Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • χωρώ [χωρῶ] χω-ρώ ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {χωρ-άς, -ά κ. -άει κ. -εί ..., -ούν (προφ.) -άνε, -ώντας | χώρ-εσα, -έσει} & χωράω: μπορώ να μπω κάπου, χωρίς να πλεονάζω ή να εξέχω: Ελάτε, ~άμε! Δεν ~ούν πάνω από δέκα άτομα. ~άνε δεν ~άνε εδώ μέσα (: ίσα ίσα που ~άνε). Πού ~εσαν όλοι αυτοί; Κάνε στην άκρη, να ~έσω κι εγώ!|| Δεν ~ά να περάσει το αυτοκίνητο. Δεν ~ούν άλλα ρούχα στο συρτάρι. Συσκευή που μπορεί να ~έσει στην παλάμη του χεριού/στην τσέπη (: είναι μικροσκοπική).|| (μτφ.) Δεν μπορεί να ~έσει τόση αγάπη σε λίγες γραμμές. Πόσες φορές ~ά το επτά στο είκοσι ένα;χωρά 1. μπορεί να δεχτεί ορισμένο πλήθος ανθρώπων ή συγκεκριμένη ποσότητα στοιχείων εντός του χώρου που διαθέτει: Το γήπεδο ~ ... θεατές (= έχει χωρητικότητα ... θεατών). Δεν μας ~ το ταξί. Το μπουκάλι ~ ... λίτρα. Πόσα αρχεία μπορεί να ~έσει το φλασάκι;|| (μτφ.) Η καρδιά του ~ όλο τον κόσμο (: είναι μεγαλόκαρδος). 2. (κυρ. με άρνηση) για ρούχα ή παπούτσια που εφαρμόζουν στο σώμα κάποιου, ώστε να μπορεί να τα φορέσει: Δεν της ~ πια το φουστάνι (= της είναι στενό). Τα γάντια δεν μου ~άνε (= μου είναι μικρά). Πβ. μπαίνει. 3. & χωρεί: (μτφ.-κυρ. με άρνηση) επιτρέπεται, δικαιολογείται, μπορεί να γίνει αποδεκτό: Για ένα τόσο σοβαρό ζήτημα δεν ~ εφησυχασμός. Δεν ~άνε άλλες απώλειες/αστεία/δικαιολογίες/μεμψιμοιρίες/ντροπές.|| (επίσ.) Κατά της απόφασης ~ ένσταση. 4. & χωρεί: (μτφ.-κυρ. με άρνηση) επιδέχεται, παίρνει: Η κατάσταση δεν ~ συμβιβασμούς. Το θέμα δεν ~ (περαιτέρω) καθυστέρηση., χωρεί (αρχαιοπρ.): προχωρά: (σε νομικά κείμενα) Η πειθαρχική δίωξη ~ αυτεπαγγέλτως. ● ΦΡ.: δεν με χωρά(ει) ο τόπος (προφ.): δεν μπορώ να σταθώ σε ένα μέρος, λόγω υπερέντασης, ανυπομονησίας ή στενοχώριας: Δεν τον ~ ~, όλα του φταίνε., δεν χωρά(ει)/χωρεί (καμιά/η παραμικρή) αμφιβολία: είναι σίγουρο, αναμφίβολο: ~ ~ ότι θα τα καταφέρουν., δεν χωράω κάπου (μτφ.): δεν ανήκω, δεν έχω θέση σε κάποιον χώρο ή περιβάλλον, κυρ. λόγω του χαρακτήρα μου ή των αρνητικών συνθηκών που επικρατούν: Νιώθω ότι ~ ~ πουθενά/στην παρέα τους., στους δύο τρίτος δεν χωρεί/χωρά(ει) (προφ.): σε μία διαπροσωπική, συνήθ. ερωτική, σχέση δεν πρέπει να αναμειγνύονται τρίτοι, γιατί μπορεί να τη διαλύσουν., (δεν χωράνε) δύο καρπούζια σε μία/στην ίδια μασχάλη βλ. καρπούζι, δεν παίρνει/δεν σηκώνει/δεν χωράει/δεν επιδέχεται (άλλη) αναβολή/αναβολές βλ. αναβολή, δεν το βάζει/δεν το χωράει/δεν μπορεί να το χωρέσει ο νους/το μυαλό κάποιου/του ανθρώπου βλ. νους, δεν υπάρχει/δεν γίνεται/δεν χωράει (καμία) σύγκριση βλ. σύγκριση, δεν χωράει (καμία) αμφισβήτηση βλ. αμφισβήτηση, δεν χωράει (να περάσει) απ' την πόρτα βλ. πόρτα, κάτι σηκώνει/θέλει/χρειάζεται/χωράει/παίρνει συζήτηση/κουβέντα βλ. συζήτηση, όλοι οι καλοί χωράνε βλ. καλός, πόσα απίδια πιάνει/χωράει/βάζει/βάνει/έχει ο σάκος βλ. απίδι, στο καλάθι δεν χωρεί, στο κοφίνι περισσεύει βλ. κοφίνι, χίλιοι καλοί χωρούν(ε)/χωράνε (, ένας κακός δεν χωρεί) βλ. χίλιοι [< αρχ. χωρῶ ‘αφήνω χώρο, περιέχω, βρίσκω θέση’]

αμφισβήτηση

αμφισβήτηση [ἀμφισβήτηση] αμ-φι-σβή-τη-ση ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -ήσεως} 1. η μη αποδοχή από κάποιον της αλήθειας, της ορθότητας, του κύρους, της ισχύος μιας ενέργειας, πράξης, στάσης, έννοιας ή προσώπου: ~ της αξιοπιστίας/του δικαιώματος να .../της ηγεσίας/ενός θεσμού/της ιστορίας/της νομιμότητας (μιας απόφασης)/των προθέσεων/των συνόρων. Η αξία του δεν επιδέχεται ~/~ης. Πβ. δι~. Βλ. αναγνώριση, παραδοχή. 2. κριτική αντιμετώπιση αξιών, θεωριών, θεσμών: η γενιά/η ηλικία (: εφηβεία)/το κίνημα/το φαινόμενο της ~ης. Η ~ της μεταπολίτευσης/των νέων. ● ΦΡ.: δεν χωράει (καμία) αμφισβήτηση: είναι απόλυτα βέβαιο., πέρα/έξω από κάθε αμφισβήτηση: είναι εντελώς σίγουρο, αποδεκτό. Πβ. αδιαμφισβήτητα, αναμφίβολα, βέβαια, σίγουρα. ΣΥΝ. πέρα από κάθε αμφιβολία, υπό αμφισβήτηση & σε αμφισβήτηση: για κάτι που αμφισβητείται: ένας μύθος ~ ~. Η αποτελεσματικότητα του μέτρου είναι/(προφ.) μπαίνει ~ ~. Δεν μπορεί να τεθεί ~ ~ (= να αμφισβητηθεί) το γεγονός ότι ... [< αρχ. ἀμφισβήτησις 2: γαλλ. contestation, 1968]

