χώνω χώ-νω ρ. (μτβ.) {έχω-σα, χώ-σει, -θηκα, -θεί, χών-οντας, χω-μένος (λαϊκό) -σμένος} (προφ.) 1. κάνω κάτι μακρόστενο και συνήθ. μυτερό να εισχωρήσει βαθιά σε άλλο σώμα, κυρ. με τη δύναμη που του ασκώ· βυθίζω: ~σε τα δάχτυλό του στο μέλι. Του ~σε το μαχαίρι στο στήθος. Κομμάτια γυαλιού ~θηκαν στο δέρμα του. Πάσσαλος ~μένος στο χώμα. Πβ. μπήγω. Βλ. κατα~.|| (έκφρ. ταμπού, για άνδρα) Της τον ~σε (πβ. κουτουπώνω, πηδώ).2. τοποθετώ κάτι στο εσωτερικό, στο βάθος συνήθ. κοίλου σώματος ή κάτω από κάτι άλλο: ~σε τα πράγματα στο ντουλάπι/τα ρούχα στη βαλίτσα. ~σε το πρόσωπό του στο μαξιλάρι. Με τα χέρια ~μένα στις τσέπες.|| ~σε τα λεφτά κάτω από το στρώμα (= έκρυψε). Γραπτά ~μένα στα συρτάρια. Πβ. παρα~.|| (για κάτι που δεν μπορώ να βρω:) Πού έχεις ~σει τα χαρτιά μου (= καταχωνιάσει, τρυπώσει); Πβ. βάζω. ΑΝΤ. βγάζω (1) 3. (μτφ.-προφ.) δίνω, ρίχνω: (συνήθ. ως απολεξικοποιημένο ρήμα:) Του 'χωσε κλοτσιά (= τον κλότσησε)/μπουνιά/σφαλιάρα (= τον σφαλιάρισε)/χαστούκι (= τον χαστούκισε). Πβ. χτυπώ.|| Του ~σαν πρόστιμο (= επέβαλαν).|| Πρέπει να ~σεις λεφτά/φράγκα για ... (= να πληρώσεις, να τ' ακουμπήσεις γερά).4. (μτφ.) φυλακίζω: Τον ~σαν στη στενή/στη φυλακή.5. (μτφ.) καταφέρνω να βρω δουλειά σε κάποιον, με αθέμιτο τρόπο: Τον ~σε στο Δημόσιο/σε μια θεσούλα (= έβαλε, βόλεψε, τακτοποίησε). Πβ. διορίζω. ● Παθ.: χώνομαι1. εισέρχομαι κάπου· μπαίνω κάτω ή πίσω από κάτι, συνήθ. για να κρυφτώ: Λωρίδα γης που ~εται στη θάλασσα. ~θηκε στο δάσος/στο δωμάτιο/(ανάμεσα) στο πλήθος (: παρεισέφρησε)/στη σπηλιά/στις φυλλωσιές. Ρίζες ~μένες στη γη. (μτφ.) Χωριό ~μένο (: μέσα) στο πράσινο. Πβ. εισδύω, εισχωρώ.|| ~θηκε σε μια γωνιά/πίσω από την πόρτα, για να μην τον βρουν. Χώσου πίσω απ' το γραφείο! Έτρεξε να ~θεί κάτω απ' τα σκεπάσματα/στο κρεβάτι. (για κάποιον που έχει κλειστεί οικειοθελώς, που βρίσκεται πολλή ώρα σε έναν χώρο:) Έχει ~θεί μέσα στο μπάνιο και δεν λέει να βγει.|| ~θηκε στην αγκαλιά της (= κούρνιασε, φώλιασε)/στην πολυθρόνα (: κουλουριάστηκε). Πβ. τρυπώνω.2. (μτφ.) εμπλέκομαι, αναμειγνύομαι σε κάτι, συνήθ. παράνομο: ~εται όλο και περισσότερο/όλο και πιο βαθιά στον υπόκοσμο. Πού πήγες και ~θηκες (= έμπλεξες); Έχει ~θεί γερά/για τα καλά/μέχρι τα μπούνια/ως τον λαιμό στα πράγματα/στο σύστημα (= διεισδύσει). ~μένος στον βούρκο/στα χρέη (= βουτηγμένος).|| Μη ~εσαι στη ζωή μου (= ανακατεύεσαι, επεμβαίνεις)! Είναι ~μένος παντού (: μέσα σ' όλα).|| {σπάν. στην ενεργ. φωνή} Τον ~σαν (= έμπασαν) στα κόλπα/ναρκωτικά.3. (μτφ.) ασχολούμαι με πάθος: Έχει ~θεί στην έρευνα (= βυθιστεί, πέσει με τα μούτρα). ~μένος στα βιβλία/στη δουλειά (= απορροφη-, αφοσιω-, προσηλω-μένος). Πβ. εντρυφώ. ● ΦΡ.: τα χώνω σε κάποιον (αργκό) 1. τον επιπλήττω, χρησιμοποιώντας βαρείς χαρακτηρισμούς· καταφέρομαι λεκτικά εναντίον του: Τα ~ει σε όλους. Τους τα ~σε άσχημα/δημόσια/κανονικά/χοντρά (για το λάθος τους). Ξέρει να τα ~ει μαλακά/με το γάντι. Πβ. βρίζω, του τη λέω.2. τον πληρώνω αδρά, συνήθ. εξαγοράζοντάς τον: Τους τα ~σαν (= έσκασαν), για να ... Πβ. δωροδοκώ, λαδώνω.|| Δεν πρόκειται να τα ~σει για νέο μηχάνημα (: να ξοδέψει πολλά χρήματα)., χώνω κάποιον (αργκό): τον φορτώνω με πολλή δουλειά ή του αναθέτω καθήκον που θέλω να αποφύγω: Μ' έχουν ~σει (= είμαι πηγμένος) για τα καλά, δεν προλαβαίνω να σηκώσω κεφάλι. Την ~σε να αγοράσει τα εισιτήρια για τη συναυλία., βάζω/χώνω (βαθιά) το χέρι στην τσέπη βλ. χέρι, έχει βάλει/χώσει κάποιον μέσα βλ. βάζω, μπαίνω/χώνομαι στη μύτη/στο ρουθούνι (κάποιου) βλ. μύτη, τον έβαλαν/έκλεισαν μέσα βλ. μέσα, χώνω τη μύτη/την ουρά/τη μούρη μου κάπου/παντού βλ. μύτη [< μεσν. χώνω < αρχ. χώννυμι]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.