διπλανή ~ (= το γειτονικό διαμέρισμα ή σπίτι). Βλ. αυλό-, γκαραζό-, εξώ-, καγκελό-, μπαλκονό-πορτα. ΣΥΝ. θύρα (1) 2. πύλη: η ~ του κάστρου.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ (= πόρταλ) σύνδεσης (δικτύου). 3. (μτφ.) δυνατότητα, ευκαιρία, πρόσβαση: Η ~ της επιχείρησης είναι ανοιχτή/κλειστή για/σε κάποιον. Ανοίγουν ~ες εργασίας για χιλιάδες νέους. 4. (προφ.) πορτιέρης ή φέις-κοντρόλ: Δουλεύει ~.|| Κάνει ~ σε κλαμπ.πόρτες (οι): παιχνίδι στο τάβλι: Μια παρτίδα ~. Βλ. πλακωτό, φεύγα.|| Κάνω ~ (: βάζω τουλάχιστον δύο πούλια του ίδιου χρώματος στη σειρά, κλείνοντας τον αντίπαλο). ● Υποκ.: πορτάκι (το): στη σημ. 1., πορτίτσα (η): στη σημ. 1., πορτούλα (η): στη σημ. 1. ΣΥΝ. πορτόνι (2) ● ΣΥΜΠΛ.: πόρτα ασφαλείας: θωρακισμένη και με κλειδαριά ασφαλείας, ώστε να είναι απαραβίαστη. ● ΦΡ.: ανοίγω την πόρτα της εξόδου (μτφ.): φεύγω, παραιτούμαι ή χωρίζω., από την πίσω πόρτα (μτφ.): με αδιαφανείς, μη αξιοκρατικές διαδικασίες, με πλάγια μέσα, κρυφά: Τη δουλειά δεν την ήξερε, μπήκε όμως ~ ~. Προωθούνται ~ ~., αφήνω την πόρτα ανοιχτή για/σε κάτι (μτφ.-προφ.): δεν αποκλείω κάποιο ενδεχόμενο: Άφησε ~ ~ για/σε μελλοντική συνεργασία. ΣΥΝ. αφήνω ανοιχτό (ένα) παράθυρο, βρίσκει/βρήκε (όλες) τις πόρτες κλειστές/την πόρτα κλειστή (μτφ.-προφ.): όπου κι αν απευθύνθηκε (συνήθ. για βοήθεια) έλαβε αρνητική απάντηση: Έψαξε για δουλειά, αλλά βρήκε ~ ~., δείχνω την πόρτα (της εξόδου) σε κάποιον (μτφ.-προφ.): τον διώχνω, τον απολύω ή τον χωρίζω., δεν χωράει (να περάσει) απ' την πόρτα (μτφ.-προφ.): είναι πολύ παχύς., έξω από την/δυο βήματα από την/δίπλα στην πόρτα μου (μτφ.): πολύ κοντά στο σπίτι μου: Βρήκε δουλειά ~ ~ του., κάτι μου χτυπάει την πόρτα (μτφ.): παρουσιάζεται στη ζωή μου: Η ατυχία/η επιτυχία/η ευτυχία/ο έρωτας του χτύπησε ~., κι έξω από την πόρτα! (προφ.): για διώξιμο κάποιου με συνοπτικές διαδικασίες: τα παπούτσια στο χέρι ~ ~!, κλείνει τις πόρτες του: για επιχείρηση που παύει να λειτουργεί: Το ξενοδοχείο έκλεισε ~ ~ λόγω ανακαίνισης., κλείνω την πόρτα (στα μούτρα/στη μούρη/κατάμουτρα) σε κάποιον (προφ.): αρνούμαι χωρίς δεύτερη κουβέντα να δεχτώ κάποιον, τον διώχνω με αποφασιστικό τρόπο: Γύρισε πίσω, αλλά του ~σε ~ στα μούτρα.|| Δεν κλείνω την πόρτα σε (= δεν αποκλείω) μια τέτοια πιθανότητα., ο τελευταίος να κλείσει την πόρτα (οικ.): για να δηλωθεί ομαδική, εκούσια ή ακούσια, αποχώρηση, φυγή: Ένας, ένας παρακαλώ και ~ ~. Άρχισαν οι εκκαθαρίσεις ... ~ ~., όταν η φτώχεια μπαίνει απ' την πόρτα, ο έρωτας φεύγει απ' το παράθυρο: η ανέχεια, η μιζέρια φθείρουν τον έρωτα., πίσω από κλειστές πόρτες (μτφ.): στα κρυφά, χωρίς να δοθεί δημοσιότητα: Παίρνουν αποφάσεις/το θέμα συζητείται ~ ~., πόρτα πόρτα/από πόρτα σε πόρτα: από σπίτι σε σπίτι: Εξυπηρέτηση πελατών ~ ~. Διανομή/ενημέρωση/μεταφορές/πωλήσεις/υπηρεσία ~ ~. Τα παιδιά γυρίζουν από ~ σε ~ και λένε τα κάλαντα., πόρτα! (προφ.): για να δηλωθεί ενόχληση, όταν κάποιος φεύγει, χωρίς να κλείσει την πόρτα., της διπλανής πόρτας 1. απλός, καθημερινός, που ανταποκρίνεται στον μέσο όρο: άνθρωπος/γυναίκα/παιδί ~ ~. 2. για να δηλωθεί ότι κάτι είναι ξένο, δεν μας αφορά: Τα ναρκωτικά δεν είναι πρόβλημα ~ ~, είναι και δικό μας. [< αγγλ. next door, 1961] , τρώω πόρτα (αργκό) 1. μου απαγορεύουν την είσοδο σε κέντρο διασκέδασης ή εστιατόριο: ~ ~ σε κλαμπ. 2. αποτυγχάνω: Προσπάθησε, αλλά έφαγε ~., χτυπάω πόρτες (μτφ.): ζητώ κάτι, συνήθ. βοήθεια ή χάρη, από κάποιον: Έτρεξε, χτύπησε ~, αλλά κανείς δεν τον βοήθησε. Χτύπησε πολλές ~, αλλά δεν τα κατάφερε., χτυπώ λάθος πόρτα: απευθύνομαι σε ακατάλληλο ή αναρμόδιο πρόσωπο ή ζητώ βοήθεια από αυτό., ανοίγει τις πύλες/τις πόρτες του/της βλ. πύλη, παραβιάζω ανοιχτές θύρες/πόρτες βλ. παραβιάζω, πόρτα για τον χειμώνα βλ. χειμώνας, στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα βλ. βροντά, τον διώχνεις απ' την πόρτα (και) μπαίνει απ' το παράθυρο βλ. διώχνω [< 1,2: μτγν. πόρτα, ιταλ. porta 4: αγγλ. door]