αναβολή

αναβολή [ἀναβολή] α-να-βο-λή ουσ. (θηλ.) 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναβάλλω: προσωρινή ~. ~ του αγώνα/της επίσκεψης (πβ. μετάθεση). ~ δύο μηνών. Συνεχείς ~ές στην αντιμετώπιση των προβλημάτων. Η δουλειά πρέπει να γίνει δίχως την παραμικρή ~. Βλ. ακύρωση, τρενάρισμα.|| (ΝΟΜ.) Εισηγήθηκε/πέτυχε την ~ έκδοσης απόφασης. ~ της δίκης/συζήτησης. Πβ. αναστολή, διακοπή, ματαίωση. 2. ΣΤΡΑΤ. καθυστέρηση του χρόνου στράτευσης κάποιου: ~ κατάταξης λόγω σπουδών/για λόγους υγείας. Έχω/ζητώ/παίρνω ~. Διακόπτω την ~ μου. Χορήγηση ~ής. ● ΦΡ.: από αναβολή σε αναβολή: για κάτι που αναβάλλεται συνεχώς: ~ ~ το πας., δεν παίρνει/δεν σηκώνει/δεν χωράει/δεν επιδέχεται (άλλη) αναβολή/αναβολές: είναι επείγον, δεν πρέπει να καθυστερήσει (άλλο): Το ζήτημα/το πράγμα/η υπόθεση ~ ~., χωρίς αναβολή/αναβολές: αμέσως, δίχως καθυστέρηση: Εφαρμογή σχεδίου ~ ~. [< αρχ. ἀναβολή, γαλλ. sursis]

απίδι

απίδι [ἀπίδι] α-πί-δι ουσ. (ουδ.) (λαϊκό): αχλάδι. Βλ. -ίδι. ● ΦΡ.: πόσα απίδια πιάνει/χωράει/βάζει/βάνει/έχει ο σάκος (προφ.): πώς έχουν τα πράγματα στην πράξη, τι συμβαίνει στ' αλήθεια: (κυρ. απειλητ.) Θα του δείξω εγώ ~ ~!|| Ας εφαρμόσει όσα λέει, για να δούμε ~ ~! [< μεσν. απίδι(ον)]

