αίμα [αἷμα] αί-μα ουσ. (ουδ.) {αίμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. ΙΑΤΡ. το κόκκινο υγρό που κυκλοφορεί στην καρδιά, τις αρτηρίες, τις φλέβες και τα τριχοειδή αγγεία του ανθρώπου και των άλλων σπονδυλωτών ζώων και κατ' επέκτ. των ασπόνδυλων, μεταφέροντας οξυγόνο και τις αναγκαίες για τον οργανισμό ουσίες και απομακρύνοντας τις άχρηστες: αναλυτής/απώλεια/δείγμα/θρόμβος/ίχνη/καλλιέργεια/κηλίδες/ορός/προσφορά/ροή/χορήγηση/φιάλη ~ατος. Οι λειτουργίες/τα λιπίδια/οξυγόνωση/πηκτικότητα/παράγωγα/το πλάσμα/σάκχαρο/συστατικά του ~ατος. Ασθένειες του ~ατος (βλ. αν-, λευχ-, σηψ-, υπερ-αιμία). Λεκές από ~. Ανιχνεύτηκαν υψηλά επίπεδα χοληστερόλης στο ~. Έκθεση σε μολυσμένο ~. Έδωσε/πρόσφερε ~ (: έγινε αιμοδότης). Χρειάζεται επειγόντως ~. Βγήκε/έτρεξε ~ από τη μύτη του/την πληγή. Του πήραν ~ (για εξέταση). Εμφάνισε ~ στα ούρα. Έχει πολύ ~ (: κατά την έμμηνο ρύση). Τα χέρια του γέμισαν ~/~ατα. (εμφατ.) Το κουνούπι τού ήπιε/ρούφηξε το ~. Βλ. αιμο-πετάλιο, -σφαίρια.|| (στον πληθ., για δήλωση μεγάλης ποσότητας) Τον είδε μες στα ~ατα.|| (μτφ.) Το καρπούζι είναι/στάζει ~ (: είναι πολύ κόκκινο, ζουμερό). 2. (μτφ.) ζωτική δύναμη, το ίδιο το άτομο, η ζωή του: Αυτό το σπίτι είναι το ~ του (: ο ιδρώτας, ο κόπος, ο μόχθος του). Σου έδωσα το ~ μου (: την ψυχή)/το ~ της καρδιάς μου! 3. (μτφ.) καταγωγή, συγγένεια και συνεκδ. ο συγγενής: Έχει/κυλάει αριστοκρατικό/βασιλικό/ελληνικό/τσιγγάνικο ~ στις φλέβες του. Είμαστε ένα/το ίδιο ~ (πβ. όμαιμος). (επίσ.) Εξ ~ατος διαδοχή/καταγωγή.|| (συνεκδ.) Ό, τι κι αν κάνει, είναι ~ μου και δεν μπορώ να του κρατήσω κακία. Τον πρόδωσε το ίδιο του το ~. 4. (μτφ.) φόνος: ταινίες με πολύ ~. Ζητά εκδίκηση για το ~ αθώων. Διψά για ~. (προτρεπτικά) ~ στο ~ (: ο φόνος πρέπει να πληρωθεί με φόνο, βλ. βεντέτα). Θυσίες/ποτάμι ~ατος (: για αιματοχυσία).|| Το πρώτο ~ (: οι πρώτοι νεκροί του αγώνα/πολέμου). Το ~ των ηρώων/μαρτύρων (= η θυσία). ● ΣΥΜΠΛ.: ακάθαρτο αίμα: το αίμα που περιέχει ουσίες τις οποίες αποβάλλει ο οργανισμός: Από την καρδιά το ~ ~ οδηγείται στους πνεύμονες., γαλάζιο αίμα: αριστοκρατική καταγωγή: Έχει ~ ~ (: είναι γαλαζοαίματος). Στις φλέβες του κυλά/ρέει ~ ~., δεσμός αίματος {συνηθέστ. στον πληθ.}: σχέση συγγένειας και κατ' επέκτ. δυνατής φιλίας: ~ ~ μεταξύ γονέα και παιδιού. Τους ενώνουν/συνδέουν (άρρηκτοι/ακατάλυτοι) ~οί ~.