Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • χύτευση χύ-τευ-ση ουσ. (θηλ.) (λόγ.) 1. διαδικασία παραγωγής αντικειμένων, κατά την οποία γίνεται έγχυση λιωμένου υλικού σε καλούπι· συνεκδ. χυτό προϊόν: ~ γυαλιού/καουτσούκ/σιδήρου/τιτανίου/χαλκού/χάλυβα. ~ σε άμμο/μήτρα. Αγωγοί/κερί/μέθοδοι/προϊόντα ~ης. Χωνευτήρι για ~.|| Ράγισε η ~. 2. χύσιμο σκυροδέματος σε ξυλότυπο.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.