καλός

καλός, ή, ό κα-λός επίθ. {συγκρ. καλύτερος, υπερθ. άριστος (λόγ.) κάλλιστος} ΑΝΤ. κακός 1. που χαρακτηρίζεται από θετικά συναισθήματα και φιλική διάθεση απέναντι στους άλλους, αγάπη, ανιδιοτέλεια, συμπόνια και πραότητα: Είναι ~ άνθρωπος/χαρακτήρας (πβ. αγαθός, άδολος, άκακος, ήρεμος). Είστε τόσο ~ (βλ. εξυπηρετικός)! Είναι ο ~ μου άγγελος (πβ. φύλακας άγγελος)! Είναι ~ή με όλους (βλ. ευγενικός, ευπροσήγορος, καλοσυνάτος, καταδεκτικός, μειλίχιος, προσηνής, προσιτός). || Έχει ~ή καρδιά/ψυχή (= είναι καλό-καρδη, -ψυχη). Δείχνει τον ~ό του εαυτό/την ~ή του πλευρά.|| ~ές πράξεις/~ά έργα (βλ. φιλανθρωπία). Έχει ~ό σκοπό/~ές προθέσεις (βλ. αγνός).|| Παριστάνει τον ~ό. Μου έκανε την ~ή μέχρι να την εξυπηρετήσω. 2. ηθικός, ήσυχος, υπάκουος· ευπρεπής, κόσμιος: ~ κι ενάρετος. Πβ. έντιμος.|| (οικ.) ~ό: σκυλάκι. Τα ~ά παιδιά δεν κάνουν αταξίες! Θα πας αμέσως στο κρεβάτι σου σαν ~ό κοριτσάκι που είσαι! Τι κάνει σήμερα το ~ό μας το αγόρι;|| ~ή: μεταχείριση. Κανόνες ~ής συμπεριφοράς (πβ. σαβουάρ βιβρ). Αποφυλακίστηκε λόγω ~ής διαγωγής. Έχει πάρει ~ή αγωγή/ανατροφή. Έχει ~ούς τρόπους. 3. που διαθέτει κύρος και κοινωνική αναγνώριση, λόγω πλούτου, επαγγέλματος ή/και ήθους: νέος ~ής οικογενείας. Είναι από ~ή γενιά/~ό σόι. Πβ. αριστοκρατικός. Βλ. ανφάν γκατέ, ελίτ, τζετ σετ.|| Απέκτησε ~ό όνομα/~ή φήμη (βλ. αναγνωρισμένος, αξιόπιστος).|| Πήγε σε ~ό σχολείο. Μπήκε σε ~ή σχολή. Έκανε ~ό γάμο. Διατίθεται σε όλα τα ~ά καταστήματα (βλ. επιλεγμένος). 4. σύμφωνος με κοινώς αποδεκτές αξίες ή απαιτήσεις, σωστός: ~ός: εργοδότης (πβ. δίκαιος)/πολίτης (πβ. υπεύθυνος)/υπάλληλος (πβ. ευσυνείδητος, συνεπής)/φίλαθλος/χριστιανός (πβ. ευσεβής, πιστός). Υπήρξε ~ πατέρας και σύζυγος.|| Θα μου δανείσεις το βιβλίο σου, σαν ~ φίλος που είσαι; 5. ικανός: ~ός: αθλητής/γιατρός/δάσκαλος/επιστήμονας/ηθοποιός/μαθητής/μουσικός/οδηγός/πολιτικός/συγγραφέας. Είναι ~ (= κάνει) για δικηγόρος. ~ στο να λύνει προβλήματα. Πβ. άξιος, επιδέξιος.|| Ήταν ~ σε όλα τα μαθήματα (πβ. γερός, δυνατός).|| ~ός: ακροατής (πβ. προσεκτικός). 6. που τηρεί κάποιες προδιαγραφές· επαρκής, ικανοποιητικός: ~ός: έλεγχος (πβ. διεξοδικός). ~ή: γνώση (της Αγγλικής)/διατροφή/μόρφωση. Συμβουλές για ~ή υγεία. Χρειάζεσαι έναν ~ό ύπνο! Παρέα μ' ένα ~ό βιβλίο. -Τι λες για το σχέδιό μου; -~ό μου ακούγεται! Έχει ~ούς βαθμούς.|| Πολύ ~ές συνθήκες (= εξαιρετικές). Χαρτί ~ής ποιότητας. Μεταχειρισμένο αμάξι σε πολύ ~ή κατάσταση.|| ~ή: δόση/μερίδα.|| (ΑΘΛ.) (για δρομέα:) Έκανε ~ό χρόνο. Έκαναν αρκετά ~ή εμφάνιση/προσπάθεια. Στον ημιτελικό δεν ήταν καθόλου ~οί.|| ~ός: φωτισμός. ~ή: ορατότητα. Δεν έχει καλή όραση/φωνή (: είναι παράφωνος).|| Βρήκε ~ή δουλειά.|| Λάτρης του ~ού φαγητού (πβ. καλοφαγάς).|| ~ός: μισθός. ~ό: μεροκάματο. ~ά: λεφτά.|| ~ό: ανακάτεμα/καθάρισμα/ξέβγαλμα/πλύσιμο (πβ. σχολαστικός). Το κρέας θέλει ~ό ψήσιμο (πβ. καλοψημένος).|| Δέκα ~οί λόγοι για να ... 7. επιτυχημένος, εύστοχος: ~ός: συγχρονισμός/υπολογισμός/χειρισμός. ~ή: βολή/παρατήρηση/πρόταση/σκέψη/συμβουλή/τακτική. ~ό: άλλοθι/επιχείρημα/ερώτημα. Καμιά ~ή ιδέα; Δεν έγινε ~ή συνεννόηση. (προφ.) Καλόοο! Ελπίζω να έχεις μια ~ή δικαιολογία που άργησες. 8. χρήσιμος· συμφέρων, επικερδής: Θες μια ~ή συμβουλή; Πήρα ~ές πληροφορίες. Δεν θα σου χρειαστεί άμεσα, αλλά ~ό είναι να το ξέρεις.|| ~ή: ευκαιρία/περίπτωση/συμφωνία. ~ές: αγορές/τιμές. Δεν κάνει ~ή (= συνετή) χρήση των χρημάτων. Η χρονιά ήταν ~ή (ενν. οικονομικά) για την περιοχή. (ευχετ.) ~ές δουλειές! Πβ. αποδοτικός, κερδο-, προσοδο-φόρος.|| Φάρμακο ~ό για τον λαιμό. Πβ. ωφέλιμος.|| Άμα δεν ξέρεις, ~ό θα ήταν να μην μιλάς! 9. ευνοϊκός, θετικός· ευχάριστος: ~ή: διάθεση/τύχη (πβ. καλοτυχία). ~ό: προαίσθημα. ~ές: προοπτικές. (ευχετ.) ~ά αποτελέσματα!|| ~ός: καιρός (πβ. καλοκαιρία).|| ~ή εποχή για διακοπές. Τον πέτυχα σε ~ή στιγμή. Ήρθες σε ~ή ώρα.|| Διαπραγματεύσεις μέσα σε ~ό κλίμα (ΑΝΤ. δυσμενής).|| Χρειάζομαι μια ~ή ζαριά. Έχει ~ό χαρτί.|| Έκανε ~ή εντύπωση. Το έργο πήρε ~ές κριτικές. Έχει ~ές συστάσεις. Πες της και κανά ~ό λόγο για μένα! Μόνο ~ά λόγια άκουσα για σένα! ΑΝΤ. αρνητικός.|| Αν έχεις ~ή παρέα, δεν θες τίποτε άλλο. Φέρνω ~ά νέα. Επιτέλους και μια ~ή είδηση! (προφ.) Τώρα αυτό είναι ~ό; ΑΝΤ. δυσάρεστος. 10. ωραίος, συμπαθητικός: ~ή: εμφάνιση. ~ό: παρουσιαστικό/σώμα. ~ά: χαρακτηριστικά.|| Δεν κάνει ~ά γράμματα. Έχει ~ό γούστο.|| (συγκαταβατικά) -Πώς σου φαίνεται; -~. ΑΝΤ. άσχημος (1) 11. επίσημος: Θα στρώσω το ~ό τραπεζομάντιλο. Πέρασα τις σημειώσεις στο ~ό τετράδιο. (μτφ., σε φωτογράφιση:) Θέλω να μου χαρίσετε το ~ό σας χαμόγελο! Έβαλα/φόρεσα τα ~ά μου παπούτσια/ρούχα. Βλ. καθημερινός, πρόχειρος. 12. που βολεύει κάποιον περισσότερο: Γράφω με το ~ό χέρι (βλ. αριστερό-, δεξιό-χειρας). Κλότσα τη μπάλα με το ~ό σου πόδι! 13. στενός, εγκάρδιος: Είναι ~οί φίλοι. Έχει πολύ ~ές σχέσεις με τους γονείς της. 14. χωρίς προβλήματα, ομαλός: Ήταν ~ή η μέρα σου σήμερα; Είχε ~ά γεράματα.|| (κυρ. ευχετ.) ~ό δρόμο/μήνα! ~όν ύπνο! ~ή: ανάρρωση/αντάμωση (: για αποχαιρετισμό)/αρχή/επιτυχία/ξεκούραση/όρεξη/πρόοδο/τύχη/χρονιά/χώνεψη! ~ή Ανάσταση και ~ό Πάσχα! ~ή σου μέρα (= καλημέρα)! ~ό: καλοκαίρι/κουράγιο/ταξίδι/τριήμερο! ~ές: διακοπές! 15. (ειρων.) (για ώρα ή χρονικό σημείο) περασμένος: Μέχρι να γυρίσει, ~ό Σεπτέμβρη/~ά μεσάνυχτα! ● Ουσ.: ο καλός: ενν. άνθρωπος, ήρωας (έργου): Στη ζωή δεν νικάνε πάντα οι ~οί.|| Έπαιζε τον ρόλο του ~ού. ΑΝΤ. ο κακός ● Υποκ.: καλούτσικος , η, ο: σχετικά καλός. Πβ. μέτριος. [< μεσν. καλούτσικος] ● ΣΥΜΠΛ.: Καλές Τέχνες βλ. τέχνη, καλές υπηρεσίες βλ. υπηρεσία, καλή ζωή βλ. ζωή, καλή θέληση βλ. θέληση, καλή λευτεριά! βλ. λευτεριά, καλή πίστη βλ. πίστη, καλή χοληστερόλη/χοληστερίνη βλ. χοληστερόλη, καλός/κακός αγωγός βλ. αγωγός, ο καλός Θεός/θεούλης βλ. θεός, ο καλός κόσμος βλ. κόσμος, υψηλή/καλή κοινωνία βλ. κοινωνία ● ΦΡ.: βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου (προφ.): για να δηλωθεί η μάταιη προσπάθεια να (μετα)πειστεί κάποιος: ~ ~, τίποτα αυτός, τον χαβά του! Πβ. βρε αμάν, βρε ζαμάν., καλά όλ' αυτά, αλλά ... (προφ.): ως έκφρ. επιφύλαξης σε άποψη ή κατάσταση που γίνεται μόνο συγκαταβατικά αποδεκτή: Θα μου πεις ~ ~ πώς μπορεί κάποιος να τα εφαρμόσει; Πβ. ναι μεν, αλλά., καλέ μου άνθρωπε! (προσφών.-ευφημ.): Λυπήσου με, ~ ~! Γιατί, ~ ~, φωνάζεις έτσι;, καλό κι αυτό/καλό και τούτο! (προφ.): για να δηλωθεί έκπληξη: ~ ~! Τι άλλο θ' ακούσουμε; (ειρων.) Αυτόν επέλεξαν; ~ ~!, καλός είναι κι αυτός/και τούτος/του λόγου του! (προφ.-ειρων.): επικριτικά για κάποιον που η συμπεριφορά του εκπλήσσει ή ενοχλεί. Πβ. άλλος (κι) αυτός!, καλός/καλή/καλό μου (οικ.): για αγαπημένο πρόσωπο: (προσφών.) Ήρθες, ~έ μου; Έλα εδώ, ~ό μου, γιατί κλαις;|| (ως ουσ., ερωτικός σύντροφος:) Περιμένει τον ~ό της/την ~ή του (βλ. αγαπημένος, φίλος/φιλενάδα)., με την καλή έννοια (του όρου) (προφ.): ως διευκρίνιση για χαρακτηρισμό ή δήλωση που μπορεί να παρεξηγηθεί: Σε ζηλεύω, ~ ~!|| (ειρων.-χιουμορ.) Είναι τρελή, ~ ~ (πάντα)!, ο καλός καλό δεν έχει (παροιμ.): ο καλόκαρδος άνθρωπος δεν βρίσκει ευτυχία και ανταπόδοση της καλοσύνης του., ο καλός/η καλή σου (ειρων.): για να δηλωθεί ενόχληση ή το ευτράπελο μιας συμπεριφοράς, χωρίς να κατονομαστεί ο δράστης: Στρίβω δεξιά, από πίσω κι ο ~ ~! Κινώ, λοιπόν, ο ~ ~, να πάω στο ... Έφυγε η ~ ~ και μ' άφησε να βγάλω εγώ το φίδι απ' την τρύπα! Πάει να σηκωθεί, πάρτην κάτω την ~ή ~!, όλοι οι καλοί χωράνε: (προτρεπτικά) για να δηλωθεί ότι όλοι οι καλόβολοι άνθρωποι είναι ευπρόσδεκτοι: Μπείτε κι εσείς, ~ ~. Πβ. χίλιοι καλοί χωρούν(ε)/χωράνε., πολύ καλός για ...: πολύ ανώτερος από κάποιον άλλον ή από τον μέσο όρο: ~ ~ό για να είναι αληθινό! Είναι πολύ ~ή για σένα (= σου πέφτει πολλή)!, τέλος καλό, όλα καλά: όταν κάτι έχει αίσιο τέλος, ξεχνά κανείς τις δυσκολίες και τα προβλήματα που συνάντησε: Πέρασε κάποιες περιπέτειες με την υγεία του αλλά ~ ~. [< αγγλ. all's well that ends well] , το δέκα/το δύο το καλό (στην τράπουλα): το δέκα καρό ή το δύο σπαθί: (μτφ., για καλή τύχη:) Έχει πιάσει το δέκα ~ ~., (αγωνίστηκε/έδωσε) τον αγώνα τον καλό βλ. αγώνας, βλέπω/παίρνω (κάποιον/κάτι) με καλό/με κακό μάτι βλ. μάτι, για καλή/για κακή μου τύχη βλ. τύχη, δεν θα έχω καλά ξεμπερδέματα/θα έχω κακά/άσχημα ξεμπερδέματα βλ. ξεμπέρδεμα, δεν λες καλά/καλύτερα (που) ... βλ. λέω, δίνω το (καλό/κακό) παράδειγμα βλ. παράδειγμα, η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται βλ. μέρα, η ώρα η καλή! βλ. ώρα, κάθε εμπόδιο για καλό βλ. εμπόδιο, καλά ξεμπερδέματα βλ. ξεμπέρδεμα, καλά ξυπνητούρια! βλ. ξυπνητούρια, καλά στέφανα! βλ. στέφανα, καλά/καλό θα 'τανε βλ. καλά, καλές γιορτές! βλ. γιορτή, καλή καρδιά! βλ. καρδιά, καλή του ώρα βλ. ώρα, καλή ώρα βλ. ώρα, καλής γειτονίας βλ. γειτονία, καλό βόλι βλ. βόλι, καλό βράδυ! βλ. βράδυ, καλό κατευόδιο! βλ. κατευόδιο, καλό ξημέρωμα! βλ. ξημέρωμα, καλό/κακό προηγούμενο βλ. προηγούμενο, Καλός πολίτης! βλ. πολίτης, καλός, χρυσός και άγιος, αλλά ... βλ. άγιος, καλούς απογόνους! βλ. απόγονος, μέσα/μες στην καλή/τρελή χαρά βλ. χαρά, μια/μία ωραία πρωία βλ. πρωία, ο καλός ποιμήν βλ. ποιμένας, ο καλός Σαμαρείτης βλ. Σαμαρείτης, ο παλιός καλός ... βλ. παλιός, οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους βλ. λογαριασμός, όλα καλά/όλα ωραία, όλα ανθηρά βλ. ανθηρός, όλοι (οι καλοί) μαζί/όλοι αντάμα κι ο ψωριάρης χώρια βλ. ψωριάρης, παίρνω τον καλό δρόμο βλ. δρόμος, σε καλά χέρια βλ. χέρι, σε καλή μεριά! βλ. μεριά, σε καλό δρόμο/σε καλή πορεία βλ. δρόμος, στα καλά καθούμενα/του καθουμένου βλ. καθούμενος, το καλό πρά(γ)μα αργεί να γίνει βλ. αργώ, το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι βλ. παλικάρι, του καλού καιρού βλ. καιρός, χίλιοι καλοί χωρούν(ε)/χωράνε (, ένας κακός δεν χωρεί) βλ. χίλιοι ● βλ. καλά, καλό, καλώς [< αρχ. καλός]