|| (μτφ.) Μεταξύ των εταιρειών υπάρχει ~ ~. [< γερμ. die Bande des Blutes] , εξέταση/ανάλυση/τεστ αίματος: ΙΑΤΡ. εξέταση δείγματος αίματος με σκοπό τον καθορισμό της ομάδας αίματος, την ύπαρξη παθολογικού ή κληρονομικού παράγοντα: γενική/διαγνωστική/ειδική/μικροβιολογική ~ ~. Ανοσολογικές/βιοχημικές/εξειδικευμένες αναλύσεις ~. ~ ~ και ούρων. ~ ~ για την ανίχνευση ιού/μεσογειακή αναιμία. Διάγνωση της νόσου με μία απλή ~ ~. Έκανε γενική (ενν. εξέταση) αίματος. [< αγγλ. blood test, 1912] , κρύο αίμα: ψυχραιμία., κύκλος (του) αίματος: διαδοχικοί φόνοι, αιματοχυσία., λήψη αίματος: ΙΑΤΡ. διαδικασία κατά την οποία λαμβάνεται αίμα με σύριγγα (για εργαστηριακές εξετάσεις). ΣΥΝ. αιμοληψία, λουτρό αίματος (μτφ.): αιματοχυσία: Σύγκρουση που εξελίχθηκε/κατέληξε σε (απίστευτο/φρικιαστικό) ~ ~ αμάχων. [< γαλλ. bain de sang] , μαύρο/σκοτωμένο αίμα (εμφατ.): το σκούρο κόκκινο αίμα ή αυτό που προέρχεται από χτύπημα ή προκαλείται από ασθένεια: Άνοιξε η πληγή και βγήκε/έτρεξε ~ ~., μετάγγιση αίματος: ΙΑΤΡ. μετάγγιση. [< γαλλ. transfusion sanguine] , νέο αίμα (μτφ.): νέοι άνθρωποι με ανανεωτικές, προοδευτικές και πρωτοπόρες ιδέες σε κάποιον χώρο, τομέα: Χρειαζόμαστε ~ ~ στον αθλητισμό/στη Βουλή. Το ~ ~ (: προσωπικό) που θα στελεχώσει την εταιρεία. [< αγγλ. new blood] , ντόπινγκ αίματος: ΑΘΛ. μετάγγιση ερυθρών αιμοσφαιρίων σε αθλητή, συνήθ. πριν από αγώνα, που του είχαν αφαιρεθεί παλιότερα, για να αυξηθεί η ικανότητα οξυγόνωσης του οργανισμού του: Έλεγχος ~ ~. [< αγγλ. blood doping, 1973] , ομάδα αίματος & (σπάν.) τύπος αίματος: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. κατηγοριοποίηση του αίματος με βάση την παρουσία ή απουσία ειδικών αντιγόνων στα ερυθρά αιμοσφαίρια: ~ ~ A, B, AB, 0. Βλ. ρέζους. [< αγγλ. blood group/type, 1916] , όρκος αίματος: όρκος που επισφραγίζεται με χύσιμο αίματος: δεμένοι με ~ο ~. Έδωσαν ~ο ~ (: για αιώνια πίστη και αφοσίωση)., πήξη του αίματος: ΙΑΤΡ. διαδικασία κατά την οποία το αίμα μετατρέπεται σε αδιάλυτο σύνολο (πήγμα): Τα αιμοπετάλια βοηθούν στην ~ ~. Βλ. αιμορροφιλία, αντιπηκτικό, προθρομβίνη., πίεση (του) αίματος: ΙΑΤΡ. πίεση που ασκεί το αίμα στα τοιχώματα των αιμοφόρων αγγείων: αυξημένη/διαστολική/συστολική/υψηλή/φυσιολογική/χαμηλή (αρτηριακή) ~ ~. [< αγγλ. blood pressure] , το αίμα του Ιησού/Κυρίου/Χριστού: ΕΚΚΛΗΣ. ο οίνος της Θείας Ευχαριστίας: Κοινωνώ/μεταλαμβάνω (το) σώμα και (το) ~ ~., τράπεζα αίματος: χώρος συλλογής, επεξεργασίας και αποθήκευσης αίματος με σκοπό τη διάθεσή του για μεταγγίσεις και κατ' επέκτ. ο αντίστοιχος οργανισμός: Δίνω αίμα στην ~ ~. [< γερμ. Blutbank] , φόρος αίματος (μτφ.): μεγάλος αριθμός βίαιων θανάτων συνήθ. σε πολεμική επιχείρηση, αιματοχυσία, ατύχημα: ~ ~ στην άσφαλτο. Βαρύ ~ο ~ πλήρωσαν οι στρατιώτες στο πεδίο