προσοχή

προσοχή προ-σο-χή ουσ. (θηλ.) 1. προσήλωση του νου σε κάτι, συγκέντρωση σε συγκεκριμένο (απτό ή νοητό) αντικείμενο: έλλειψη/(εξ)άσκηση/εξασφάλιση (της) ~ής. Αποσπώ την ~ κάποιου. Παρακολουθώ το μάθημα με ~. Επικεντρώνω/εστιάζω την ~ μου στην εισήγηση/στον ομιλητή. Έχει στραμμένη την ~ του στην επικείμενη αναμέτρηση (πβ. ενδιαφέρον). Απομάκρυνε την ~ του από τα προβλήματα. Δίνει ~ στα διεθνή θέματα. Είναι άξιο προσοχής ότι … Η έκθεση/ταινία αξίζει την ~/της ~ής του κοινού. Έχει τεταμένη την ~ή του. Οι εικόνες/τα πολυμέσα κινούν/προσελκύουν/τραβούν την ~ των μαθητών. Το ζήτημα δεν διέφυγε την ~ (συχνότ. εσφαλμ. της ~ής) μου. Το θέμα δεν έχει τύχει της ής που του αξίζει. Άκουσα/διάβασα/εξέτασα/μελέτησα κάτι με ~. Σημεία/στοιχεία άξια ~ής. ΑΝΤ. αβλεψία, απροσεξία 2. επαγρύπνηση, ώστε να αποφευχθεί κάτι, μέριμνα, φροντίδα, επιμέλεια: Απαιτείται/χρειάζεται μεγάλη ~, για να μην κάνουμε λάθος. Επιδεικνύει ιδιαίτερη ~, όταν οδηγεί. Με τη δέουσα/με λίγη ~ μπορούμε να ... Η υγεία σας θέλει ~. Τα παιδιά έχουν ανάγκη την ~ μας. Κάνω κάτι με ~ (= προσεκτικά). Η δυσμενής κατάσταση επέσυρε την ~ της πολιτείας/των πολιτών. Πβ. περίσκεψη, σύνεση, φρόνηση. ● ΣΥΜΠΛ.: στάση προσοχής: όρθια θέση κατά την οποία το σώμα είναι ακίνητο, τα χέρια εφάπτονται σε αυτό και τα πόδια είναι ενωμένα: Σταθήκαμε σε ~ ~ για την έπαρση/υποστολή της σημαίας., διάσπαση/απόσπαση (της) προσοχής βλ. διάσπαση, διαταραχή, ελλειμματική προσοχή βλ. ελλειμματικός ● ΦΡ.: βαράει προσοχή/προσοχές & (σπάν.) χτυπάει προσοχή/προσοχές (προφ.-μειωτ.): επιδεικνύει υποτακτική συμπεριφορά: ~ ~ στους επισήμους., μετά προσοχής (λόγ.): προσεκτικά, με σύνεση: Το φάρμακο πρέπει να χορηγείται ~ ~., προσοχή (επιφωνηματικά ή ελλειπτικά) 1. πρόσεχε ή πρόσεξε, φυλάξου: ~ στις απομιμήσεις/στον δρόμο/στις ηλεκτρονικές απάτες/στον ήλιο/στο κενό/στα λάθη! ~ επείγον/ιός/κίνδυνος/παγίδα/σκύλος! ~, μη βιάζεστε! ~! Εκτελούνται έργα. 2. (συνήθ. ΣΤΡΑΤ.) παράγγελμα για να σταθεί κάποιος όρθιος και ακίνητος σε στάση προσοχής. Βλ. αλτ1, ανάπαυση., στέκομαι προσοχή: σε στάση προσοχής· κατ' επέκτ. υπακούω από σεβασμό, φόβο ή δουλοπρέπεια: (ΣΤΡΑΤ.) Στάθηκε ~ και χαιρέτησε στρατιωτικά. Σταθήκαμε ~ για την ανάκρουση του Eθνικού Ύμνου.|| Μπροστά στον πατέρα του ~εται ~. Πβ. κάθομαι/στέκομαι κλαρίνο/σούζα/απίκο. , εφιστώ την προσοχή βλ. εφιστώ, κλέβω την προσοχή/τα βλέμματα βλ. κλέβω, στο επίκεντρο/στο κέντρο του ενδιαφέροντος/της προσοχής βλ. ενδιαφέρον [< αρχ. προσοχή, γαλλ.-αγγλ. attention]

