Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • χόνδρινος , η, ο χόν-δρι-νος επίθ.: ΑΝΑΤ. που αποτελείται από χόνδρο: ~ος: ιστός/σωλήνας (βλ. ευσταχιανή σάλπιγγα). ~η: δομή (βλ. επιγλωττίδα, πτερύγιο του αυτιού)/ουσία (βλ. πώρος). ~ες: βλάβες (γονάτου). Βλ. οστέινος.|| (ΙΧΘΥΟΛ., με αναφορά στους χονδριχθύες) ~ος: σκελετός. ~ες: πλάκες. [< αρχ. χόνδρινος 'χοντροαλεσμένος', γαλλ. cartilagineux, αγγλ. chondric]

επιγλωττίδα

επιγλωττίδα [ἐπιγλωττίδα] ε-πι-γλωτ-τί-δα ουσ. (θηλ.): ΑΝΑΤ. τριγωνική χόνδρινη δομή που φράζει το άνω στόμιο του λάρυγγα και τον προφυλάσσει κατά την κατάποση: Η ~ εμποδίζει τις τροφές να περάσουν στις αναπνευστικές οδούς. Βλ. σταφυλή. [< αρχ. ἐπιγλωττίς, γαλλ. épiglotte , αγγλ. epiglottis]

οστέινος

οστέινος, η, ο [ὀστέϊνος] ο-στέ-ι-νος επίθ.: που αποτελείται ή κατασκευάζεται από οστό: (ΑΝΑΤ.) ~ος: λαβύρινθος (του αυτιού)/σκελετός. ~η: κοιλότητα/μάζα/ουσία. ~ο: τοίχωμα.|| ~η: λαβή. ~ες: βελόνες. (ΑΡΧΑΙΟΛ.) ~ες: περόνες. ~α: αντικείμενα/εργαλεία/κοσμήματα. Πβ. κοκάλινος. Βλ. οστεώδης, οστικός. [< αρχ. ὀστέϊνος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.