της μάχης., κυκλοφορία του αίματος βλ. κυκλοφορία ● ΦΡ.: (συγγενείς/συγγένεια) εξ αίματος: με κοινή οκογενειακή καταγωγή: Έχουν/συνδέονται με συγγένεια ~ ~ δεύτερου/πρώτου βαθμού. Είναι συγγενείς ~ ~ σε ευθεία/πλάγια γραμμή. ΑΝΤ. (συγγενείς/συγγένεια) εξ αγχιστείας/από αγχιστεία, αίμα και άμμος!: (για χαρακτηρισμό έκρυθμων καταστάσεων) μεγάλη φασαρία, πολλά επεισόδια εξαιτίας οξυμμένων αντιπαραθέσεων ή έντονου φανατισμού: Έγινε ~ ~ στη διαδήλωση. Θα γίνει ~ ~ στο αυριανό ντέρμπι. Πβ. τα έκαναν γυαλιά καρφιά., ανάβουν τα αίματα: προκαλείται αντιπαράθεση, μεγάλη ένταση, θυμός: Άναψαν ~ στον αγωνιστικό χώρο/στη συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου., βάζω (κάποιον)/μπαίνω στα αίματα: κινητοποιώ κάποιον να αναμειχθεί με κάτι ή παρασύρομαι να εμπλακώ σε αυτό: Τον έβαλε/μπήκε ~ να ασχοληθεί με την πολιτική., βουτηγμένος στο αίμα 1. για πρόσωπο που αιμορραγεί. 2. για εγκληματία: Είναι ~ ~ από τα αλλεπάλληλα φονικά.|| (σπανιότ.) Βούτηξε τα χέρια του ~ αθώων (: τους σκότωσε)., βράζει/κοχλάζει το αίμα (μτφ.): για μεγάλη ζωντάνια, ενεργητικότητα και έντονες ορμές: Νέοι είναι, ~ ~ τους., δεν έχει αίμα μέσα/στις φλέβες του/σταγόνα αίμα μέσα του/δεν τρέχει/κυλάει αίμα στις φλέβες του (μτφ.): δεν έχει αισθήματα, μένει ασυγκίνητος μπροστά στον ανθρώπινο πόνο: Εσύ δεν έχεις αίμα (μέσα/πάνω) σου/δεν κυλάει αίμα στις φλέβες σου! Είσαι εντελώς αναίσθητος!, δίνω/χύνω το αίμα μου (για κάποιον/κάτι): δίνω τη ζωή μου, θυσιάζομαι για κάτι: Έδωσαν ~ τους για τη λευτεριά/την πατρίδα/την πίστη., είναι/το έχω στο αίμα μου: έχω την τάση να κάνω κάτι, είναι αναπόσπαστο στοιχείο του χαρακτήρα μου, το έχω εκ γενετής: Το ψέμα είναι ~ της (: στη φύση, στο είναι της, μέσα της). [< γαλλ. dans le sang] , κάποιος/κάτι μου ανεβάζει το αίμα στο κεφάλι/την πίεση (μτφ.-εμφατ.): με εξοργίζει, με κάνει έξω φρενών: Η απραξία/ο δόλος του μου ανέβασε ~. Με τα καμώματά της ~ ~., κατουρώ/ξερνώ αίμα: αποβάλλω αίμα από τα αντίστοιχα σημεία του σώματος: (κ. μτφ. ως απειλή) Θα σε κάνω να κατουρήσεις/ξεράσεις ~., κολυμπώ/πλέω/λούζομαι στο αίμα (μτφ.): είμαι γεμάτος αίμα, συνήθ. ως αποτέλεσμα μεγάλης αιμορραγίας ή πολλαπλών τραυμάτων., λερώνω τα χέρια μου με αίμα (μτφ.): διαπράττω φόνο: Λέρωσε τα χέρια του ~ αδερφικό., με αίμα (μτφ.) 1. με φόνο: Η προσβολή/ο φόνος/το αίμα θα ξεπλυθεί ~ ~. 2. με αιματοχυσία, με προσφορά, στέρηση της ζωής κάποιου (για την επίτευξη ανώτερου σκοπού): γη βαμμένη/ποτισμένη ~ ~. 