καρπούζι

καρπούζι καρ-πού-ζι ουσ. (ουδ.) {καρπουζ-ιού}: ΒΟΤ. μεγάλος καρπός με σκούρες και ανοιχτές κάθετες ραβδώσεις (ή στίγματα), λεία και χοντρή φλούδα και χυμώδη κοκκινωπή σάρκα συνήθ. με πολλά μικρά μαύρα (ή και άσπρα) κουκούτσια· σπανιότ. καρπουζιά: δροσερό/ζουμερό/παγωμένο ~. ‘Ασπορο ~. Μια φέτα ~. Γλυκό (του κουταλιού)/γρανίτα ~. Η καρδιά/τα σπόρια του ~ιού. ~ια υπαίθρια και υπό κάλυψη. Το ~ είναι καλοκαιρινό φρούτο. Βλ. με τη βούλα, πεπόνι. ● Υποκ.: καρπουζάκι (το) ● ΦΡ.: (δεν χωράνε) δύο καρπούζια σε μία/στην ίδια μασχάλη (παροιμ.): είναι ανέφικτο ή δύσκολο να γίνουν ή να κάνει κάποιος δύο ή περισσότερα πράγματα ταυτόχρονα και με επιτυχία., (σκάει) σαν καρπούζι (ειρων.-χιουμορ.): για κάποιον ή κάτι που πέφτει με δύναμη στο έδαφος., και το μαχαίρι και το καρπούζι/και το καρπούζι και το μαχαίρι βλ. μαχαίρι, μάπα το καρπούζι βλ. μάπα [< τουρκ. karpuz]

κοφίνι

κοφίνι κο-φί-νι ουσ. (ουδ.) {κοφιν-ιού} (λαϊκό): καλάθι από πλεγμένες βέργες κυρ. λυγαριάς ή καλαμιάς, με κοντά πλαϊνά χερούλια: ψάθινο ~. ~ια γεμάτα/με φρούτα. Γαϊδουράκια φορτωμένα με ~ια.|| (δηλωτικό χωρητικότητας:) Δύο ~ια κεράσια. Πβ. πανέρι.|| ~ για ψάρεμα (πβ. κιούρτος). ● Υποκ.: κοφινάκι (το) ● Μεγεθ.: κοφίνα (η): ΣΥΝ. καλάθα, κόφα (2) ● ΦΡ.: στο καλάθι δεν χωρεί, στο κοφίνι περισσεύει (παροιμ.): για κάποιον που δεν μένει ποτέ ικανοποιημένος. Πβ. δεν ξέρει τι του φταίει, τρώγεται με τα ρούχα του. [< μεσν. κοφίνι(ν)]

