Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • χυμώδης , ης, ες χυ-μώ-δης επίθ. {χυμώδ-ους | -εις (ουδ. -η)} (λόγ.) ΣΥΝ. ζουμερός 1. (μτφ.) (για γυναίκα) που έχει πλούσιες καμπύλες, αποπνέει αισθησιασμό, θηλυκότητα: || (κατ' επέκτ.) ~ες: κορμί. Πβ. πληθωρικός. Βλ. αφράτος, εκρηκτικός. 2. γεμάτος χυμό: ~ης: σάρκα. ~εις: καρποί/σπόροι. Πβ. πολύχυμος, σαρκώδης.|| ~η: φύλλα/φυτά. 3. (μτφ.) με πλούσια εκφραστικά μέσα: ~ης: ποίηση. ~εις: περιγραφές. Γλώσσα εκφραστική/λυρική και ~. Πβ. μεστός, πολύχυμος. Βλ. -ώδης. [< 1,3: αγγλ. juicy 2: μτγν. χυμώδης]

αφράτος

αφράτος, η, ο [ἀφρᾶτος] α-φρά-τος επίθ. 1. που είναι φουσκωτός, μαλακός ή ελαφρύς: ~η: ζύμη/κρέμα/σαντιγί. ~ο: ψωμί. ~α: κρουασάν.|| ~ο: χώμα (: που μπορεί να σκαφτεί εύκολα).|| ~ο: στρώμα/χιόνι (: που υποχωρεί στην πίεση). 2. παχουλός, γεμάτος: ~α: μάγουλα. Βλ. -άτος. ● Υποκ.: αφρατούλης , α, ικο: ΣΥΝ. γεματούλης, παχουλούλης [< μεσν. αφράτος]

-ώδης

-ώδης, ης, ες (λόγ.) επίθημα επιθέτων που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. χαρακτηρίζεται ή αποτελείται, συνήθ. σε μεγάλο βαθμό, από αυτό που δηλώνει το επίθετο: αιματ~/θορυβ~/θυελλ~/σαρκ~.|| Δενδρ~/ελ~/θαμν~. 2. (μειωτ.) έχει την ιδιότητα που εκφράζει το πρώτο μέρος της λέξης: νηπι~/παιδαρι~. 3. αναδίδει μυρωδιά: δυσ~/ευ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.