3. με κόπους, με βάσανα και στερήσεις: Ό,τι απέκτησε, το απέκτησε ~ ~ (και δάκρυα/θυσίες/ιδρώτα/πόνο)., με πήραν τα αίματα (προφ.): άρχισα να χάνω αίμα, αιμορραγώ (εξαιτίας τραυματισμού)., μέχρι την τελευταία ρανίδα του αίματος & (λόγ.) μέχρι τελευταίας ρανίδος: για αγώνα ή προσπάθεια που γίνεται μέχρι(ς) εσχάτων: Υπερασπίστηκαν την ελευθερία ~ του αίματός τους. Θα παλέψουμε μέχρι τελευταίας ρανίδος., μου (έ)κοψε το αίμα/τη χολή & (σπάν.) μου έσπασε τη χολή (μτφ.): με τρόμαξε πολύ: Μου ~ψες ~! Ακούστηκε ένας δυνατός κρότος που του ~ ~.|| Μου κόπηκε ~ από τον φόβο (= κατατρόμαξα)., πάγωσε το αίμα (στις φλέβες) μου (μτφ.): τρόμαξα πολύ, παρέλυσα από τον φόβο: Η είδηση/ο σεισμός ~ ~ στις φλέβες μας., παίρνω το αίμα μου πίσω/πίσω το αίμα μου & παίρνω το δίκιο μου πίσω (μτφ.): εκδικούμαι: Είναι αποφασισμένος να πάρει το αίμα του πίσω για την ταπείνωση που υπέστη., πνίγω στο αίμα (μτφ.): καταστέλλω κάτι με βίαιο τρόπο, προκαλώντας τον θάνατο πολλών ατόμων: Η διαδήλωση/εξέγερση/στάση ~ηκε ~.|| Ο τόπος ~ηκε ~ από τα εχθρικά στρατεύματα (= αιματοκυλίστηκε)., πότισε με το αίμα του: θυσιάστηκε για κάτι: ~σαν ~ τους το δέντρο της λευτεριάς. ~σε την πατρική γη με ~. Η σημαία ποτίστηκε με ~ των αγωνιστών. Γη ποτισμένη με αίμα ηρώων/μαρτύρων., σιγά τα αίματα! (προφ.-ειρων.): απαξιωτική απάντηση σε απειλή ή για κατάσταση που θεωρείται σοβαρή ή προκαλεί φόβο: (καλέ) ~ ~, μας τρόμαξες! ~ ~, ρε μεγάλε/παλικαράδες!, το αίμα νερό δεν γίνεται: οι συγγενικοί δεσμοί δεν καταλύονται: Αδέρφια είναι, όσο κι αν τσακώνονται, στο τέλος τα ξαναβρίσκουν. ~ ~!, τραβάει το αίμα μου (κάτι) (μτφ.): έχω την τάση, ρέπω προς κάτι συνήθ. αρνητικό: Την τραβάει ~ του την απατεωνιά. Το τραβάει ~ του να τσακώνεται με τους άλλους., φτύνω αίμα 1. (μτφ.) βασανίζομαι σκληρά, ταλαιπωρούμαι αφάνταστα, για να επιτύχω κάτι: Καθημερινά ~ει ~ για το μεροκάματο. Έφτυσε ~ για να βγάλει το Πανεπιστήμιο/να μεγαλώσει τα παιδιά του. (απειλητ.) Θα τον κάνω να ~σει ~! Πβ. δεινοπαθώ, μαρτυρώ, παιδεύομαι, χτικιάζω. 2. έχω αιμόπτυση., χύνεται (άφθονο/πολύ) αίμα (/χύνονται ποτάμια/ποταμοί αίματος)/τρέχει (ποτάμι το) αίμα: προκαλείται αιματοχυσία, θάνατος από σκοτωμό, ατύχημα ή προσωπική θυσία: Έχει χυθεί πολύ αίμα/έχουν χυθεί ποτάμια αίματος στην άσφαλτο (: για τα θανατηφόρα τροχαία ατυχήματα).|| Θα χυθεί πολύ αίμα στον αυριανό αγώνα (ΣΥΝ. θα γίνει χαμός)!, βάφτηκε με/στο αίμα βλ. βάφω, έβαψε/έχει βάψει τα χέρια του με/στο αίμα βλ. βάφω, έγραψε (κάτι) με το αίμα του βλ. γράφω, μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι/η πίεση βλ. ανεβαίνω, ρουφάει/πίνει το αίμα/το μεδούλι κάποιου βλ. ρουφώ, τα χέρια του στάζουν αίμα βλ. στάζω, υπογράφω με το αίμα μου βλ. υπογράφω, χύνω αίμα/ιδρώτα βλ. χύνω [< αρχ. αἷμα, γαλλ. sang]