νους

νους [νοῦς] ουσ. (αρσ.) {νου (λόγ.) νοός | (λόγ.) πληθ. νόες} ΣΥΝ. διάνοια, μυαλό 1. το σύνολο των συνειδητών και ασυνείδητων νοητικών διαδικασιών που σχετίζονται κυρ. με την αντίληψη, τη σκέψη, τη φαντασία, τη μνήμη· το πνεύμα, ο λόγος (δηλ. το λογικό): γέννημα/δημιούργημα/κατασκεύασμα/πλάσμα/προϊόν του νου (πβ. αποκύημα της φαντασίας). Οι δυνάμεις/η εγρήγορση/η καθαρότητα του νου. Έχει δημιουργικό/εύστροφο/οξύ/πρακτικό νου. Πράξη που ξεπερνά τον ανθρώπινο νου (: αδιανόητη, φρικτή). Αποφασίζει/κρίνει με καθαρό νου (= λογικά, ψύχραιμα). Έσβησε από τον νου του τα πάντα (= τα ξέχασε). Έχασε το(ν) νου της/σάλεψε ο ~ του (= τρελάθηκε). Πβ. νοημοσύνη, νόηση. Βλ. ψυχή.|| (ΦΙΛΟΣ.) Ο ~ του Αναξαγόρα/Ηράκλειτου. Φιλοσοφία του νου. 2. (κατ' επέκτ.) πρόσωπο έξυπνο, με ιδιαίτερα ανεπτυγμένη νοητική ικανότητα: φωτισμένος ~ (πβ. ιδιοφυΐα). Μόνο ένας δαιμόνιος/σατανικός ~ θα μπορούσε να σχεδιάσει κάτι τέτοιο! ● ΣΥΜΠΛ.: κοινός νους & (σπάν.) κοινό μυαλό: κοινή λογική., ιθύνων νους βλ. ιθύνων, τετράγωνο μυαλό βλ. μυαλό ● ΦΡ.: βάζω στο(ν)/με τον νου/μυαλό μου κάτι (προφ.): πάει το μυαλό μου σε κάτι, σκέφτομαι, υποψιάζομαι: Δεν ~εις με τον νου σου τι σε περιμένει!, βγάζω κάτι/κάποιον απ' το(ν) νου/το μυαλό/το κεφάλι/τη σκέψη (μου) (προφ.): σταματώ να το(ν) σκέφτομαι, το(ν) ξεχνώ: Μη φοβάσαι, δεν θα ξανασυμβεί, βγάλ' το ~ σου! Δεν μπορεί κανείς να μου (το) βγάλει ~ ότι ...|| Βγάλ' την, επιτέλους, ~ σου!, δεν το βάζει/δεν το χωράει/δεν μπορεί να το χωρέσει ο νους/το μυαλό κάποιου/του ανθρώπου (προφ.): δεν μπορεί να το πιστέψει, είναι αδιανόητο: ~ ~ ο νους/το μυαλό του ανθρώπου αυτό που συνέβη!, έχε τον νου σου & το(ν) νου σου (προφ.): πρόσεχε: ~ ~ μην πάθεις κανένα κακό. Τον νου σου! Θα πέσεις!, έχω στο(ν) νου μου/κατά νου (κάποιον/κάτι) (προφ.) 1. έχω κάποιον ή κάτι στο μυαλό μου, στη σκέψη μου: ~ ~ πολλά πράγματα. Έχε κατά ~ (= έχε υπόψη σου) ότι ... 2. σκοπεύω, προτίθεμαι: Έχει στο(ν) νου του/κατά νου ν' αλλάξει σπίτι. Πβ. έχω κάποιον/κάτι στο μυαλό μου., έχω το(ν) νου/το μυαλό μου σε κάποιον/κάτι (προφ.): με απασχολεί, το(ν) σκέφτομαι (επίμονα): ~ει ~ της συνέχεια στα παιδιά. Το μυαλό του το έχει στο παιχνίδι. Πού είχες ~ σου, όταν σου μιλούσα;|| Έχει αλλού το ~ του (= είναι αφηρημένος)., κοντά στο(ν) νου κι η γνώση (παροιμ.): για κάτι που (θεωρείται ότι) είναι αυτονόητο, που δεν χρειάζεται πολλή σκέψη., λέω με το νου μου (προφ.): σκέφτομαι: 'Είμαι πολύ τυχερός σήμερα!', είπε με το νου του. Πβ. λέω (από) μέσα μου., νους υγιής εν σώματι υγιεί (γνωμ.-λόγ.): δεν νοείται πνευματική υγεία χωρίς σωματική· προκειμένου να τονιστεί η σημασία της σωματικής άσκησης (άθλησης) ως απαραίτητης προϋπόθεσης για την πνευματική ευεξία. [< λατ. mens sana in corpore sano] , ό,τι βάλει ο νους (του ανθρώπου) (προφ.): ό,τι μπορεί κάποιος να φανταστεί· τα πάντα, πολλά και διάφορα (πράγματα): Στο παζάρι μπορούσες να βρεις ~ ~ σου/του ανθρώπου! Πβ. και του πουλιού το γάλα., ψήλωσε ο νους (κάποιου) (μτφ.-προφ.) 1. έχει υπερβολικές φιλοδοξίες. 2. έχασε τα λογικά του., ανοίγει/διευρύνει το μυαλό/το(ν) νου/τους πνευματικούς ορίζοντες βλ. μυαλό, βάζω κακό με το μυαλό/τον νου μου βλ. κακό, έχει άλλα πράγματα στο μυαλό/στο(ν) νου/στο κεφάλι του βλ. πράγμα, κατεβάζει το κεφάλι/η κούτρα/η γκλάβα/ο νους/το ξερό μου βλ. κατεβάζω, μου έρχεται/μου 'ρχεται/φέρνω (κάποιον ή κάτι) στο μυαλό/στο(ν) νου/στη σκέψη/στη μνήμη βλ. έρχομαι, μου περνά (από το μυαλό/τον νου) βλ. περνώ, μου πήρε το μυαλό/τα μυαλά/το(ν) νου βλ. μυαλό, μου 'χει φύγει το μυαλό/το καφάσι/το κεφάλι/ο νους/το τσερβέλο βλ. μυαλό, πηγαίνει το μυαλό/ο νους μου στο κακό βλ. κακό, σταματά ο νους του ανθρώπου βλ. σταματώ, τρέχει/ταξιδεύει/γυρίζει ο νους/το μυαλό κάποιου βλ. τρέχω, τυπώνω (καλά μέσα) στο μυαλό/στο(ν) νου μου βλ. τυπώνω [< 1: αρχ. νοῦς, γαλλ. esprit, αγγλ. mind, γερμ. Geist 2: γαλλ. esprit]

