Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • χωσμένος , η, ο βλ. χώνω

χώνω

χώνω χώ-νω ρ. (μτβ.) {έχω-σα, χώ-σει, -θηκα, -θεί, χών-οντας, χω-μένος (λαϊκό) -σμένος} (προφ.) 1. κάνω κάτι μακρόστενο και συνήθ. μυτερό να εισχωρήσει βαθιά σε άλλο σώμα, κυρ. με τη δύναμη που του ασκώ· βυθίζω: ~σε τα δάχτυλό του στο μέλι. Του ~σε το μαχαίρι στο στήθος. Κομμάτια γυαλιού ~θηκαν στο δέρμα του. Πάσσαλος ~μένος στο χώμα. Πβ. μπήγω. Βλ. κατα~.|| (έκφρ. ταμπού, για άνδρα) Της τον ~σε (πβ. κουτουπώνω, πηδώ). 2. τοποθετώ κάτι στο εσωτερικό, στο βάθος συνήθ. κοίλου σώματος ή κάτω από κάτι άλλο: ~σε τα πράγματα στο ντουλάπι/τα ρούχα στη βαλίτσα. ~σε το πρόσωπό του στο μαξιλάρι. Με τα χέρια ~μένα στις τσέπες.|| ~σε τα λεφτά κάτω από το στρώμα (= έκρυψε). Γραπτά ~μένα στα συρτάρια. Πβ. παρα~.|| (για κάτι που δεν μπορώ να βρω:) Πού έχεις ~σει τα χαρτιά μου (= καταχωνιάσει, τρυπώσει); Πβ. βάζω. ΑΝΤ. βγάζω (1) 3. (μτφ.-προφ.) δίνω, ρίχνω: (συνήθ. ως απολεξικοποιημένο ρήμα:) Του 'χωσε κλοτσιά (= τον κλότσησε)/μπουνιά/σφαλιάρα (= τον σφαλιάρισε)/χαστούκι (= τον χαστούκισε). Πβ. χτυπώ.|| Του ~σαν πρόστιμο (= επέβαλαν).|| Πρέπει να ~σεις λεφτά/φράγκα για ... (= να πληρώσεις, να τ' ακουμπήσεις γερά). 4. (μτφ.) φυλακίζω: Τον ~σαν στη στενή/στη φυλακή. 5. (μτφ.) καταφέρνω να βρω δουλειά σε κάποιον, με αθέμιτο τρόπο: Τον ~σε στο Δημόσιο/σε μια θεσούλα (= έβαλε, βόλεψε, τακτοποίησε). Πβ. διορίζω. ● Παθ.: χώνομαι 1. εισέρχομαι κάπου· μπαίνω κάτω ή πίσω από κάτι, συνήθ. για να κρυφτώ: Λωρίδα γης που ~εται στη θάλασσα. ~θηκε στο δάσος/στο δωμάτιο/(ανάμεσα) στο πλήθος (: παρεισέφρησε)/στη σπηλιά/στις φυλλωσιές. Ρίζες ~μένες στη γη. (μτφ.) Χωριό ~μένο (: μέσα) στο πράσινο. Πβ. εισδύω, εισχωρώ.|| ~θηκε σε μια γωνιά/πίσω από την πόρτα, για να μην τον βρουν. Χώσου πίσω απ' το γραφείο! Έτρεξε να ~θεί κάτω απ' τα σκεπάσματα/στο κρεβάτι. (για κάποιον που έχει κλειστεί οικειοθελώς, που βρίσκεται πολλή ώρα σε έναν χώρο:) Έχει ~θεί μέσα στο μπάνιο και δεν λέει να βγει.|| ~θηκε στην αγκαλιά της (= κούρνιασε, φώλιασε)/στην πολυθρόνα (: κουλουριάστηκε). Πβ. τρυπώνω. 2. (μτφ.) εμπλέκομαι, αναμειγνύομαι σε κάτι, συνήθ. παράνομο: ~εται όλο και περισσότερο/όλο και πιο βαθιά στον υπόκοσμο. Πού πήγες και ~θηκες (= έμπλεξες); Έχει ~θεί γερά/για τα καλά/μέχρι τα μπούνια/ως τον λαιμό στα πράγματα/στο σύστημα (= διεισδύσει). ~μένος στον βούρκο/στα χρέη (= βουτηγμένος).|| Μη ~εσαι στη ζωή μου (= ανακατεύεσαι, επεμβαίνεις)! Είναι ~μένος παντού (: μέσα σ' όλα).|| {σπάν. στην ενεργ. φωνή} Τον ~σαν (= έμπασαν) στα κόλπα/ναρκωτικά. 3. (μτφ.) ασχολούμαι με πάθος: Έχει ~θεί στην έρευνα (= βυθιστεί, πέσει με τα μούτρα). ~μένος στα βιβλία/στη δουλειά (= απορροφη-, αφοσιω-, προσηλω-μένος). Πβ. εντρυφώ. ● ΦΡ.: τα χώνω σε κάποιον (αργκό) 1. τον επιπλήττω, χρησιμοποιώντας βαρείς χαρακτηρισμούς· καταφέρομαι λεκτικά εναντίον του: Τα ~ει σε όλους. Τους τα ~σε άσχημα/δημόσια/κανονικά/χοντρά (για το λάθος τους). Ξέρει να τα ~ει μαλακά/με το γάντι. Πβ. βρίζω, του τη λέω. 2. τον πληρώνω αδρά, συνήθ. εξαγοράζοντάς τον: Τους τα ~σαν (= έσκασαν), για να ... Πβ. δωροδοκώ, λαδώνω.|| Δεν πρόκειται να τα ~σει για νέο μηχάνημα (: να ξοδέψει πολλά χρήματα)., χώνω κάποιον (αργκό): τον φορτώνω με πολλή δουλειά ή του αναθέτω καθήκον που θέλω να αποφύγω: Μ' έχουν ~σει (= είμαι πηγμένος) για τα καλά, δεν προλαβαίνω να σηκώσω κεφάλι. Την ~σε να αγοράσει τα εισιτήρια για τη συναυλία., βάζω/χώνω (βαθιά) το χέρι στην τσέπη βλ. χέρι, έχει βάλει/χώσει κάποιον μέσα βλ. βάζω, μπαίνω/χώνομαι στη μύτη/στο ρουθούνι (κάποιου) βλ. μύτη, τον έβαλαν/έκλεισαν μέσα βλ. μέσα, χώνω τη μύτη/την ουρά/τη μούρη μου κάπου/παντού βλ. μύτη [< μεσν. χώνω < αρχ. χώννυμι]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.