άπλετος, η, ο [ἄπλετος] ά-πλε-τος επίθ. (λόγ.): άφθονος, απεριόριστος: ~ος: φωτισμός/(ελεύθερος) χρόνος/χώρος (για ...). ~η: θέα.|| ~η: αγάπη/ελευθερία/χαρά. ~ες: γνώσεις/δυνατότητες/επιλογές. Πβ. άπειρος1, απέραντος. ● επίρρ.: άπλετα ● ΦΡ.: ρίχνω/χύνεται/πέφτει άπλετο φως (μτφ.): ξεσκεπάζω, δημοσιοποιώ, αποκαλύπτω κάτι: Θα πέσει/χυθεί ~ ~ στην υπόθεση του φόνου/στις συνθήκες του ατυχήματος. Είναι αποφασισμένος να ρίξει ~ ~ στο σκάνδαλο (ΑΝΤ. συσκοτίζω). Πβ. διαλευκαίνω, εξιχνιάζω. [< αρχ. ἄπλετος]
δάκρυ δά-κρυ ουσ. (ουδ.) {δακρύ-ου | δάκρυ-α, δακρύ-ων} & (λογοτ.) δάκρυο 1. διαυγές αλατούχο υγρό που εκκρίνεται από τους δακρυϊκούς αδένες λόγω συγκίνησης ή εξωτερικού ερεθισμού στα μάτια: ~α λύπης/χαράς. Συγκινήθηκε μέχρι ~ων (= υπέρμετρα). Αναλύθηκε/ξέσπασε σε ~α. Δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα ~ά του. Κυλούσαν τα ~α βροχή/ποτάμι στα μάγουλά της. Τα μάτια της πλημμύρισαν με/είναι γεμάτα ~α. 2. (μτφ.) σταγόνα που μοιάζει με δάκρυ: το ~ του πεύκου (= ρετσίνι). ● ΣΥΜΠΛ.: τεχνητά δάκρυα & φυσικά δάκρυα: ΦΑΡΜΑΚ. ειδικό κολλύριο που υγραίνει την επιφάνεια των ματιών. Βλ. ξηροφθαλμία, σταγόνες, φυσιολογικός ορός., κροκοδείλια δάκρυα βλ. κροκοδείλιος ● ΦΡ.: έχει τα δάκρυα/το δάκρυ στο τσεπάκι/στην τσέπη (ειρων.): κλαίει πολύ εύκολα, με ασήμαντη αφορμή., κλαίω με μαύρο δάκρυ & χύνω μαύρο/πικρό δάκρυ: κλαίω πολύ και κατ΄επέκτ. μετανιώνω πικρά για κάτι που έκανα., κοιλάδα των δακρύων & (λόγ.) κοιλάδα του κλαυθμώνος (ΠΔ): για χώρο όπου επικρατούν εξαιρετικά άσχημες συνθήκες ή για δυσάρεστη κατάσταση. Βλ. κόλαση., με πήραν τα δάκρυα/κλάματα (προφ.): άρχισα να κλαίω., στεγνώνω τα δάκρυα κάποιου: τον παρηγορώ: Ο χρόνος στέγνωσε ~ ~ά της κι επούλωσε τις πληγές της.|| Ακόμη δεν έχουν στεγνώσει ~ ~ά τους (: είναι νωπός ο πόνος). [< γαλλ. sécher les larmes] , (πάει/πέφτει/τρέχει) το δάκρυ κορόμηλο/κορόμηλο το δάκρυ βλ. κορόμηλο, γελάω με την καρδιά μου/με την ψυχή μου/μέχρι δακρύων βλ. γελώ, ξένος πόνος, ξένα δάκρυα βλ. ξένος, χύνω δάκρυα βλ. χύνω [< αρχ. δάκρυ]
καρδάρα καρ-δά-ρα ουσ. (θηλ.) & καρδάρι (το) (λαϊκό): κάδος, δοχείο κυρ. για άρμεγμα ζώων. ● ΦΡ.: χύνει/κλοτσά την καρδάρα με το γάλα (μτφ.-προφ.): για κάποιον που από απροσεξία, βιασύνη, επιπολαιότητα ή ανυπομονησία καταστρέφει ό,τι έχει επιτύχει προηγουμένως: Είχαν τη νίκη στα χέρια τους, αλλά στο τέλος έχυσαν/κλότσησαν ~ ~. [< μεσν. καρδάρα, καρδάρι]
