χωριστός , ή, ό χω-ρι-στός επίθ. ΣΥΝ. ξεχωριστός 1. που γίνεται σε διαφορετική χρονική στιγμή ή τοποθετείται σε διαφορετικό χώρο σε σχέση με κάτι άλλο· που δημιουργήθηκε ειδικά, για να περιλάβει στοιχεία που δεν πρέπει να βρίσκονται μαζί με άλλα: ~ός: εορτασμός (ΑΝΤ. κοινός). ~ή: σελίδα. ~οί: λογαριασμοί. ~ές: εγκαταστάσεις/περιπτώσεις. ~ά: δωμάτια. Τραπεζαρία ~ή από την κουζίνα. Μπάνιο με ~ό ντους. Κοιτώνες ~οί για τ' αγόρια και τα κορίτσια. ΑΝΤ. αδιαίρετος, αχώριστος. Βλ. ενω-, συνδεδε-μένος.2. (σπάν.) που διαφέρει από κάποιον ή κάτι άλλο, που δεν μπορεί να ταυτιστεί με αυτό(ν): ~ές: περιπτώσεις. Πβ. διακριτός, εξατομικευ-, μεμονω-μένος, ιδιαίτερος, μοναδικός. ● επίρρ.: χωριστά:(για ζευγάρι σε διάσταση:) Κοιμούνται/μένουν ~.|| Ζει ~ απ' τους δικούς της. Πβ. μακριά.|| Οι αιτήσεις υποβάλλονται ~. ΑΝΤ. από κοινού.|| (σπάν.) Θα σου κοστίσει ... ευρώ, ~ (= χώρια, χωρίς) τα έξοδα μεταφοράς. ΑΝΤ. μαζί (1) [< αρχ. χωριστός]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.