Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • χωριστός , ή, ό χω-ρι-στός επίθ. ΣΥΝ. ξεχωριστός 1. που γίνεται σε διαφορετική χρονική στιγμή ή τοποθετείται σε διαφορετικό χώρο σε σχέση με κάτι άλλο· που δημιουργήθηκε ειδικά, για να περιλάβει στοιχεία που δεν πρέπει να βρίσκονται μαζί με άλλα: ~ός: εορτασμός (ΑΝΤ. κοινός). ~ή: σελίδα. ~οί: λογαριασμοί. ~ές: εγκαταστάσεις/περιπτώσεις. ~ά: δωμάτια. Τραπεζαρία ~ή από την κουζίνα. Μπάνιο με ~ό ντους. Κοιτώνες ~οί για τ' αγόρια και τα κορίτσια. ΑΝΤ. αδιαίρετος, αχώριστος. Βλ. ενω-, συνδεδε-μένος. 2. (σπάν.) που διαφέρει από κάποιον ή κάτι άλλο, που δεν μπορεί να ταυτιστεί με αυτό(ν): ~ές: περιπτώσεις. Πβ. διακριτός, εξατομικευ-, μεμονω-μένος, ιδιαίτερος, μοναδικός. ● επίρρ.: χωριστά: (για ζευγάρι σε διάσταση:) Κοιμούνται/μένουν ~.|| Ζει ~ απ' τους δικούς της. Πβ. μακριά.|| Οι αιτήσεις υποβάλλονται ~. ΑΝΤ. από κοινού.|| (σπάν.) Θα σου κοστίσει ... ευρώ, ~ (= χώρια, χωρίς) τα έξοδα μεταφοράς. ΑΝΤ. μαζί (1) [< αρχ. χωριστός]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.