οργασμός [ὀργασμός] ορ-γα-σμός ουσ. (αρσ.) 1. ΙΑΤΡ. κορύφωση της σεξουαλικής απόλαυσης: ανδρικός/γυναικείος ~. Απουσία ~ού (πβ. ανοργασμία). Έρχομαι/φτάνω σε ~ό (πβ. χύνω). 2. (μτφ.) για καθετί που εκδηλώνεται με έντονο ρυθμό: αναπτυξιακός/εκδοτικός/επενδυτικός/μεταγραφικός (: σε αθλητική ομάδα)/οικοδομικός/πολιτιστικός ~. ~ δημιουργίας/δουλειάς/προετοιμασίας. Πβ. πυρετός.|| Την άνοιξη η φύση βρίσκεται σε ~ό. Πβ. υπερδραστηριότητα. [< 1: μτγν. ὀργασμός, γαλλ. orgasme, αγγλ. orgasm]
ρίχνω ρί-χνω ρ. (μτβ.) {έρι-ξα, ρί-ξω, ρίχν-εται, ρίχ-τηκε (λόγ.) -θηκε, ριγ-μένος, ρίχν-οντας} 1. κάνω ή αφήνω κάτι να πέσει κάτω ή χαμηλότερα, βάζω: ~ξα τον δίσκο με τα πιάτα. Το δέντρο ~ξε (= έχασε) τα φύλλα του.|| ~ουμε το λάδι στην κατσαρόλα/τη ζάχαρη (πβ. προσθέτω). ~ κέρμα (σε μηχάνημα). 2. προκαλώ πτώση· γκρεμίζω: Ο ισχυρός άνεμος ~ξε την κεραία. ~ξαν το εχθρικό αεροπλάνο (ενν. με πυρά ή πυραύλους· πβ. καταρρίπτω).|| ~ξαν το (παλιό) σπίτι/τον τοίχο. Πβ. κατεδαφίζω.|| Τον έσπρωξα και τον ~ξα κάτω. 3. πετώ κάτι μακριά, εκσφενδονίζω: ~ξε το ακόντιο. ~ξαν βόμβα/σφαίρες/χειροβομβίδα. ~ξαν φωτοβολίδες για να βρουν τους ναυαγούς (πβ. εκτοξεύω).|| ~ βότσαλα/πέτρες στη θάλασσα. ~ τα σκουπίδια (στο καλάθι των απορριμμάτων). ~ ρύζι (στον γαμπρό/στη νύφη· πβ. ραίνω). Ρίξε μου την μπάλα!|| Αεροπλάνα που ~ουν προκηρύξεις. Πβ. σκορπίζω. 4. (προφ.) προωθώ: ~ νέα μοντέλα/προϊόντα στην αγορά. Πβ. κυκλοφορώ. Βλ. φέρνω. 5. (μτφ.) οδηγώ, εξωθώ κάποιον σε κάτι αρνητικό· παραπετώ: Ο χωρισμός τον ~ξε στο αλκοόλ. ~ουν στην ανεργία και την εξαθλίωση χιλιάδες εργαζομένους.|| (προφ.) Τον ~ξαν σε ένα γραφείο χωρίς ενημέρωση για τα νέα του καθήκοντα. 6. (μτφ.) μειώνω, περιορίζω: ~ξαν το επίπεδο/(τα) στάνταρ (= κατέβασαν, υποβίβασαν). Αν δεν ~ξεις τις προσδοκίες σου, δεν θα βρεις εύκολα δουλειά. Πρέπει να ~ξουν την αξία (των ακινήτων)/τους μισθούς/τις τιμές (= ελαττώνω, χαμηλώνω). Ο ιδρώτας ~ει τη θερμοκρασία του σώματος. ΑΝΤ. ανεβάζω (2), αυξάνω 7. (μτφ.-προφ.) αδικώ ή εξαπατώ κάποιον για δικό μου όφελος· τον πείθω να ενδώσει στις επιθυμίες μου: Τον ~ξαν στα κληρονομικά/στη μοιρασιά. Νιώθει ~μένος.|| Τους ~ξε με γλυκόλογα/πονηριά/ψέματα. Πβ. καταφέρνω, ξεγελώ.|| ~ει τους άλλους με την ομορφιά της. Πβ. κατακτώ, τουμπάρω, τυλίγω, ψήνω. 8. (μτφ.-προφ.) (για τιμωρία, ποινή, πρόστιμο) επιβάλλω: Ο διοικητής μου ~ξε δύο μέρες κράτηση. Το δικαστήριο του ~ξε δέκα μήνες φυλάκιση. Πβ. κοπανώ. 9. (μτφ.-προφ.) αποδίδω, επιρρίπτω: Μου ~ξαν όλο το βάρος/την ευθύνη/το φταίξιμο. Οι παίκτες ~ξαν την ήττα στον προπονητή. Πβ. καταλογίζω, προσάπτω, φορτώνω, χρεώνω. 10. (μτφ.