ριζά

ριζά ρι-ζά ουσ. (ουδ.) (τα) (λαϊκό): πρόποδες: στα ~ του βουνού. Πβ. ρίζα, υπώρεια. ΣΥΝ. ριζοβούνια [< ρίζα, με κατέβασμα του τόνου κατά το χαμηλά]

φλέβα

φλέβα φλέ-βα ουσ. (θηλ.) {φλεβ-ών} 1. ΑΝΑΤ. αγγείο που μεταφέρει το αίμα από τα τριχοειδή αγγεία στην καρδιά: μασχαλιαία/νεφρική/ομφαλική/πνευμονική/προσωπική/σπερματική (βλ. κιρσοκήλη)/σπληνική/σφαγίτιδα/υποκλείδια ~. Εγκεφαλικές/ηπατικές ~ες. Άνω ή κάτω (κοίλη) ~. Έξω ή έσω (λαγόνια) ~. Επιπολής μηριαία ~. Κεντρική ~ (αμφιβληστροειδούς). Οι βαλβίδες/κλάδοι μιας ~ας. Βλ. αρτηρία.|| (ΙΑΤΡ.) Κιρσώδεις ~ες των κάτω άκρων (= κιρσοί). Απόφραξη/θρόμβωση/στένωση ~ας (βλ. αγγειοπλαστική, ισχαιμία). Αποκάλυψη/παρακέντηση (βλ. φλεβοκέντηση) ~ας. Διαστολή/(συμφορητική) διόγκωση των ~ών.|| (προφ.) Μοβ (βλ. ευρυαγγεία)/πεταχτές ~ες. Ο γιατρός δυσκολεύτηκε να βρει ~ για να του κάνει ένεση.|| (κατ' επέκτ.) Οι ~ες των φύλλων (βλ. νεύρωση).|| (μτφ., για ποταμό:) ~ ζωής. 2. (μτφ.) έφεση, κλίση, ταλέντο: νέοι με καλλιτεχνική ~. Διαθέτει/έχει κωμική/λογοτεχνική/μουσική/ποιητική ~. 3. ΓΕΩΛ. ρωγμή πετρώματος στην οποία έχει γίνει απόθεση μεταλλικών ορυκτών που μεταφέρθηκαν από υδροθερμικά διαλύματα· υπόγειο υδάτινο ρεύμα: Ανακαλύφθηκε ~ μεταλλεύματος/πετρελαίου. Πβ. κοίτασμα.|| ~ νερού. 4. (μτφ.) καταγωγή, προέλευση: (γνήσια) ελληνική ~. ● Υποκ.: φλεβίδιο (το): (ΑΝΑΤ.) ~α και αρτηρίδια.|| (ΓΕΩΛ.) ~α ασβεστίτη., φλεβίτσα (η), φλεβούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: πυλαία φλέβα βλ. πυλαίος ● ΦΡ.: κόβω τις φλέβες μου 1. & κόβω φλέβες: (αργκό) μου αρέσει πολύ, τρελαίνομαι: ~ει ~ του για πάρτη της (: είναι τρελά ερωτευμένος μαζί της).|| Δεν ~ ~ για τα τραγούδια του. 2. & κόβω φλέβες: (μτφ.-αργκό) νιώθω βαρεμάρα ή κατάθλιψη: Ταινία για να ~εις φλέβες! 3. {συνήθ. στο γ' πρόσ. του αορ.} (κυριολ.) επιχειρώ να αυτοκτονήσω ή αυτοκτονώ (με αυτόν τον τρόπο)., χτυπώ φλέβα (μτφ.): βρίσκω το ευαίσθητο σημείο κάποιου, τον συγκινώ: Εδώ/τώρα χτύπησες ~. Πβ. αγγίζω τις ευαίσθητες χορδές (κάποιου)., χτυπώ/βρίσκω φλέβα χρυσού (μτφ.): ανακαλύπτω κάποιον ή κάτι που θα μου εξασφαλίσει κέρδη και επιτυχία: Χτύπησαν ~ ~ με το νέο τους μεταγραφικό απόκτημα., δεν έχει αίμα μέσα/στις φλέβες του/σταγόνα αίμα μέσα του/δεν τρέχει/κυλάει αίμα στις φλέβες του βλ. αίμα, πάγωσε το αίμα (στις φλέβες) μου βλ. αίμα [< μεσν. φλέβα, γαλλ. veine]

