Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • χωροκατακτητικός , ή, ό χω-ρο-κα-τα-κτη-τι-κός επίθ. 1. ΙΑΤΡ. (για όγκο) που αναπτύσσεται ή εξελίσσεται παθολογικά σε οργανικό ιστό: ~ή: βλάβη/εξεργασία. 2. ΟΙΚΟΛ. (για ξενικό φυτικό ή ζωικό είδος) που εξαπλώνεται, εισβάλλει σε ένα οικοσύστημα, διαταράσσοντας την ισορροπία του. Βλ. λεοντόψαρο. [< 1: αγγλ. space-occupying, 1961, 2: αγγλ. invasive, 1928, γαλλ. invasif]

λεοντόψαρο

λεοντόψαρολε-ο-ντό-ψα-ρο ουσ. (ουδ.) & λιονταρόψαρο: ΙΧΘΥΟΛ. εδώδιμο ψάρι (οικογ. Scorpaenidae, γένος Pterois, είδος P. miles), χωροκατακτητικό και επικίνδυνο, με δηλητηριώδη αγκάθια στη ράχη του. [< αγγλ. lionfish]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.