-προφ.) ασχολούμαι με ζήλο ή υπερβολικά, αφοσιώνομαι: ~ξε πολύ διάβασμα (για να πάρει το πτυχίο του)/δουλειά. ~τηκε (= στρώθηκε) στη μελέτη. 11. (μτφ.) ανατρέπω από θέση εξουσίας, καθαιρώ: Ο λαός ~ξε την κυβέρνηση.|| Ήττα που ~ξε την ομάδα στην τρίτη θέση της βαθμολογίας. 12. (μτφ.-προφ.) σε φράσεις που δηλώνουν ανωτερότητα ή υπεροχή, κυρ. σε ηλικία ή ύψος: Σου ~ ... χρόνια (: είμαι μεγαλύτερός σου). Μου ~εις ... πόντους (: είσαι ψηλότερος).|| Του ~ει σε ποιότητα (: είναι καλύτερο). 13. ως απολεξικοποιημένο ρήμα: ~ γέλιο (= γελώ πολύ)/ξύλο (= δέρνω)/τροφή (στα ζώα· βλ. ταΐζω). Τον ~ξαν στα σίδερα/στη φυλακή (= τον έβαλαν στη φυλακή, τον φυλάκισαν). Θέλω να ~ξω έναν υπνάκο (: να κοιμηθώ λίγο). ~ξε πολύ κλάμα (: έκλαψε πολύ). Δεν ~ξα ούτε ένα δάκρυ (: δεν έκλαψα καθόλου). Του ~ξα μια γροθιά (= τον γρονθοκόπησα)/μια κλοτσιά (= τον κλότσησα)/σφαλιάρα (= τον σφαλιάρισα)/ένα χαστούκι (= τον χαστούκισα). Δεν ξέρω πού να ~ξω την ψήφο μου (: τι να ψηφίσω). ~ξαν τα θεμέλια της εταιρείας (= θεμελίωσαν)/πυροβολισμούς (= πυροβόλησαν). Μόλις ~ξε μια (: ένα χτύπημα) στο μηχάνημα, άρχισε να λειτουργεί (πβ. δίνω, τραβώ)! ~ει χιόνι (= χιονίζει). ● ρίχνει (προφ.): βρέχει: ~ ασταμάτητα από χθες το βράδυ. ~ καρέκλες/παπάδες (: βρέχει καταρρακτωδώς). ● Παθ.: ρίχνομαι 1. κινούμαι εναντίον κάποιου ορμητικά, επιτίθεμαι: ~τηκαν στη μάχη. Το ζώο ~τηκε στο θήραμά του. ~τηκαν κατά πάνω τους. Πβ. ξεχύνομαι, ορμώ.|| (προφ., με ερωτικούς σκοπούς:) Της ~τηκε (: την παρενόχλησε σεξουαλικά). 2. πέφτω: ~ στον γκρεμό/στη θάλασσα (πβ. βουτώ, πηδώ).|| ~τηκε στην αγκαλιά του. ● ΦΡ.: ρίχνω ένα βλέμμα/μια ματιά σε κάποιον (προφ.) 1. τον κοιτάζω για λίγο: Της ~ξα ένα απειλητικό/υποτιμητικό βλέμμα. Μου ~ξε μια άγρια ματιά και τον φοβήθηκα. Μου ~ξε ένα βλέμμα απορίας/γεμάτο φαρμάκι.|| ~ξε μια ματιά γύρω του. 2. του δίνω σημασία: Μου ~ξε ~ όλο νόημα. Δεν του ~ξε ούτε ~., ρίχνω μια ματιά σε κάτι (προφ.) & (σπάν.-αργκό) ένα βλέφαρο: το κοιτάζω βιαστικά, στα γρήγορα: Ρίξε ~ στο άρθρο/στο βιβλίο/στην εφημερίδα. ~ξα ένα βλέφαρο στο περιοδικό, αλλά δεν το αγόρασα., ρίχνω την ιδέα/την πρόταση (προφ.): προτείνω κάτι: ~ξα την ιδέα να πάμε εκδρομή. ~ξε την πρόταση και όλοι συμφωνήσαμε., βγάζω/ρίχνω χολή/δηλητήριο/φαρμάκι & (σπάν.) χύνω (προφ.): λέω κακίες, εκφράζομαι με κακεντρέχεια: Το ~ξε/έχυσε και πάλι το δηλητήριό της! ~ξε χολή εναντίον των αντιπάλων του., τα ρίχνω (προφ.): προσεγγίζω κάποιον με ερωτικό σκοπό: Της ~ ~ξε, αλλά έφαγε χυλόπιτα. ΣΥΝ. καμακώνω (1), την πέφτω (2), το ρίχνω (προφ.): αρχίζω να κάνω κάτι συστηματικά