χταπόδι

χταπόδι χτα-πό-δι ουσ. (ουδ.) {χταποδ-ιού} & (λόγ.) οκτάπους & (σπάν.) κταπόδι 1. ΖΩΟΛ. κοινή ονομασία εδώδιμων κεφαλόποδων (γένος Octopus) με σφαιρικό σώμα και οκτώ πλοκάμια που έχουν μία ή δύο σειρές μυζητήρων, και με χρώμα μεταξύ ροζ και πορφυρού: ~ βάρους ... Τα αβγά/οι βεντούζες/το κεφάλι/το μελάνι/τα πόδια του ~ιού. ~ια κρεμασμένα στον ήλιο (: για να ξεραθούν και να γίνουν λιαστά). (για ψαρά:) Χτυπά το ~ στα βράχια (: για να μαλακώσει). ΣΥΝ. πολύποδας. Βλ. καλαμάρι, μαλάκια, σουπιά.|| (ΜΑΓΕΙΡ.) Κατεψυγμένο/φρέσκο ~. ~ κρασάτο/ξιδάτο/στιφάδο/ψητό. ~ στα κάρβουνα/στην κατσαρόλα. ~ με κοφτό μακαρονάκι. 2. (κατ΄επέκτ.-προφ.) ελαστικός ιμάντας πρόσδεσης μεταφερόμενων αντικειμένων: Δένω τις αποσκευές με ~ια. Βλ. δίχτυ. 3. (προφ., σε όχημα) πολλαπλή εξαγωγή καυσαερίων από μηχανή εσωτερικής καύσης. ● Υποκ.: χταποδάκι (το) ● ΦΡ.: θα σε χτυπήσω (κάτω) σαν χταπόδι! (απειλητ.): θα σε δείρω ανελέητα. ΣΥΝ. θα σε σκίσω (στα δύο/σαν σαρδέλα), χτυπιέμαι (κάτω) σαν χταπόδι (προφ.): φωνάζω, εκφράζω με έντονο τρόπο την αγανάκτηση, τη δυσαρέσκεια ή τη διαμαρτυρία μου: Τι ~έσαι ~; Αφού δεν θα καταφέρεις τίποτα στο τέλος. [< μεσν. οκταπόδι]

ψαχνό

ψαχνό ψα-χνό ουσ. (ουδ.) (προφ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. -ΜΑΓΕΙΡ. κρέας χωρίς κόκαλα και λίπος: κοτόπουλο/μοσχάρι/χοιρινό ~. Βλ. ξεψαχνίζω. 2. κέρδος, όφελος, κυρ. οικονομικό· ενδιαφέρον: Υπάρχει ~ εδώ!|| Η ιστορία έχει πολύ ~! ΣΥΝ. ψητό (3) 3. (μτφ.) η ουσία ενός θέματος: Μπαίνω/πάω κατευθείαν στο ~. Πβ. ρεζουμέ. ΣΥΝ. ζουμί (3), ψητό (2) ● ΦΡ.: χτυπώ/βαρώ/ρίχνω/πυροβολώ στο ψαχνό (προφ.): πυροβολώ κατευθείαν εναντίον κάποιου χωρίς δισταγμό, με σκοπό να τον τραυματίσω ή να τον σκοτώσω. || (μτφ.) Μέτρα που χτυπούν ~ (= ζημιώνουν, πλήττουν) μισθωτούς και συνταξιούχους. [< μεσν. ψαχνόν]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.