πόρτα

πόρτα πόρ-τα ουσ. (θηλ.) 1. κινητή, συνήθ. επίπεδη επιφάνεια, που ανοιγοκλείνει, φράσσοντας την είσοδο χώρου, συσκευής ή οχήματος· συνεκδ. η ίδια η είσοδος, συνήθ. η κεντρική: αυτόματη/γυάλινη/δίφυλλη/εξωτερική/εσωτερική/μονόφυλλη/μπροστινή/ξύλινη/περιστρεφόμενη/σιδερένια (= σιδερόπορτα)/συρόμενη ~. Η ~ του γραφείου/του διαμερίσματος/του δωματίου/της πολυκατοικίας/της τάξης. Η ~ του φράχτη. Η ~ της ντουλάπας/του ντουλαπιού. Η ~ του ασανσέρ/του φούρνου/του ψυγείου. Η ~ του αεροπλάνου. Η κάσα/η κλειδαριά/το κουδούνι/το μάτι/το πόμολο της ~ας. Οι ~ες του αυτοκινήτου/λεωφορείου. ~ες αλουμινίου. Ανοίγω/κλειδώνω/(για κλέφτη:) παραβιάζω/σπάω την ~. Άφησε την ~ ανοιχτή/μισάνοιχτη/ξεκλείδωτη. Έκλεισε την ~ (πίσω του) με βρόντο. Κάποιος (μου) χτυπάει την ~. Βγαίνω/μπαίνω από την ~. Κρύφτηκε πίσω/περίμενε έξω από την ~. Φυγαδεύτηκε από την πίσω/πλαϊνή ~. Ρίχνουν φυλλάδια κάτω από τις ~ες (βλ. χαραμάδα).|| Η διπλανή ~ (= το γειτονικό διαμέρισμα ή σπίτι). Βλ. αυλό-, γκαραζό-, εξώ-, καγκελό-, μπαλκονό-πορτα. ΣΥΝ. θύρα (1) 2. πύλη: η ~ του κάστρου.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ (= πόρταλ) σύνδεσης (δικτύου). 3. (μτφ.) δυνατότητα, ευκαιρία, πρόσβαση: Η ~ της επιχείρησης είναι ανοιχτή/κλειστή για/σε κάποιον. Ανοίγουν ~ες εργασίας για χιλιάδες νέους. 4. (προφ.) πορτιέρης ή φέις-κοντρόλ: Δουλεύει ~.|| Κάνει ~ σε κλαμπ.πόρτες (οι): παιχνίδι στο τάβλι: Μια παρτίδα ~. Βλ. πλακωτό, φεύγα.|| Κάνω ~ (: βάζω τουλάχιστον δύο πούλια του ίδιου χρώματος στη σειρά, κλείνοντας τον αντίπαλο). ● Υποκ.: πορτάκι (το): στη σημ. 1., πορτίτσα (η): στη σημ. 1., πορτούλα (η): στη σημ. 1. ΣΥΝ. πορτόνι (2) ● ΣΥΜΠΛ.: πόρτα ασφαλείας: θωρακισμένη και με κλειδαριά ασφαλείας, ώστε να είναι απαραβίαστη. ● ΦΡ.: ανοίγω την πόρτα της εξόδου (μτφ.): φεύγω, παραιτούμαι ή χωρίζω., από την πίσω πόρτα (μτφ.): με αδιαφανείς, μη αξιοκρατικές διαδικασίες, με πλάγια μέσα, κρυφά: Τη δουλειά δεν την ήξερε, μπήκε όμως ~ ~. Προωθούνται ~ ~., αφήνω την πόρτα ανοιχτή για/σε κάτι (μτφ.-προφ.): δεν αποκλείω κάποιο ενδεχόμενο: Άφησε ~ ~ για/σε μελλοντική συνεργασία. ΣΥΝ. αφήνω ανοιχτό (ένα) παράθυρο, βρίσκει/βρήκε (όλες) τις πόρτες κλειστές/την πόρτα κλειστή (μτφ.-προφ.): όπου κι αν απευθύνθηκε (συνήθ. για βοήθεια) έλαβε αρνητική απάντηση: Έψαξε για δουλειά, αλλά βρήκε ~ ~., δείχνω την πόρτα (της εξόδου) σε κάποιον (μτφ.-προφ.): τον διώχνω, τον απολύω ή τον χωρίζω., δεν χωράει (να περάσει) απ' την πόρτα (μτφ.-προφ.): είναι πολύ παχύς., έξω από την/δυο βήματα από την/δίπλα στην πόρτα μου (μτφ.): πολύ κοντά στο σπίτι μου: Βρήκε δουλειά ~ ~ του., κάτι μου χτυπάει την πόρτα (μτφ.): παρουσιάζεται στη ζωή μου: Η ατυχία/η επιτυχία/η ευτυχία/ο έρωτας του χτύπησε ~., κι έξω από την πόρτα! (προφ.): για διώξιμο κάποιου με συνοπτικές διαδικασίες: τα παπούτσια στο χέρι ~ ~!, κλείνει τις πόρτες του: για επιχείρηση που παύει να λειτουργεί: Το ξενοδοχείο έκλεισε ~ ~ λόγω ανακαίνισης., κλείνω την πόρτα (στα μούτρα/στη μούρη/κατάμουτρα) σε κάποιον (προφ.): αρνούμαι χωρίς δεύτερη κουβέντα να δεχτώ κάποιον, τον διώχνω με αποφασιστικό τρόπο: Γύρισε πίσω, αλλά του ~σε ~ στα μούτρα.|| Δεν κλείνω την πόρτα σε (= δεν αποκλείω) μια τέτοια πιθανότητα., ο τελευταίος να κλείσει την πόρτα (οικ.): για να δηλωθεί ομαδική, εκούσια ή ακούσια, αποχώρηση, φυγή: Ένας, ένας παρακαλώ και ~ ~. Άρχισαν οι εκκαθαρίσεις ... ~ ~., όταν η φτώχεια μπαίνει απ' την πόρτα, ο έρωτας φεύγει απ' το παράθυρο: η ανέχεια, η μιζέρια φθείρουν τον έρωτα., πίσω από κλειστές πόρτες (μτφ.): στα κρυφά, χωρίς να δοθεί δημοσιότητα: Παίρνουν αποφάσεις/το θέμα συζητείται ~ ~., πόρτα πόρτα/από πόρτα σε πόρτα: από σπίτι σε σπίτι: Εξυπηρέτηση πελατών ~ ~. Διανομή/ενημέρωση/μεταφορές/πωλήσεις/υπηρεσία ~ ~. Τα παιδιά γυρίζουν από ~ σε ~ και λένε τα κάλαντα., πόρτα! (προφ.): για να δηλωθεί ενόχληση, όταν κάποιος φεύγει, χωρίς να κλείσει την πόρτα., της διπλανής πόρτας 1. απλός, καθημερινός, που ανταποκρίνεται στον μέσο όρο: άνθρωπος/γυναίκα/παιδί ~ ~. 2. για να δηλωθεί ότι κάτι είναι ξένο, δεν μας αφορά: Τα ναρκωτικά δεν είναι πρόβλημα ~ ~, είναι και δικό μας. [< αγγλ. next door, 1961] , τρώω πόρτα (αργκό) 1. μου απαγορεύουν την είσοδο σε κέντρο διασκέδασης ή εστιατόριο: ~ ~ σε κλαμπ. 2. αποτυγχάνω: Προσπάθησε, αλλά έφαγε ~., χτυπάω πόρτες (μτφ.): ζητώ κάτι, συνήθ. βοήθεια ή χάρη, από κάποιον: Έτρεξε, χτύπησε ~, αλλά κανείς δεν τον βοήθησε. Χτύπησε πολλές ~, αλλά δεν τα κατάφερε., χτυπώ λάθος πόρτα: απευθύνομαι σε ακατάλληλο ή αναρμόδιο πρόσωπο ή ζητώ βοήθεια από αυτό., ανοίγει τις πύλες/τις πόρτες του/της βλ. πύλη, παραβιάζω ανοιχτές θύρες/πόρτες βλ. παραβιάζω, πόρτα για τον χειμώνα βλ. χειμώνας, στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα βλ. βροντά, τον διώχνεις απ' την πόρτα (και) μπαίνει απ' το παράθυρο βλ. διώχνω [< 1,2: μτγν. πόρτα, ιταλ. porta 4: αγγλ. door]

