χόνδρινος , η, ο χόν-δρι-νος επίθ.: ΑΝΑΤ. που αποτελείται από χόνδρο: ~ος: ιστός/σωλήνας (βλ. ευσταχιανή σάλπιγγα). ~η: δομή (βλ. επιγλωττίδα, πτερύγιο του αυτιού)/ουσία (βλ. πώρος). ~ες: βλάβες (γονάτου). Βλ. οστέινος.|| (ΙΧΘΥΟΛ., με αναφορά στους χονδριχθύες) ~ος: σκελετός. ~ες: πλάκες. [< αρχ. χόνδρινος 'χοντροαλεσμένος', γαλλ. cartilagineux, αγγλ. chondric]
επιγλωττίδα
επιγλωττίδα [ἐπιγλωττίδα] ε-πι-γλωτ-τί-δα ουσ. (θηλ.): ΑΝΑΤ. τριγωνική χόνδρινη δομή που φράζει το άνω στόμιο του λάρυγγα και τον προφυλάσσει κατά την κατάποση: Η ~ εμποδίζει τις τροφές να περάσουν στις αναπνευστικές οδούς. Βλ. σταφυλή. [< αρχ. ἐπιγλωττίς, γαλλ. épiglotte , αγγλ. epiglottis]
οστέινος
οστέινος, η, ο [ὀστέϊνος] ο-στέ-ι-νος επίθ.: που αποτελείται ή κατασκευάζεται από οστό: (ΑΝΑΤ.) ~ος: λαβύρινθος (του αυτιού)/σκελετός. ~η: κοιλότητα/μάζα/ουσία. ~ο: τοίχωμα.|| ~η: λαβή. ~ες: βελόνες. (ΑΡΧΑΙΟΛ.) ~ες: περόνες. ~α: αντικείμενα/εργαλεία/κοσμήματα. Πβ. κοκάλινος. Βλ. οστεώδης, οστικός. [< αρχ. ὀστέϊνος]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.