και έντονα, επιδίδομαι: ~ ~ξαν στο διάβασμα/στη δουλειά. Στην αρχή δεν τους πήραμε σοβαρά και ~ ~ξαμε στην πλάκα., αμολώ/ρίχνω/αφήνω (πίσω μου) μελάνι βλ. μελάνι, αν βρέξει/ρίξει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ΄εκείνον τον ζευγά που 'χει πολλά σπαρμένα βλ. βρέχω, αφήνω/πετάω/ρίχνω σπόντες/μπηχτές/καρφιά βλ. σπόντα, βάζω/ρίχνω κάτι πάνω μου βλ. πάνω & επάνω, βάζω/ρίχνω λεφτά/χρήματα βλ. χρήμα, βάζω/ρίχνω τόγκα βλ. τόγκα, βαράει/ρίχνει/σκάει κανόνι βλ. κανόνι, δίνω/ρίχνω (ιδιαίτερο/μεγάλο/όλο μου το/πολύ) βάρος (σε κάτι) βλ. βάρος, έριξε έξω βλ. έξω, κάνε το καλό και ρίξ' το στο γιαλό βλ. γιαλός, κατεβάζω/ρίχνω καντήλια βλ. καντήλι, κατεβάζω/ρίχνω χριστοπαναγίες βλ. χριστοπαναγίες, κλείνει/πέφτει η αυλαία βλ. αυλαία, με περνά ένα κεφάλι βλ. κεφάλι, με χαλάει/ρίχνει βλ. χαλώ, μιλώ/τα λέω(/τα ρίχνω) χύμα και τσουβαλάτα/σταράτα/τσεκουράτα βλ. χύμα, οι πολλοί καπεταναίοι ρίχνουν έξω το καράβι βλ. καράβι, παίρνω/ρίχνω/σηκώνω/πετάω μπόι βλ. μπόι, πετάω/ρίχνω το γάντι σε κάποιον βλ. γάντι, πετώ/ρίχνω/βάζω (τη) λάσπη στον ανεμιστήρα βλ. λάσπη, πέφτουν/χαμηλώνουν/κατεβαίνουν οι τόνοι & ρίχνω/χαμηλώνω/κατεβάζω τους τόνους βλ. τόνος1, πέφτω (και) στη φωτιά βλ. πέφτω, πέφτω/μπαίνω/βάζω το κεφάλι μου στο στόμα του λύκου βλ. λύκος, πέφτω/ρίχνομαι με τα μούτρα σε κάτι βλ. μούτρο, ρίχνει (νερό)/πέφτει νερό με το τουλούμι βλ. τουλούμι, ρίχνει τη σκιά του βλ. σκιά, ρίχνομαι/πέφτω/σέρνομαι στα πόδια (κάποιου) βλ. πόδι, ρίχνω αγκίστρι/αγκίστρια βλ. αγκίστρι, ρίχνω άγκυρα βλ. άγκυρα, ρίχνω άδεια (για) να πιάσω γεμάτα βλ. άδειος, ρίχνω κάποιον από τον θρόνο του βλ. θρόνος, ρίχνω κλήρο βλ. κλήρος, ρίχνω λάδι στη φωτιά βλ. λάδι, ρίχνω μαύρη πέτρα (πίσω μου) βλ. πέτρα, ρίχνω σε κάποιον/κάτι το ανάθεμα/το(ν) λίθο του αναθέματος βλ. ανάθεμα, ρίχνω στ' αυτιά βλ. αυτί, ρίχνω στάχτη στα μάτια βλ. στάχτη, ρίχνω στο κρεβάτι βλ. κρεβάτι, ρίχνω στον αέρα βλ. αέρας, ρίχνω τα μούτρα μου βλ. μούτρο, ρίχνω το παιδί βλ. παιδί, ρίχνω φως βλ. φως, ρίχνω/κατεβάζω/πέφτουν τ' αυτιά μου βλ. αυτί, ρίχνω/πετάω λάσπη βλ. λάσπη, βλ. πετώ, ρίχνω/πετάω/οδηγώ (κάποιον) στον Καιάδα βλ. Καιάδας, ρίχνω/χύνεται/πέφτει άπλετο φως βλ. άπλετος, ρίχνω/ψηφίζω (μαύρο) δαγκωτό βλ. δαγκωτός, το ρίχνω έξω βλ. έξω, το ρίχνω στην παλαβή βλ. παλαβός, το ρίχνω στο σορολόπ βλ. σορολόπ, φέρνει/ρίχνει τις βόλτες του βλ. βόλτα, φέρνω/ρίχνω κάποιον στο φιλότιμο βλ. φιλότιμο, χτυπώ/βαρώ/ρίχνω/πυροβολώ στο ψαχνό βλ. ψαχνό ● βλ. ριγμένος [< μεσν. ρίχνω < αρχ. ῥίπτω]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