σύγκριση

σύγκριση σύ-γκρι-ση ουσ. (θηλ.): εντοπισμός ομοιοτήτων και διαφορών μεταξύ προσώπων, πραγμάτων, καταστάσεων, συχνά με στόχο την αξιολογική τους κρίση: άδικη/αναπόφευκτη/ποιοτική/στατιστική ~. ~ αποδόσεων (π.χ. διαφόρων εταιρειών)/αποτελεσμάτων/εκδόσεων/μεγέθους (πλανητών και αστέρων)/μισθών/μοντέλων (αυτοκινήτων)/πολιτισμών/προϊόντων/προσφορών/τιμών. Δυνατότητα/κριτήρια/μέθοδος/πίνακας/στοιχεία/(ΠΛΗΡΟΦ.) τελεστές/τρόπος ~ης. Μόλις τους δεις μαζί, μοιραία κάνεις τη ~ (: τους συγκρίνεις). Οι δαπάνες του περσινού έτους παρατίθενται για λόγους ~ης. Η ~ αποβαίνει εις βάρος/υπέρ ... Επιλέξτε τα προϊόντα που σας ενδιαφέρουν για άμεση/αυτόματη ~. Απόλυτη ~ δεν μπορεί να γίνει ανάμεσα σε διαφορετικές εποχές. Βλ. παρομοίωση. ΣΥΝ. αντιπαραβολή, αντιπαράθεση (2), παραβολή (3), παραλληλισμός (1) ● ΣΥΜΠΛ.: βαθμοί σύγκρισης: ΓΡΑΜΜ. οι ειδικοί τύποι επιθέτων ή επιρρημάτων που δηλώνουν τον βαθμό στον οποίο διαθέτει ένα όνομα ή ένα ρήμα μία ποιότητα ή ιδιότητα. Βλ. θετικός, συγκριτικός, υπερθετικός (βαθμός), παραθετικά., μέτρο σύγκρισης: το σημείο αναφοράς κατά την αξιολόγηση πραγμάτων, προσώπων, καταστάσεων: Δεν έχω/δεν υπάρχει (κοινό) ~ ~. Αν πάρουμε ως ~ ~ την κλασική αρχαιότητα, ..., όρος σύγκρισης: ΓΡΑΜΜ. καθένας από τους δύο συντακτικούς όρους που αντιπαραβάλλονται μεταξύ τους ως προς μία ιδιότητα, ποιότητα την οποία δηλώνει ένα επίθετο ή επίρρημα συγκριτικού βαθμού: Στην πρόταση "Ο χρυσός είναι ακριβότερος από το ασήμι", πρώτος ~ ~ είναι "ο χρυσός" και δεύτερος "από το ασήμι". ● ΦΡ.: δεν υπάρχει/δεν γίνεται/δεν χωράει (καμία) σύγκριση & δεν τίθεται θέμα σύγκρισης & (προφ.) καμία/ούτε σύγκριση: για πρόσωπα ή πράγματα τόσο διαφορετικά, που δεν επιδέχονται σύγκριση, συχνά επειδή θεωρείται αυτονόητη η υπεροχή του ενός έναντι των υπολοίπων: Δεν υπάρχει ~ ανάμεσα στις δύο ομάδες.|| Έχει αλλάξει πάρα πολύ, καμία ~ με το παρελθόν. Πβ. καμία σχέση. ΣΥΝ. συγκρίνεται ...;/δεν συγκρίνεται ..., πέρα από κάθε σύγκριση (εμφατ.): για κάποιον ή κάτι ασύγκριτο, αξεπέραστο: τοπία πανέμορφα, ~ ~. [< αγγλ. beyond all comparison] , σε σύγκριση με/προς ... & (λόγ.) εν συγκρίσει με: σε σχέση με, συγκρίνοντας με: ο ρόλος του άνδρα ~ ~ αυτόν της γυναίκας στην ελληνική οικογένεια., κάποιος (δεν) αντέχει (σ)τη σύγκριση με κάποιον άλλο βλ. αντέχω [< μτγν. σύγκρισις, γαλλ. comparaison]

συζήτηση

συζήτηση συ-ζή-τη-ση ουσ. (θηλ.) 1. προφορική επικοινωνία με σκοπό κυρ. την ανταλλαγή απόψεων ή επιχειρημάτων πάνω σε ένα ζήτημα και γενικότ. καθημερινή, φιλική κουβέντα: άγονη/ακαδημαϊκή (: θεωρητική)/ανοιχτή/γενική/γόνιμη/δημόσια/διαδικτυακή (πβ. τσατ)/διεξοδική/διερευνητική/ενδιαφέρουσα/εποικοδομητική/ζωηρή/ζωντανή/μακρά/μεγάλη/μικρή/ουσιαστική/πολιτική (βλ. ντιμπέιτ, τηλεμαχία, τοκ σόου)/σοβαρή/τηλεοπτική/φιλολογική ~. Επιμέρους/θεματικές ~ήσεις. ~ υψηλού επιπέδου. Το αντικείμενο/κατά τη διάρκεια/μετά την ολοκλήρωση/πριν από την έναρξη/η ροή/στην αρχή/στο επίκεντρο/στο πλαίσιο/στο τέλος της ~ης. Συντονιστής της ~ης. Ατζέντα ~ήσεων. ~ επί του σχεδίου νόμου/περί ανασχηματισμού. Πρόσκληση σε ~. Ανοίγω/διακόπτω/κλείνω/παρακολουθώ μια ~. Παρεμβαίνω/συμμετέχω σε μια ~. Το θέμα τέθηκε προς ~. Ακολούθησε/αναβλήθηκε η/έγινε/πραγματοποιήθηκε/συνεχίζεται η ~ στη Βουλή για το ασφαλιστικό. Η ~ περιστράφηκε γύρω από ... Η ~ άναψε (πβ. άναψαν τα αίματα). Είχαν μια έντονη ~ (πβ. αντιπαράθεση, διαφωνία). Αδιέξοδο στις ~ήσεις των δύο κρατών (= διαβουλεύσεις, διαπραγματεύσεις). Το ΔΣ, μετά από διαλογική ~, αποφάσισε ... (ΔΙΑΔΙΚΤ.) Σελίδες/χώρος ~ης (βλ. φόρουμ). Πίνακας ~ήσεων.|| Πιάσαμε τη ~ και ξεχαστήκαμε. ΣΥΝ. διάλογος (1), συνομιλία (1) 2. {συνήθ. στον πληθ.} σχόλια: Ταινία που είχε ξεσηκώσει θύελλα ~ήσεων. Με τη στάση του έδωσε τέρμα στις ~ήσεις (ΣΥΝ. κουτσομπολιά). Απόφαση/διαφήμιση που έχει προκαλέσει μεγάλη ~/πολλές ~ήσεις (βλ. πολυσυζητημένος). ● Υποκ.: συζητησούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: ομάδα συζήτησης βλ. ομάδα, συζήτηση στρογγυλής τραπέζης βλ. στρογγυλός, συζήτηση/κουβέντα καφενείου βλ. καφενείο ● ΦΡ.: κάνω συζήτηση (για κάτι): συζητώ, σχολιάζω, θίγω ένα θέμα: Δεν θέλησε να κάνει ~ για το διαζύγιό τους. ~ θα κάνουμε τώρα; Αφού είπαμε ότι πρέπει να πάμε., κάτι σηκώνει/θέλει/χρειάζεται/χωράει/παίρνει συζήτηση/κουβέντα & επιδέχεται συζήτηση: για θέμα συνήθ. αμφιλεγόμενο, το οποίο απαιτεί διεξοδική ανάλυση: Αυτό σηκώνει μεγάλη/δεν παίρνει ~. Το αν αλλάζουν οι άνθρωποι ή όχι θέλει πολλή ~., κύκλος/γύρος συζητήσεων/συνομιλιών: σειρά διαπραγματεύσεων μεταξύ ειδικών σε οργανωμένο πλαίσιο και με συγκεκριμένο θέμα: Ανοίγει/ξεκινά νέος ~ ~ για την εκπαίδευση., πάνω στη συζήτηση/στην κουβέντα: καθώς συζητά, κουβεντιάζει κάποιος: ~ ~ μού ζήτησε να ... Πβ. εν τη ρύμη του λόγου, το 'φερε η κουβέντα/ο λόγος/η συζήτηση., συζητήσεις επί συζητήσεων (συχνά αρνητ. συνυποδ.): συνεχείς, ατέλειωτες συζητήσεις: Η οικονομική κρίση έχει προκαλέσει ~ ~. Αναλώνονται σε ~ ~, χωρίς κανένα νόημα., συζήτηση στο ακροατήριο & επ' ακροατηρίω συζήτηση: ΝΟΜ. τμήμα της ακροαματικής διαδικασίας της δίκης για την ανάπτυξη αιτημάτων, αποδείξεων ή ισχυρισμών των διαδίκων: Η απόφαση του δικαστηρίου εκδίδεται εντός δύο μηνών από την πρώτη ~ ~. [< γαλλ. débats] , τραπέζι/τράπεζα των συζητήσεων/των συνομιλιών: άτυπος διάλογος που δεν είναι απαραίτητο να οδηγήσει σε συγκεκριμένο αποτέλεσμα: Τα βασικά προβλήματα της περιοχής τέθηκαν στο ~ ~. Στο ~ ~ έπεσε και το θέμα της εκλογής νέου προέδρου. Απειλεί να αποχωρήσει από το/επέστρεψε στο ~ των συνομιλιών. Πβ. τραπέζι των διαπραγματεύσεων., υπό συζήτηση (λόγ.): για κάτι που μελετάται η πραγματοποίησή του ή αμφισβητείται, είναι αβέβαιο: το ~ ~ νομοσχέδιο.|| Το μέλλον του συγκροτήματος είναι ~ ~., χωρίς συζήτηση: αναμφίβολα, ανεπιφύλακτα: ~ ~ είναι το καλύτερο δώρο που πήρα ποτέ. Συμφέρει ~ ~. Η προτεινόμενη μέθοδος απορρίφθηκε ~ ~. ΣΥΝ. ασυζητητί, αλλάζω/γυρίζω (την) κουβέντα/(τη) συζήτηση βλ. αλλάζω, δεν ακούω/δεν δέχομαι/δεν θέλω/δεν σηκώνω/δεν παίρνω κουβέντα βλ. κουβέντα, ούτε λόγος/κουβέντα/συζήτηση βλ. λόγος, το 'φερε η κουβέντα/ο λόγος/η συζήτηση βλ. φέρνω, χωρίς δεύτερη κουβέντα/συζήτηση βλ. κουβέντα [< μτγν. συζήτησις ‘διερεύνηση από κοινού, λογομαχία’, γαλλ. discussion, débat, αγγλ. chat]

χίλιοι

χίλιοι , ιες, ια χί-λιοι αριθμητ. επίθ. απόλ. 1. σύνολο χιλίων μονάδων, συνήθ. πραγμάτων ή προσώπων: ~ιοι: κάτοικοι.|| ~ιοι: τόνοι. ~ια: λίτρα/μέτρα/μίλια/στρέμματα. Αποζημίωση/πρόστιμο ~ίων ευρώ. (λόγ.) Ποσοστό επί τοις χιλίοις (βλ. επί τοις εκατό). Τέτοιο θέαμα θα δεις μια φορά στα ~ια χρόνια (: πολύ σπάνια). Δεν υπάρχει ούτε μία στις ~ιες πιθανότητες να κερδίσει (: καμία πιθανότητα). Βλ. τρισ~. 2. (εμφατ.) πάρα πολλοί και διάφοροι, αναρίθμητοι: ~ιες ευχές! ~ιες φορές (= πολύ) καλύτερα να ... Με ~ιες προφυλάξεις. Το μυαλό του παίρνει ~ιες στροφές το δευτερόλεπτο (: είναι πολύ έξυπνος). ~ια ευχαριστώ/συγγνώμη! Δέχτηκε μετά από ~ια παρακάλια. Έγινα ~ια κομμάτια για να τους εξυπηρετήσω (: προσπάθησα πολύ). Έχεις τα ~ια δίκια του κόσμου (: έχεις απόλυτο δίκιο). Πβ. άπειρος. ΣΥΝ. μύριοι (2) ● Ουσ.: χίλια (το) {άκλ.}: ο ακέραιος φυσικός αριθμός 1000 ή το σύνολο χιλίων μονάδων: ~ γραμμάρια (= 1 κιλό)/μέτρα (= 1 χιλιόμετρο). Κλίμακα ένα προς ~.|| (σε χρονολογία:) Γεννήθηκε το ~ εννιακόσια πενήντα. ● ΦΡ.: πάω/τρέχω(/πηγαίνω) με χίλια: (για οδηγό) τρέχω με πολύ μεγάλη ταχύτητα: (κ. μτφ.) Η ομάδα ~ει ~ (: έχει σημειώσει πολλές συνεχείς νίκες)., χίλια/πολλά χρόνια θα ζήσεις!: λέγεται σε άτομο που εμφανίζεται τη στιγμή που γίνεται λόγος γι΄αυτό., χίλιες και μια νύχτες (από την ομώνυμη συλλογή παραμυθιών): για να δηλωθεί ότι κάτι ήταν γοητευτικό και παραμυθένιο., χίλιοι καλοί χωρούν(ε)/χωράνε (, ένας κακός δεν χωρεί) (παροιμ.): οι καλότροποι άνθρωποι βολεύονται, ακόμα και όταν υπάρχει πολυκοσμία. Πβ. όλοι οι καλοί χωράνε., (με) ύφος χιλίων (/δέκα/εκατό/πολλών/σαράντα) καρδιναλίων βλ. καρδινάλιος, εκατό τοις εκατό/εκατό (σ)τα εκατό/χίλια τα εκατό/χίλια τοις εκατό βλ. εκατό, με (τα) χίλια (δυο) ζόρια βλ. ζόρι, μια εικόνα/μια φωτογραφία (αξίζει όσο) χίλιες λέξεις βλ. εικόνα, περνώ από σαράντα/χίλια κύματα βλ. κύμα, χίλιες/εκατό φορές βλ. φορά, χίλιοι δυο βλ. δύο & δυο, χίλιοι μύριοι βλ. μύριοι, χίλιοι μύριοι καλογέροι σ' ένα ράσο τυλιγμένοι βλ. καλόγερος [< αρχ. χίλιοι]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.